Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 73 - 108 of 330
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Χημικά υγρά
Αγγλικός όρος:
Liquid chemicals

Μετάφραση: Liquid chemicals
Ελληνικός όρος:
Χημικά υψηλού όγκου παραγωγής
Αγγλικός όρος:
High Production Volume Chemicals, HPVC

Μετάφραση: High Production Volume Chemicals, HPVC
Ελληνικός όρος:
Χημικά χαμηλού όγκου παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Low Production Volume Chemicals, LPVC

Μετάφραση: Low Production Volume Chemicals, LPVC
Ελληνικός όρος:
Χημικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical properties

Μετάφραση: Chemical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Chemical substances

Μετάφραση: Chemical substances
Ελληνικός όρος:
Χημικές ουσίες υφασμάτων
Αγγλικός όρος:
Textile chemicals

Μετάφραση: Textile chemicals
Ελληνικός όρος:
Χημικές παράμετροι
Αγγλικός όρος:
Chemical parameters

Μετάφραση: Chemical parameters
Ελληνικός όρος:
Χημική αναγωγή
Αγγλικός όρος:
Chemical reduction

Μετάφραση: Chemical reduction
Ελληνικός όρος:
Χημική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Chemical reaction

Μετάφραση: Chemical reaction
Ελληνικός όρος:
Χημική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Chemical safety

Μετάφραση: Chemical safety
Ελληνικός όρος:
Χημική θερμότητα καύσης
Αγγλικός όρος:
Chemical heat of combustion

Μετάφραση: Chemical heat of combustion
Ελληνικός όρος:
Χημική κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Chemical category

Μετάφραση: Chemical category
Ελληνικός όρος:
Χημική κυτταροτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Chemical cytotoxicity

Μετάφραση: Chemical cytotoxicity
Ελληνικός όρος:
Χημική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Chemical name

Μετάφραση: Chemical name
Ελληνικός όρος:
Χημική σύσταση
Αγγλικός όρος:
Chemical constitution

Μετάφραση: Chemical constitution
Ελληνικός όρος:
Χημικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Chemical accident

Μετάφραση: Chemical accident
Ελληνικός όρος:
Χημικό δεξαμενόπλοιο
Αγγλικός όρος:
Chemical tanker

Μετάφραση: Chemical tanker
Ελληνικός όρος:
Χημικό έγκαυμα
Αγγλικός όρος:
Chemical burn

Μετάφραση: Chemical burn
Ελληνικός όρος:
Χημικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Chemical environment

Μετάφραση: Chemical environment
Ελληνικός όρος:
Χημικό προϊόν που υπόκειται στη διαδικασία ΣΜΕ
Αγγλικός όρος:
Chemical subject to the PIC procedure

Μετάφραση: Chemical subject to the PIC procedure
Ελληνικός όρος:
Χημικό προϊόν υποκείμενο σε αυστηρούς περιορισμούς
Αγγλικός όρος:
Severely restricted chemical

Μετάφραση: Severely restricted chemical
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με επιδράσεις από τις χρησιμοποιούμενες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to effects

Μετάφραση: Chemical hazards related to effects
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to state

Μετάφραση: Chemical hazards related to state
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την παρουσία παραγόντων στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to occurrence in the workplace

Μετάφραση: Chemical hazards related to occurrence in the workplace
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την προέλευση
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to origins

Μετάφραση: Chemical hazards related to origins
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την χρήση ουσιών στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to use in the workplace

Μετάφραση: Chemical hazards related to use in the workplace
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με φυσικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to physical properties

Μετάφραση: Chemical hazards related to physical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με χημικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to chemical properties

Μετάφραση: Chemical hazards related to chemical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικός διασκορπισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical dispersion

Μετάφραση: Chemical dispersion
Ελληνικός όρος:
Χημικός ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical ionisation

Μετάφραση: Chemical ionisation
Ελληνικός όρος:
Χημικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical cleaning

Μετάφραση: Chemical cleaning
Ελληνικός όρος:
Χημικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Chemical risk

Μετάφραση: Chemical risk
Ελληνικός όρος:
Χημικός ναυτιλίας
Αγγλικός όρος:
Marine chemist

Μετάφραση: Marine chemist
Ελληνικός όρος:
Χημικός παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Chemical agent

Μετάφραση: Chemical agent
Ελληνικός όρος:
Χημικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Chemical formula

Μετάφραση: Chemical formula
Ελληνικός όρος:
Χημικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Chemical oxygen demand, COD

Μετάφραση: Chemical oxygen demand, COD

Ακολουθήστε μας