Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 1246
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Chemical risk
Μετάφραση: Χημικός κίνδυνος

Όρος: Chemical safety
Μετάφραση: Χημική ασφάλεια

Συντομογραφία: CHESAR
Όρος: Chemical safety assessment and reporting tool
Μετάφραση: Εργαλείο αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη χημική ασφάλεια

Συντομογραφία: CSA
Όρος: Chemical Safety Assessment
Μετάφραση: Αξιολόγηση χημικής ασφάλειας (ΑΧΑ)

Συντομογραφία: CSR
Όρος: Chemical Safety Report
Μετάφραση: Έκθεση χημικής ασφάλειας (ΕΧΑ)

Συντομογραφία: ChemSTEER
Όρος: Chemical Screening Tool For Exposures and Environmental Releases
Μετάφραση:

Όρος: Chemical spill
Μετάφραση: Διαρροή χημικού προϊόντος

Όρος: Chemical subject to the PIC procedure
Μετάφραση: Χημικό προϊόν που υπόκειται στη διαδικασία ΣΜΕ

Όρος: Chemical substance
Μετάφραση: Χημική ουσία

Όρος: Chemical tanker
Μετάφραση: Χημικό δεξαμενόπλοιο

Όρος: Chemically pure
Μετάφραση: Χημικώς καθαρό αντιδραστήριο

Όρος: Chemicals in packages
Μετάφραση: Χημικά σε συσκευασία

Όρος: Chemistry
Μετάφραση: Χημεία

Όρος: Chemometrics
Μετάφραση: Χημειομετρία

Όρος: Chemotherapy
Μετάφραση: Χημειοθεραπεία

Όρος: Chest
Μετάφραση: Στήθος

Όρος: Chi-square test
Μετάφραση: Δοκιμασία x2

Όρος: Chief product
Μετάφραση: Κυρίως προϊόν

Όρος: Child labour
Μετάφραση: Παιδική εργασία

Συντομογραφία: CRC
Όρος: Child –resistant closure
Μετάφραση: Κλείσιμο ασφαλείας για παιδιά

Συντομογραφία: CRF
Όρος: Child –resistant fastening
Μετάφραση: Πώμα ασφαλείας για παιδιά

Όρος: Chin
Μετάφραση: Πηγούνι

Όρος: China clay see kaolin
Μετάφραση:

Όρος: Chipping
Μετάφραση: Σμίλευση

Όρος: Chipping hammer
Μετάφραση: Ματσακόνι

Όρος: Chiselling
Μετάφραση: Σμίλευση

Όρος: Chisels
Μετάφραση: Σμίλες

Όρος: Chitin
Μετάφραση: Χητίνη

Όρος: chloracetamide
Μετάφραση: Χλωροακεταμίδιο

Όρος: Chloral see trichloroacetaldehyde
Μετάφραση:

Όρος: Chlorance
Μετάφραση: Χλωρακμή

Όρος: Chloranil
Μετάφραση: Χλωρανίλη, τετραχλωροβενζοκινόνη

Όρος: Chlorate
Μετάφραση: Χλωρικό

Όρος: Chlordane
Μετάφραση: Χλωρδάνιο

Όρος: Chloric acid
Μετάφραση: Χλωρικό οξύ

Όρος: Chloride
Μετάφραση: Χλωριούχο, χλωρίδιο

Όρος: Chlorinated camphene
Μετάφραση: Χλωριωμένο καμφαίνιο ή τοξαφαίνιο

Όρος: Chlorinated dioxines
Μετάφραση: Χλωριωμένες διοξίνες

Όρος: Chlorinated diphenyl oxide
Μετάφραση: Χλωριωμένο διφαινυλοξείδιο

Όρος: Chlorinated emulsions
Μετάφραση: Χλωριωμένα γαλακτώματα

Όρος: Chlorinated hydrocarbons
Μετάφραση: Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες (1,1,2,2-τετραχλωροαιθάνιο, πενταχλωροαιθάνιο, 1,1,2-τριχλωροαιθάνιο, 1,1-διχλωροαιθάνιο

Όρος: Chlorinated organic compounds
Μετάφραση: Χλωριωμένες οργανικές ενώσεις

Συντομογραφία: PCP, TeCP
Όρος: Chlorinated phenols
Μετάφραση: Χλωριωμένες φαινόλες

Όρος: Chlorination
Μετάφραση: Χλωρίωση

Όρος: Chlorine
Μετάφραση: Χλώριο

Όρος: Chlorine dioxide
Μετάφραση: Διοξείδιο του χλωρίου

Όρος: Chlorine trifluoride
Μετάφραση: Τριφθοριούχο χλώριο

Όρος: Chlorinity
Μετάφραση: Χλωριότητα

Όρος: Chlorite
Μετάφραση: Χλωριώδες

Όρος: Chloro diphenyloxide
Μετάφραση: Χλωροδιφαινυλοξείδιο

Ακολουθήστε μας