Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 1554Β_2005 | 131.75 KB |
(1) Η παράγρ. 1 του άρθρου 4 της 9/2000 Πυρ/κής Δ/ξης αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της υπ’ αριθμ.568/125347/20.1.2004 κοινής υπουργικής απόφασης «Κώδικες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής» (Β΄ 142) όπως ισχύει κάθε φορά, επιτρέπεται από 1ης Νοεμβρίου μέχρι και 30 Απριλίου του επομένου έτους, το άναμμα φωτιάς στην ύπαιθρο χωρίς την έκδοση άδειας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, για την εκτέλεση γεωργικών ή άλλων εργασιών περιορισμένης έκτασης, για τις οποίες δεν προκύπτουν για το παραπάνω χρονικό διάστημα διαφορετικά μέτρα από την παρούσα ή άλλη διάταξη, εφόσον ληφθούν από τον ενεργούντα την καύση όλα τα απαραίτητα κατά περίπτωση μέτρα για την αποφυγή εκδήλωσης πυρκαγιάς».
(2) Η παράγρ. 1 του άρθρου 5 της 9/2000 Πυρ/κής Δ/ξης αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της υπ’ αριθμ.568/125347/20.1.12004 κοινής υπουργικής απόφασης «Κώδικες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής» (B΄ 142), για τους μήνες Μάιο μέχρι και Οκτώβριο κάθε έτους, επιτρέπεται ύστερα από άδεια, ατομική ή ομαδική, που εκδίδεται από την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, η καύση αγροτικών εκτάσεων, υπό την επίβλεψη του ενδιαφερόμενου, κατά τις πρωινές ώρες μέχρι τη 12η μεσημβρινή, όταν ο δείκτης επικινδυνότητας που εκδίδεται αρμοδίως, είναι για την περιοχή καύσης 1 (χαμηλή) ή 2 (μέση) και εφόσον λαμβάνονται σωρευτικά τα ακόλουθα μέτρα:
α. Δημιουργία ψιλής ζώνης με άροση ή προωθητήρα πλάτους τουλάχιστον 10 μέτρων γύρω από την υπό καύση περιοχή, όταν αυτή απέχει λιγότερο από 300 μέτρα από δάση ή δασικές εκτάσεις και στις λοιπές περιπτώσεις ζώνη τουλάχιστον τριών (3) μέτρων.
β. Τεμαχισμός με άροση ή άλλο τρόπο της υπό καύση έκτασης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο έλεγχός της όταν η περιοχή απέχει λιγότερο από 300 μέτρα από δάση ή δασικές εκτάσεις.
γ. Πρόβλεψη να διαβρέχεται η ψιλή ζώνη προς την πλευρά του δάσους ή της δασικής έκτασης όταν αυτή απέχει λιγότερο από 300 μέτρα από την υπό καύση περιοχή και 50 μέτρα από δεντροστοιχία.
δ. Εξασφάλιση της παρουσίας φορητών μέσων για την αντιμετώπιση τυχόν επέκτασης της φωτιάς από απρόβλεπτα αίτια (υδροφόρων − γεωργικών ελκυστήρων − πτυοσκαπάνων κλπ) καθώς και οχήματος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, όπου οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν και μόνον σε περιπτώσεις ομαδικών καύσεων.
ε. Ειδικά για τις περιοχές πρώτης επικινδυνότητας, όπως αυτές προσδιορίζονται στο π.δ. 575/1980 «Περί κηρύξεως ιδιαιτέρως ευαίσθητων εις πυρκαγιάς περιοχών δασών και δασικών εκτάσεων ως επικινδύνων» (Α΄ 157), ο Διοικητής της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας όταν κρίνει απαραίτητο, ζητά επιπλέον των ανωτέρω και βεβαίωση Γεωπόνου της οικείας Νομαρχίας, στην οποία αναφέρεται η αναγκαιότητα της καύσης».
