Εργάτης. - ατύχημα εργατικόν. - έννοια κατά ν. 551. - εκδήλωσις ή επιδείνωσις νόσου συνεπεία εκτελέσεως εργασίας υπό κανονικάς συνθήκας προσιδιαζούσας εις την φύσιν αυτής. - δεν αποτελεί ατύχημα ει μη αν η εργασία εκτελείται υπό εκτάκτους δυσμενείς συνθήκας. - ανάγκη αιτιώδους συναφείας γεγονότος προς πάθησιν. - ναυτικός τραυματισθείς εις χείρας εξ εκτιναχθέντος ρινίσματος σιδήρου. - θεραπεία και επούλωσις τραύματος. - ύστερα εμφάνισις ψυχονευρώσεως ασχέτου προς τραυματισμόν. - δεν συνιστά εργατικόν ατύχημα.
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
Άρειος Πάγος 897/1975, Τμ. Β' | 47.2 KB |