Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4429 - 4464 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Καπροϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproyl chloride

Μετάφραση: Caproyl chloride
Ελληνικός όρος:
Καπρυλικό οξύ ή οκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caprylic acid or octanoic acid

Μετάφραση: Caprylic acid or octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπτάνη
Αγγλικός όρος:
Captan

Μετάφραση: Captan
Ελληνικός όρος:
Καπταφόλη
Αγγλικός όρος:
Captafol

Μετάφραση: Captafol
Ελληνικός όρος:
Καραντίνα
Αγγλικός όρος:
Quarantine

Μετάφραση: Quarantine
Ελληνικός όρος:
Καρβαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Carbazole

Μετάφραση: Carbazole
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium carbamate

Μετάφραση: Ammonium carbamate
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbamic acid

Μετάφραση: Carbamic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβανύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl, phenyl isocyanate

Μετάφραση: Carbonyl, phenyl isocyanate
Ελληνικός όρος:
Καρβαρύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbaryl

Μετάφραση: Carbaryl
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium carbide, calcium acetylide

Μετάφραση: Calcium carbide, calcium acetylide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του βορίου
Αγγλικός όρος:
Boron carbide

Μετάφραση: Boron carbide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του πυριτίου ή ανθρακοπυρίτιο
Αγγλικός όρος:
Silicon carbide (C-Si)

Μετάφραση: Silicon carbide (C-Si)
Ελληνικός όρος:
Καρβινόλη
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol

Μετάφραση: Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Καρβιτόλη ή μονοαιθυλεθέρας της διαιθυλενογλυκόλης ή μονοαιθυλεθέρας της αιθυλενοδιγλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE

Μετάφραση: Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE
Ελληνικός όρος:
Καρβολικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid

Μετάφραση: Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβόνιο
Αγγλικός όρος:
Carbon, C

Μετάφραση: Carbon, C
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl

Μετάφραση: Carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του κοβαλτίου
Αγγλικός όρος:
Cobalt carbonyl

Μετάφραση: Cobalt carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του νικελίου
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel

Μετάφραση: Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Ελληνικός όρος:
Καρβονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl chloride, phosgene

Μετάφραση: Carbonyl chloride, phosgene
Ελληνικός όρος:
Καρβοξύλιo
Αγγλικός όρος:
Carboxyl

Μετάφραση: Carboxyl
Ελληνικός όρος:
Καρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carboxylic acid

Μετάφραση: Carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Καρδιά
Αγγλικός όρος:
Heart

Μετάφραση: Heart
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακή τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular toxicology

Μετάφραση: Cardiovascular toxicology
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system

Μετάφραση: Cardiovascular system
Ελληνικός όρος:
Καρδιακή πάθηση
Αγγλικός όρος:
Heart disease

Μετάφραση: Heart disease
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular

Μετάφραση: Cardiovascular
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system, CVS

Μετάφραση: Cardiovascular system, CVS
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαναπνευστική ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Cardiopulmonary resuscitation, CPR

Μετάφραση: Cardiopulmonary resuscitation, CPR
Ελληνικός όρος:
Καρδιοτοξικό
Αγγλικός όρος:
Cardiotoxic

Μετάφραση: Cardiotoxic
Ελληνικός όρος:
Καρκινογένεση
Αγγλικός όρος:
Carcinogenesis

Μετάφραση: Carcinogenesis
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνα
Αγγλικός όρος:
Carcinogens

Μετάφραση: Carcinogens
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες (ΚΜΤ)
Αγγλικός όρος:
Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR

Μετάφραση: Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνος
Αγγλικός όρος:
Carcinogen

Μετάφραση: Carcinogen
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος
Αγγλικός όρος:
Cancer

Μετάφραση: Cancer

Ακολουθήστε μας