Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6877 - 6912 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πρασινοδύμιο
Αγγλικός όρος:
Praseodymium

Μετάφραση: Praseodymium
Ελληνικός όρος:
Πρατήρια καυσίμων
Αγγλικός όρος:
Petrol stations

Μετάφραση: Petrol stations
Ελληνικός όρος:
Πρεγνανεόνη
Αγγλικός όρος:
Pregnaneone

Μετάφραση: Pregnaneone
Ελληνικός όρος:
Πρενιτόλιο
Αγγλικός όρος:
Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene

Μετάφραση: Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Πρέσα
Αγγλικός όρος:
Press

Μετάφραση: Press
Ελληνικός όρος:
Πρέσες θερμοκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Fusing presses

Μετάφραση: Fusing presses
Ελληνικός όρος:
Πρέσες σιδερώματος
Αγγλικός όρος:
Ironing presses

Μετάφραση: Ironing presses
Ελληνικός όρος:
Πριμεβερόζη
Αγγλικός όρος:
Primeverose

Μετάφραση: Primeverose
Ελληνικός όρος:
Πριν την αρχή της βάρδιας
Αγγλικός όρος:
Prior to shift

Μετάφραση: Prior to shift
Ελληνικός όρος:
Πριόνι
Αγγλικός όρος:
Saw

Μετάφραση: Saw
Ελληνικός όρος:
Πριονίδι
Αγγλικός όρος:
Sawdust

Μετάφραση: Sawdust
Ελληνικός όρος:
Πριονισμός
Αγγλικός όρος:
Sawing

Μετάφραση: Sawing
Ελληνικός όρος:
Πριονοκορδέλα
Αγγλικός όρος:
Band saw, band sewing machine

Μετάφραση: Band saw, band sewing machine
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health promotion

Μετάφραση: Health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας στο χώρο της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace health promotion

Μετάφραση: Workplace health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαιρετικώς αναερόβια
Αγγλικός όρος:
Facultative anaerobes

Μετάφραση: Facultative anaerobes
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη μέση ψήφος
Αγγλικός όρος:
Predicted mean vote

Μετάφραση: Predicted mean vote
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Predicted environmental concentration, PEC

Μετάφραση: Predicted environmental concentration, PEC
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Predicted No Effect Concentrations, PNECs

Μετάφραση: Predicted No Effect Concentrations, PNECs
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενο ποσοστό δυσαρέσκειας
Αγγλικός όρος:
Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD

Μετάφραση: Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη
Αγγλικός όρος:
Forecasting

Μετάφραση: Forecasting
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise prediction

Μετάφραση: Noise prediction
Ελληνικός όρος:
Πρόγνωση
Αγγλικός όρος:
Prognosis

Μετάφραση: Prognosis
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Plan

Μετάφραση: Plan
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality programme, quality project

Μετάφραση: Quality programme, quality project
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα συνεργασίας για παρακολούθηση και αξιολόγηση της σε μεγάλη απόσταση μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη
Αγγλικός όρος:
Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP

Μετάφραση: Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety programs

Μετάφραση: Safety programs
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training courses

Μετάφραση: Training courses
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμένη έκλουση ή βαθμιδωτή έκλουση
Αγγλικός όρος:
Gradient elution

Μετάφραση: Gradient elution
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety planning

Μετάφραση: Safety planning
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός της ροής εργασιών
Αγγλικός όρος:
Planning of the workflow

Μετάφραση: Planning of the workflow
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραμμένο όριο
Αγγλικός όρος:
Threshold

Μετάφραση: Threshold
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice specifications, process specifications

Μετάφραση: Practice specifications, process specifications
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές του αέρα στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Occupational Air Requirement, OAR

Μετάφραση: Occupational Air Requirement, OAR
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφή
Αγγλικός όρος:
Specification

Μετάφραση: Specification
Ελληνικός όρος:
Προεδρικό διάταγμα
Αγγλικός όρος:
Presidencial decree

Μετάφραση: Presidencial decree

Ακολουθήστε μας