Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4465 - 4500 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Αγγλικός όρος:
Bladder cancer

Μετάφραση: Bladder cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος της ρινικής κοιλότητας
Αγγλικός όρος:
Nasal cancer

Μετάφραση: Nasal cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin cancer

Μετάφραση: Skin cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του εγκεφάλου
Αγγλικός όρος:
Brain cancer

Μετάφραση: Brain cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα
Αγγλικός όρος:
Throat cancer

Μετάφραση: Throat cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust

Μετάφραση: Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του πνεύμονα
Αγγλικός όρος:
Lung cancer

Μετάφραση: Lung cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye cancer

Μετάφραση: Eye cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των πνευμόνων λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust

Μετάφραση: Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνωμα
Αγγλικός όρος:
Carcinoma

Μετάφραση: Carcinoma
Ελληνικός όρος:
Καροτένιο
Αγγλικός όρος:
Carotene

Μετάφραση: Carotene
Ελληνικός όρος:
Καρούλι
Αγγλικός όρος:
Drum, reel

Μετάφραση: Drum, reel
Ελληνικός όρος:
Καρπός
Αγγλικός όρος:
Wrist

Μετάφραση: Wrist
Ελληνικός όρος:
Καρτεσιανές συντεταγμένες
Αγγλικός όρος:
Cartesian coordinates

Μετάφραση: Cartesian coordinates
Ελληνικός όρος:
Καρυδάκι
Αγγλικός όρος:
Nut runner

Μετάφραση: Nut runner
Ελληνικός όρος:
Καρφί
Αγγλικός όρος:
Nail

Μετάφραση: Nail
Ελληνικός όρος:
Κασσιτεροκόλληση ή μαλακή κόλληση
Αγγλικός όρος:
Soldering

Μετάφραση: Soldering
Ελληνικός όρος:
Κασσίτερος ή στάννιο
Αγγλικός όρος:
Tin (Sn)

Μετάφραση: Tin (Sn)
Ελληνικός όρος:
Κασσιτέρωση
Αγγλικός όρος:
Stannosis

Μετάφραση: Stannosis
Ελληνικός όρος:
Καστάνια
Αγγλικός όρος:
Ratchet

Μετάφραση: Ratchet
Ελληνικός όρος:
Κατ΄οίκον εργασία
Αγγλικός όρος:
Home-based work

Μετάφραση: Home-based work
Ελληνικός όρος:
Κατ’οίκον εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Home workers

Μετάφραση: Home workers
Ελληνικός όρος:
Κατά τη διάρκεια υποκαπνισμού /ψεκάσματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment

Μετάφραση: During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση αναπτύσσονται επικίνδυνες αναθυμιάσεις
Αγγλικός όρος:
Dangerous fumes are formed during use

Μετάφραση: Dangerous fumes are formed during use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use

Μετάφραση: Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
In use may form flammable

Μετάφραση: In use may form flammable
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture

Μετάφραση: In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Κάταγμα
Αγγλικός όρος:
Fracture

Μετάφραση: Fracture
Ελληνικός όρος:
Κατάγματα οστού
Αγγλικός όρος:
Bone fractures

Μετάφραση: Bone fractures
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή απουσιών από την εργασία
Αγγλικός όρος:
Absenteeism recording

Μετάφραση: Absenteeism recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Injury recording

Μετάφραση: Injury recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard recording

Μετάφραση: Hazard recording
Ελληνικός όρος:
Κατάθλιψη
Αγγλικός όρος:
Depression

Μετάφραση: Depression
Ελληνικός όρος:
Καταιονητήρας ή ντους
Αγγλικός όρος:
Shower

Μετάφραση: Shower
Ελληνικός όρος:
Κατακαθιζόμενο
Αγγλικός όρος:
Deposited

Μετάφραση: Deposited
Ελληνικός όρος:
Κατάκαυση
Αγγλικός όρος:
Deflagration

Μετάφραση: Deflagration

Ακολουθήστε μας