Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 613 - 648 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μονομεθυλοτετραχλωρο-διφαινυλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Monomethyl-tetrachlorodiphenyl methane

Μετάφραση: Monomethyl-tetrachlorodiphenyl methane
Ελληνικός όρος:
Μονομερές
Αγγλικός όρος:
Monomer

Μετάφραση: Monomer
Ελληνικός όρος:
Μονομερής έγκριση
Αγγλικός όρος:
Unilateral approval

Μετάφραση: Unilateral approval
Ελληνικός όρος:
Μονοξείδιο του αζώτου
Αγγλικός όρος:
Nitric oxide

Μετάφραση: Nitric oxide
Ελληνικός όρος:
Μονοξείδιο του άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Carbon monoxide

Μετάφραση: Carbon monoxide
Ελληνικός όρος:
Μονοξείδιο του θείου
Αγγλικός όρος:
Sulphur monoxide (SO)

Μετάφραση: Sulphur monoxide (SO)
Ελληνικός όρος:
Μονοπαραγοντική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Univariate analysis

Μετάφραση: Univariate analysis
Ελληνικός όρος:
Μονοσακχαρίτης
Αγγλικός όρος:
Monosaccharide

Μετάφραση: Monosaccharide
Ελληνικός όρος:
Μονοσυστατική ουσία
Αγγλικός όρος:
Mono-constituent substance

Μετάφραση: Mono-constituent substance
Ελληνικός όρος:
Μονότονη εργασία
Αγγλικός όρος:
Monotonous work

Μετάφραση: Monotonous work
Ελληνικός όρος:
Μονουρόνη
Αγγλικός όρος:
Monuron

Μετάφραση: Monuron
Ελληνικός όρος:
Μονοχλωροπαράγωγα
Αγγλικός όρος:
Monochloro derivates

Μετάφραση: Monochloro derivates
Ελληνικός όρος:
Μοντέλο
Αγγλικός όρος:
Design

Μετάφραση: Design
Ελληνικός όρος:
Μοντέλο οργανωσιακού στρες
Αγγλικός όρος:
Model of organizational stress

Μετάφραση: Model of organizational stress
Ελληνικός όρος:
Μοντέλο των Ηνωμένων Εθνών για τους κανονισμούς σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
United Nations Model Regulations on the Transport of Dangerous Goods (UN Model Regulations)

Μετάφραση: United Nations Model Regulations on the Transport of Dangerous Goods (UN Model Regulations)
Ελληνικός όρος:
Μόνωση
Αγγλικός όρος:
Insulation

Μετάφραση: Insulation
Ελληνικός όρος:
Μονωτήρες
Αγγλικός όρος:
Insulators

Μετάφραση: Insulators
Ελληνικός όρος:
Μονωτικά ενδύματα
Αγγλικός όρος:
Insulation clothes

Μετάφραση: Insulation clothes
Ελληνικός όρος:
Μονωτική φλάντζα
Αγγλικός όρος:
Insulating flange

Μετάφραση: Insulating flange
Ελληνικός όρος:
Μονωτικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Insulating material

Μετάφραση: Insulating material
Ελληνικός όρος:
Μονωτικό υλικό (έναντι του νερού)
Αγγλικός όρος:
Waterproof material

Μετάφραση: Waterproof material
Ελληνικός όρος:
Μονωτικός αφρός
Αγγλικός όρος:
Insulating foam

Μετάφραση: Insulating foam
Ελληνικός όρος:
Μοριακή απορροφητικότητα ή μοριακός συντελεστής απόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Molar absorptivity

Μετάφραση: Molar absorptivity
Ελληνικός όρος:
Μοριακή βιολογία
Αγγλικός όρος:
Molecular biology

Μετάφραση: Molecular biology
Ελληνικός όρος:
Μοριακή δομή
Αγγλικός όρος:
Molecular structure

Μετάφραση: Molecular structure
Ελληνικός όρος:
Μοριακή μάζα
Αγγλικός όρος:
Molecular mass

Μετάφραση: Molecular mass
Ελληνικός όρος:
Μοριακό βάρος
Αγγλικός όρος:
Molecular weight, MW

Μετάφραση: Molecular weight, MW
Ελληνικός όρος:
Μοριακό ιόν
Αγγλικός όρος:
Molecular ion, parent ion (M+)

Μετάφραση: Molecular ion, parent ion (M+)
Ελληνικός όρος:
Μοριακό κόσκινο
Αγγλικός όρος:
Molecular sieve

Μετάφραση: Molecular sieve
Ελληνικός όρος:
Μοριακός τύπος
Αγγλικός όρος:
Molecular formula

Μετάφραση: Molecular formula
Ελληνικός όρος:
Μορφές οργάνωσης της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Forms of work organisation

Μετάφραση: Forms of work organisation
Ελληνικός όρος:
Μορφή στην αλυσίδα εφοδιασμού
Αγγλικός όρος:
Form in the supply chain

Μετάφραση: Form in the supply chain
Ελληνικός όρος:
Μορφίνη
Αγγλικός όρος:
Morphine

Μετάφραση: Morphine
Ελληνικός όρος:
Μορφολίνη
Αγγλικός όρος:
Morpholine

Μετάφραση: Morpholine
Ελληνικός όρος:
Μορφολογικές αλλαγές
Αγγλικός όρος:
Morphologic changes

Μετάφραση: Morphologic changes
Ελληνικός όρος:
Μορφοποίηση χωρίς κοπή
Αγγλικός όρος:
Non-cutting forming

Μετάφραση: Non-cutting forming

Ακολουθήστε μας