Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4141 - 4176 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ιατρική υπηρεσία
Αγγλικός όρος:
Medical service

Μετάφραση: Medical service
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Health screening, medical examination, check up

Μετάφραση: Health screening, medical examination, check up
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Medical equipment

Μετάφραση: Medical equipment
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός οδηγός πρώτων βοηθειών (του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού)
Αγγλικός όρος:
Medical First Aid Guide, MFAG

Μετάφραση: Medical First Aid Guide, MFAG
Ελληνικός όρος:
Ιατρός επιχείρησης
Αγγλικός όρος:
Company physician

Μετάφραση: Company physician
Ελληνικός όρος:
Ιατρός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational physician

Μετάφραση: Occupational physician
Ελληνικός όρος:
Ιατροτεχνολογικό προϊόν
Αγγλικός όρος:
Medical device

Μετάφραση: Medical device
Ελληνικός όρος:
Ιδία χρήση του καταχωρούντος
Αγγλικός όρος:
Registrant's own use

Μετάφραση: Registrant's own use
Ελληνικός όρος:
Ιδιότητες που επηρεάζουν την υγεία
Αγγλικός όρος:
Health properties

Μετάφραση: Health properties
Ελληνικός όρος:
Ιδιότητες που επηρεάζουν το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environmental properties

Μετάφραση: Environmental properties
Ελληνικός όρος:
Ιδιωτικός τομέας
Αγγλικός όρος:
Private sector

Μετάφραση: Private sector
Ελληνικός όρος:
Ιδόζη
Αγγλικός όρος:
Idose

Μετάφραση: Idose
Ελληνικός όρος:
Ιδοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Idopyranose

Μετάφραση: Idopyranose
Ελληνικός όρος:
Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Αγγλικός όρος:
Social Insurance Institute

Μετάφραση: Social Insurance Institute
Ελληνικός όρος:
Ιεραρχία
Αγγλικός όρος:
Lines of authority

Μετάφραση: Lines of authority
Ελληνικός όρος:
Ιεραρχική δομή
Αγγλικός όρος:
Reporting structure

Μετάφραση: Reporting structure
Ελληνικός όρος:
Ίζημα
Αγγλικός όρος:
Sendiment, precipitate

Μετάφραση: Sendiment, precipitate
Ελληνικός όρος:
Ικανοποίηση ασθενών
Αγγλικός όρος:
Patient satisfaction

Μετάφραση: Patient satisfaction
Ελληνικός όρος:
Ικανοποίηση πελάτη
Αγγλικός όρος:
Customer satisfaction

Μετάφραση: Customer satisfaction
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Competence, ability

Μετάφραση: Competence, ability
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα ανίχνευσης
Αγγλικός όρος:
Detection capability (CCβ)

Μετάφραση: Detection capability (CCβ)
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα εξουδετέρωσης οξέων
Αγγλικός όρος:
Acid neutralisation capacity, ANC

Μετάφραση: Acid neutralisation capacity, ANC
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα επίπασης
Αγγλικός όρος:
Dustability

Μετάφραση: Dustability
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work ability

Μετάφραση: Work ability
Ελληνικός όρος:
Ικριώματα προσόψεως
Αγγλικός όρος:
Facade scaffolds

Μετάφραση: Facade scaffolds
Ελληνικός όρος:
Ίλιγγος
Αγγλικός όρος:
Vertigo

Μετάφραση: Vertigo
Ελληνικός όρος:
Ιμάντες πρόσδεσης
Αγγλικός όρος:
Harnesses

Μετάφραση: Harnesses
Ελληνικός όρος:
Ιματιοφυλάκια
Αγγλικός όρος:
Clothes storage facilities

Μετάφραση: Clothes storage facilities
Ελληνικός όρος:
Ιμβερτοποίηση
Αγγλικός όρος:
Inversion

Μετάφραση: Inversion
Ελληνικός όρος:
Ιμιδαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Imidazole

Μετάφραση: Imidazole
Ελληνικός όρος:
Ιμίδια
Αγγλικός όρος:
Imides

Μετάφραση: Imides
Ελληνικός όρος:
Ιμίνη
Αγγλικός όρος:
Imine

Μετάφραση: Imine
Ελληνικός όρος:
Ιμινοκταδίνη
Αγγλικός όρος:
Iminooctadine

Μετάφραση: Iminooctadine
Ελληνικός όρος:
Ίνα
Αγγλικός όρος:
Fibre

Μετάφραση: Fibre
Ελληνικός όρος:
Ινδανθρόνη
Αγγλικός όρος:
Indanthrone

Μετάφραση: Indanthrone
Ελληνικός όρος:
Ινδένιο
Αγγλικός όρος:
Indene

Μετάφραση: Indene

Ακολουθήστε μας