Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 330
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Time-weighted average

Μετάφραση: Time-weighted average
Ελληνικός όρος:
Χρόνιος πόνος
Αγγλικός όρος:
Chronic pain

Μετάφραση: Chronic pain
Ελληνικός όρος:
Χρονοδιακόπτης
Αγγλικός όρος:
Time switch

Μετάφραση: Time switch
Ελληνικός όρος:
Χρόνος αναμονής
Αγγλικός όρος:
Waiting time

Μετάφραση: Waiting time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος αντήχησης
Αγγλικός όρος:
Reverberation time

Μετάφραση: Reverberation time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος αντίδρασης
Αγγλικός όρος:
Reaction time

Μετάφραση: Reaction time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος αποσύνθεσης
Αγγλικός όρος:
Disintegration time

Μετάφραση: Disintegration time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος διατήρησης
Αγγλικός όρος:
Shelf-life

Μετάφραση: Shelf-life
Ελληνικός όρος:
Χρόνος διαφυγής
Αγγλικός όρος:
Breakthrough time

Μετάφραση: Breakthrough time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure time

Μετάφραση: Exposure time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working time

Μετάφραση: Working time
Ελληνικός όρος:
Χρόνος κατακράτησης/ συγκράτησης
Αγγλικός όρος:
Retention time (tR)

Μετάφραση: Retention time (tR)
Ελληνικός όρος:
Χρόνος συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Welding time

Μετάφραση: Welding time
Ελληνικός όρος:
Χρονοσειρά
Αγγλικός όρος:
Time series

Μετάφραση: Time series
Ελληνικός όρος:
Χρονοσταθμισμένος μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Time-weighted averages

Μετάφραση: Time-weighted averages
Ελληνικός όρος:
Χρυσένιο
Αγγλικός όρος:
Chrysene

Μετάφραση: Chrysene
Ελληνικός όρος:
Χρυσοκίτρινο ινδανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Indanthrene golden yellow

Μετάφραση: Indanthrene golden yellow
Ελληνικός όρος:
Χρυσός ή αούριο
Αγγλικός όρος:
Gold (Au)

Μετάφραση: Gold (Au)
Ελληνικός όρος:
Χρυσοτίλης
Αγγλικός όρος:
Chrysotile

Μετάφραση: Chrysotile
Ελληνικός όρος:
Χρώμα
Αγγλικός όρος:
Colour, color

Μετάφραση: Colour, color
Ελληνικός όρος:
Χρώμα (μπογιά)
Αγγλικός όρος:
Paint

Μετάφραση: Paint
Ελληνικός όρος:
Χρώμα πυράντοχο
Αγγλικός όρος:
Fire resistant paint

Μετάφραση: Fire resistant paint
Ελληνικός όρος:
Χρώμα πυροπροστασίας
Αγγλικός όρος:
Fire retardant paint, flame retardant paint

Μετάφραση: Fire retardant paint, flame retardant paint
Ελληνικός όρος:
Χρωμανικός δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Chroman ring

Μετάφραση: Chroman ring
Ελληνικός όρος:
Χρώματα φούρνου
Αγγλικός όρος:
Stoving enamels

Μετάφραση: Stoving enamels
Ελληνικός όρος:
Χρωματίδιο
Αγγλικός όρος:
Chromatid

Μετάφραση: Chromatid
Ελληνικός όρος:
Χρωματογράφημα ειδικού ιόντος
Αγγλικός όρος:
Specific-ion chromatogram

Μετάφραση: Specific-ion chromatogram
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ανάστροφης ή αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Reversed phase chromatography

Μετάφραση: Reversed phase chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ανοικτών τριχοειδών στηλών
Αγγλικός όρος:
Open capillary (tubular) chromatography

Μετάφραση: Open capillary (tubular) chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία διαπερατότητας πηκτής (γέλης)
Αγγλικός όρος:
Gel permeation chromatography

Μετάφραση: Gel permeation chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία διηθήσεως πηκτής (γέλης)
Αγγλικός όρος:
Gel filtration chromatography

Μετάφραση: Gel filtration chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία εκλούσεως
Αγγλικός όρος:
Elution chromatography

Μετάφραση: Elution chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία εκτοπίσεως
Αγγλικός όρος:
Displacement chromatography

Μετάφραση: Displacement chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ιονανταλλαγής
Αγγλικός όρος:
Ion-exchange chromatography

Μετάφραση: Ion-exchange chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ιόντων
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography

Μετάφραση: Ion chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία κανονικής φάσης
Αγγλικός όρος:
Normal phase chromatography

Μετάφραση: Normal phase chromatography

Ακολουθήστε μας