Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7453 - 7488 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Σταθερά ταχύτητας
Αγγλικός όρος:
Rate constant

Μετάφραση: Rate constant
Ελληνικός όρος:
Σταθερές σκάλες
Αγγλικός όρος:
Fixed ladders

Μετάφραση: Fixed ladders
Ελληνικός όρος:
Σταθερή απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation

Μετάφραση: Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Σταθερή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Fixed tank

Μετάφραση: Fixed tank
Ελληνικός όρος:
Σταθερή δεξαμενή αποθήκευσης υγραερίου (LPG)
Αγγλικός όρος:
Fixed LPG storage tank

Μετάφραση: Fixed LPG storage tank
Ελληνικός όρος:
Σταθερή διαλυτότητα
Αγγλικός όρος:
Dissociation constant (pKa)

Μετάφραση: Dissociation constant (pKa)
Ελληνικός όρος:
Σταθερή ένταση ρεύματος
Αγγλικός όρος:
Constant current, CC

Μετάφραση: Constant current, CC
Ελληνικός όρος:
Σταθερή ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Constant voltage, CV

Μετάφραση: Constant voltage, CV
Ελληνικός όρος:
Σταθερή πηγή καύσης
Αγγλικός όρος:
Stationary combustion source

Μετάφραση: Stationary combustion source
Ελληνικός όρος:
Σταθεροποιημένη πίεση
Αγγλικός όρος:
Settled pressure

Μετάφραση: Settled pressure
Ελληνικός όρος:
Σταθεροποιητής
Αγγλικός όρος:
Stabiliser

Μετάφραση: Stabiliser
Ελληνικός όρος:
Σταθερός θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Steady noise

Μετάφραση: Steady noise
Ελληνικός όρος:
Σταθερός προφυλακτήρας
Αγγλικός όρος:
Fixed guard

Μετάφραση: Fixed guard
Ελληνικός όρος:
Σταθερότητα κατά την αποθήκευση
Αγγλικός όρος:
Storage stability

Μετάφραση: Storage stability
Ελληνικός όρος:
Στάθμη (ή επίπεδο) σημαντικότητας
Αγγλικός όρος:
Significance level

Μετάφραση: Significance level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure level

Μετάφραση: Exposure level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη ηχητικής ισχύος
Αγγλικός όρος:
Sound power level

Μετάφραση: Sound power level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη ηχητικής πίεσης εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Emission sound pressure level

Μετάφραση: Emission sound pressure level
Ελληνικός όρος:
Στάθμιση κατά συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Frequency-weighting

Μετάφραση: Frequency-weighting
Ελληνικός όρος:
Σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Power stations

Μετάφραση: Power stations
Ελληνικός όρος:
Σταθμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work station

Μετάφραση: Work station
Ελληνικός όρος:
Σταματήστε τη διαρροή, εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Stop leak if safe to do so

Μετάφραση: Stop leak if safe to do so
Ελληνικός όρος:
Στάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Postures

Μετάφραση: Postures
Ελληνικός όρος:
Στατική φάση
Αγγλικός όρος:
Stationary phase

Μετάφραση: Stationary phase
Ελληνικός όρος:
Στατικό έργο
Αγγλικός όρος:
Static work

Μετάφραση: Static work
Ελληνικός όρος:
Στατικός εξοπλισμός ανακύκλησης απορριμμάτων κτισμάτων
Αγγλικός όρος:
Stationary recycling of building waste

Μετάφραση: Stationary recycling of building waste
Ελληνικός όρος:
Στατικός ηλεκτρισμός
Αγγλικός όρος:
Static electricity

Μετάφραση: Static electricity
Ελληνικός όρος:
Στατιστικά σημαντικό
Αγγλικός όρος:
Statistically significant

Μετάφραση: Statistically significant
Ελληνικός όρος:
Στατιστικές ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Accident statistics

Μετάφραση: Accident statistics
Ελληνικός όρος:
Στατιστικές επαγγελματικών ασθενειών
Αγγλικός όρος:
Statistics on occupational diseases

Μετάφραση: Statistics on occupational diseases
Ελληνικός όρος:
Στατιστική
Αγγλικός όρος:
Statistics

Μετάφραση: Statistics
Ελληνικός όρος:
Στατιστική βεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Statistical certainty

Μετάφραση: Statistical certainty
Ελληνικός όρος:
Στατιστική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Statistical test

Μετάφραση: Statistical test
Ελληνικός όρος:
Στατιστική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Regression

Μετάφραση: Regression
Ελληνικός όρος:
Στατιστική σημαντικότητα
Αγγλικός όρος:
Statistic significance

Μετάφραση: Statistic significance
Ελληνικός όρος:
Στατιστική συσχέτιση
Αγγλικός όρος:
Correlation

Μετάφραση: Correlation

Ακολουθήστε μας