Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 330
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Χλωροϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Chlorohydrin

Μετάφραση: Chlorohydrin
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινoξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Chloro phenoxybenzene

Μετάφραση: Chloro phenoxybenzene
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Chlorophenol

Μετάφραση: Chlorophenol
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινυλαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Chlorophenylethane

Μετάφραση: Chlorophenylethane
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινυλο βουτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Chlorophenyl butanoic acid

Μετάφραση: Chlorophenyl butanoic acid
Ελληνικός όρος:
Χλωροφθοράνθρακες
Αγγλικός όρος:
Chlorofluorocarbons, CFCs

Μετάφραση: Chlorofluorocarbons, CFCs
Ελληνικός όρος:
Χλωροφθοροϋδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Chlorofluorocarbons

Μετάφραση: Chlorofluorocarbons
Ελληνικός όρος:
Χλωροφορμικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Chloroformate or chloroformic ester

Μετάφραση: Chloroformate or chloroformic ester
Ελληνικός όρος:
Χλωροφύλλη
Αγγλικός όρος:
Chlorophyll

Μετάφραση: Chlorophyll
Ελληνικός όρος:
Χλωροχρωμική πυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyridinium chlorocromate

Μετάφραση: Pyridinium chlorocromate
Ελληνικός όρος:
Χοληστανο-3β, 6α-διόλη
Αγγλικός όρος:
Cholestane-3β, 6α-diol

Μετάφραση: Cholestane-3β, 6α-diol
Ελληνικός όρος:
Χοληστανόλη
Αγγλικός όρος:
Cholestanol

Μετάφραση: Cholestanol
Ελληνικός όρος:
Χοληστανόνη
Αγγλικός όρος:
Cholestanone

Μετάφραση: Cholestanone
Ελληνικός όρος:
Χοληστερίνη
Αγγλικός όρος:
Cholesterole

Μετάφραση: Cholesterole
Ελληνικός όρος:
Χοληστερόλη
Αγγλικός όρος:
Cholesterole

Μετάφραση: Cholesterole
Ελληνικός όρος:
Χολικαλσιφερόλη
Αγγλικός όρος:
Cholecalciferol, vitamin D3

Μετάφραση: Cholecalciferol, vitamin D3
Ελληνικός όρος:
Χολινεργικός
Αγγλικός όρος:
Cholinergic

Μετάφραση: Cholinergic
Ελληνικός όρος:
Χολίνη
Αγγλικός όρος:
Choline

Μετάφραση: Choline
Ελληνικός όρος:
Χολοκυστεκτομή
Αγγλικός όρος:
Cholecystectomy

Μετάφραση: Cholecystectomy
Ελληνικός όρος:
Χονδρικό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Gross sample

Μετάφραση: Gross sample
Ελληνικός όρος:
Χορήγηση φαρμάκου
Αγγλικός όρος:
Medication

Μετάφραση: Medication
Ελληνικός όρος:
Χρειάζεται ειδική αγωγή (βλέπε … στην ετικέτα)
Αγγλικός όρος:
Specific treatment (see … on this label)

Μετάφραση: Specific treatment (see … on this label)
Ελληνικός όρος:
Χρειάζονται ειδικά μέτρα (βλέπε … στην ετικέτα)
Αγγλικός όρος:
Specific measures (see … on this label)

Μετάφραση: Specific measures (see … on this label)
Ελληνικός όρος:
Χρέωση (π.χ. οικονομική)
Αγγλικός όρος:
Charging

Μετάφραση: Charging
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιείτε μέσα ατομικής προστασίας όταν απαιτείται
Αγγλικός όρος:
Use personal protective equipment as required

Μετάφραση: Use personal protective equipment as required
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιείτε συσκευή προστασίας ματιών / προσώπου
Αγγλικός όρος:
Wear eye/face protection

Μετάφραση: Wear eye/face protection
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιημένοι διαλύτες
Αγγλικός όρος:
Spent solvents

Μετάφραση: Spent solvents
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποίηση
Αγγλικός όρος:
Utilisation

Μετάφραση: Utilisation
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιήστε…για την κατάσβεση
Αγγλικός όρος:
Use … for extinction

Μετάφραση: Use … for extinction
Ελληνικός όρος:
Χρήστης
Αγγλικός όρος:
User

Μετάφραση: User
Ελληνικός όρος:
Χριστοβαλίτης
Αγγλικός όρος:
Cristobalite

Μετάφραση: Cristobalite
Ελληνικός όρος:
Χρόνια αποφρακτική βρογχρίτιδα ή εμφύσημα των ανθρακωρύχων
Αγγλικός όρος:
Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines

Μετάφραση: Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines
Ελληνικός όρος:
Χρόνια δηλητηρίαση
Αγγλικός όρος:
Chronic poisoning

Μετάφραση: Chronic poisoning
Ελληνικός όρος:
Χρόνια επίδραση
Αγγλικός όρος:
Chronically affecting

Μετάφραση: Chronically affecting
Ελληνικός όρος:
Χρόνια πάθηση
Αγγλικός όρος:
Chronic disease

Μετάφραση: Chronic disease
Ελληνικός όρος:
Χρόνια τοξικότητα για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Chronic aquatic toxicity

Μετάφραση: Chronic aquatic toxicity

Ακολουθήστε μας