Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4105 - 4140 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος επικάλυψης περιορισμένου φάσματος
Αγγλικός όρος:
Narrow-band masking noise

Μετάφραση: Narrow-band masking noise
Ελληνικός όρος:
Θούλιο
Αγγλικός όρος:
Thulium (Tm)

Μετάφραση: Thulium (Tm)
Ελληνικός όρος:
Θραύση
Αγγλικός όρος:
Rupture, crushing

Μετάφραση: Rupture, crushing
Ελληνικός όρος:
Θραύση οδών σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Crushing of concrete roadway

Μετάφραση: Crushing of concrete roadway
Ελληνικός όρος:
Θραύσμα
Αγγλικός όρος:
Fragment chip

Μετάφραση: Fragment chip
Ελληνικός όρος:
Θραύσματα
Αγγλικός όρος:
Fragments

Μετάφραση: Fragments
Ελληνικός όρος:
Θραύστες πεζοδρομίου
Αγγλικός όρος:
Pavement breakers

Μετάφραση: Pavement breakers
Ελληνικός όρος:
Θραυστήρες σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete breakers

Μετάφραση: Concrete breakers
Ελληνικός όρος:
Θρεόζη
Αγγλικός όρος:
Threose (C4H8O4)

Μετάφραση: Threose (C4H8O4)
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine (Thr, T)

Μετάφραση: Threonine (Thr, T)
Ελληνικός όρος:
Θρεπτικό άγαρ
Αγγλικός όρος:
Nutrient agar

Μετάφραση: Nutrient agar
Ελληνικός όρος:
Θρόμβος (π.χ. αίμα)
Αγγλικός όρος:
Clot

Μετάφραση: Clot
Ελληνικός όρος:
Θρόμβωση
Αγγλικός όρος:
Thrombosis

Μετάφραση: Thrombosis
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane (Trp, W)

Μετάφραση: Tryptophane (Trp, W)
Ελληνικός όρος:
Θυγατρική εταιρεία
Αγγλικός όρος:
Daughter company or subsidiary

Μετάφραση: Daughter company or subsidiary
Ελληνικός όρος:
Θυλακίτιδα του ώμου
Αγγλικός όρος:
Shoulder bursitis

Μετάφραση: Shoulder bursitis
Ελληνικός όρος:
Θύμα
Αγγλικός όρος:
Victim

Μετάφραση: Victim
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine (Thy, T)

Μετάφραση: Thymine (Thy, T)
Ελληνικός όρος:
Θυμόλη ή έλαιο του θύμου και της μέντας ή 3-υδροξυ-p-κυμένιο
Αγγλικός όρος:
Thymol or oil of thyme and mint or 3-hydroxy-p-cymene

Μετάφραση: Thymol or oil of thyme and mint or 3-hydroxy-p-cymene
Ελληνικός όρος:
Θυρεοειδής
Αγγλικός όρος:
Thyroid

Μετάφραση: Thyroid
Ελληνικός όρος:
Θυρογλουβουλίνη ή θυροσφαιρίνη
Αγγλικός όρος:
Thyroglobulin

Μετάφραση: Thyroglobulin
Ελληνικός όρος:
Θώρακας
Αγγλικός όρος:
Thorax

Μετάφραση: Thorax
Ελληνικός όρος:
Θωρακικός
Αγγλικός όρος:
Thoracic

Μετάφραση: Thoracic
Ελληνικός όρος:
Θωράκιση
Αγγλικός όρος:
Screen

Μετάφραση: Screen
Ελληνικός όρος:
Ιαπωνική Βιομηχανική Επιτροπή Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Japanese Industrial Standards Committee

Μετάφραση: Japanese Industrial Standards Committee
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Medical wastes

Μετάφραση: Medical wastes
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά γάντια
Αγγλικός όρος:
Medical gloves

Μετάφραση: Medical gloves
Ελληνικός όρος:
Ιατρική
Αγγλικός όρος:
Medicine

Μετάφραση: Medicine
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διάγνωση
Αγγλικός όρος:
Medical diagnosis

Μετάφραση: Medical diagnosis
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Medical procedure

Μετάφραση: Medical procedure
Ελληνικός όρος:
Ιατρική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Medical examination

Μετάφραση: Medical examination
Ελληνικός όρος:
Ιατρική επίσκεψη
Αγγλικός όρος:
Medical consultation

Μετάφραση: Medical consultation
Ελληνικός όρος:
Ιατρική έρευνα
Αγγλικός όρος:
Medical survey

Μετάφραση: Medical survey
Ελληνικός όρος:
Ιατρική περίθαλψη
Αγγλικός όρος:
Medical treatment

Μετάφραση: Medical treatment
Ελληνικός όρος:
Ιατρική συμβουλή
Αγγλικός όρος:
Medical advice

Μετάφραση: Medical advice
Ελληνικός όρος:
Ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational medicine

Μετάφραση: Occupational medicine

Ακολουθήστε μας