Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4285 - 4320 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Equilibrium

Μετάφραση: Equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass balance

Μετάφραση: Mass balance
Ελληνικός όρος:
Ισότητα
Αγγλικός όρος:
Equality

Μετάφραση: Equality
Ελληνικός όρος:
Ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Isotope

Μετάφραση: Isotope
Ελληνικός όρος:
Ισοτρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Isotrehalose

Μετάφραση: Isotrehalose
Ελληνικός όρος:
Ισοφθαλικό οξύ ή m-φθαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isophthalic acid or m-phthalic acid

Μετάφραση: Isophthalic acid or m-phthalic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοφορόνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-3-κυκλοεξεν-5-όνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-2-κυκλοεξεν-1-όνη
Αγγλικός όρος:
Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one

Μετάφραση: Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one
Ελληνικός όρος:
Ισοφορονοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Isophoronediamine, IPD

Μετάφραση: Isophoronediamine, IPD
Ελληνικός όρος:
Ισταμίνη
Αγγλικός όρος:
Histamine

Μετάφραση: Histamine
Ελληνικός όρος:
Ιστιδίνη
Αγγλικός όρος:
Histidine, His, H

Μετάφραση: Histidine, His, H
Ελληνικός όρος:
Ιστόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Histogram

Μετάφραση: Histogram
Ελληνικός όρος:
Ιστός
Αγγλικός όρος:
Mast

Μετάφραση: Mast
Ελληνικός όρος:
Ισχαιμία
Αγγλικός όρος:
Ischemia

Μετάφραση: Ischemia
Ελληνικός όρος:
Ισχιαλγία
Αγγλικός όρος:
Sciatica

Μετάφραση: Sciatica
Ελληνικός όρος:
Ισχίο
Αγγλικός όρος:
Hip

Μετάφραση: Hip
Ελληνικός όρος:
Ισχύς
Αγγλικός όρος:
Power

Μετάφραση: Power
Ελληνικός όρος:
Ισχύς βάσεων
Αγγλικός όρος:
Base strength

Μετάφραση: Base strength
Ελληνικός όρος:
Ισχύς έκλουσης
Αγγλικός όρος:
Eluotropic series

Μετάφραση: Eluotropic series
Ελληνικός όρος:
Ισχύς οξέος
Αγγλικός όρος:
Acid strength

Μετάφραση: Acid strength
Ελληνικός όρος:
Ιχνηθετημένος
Αγγλικός όρος:
Labeled

Μετάφραση: Labeled
Ελληνικός όρος:
Ιχνηλασιμότητα
Αγγλικός όρος:
Traceability

Μετάφραση: Traceability
Ελληνικός όρος:
Ιώδιο
Αγγλικός όρος:
Iodine (I)

Μετάφραση: Iodine (I)
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium iodide

Μετάφραση: Aluminium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic iodide

Μετάφραση: Arsenic iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium iodide

Μετάφραση: Calsium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium iodide

Μετάφραση: Beryllium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron iodide

Μετάφραση: Boron iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
2-iodopropane, isopropyl iodide

Μετάφραση: 2-iodopropane, isopropyl iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium iodide

Μετάφραση: Cadmium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt iodine

Μετάφραση: Cobalt iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο φαινυλοτριμεθυλοαμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Phenyltrimethylammonium iodide

Μετάφραση: Phenyltrimethylammonium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium iodine

Μετάφραση: Chromium iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχος μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead iodide

Μετάφραση: Lead iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper iodine

Μετάφραση: Copper iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδο-2-μεθυλοβουτάνιο 2-
Αγγλικός όρος:
2-iodo-2-methylbutane, tert-pentyl iodide

Μετάφραση: 2-iodo-2-methylbutane, tert-pentyl iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Iodoethane, ethyl iodid

Μετάφραση: Iodoethane, ethyl iodid

Ακολουθήστε μας