Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6805 - 6840 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH

Μετάφραση: Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Ελληνικός όρος:
Πολυβινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Polyvinyl chloride, PVC

Μετάφραση: Polyvinyl chloride, PVC
Ελληνικός όρος:
Πολυβουταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Polybutadiene

Μετάφραση: Polybutadiene
Ελληνικός όρος:
Πολυγραμμική Ακολουθία Γεγονότων
Αγγλικός όρος:
Multilinear Events Sequencing (MES)

Μετάφραση: Multilinear Events Sequencing (MES)
Ελληνικός όρος:
Πολυένιο
Αγγλικός όρος:
Polyene

Μετάφραση: Polyene
Ελληνικός όρος:
Πολυθειούχο αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium polysulphide

Μετάφραση: Ammonium polysulphide
Ελληνικός όρος:
Πολυισοπρένιο
Αγγλικός όρος:
Polyisoprene

Μετάφραση: Polyisoprene
Ελληνικός όρος:
Πολυκαναλικός αναλυτής
Αγγλικός όρος:
Multiple channel

Μετάφραση: Multiple channel
Ελληνικός όρος:
Πολυκόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Multimodal distribution

Μετάφραση: Multimodal distribution
Ελληνικός όρος:
Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polycyclic aromatic hydrocarbons

Μετάφραση: Polycyclic aromatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Πολυμεθυλοσιλοξάνιο
Αγγλικός όρος:
Polydimethylsiloxane, PDMS

Μετάφραση: Polydimethylsiloxane, PDMS
Ελληνικός όρος:
Πολυμερείς συμφωνίες
Αγγλικός όρος:
Multilateral agreements

Μετάφραση: Multilateral agreements
Ελληνικός όρος:
Πολυμερές
Αγγλικός όρος:
Polymer

Μετάφραση: Polymer
Ελληνικός όρος:
Πολυμερής έγκριση
Αγγλικός όρος:
Multilateral approval

Μετάφραση: Multilateral approval
Ελληνικός όρος:
Πολυμερισμός
Αγγλικός όρος:
Polymerization

Μετάφραση: Polymerization
Ελληνικός όρος:
Πολυμορφικό γονίδιο
Αγγλικός όρος:
Polymorphic gene

Μετάφραση: Polymorphic gene
Ελληνικός όρος:
Πολυνευροπάθειες από οργανικούς διαλύτες που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings

Μετάφραση: Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings
Ελληνικός όρος:
Πολυνουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polynucleotide

Μετάφραση: Polynucleotide
Ελληνικός όρος:
Πολυολεφιναμίνη
Αγγλικός όρος:
Polyolefinamine

Μετάφραση: Polyolefinamine
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Multivariate analysis

Μετάφραση: Multivariate analysis
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική φύση
Αγγλικός όρος:
Multifactorial nature

Μετάφραση: Multifactorial nature
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Multi-factorial work hazards

Μετάφραση: Multi-factorial work hazards
Ελληνικός όρος:
Πολυπεπτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polypeptide

Μετάφραση: Polypeptide
Ελληνικός όρος:
Πολυπλέκτης
Αγγλικός όρος:
Multiplexer

Μετάφραση: Multiplexer
Ελληνικός όρος:
Πολυπολικά καλώδια
Αγγλικός όρος:
Multi-core cables

Μετάφραση: Multi-core cables
Ελληνικός όρος:
Πολυπυρηνικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH

Μετάφραση: Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Ελληνικός όρος:
Πολυσακχαρίτες
Αγγλικός όρος:
Polysaccharides

Μετάφραση: Polysaccharides
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρένιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS

Μετάφραση: Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS

Μετάφραση: Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυσυστατική ουσία
Αγγλικός όρος:
Multi-constituent substance

Μετάφραση: Multi-constituent substance
Ελληνικός όρος:
Πολυτετραφθοροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon

Μετάφραση: Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα διφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs

Μετάφραση: Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα τριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT

Μετάφραση: Polychlorinated triphenyl, PCT
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροδιφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs

Μετάφραση: Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροπρένιο
Αγγλικός όρος:
Polychloroprene

Μετάφραση: Polychloroprene
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροτριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT

Μετάφραση: Polychlorinated triphenyl, PCT

Ακολουθήστε μας