(3) Το άρθρο 7 της υπ’ αριθμ. 9/2000 Πυροσβεστικής Διάταξης αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7
Χώροι απορριμμάτων
1. Απαγορεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου η καύση απορριμμάτων τόσο εντός των Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) όσο και στους υφιστάμενους χώρους ανεξέλεγκτης εναπόθεσης απορριμμάτων που γειτνιάζουν με εκτάσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας ή βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριακοσίων (300) μέτρων απ’ αυτές.
2. Για την αντιπυρική προστασία των Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) λαμβάνονται απαραίτητα τα ακόλουθα μέτρα:
α. Περιμετρική περίφραξη και κατασκευή αντιπυρικής ζώνης ελάχιστου πλάτους 8 μέτρων, εφόσον από τη μορφολογία του εδάφους απαιτείται.
β. Αποθήκες εδαφικού υλικού για τη χωματοκάλυψη εστιών πυρκαγιάς στα απορρίμματα.
γ. Δεξαμενή πυρόσβεσης επαρκούς χωρητικότητας.
δ. Πινακίδες αναγνωρίσιμες από απόσταση για την απαγόρευση του καπνίσματος.
ε. Τοποθέτηση σε εύκολα προσβάσιμα σημεία των Χώρων Υγειονομικής Ταφής των απορριμμάτων φορητών πυροσβεστήρων.
στ. Σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων με δυναμικότητα άνω των πεντακοσίων (500) τόνων ημερησίως να παρευρίσκεται βυτιοφόρο όχημα, κατά την αντιπυρική περίοδο.
ζ. Ύπαρξη σχεδίου αντιμετώπισης πυρκαγιών και εγχειρίδιο οδηγιών πρόληψης και αντιμετώπισης πυρκαγιάς.
η. Συγκρότηση ομάδας πυρασφαλείας κατάλληλα εκπαιδευμένης.
θ. Εκτέλεση άσκησης πυρόσβεσης κάθε χρόνο.
ι. Στους χώρους γραφείων των Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) η ανάρτηση σε εμφανή σημεία των τηλεφώνων των αρμοδίων Υπηρεσιών (Πυροσβεστική Υπηρεσία, Ο.Τ.Α., Δασαρχείο).
3. Για τους ΧΥΤΑ που γειτνιάζουν με εκτάσεις, που εμπίπτουν στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας και σε απόσταση λιγότερη από 300 μέτρα υποδεικνύεται από την κατά τόπο αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία η λήψη πρόσθετων μέτρων, εάν αυτό απαιτείται.
4. Στους χώρους ανεξέλεγκτης εναπόθεσης απορριμμάτων, που υφίστανται κατά τη δημοσίευση της παρούσας διάταξης, ενεργείται κάθε χρόνο πριν από την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου, αυτοψία από τριμελή Επιτροπή ανά νομό, που συγκροτείται για κάθε Περιφέρεια τον Ιανουάριο κάθε έτους με απόφαση του αρμόδιου κατά τόπο Γενικού Γραμματέα και αποτελείται από έναν Αξιωματικό του Πυροσβεστικού Σώματος, της Ελληνικής Αστυνομίας και έναν υπάλληλο των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών, με την ιδιότητα του Δασολόγου ή Δασοπόνου. Η αυτοψία πραγματοποιείται για τη διαπίστωση των υπαρχόντων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας και την πρόταση των ελλειπόντων. Η Επιτροπή συντάσσει σχετική έκθεση που υποβάλλεται στην αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία καθώς και στην αρμόδια Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας. Η Περιφέρεια με έγγραφό της αποστέλλει την έκθεση για υλοποίηση στην αρμόδια Δημοτική ή Κοινοτική Αρχή και η Πυροσβεστική Υπηρεσία αποστέλλει την έκθεση στην αρμόδια Εισαγγελία. Τα προτεινόμενα από την Επιτροπή μέτρα πυρασφαλείας είναι απαραιτήτως τα εξής:
α. Άνοιγμα λάκκου βάθους 2 μέτρων για την απόθεση των απορριμμάτων, εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες του εδάφους.
β. Περίφραξη με δικτυωτό συρματόπλεγμα ύψους 2,5 μέτρων τουλάχιστον ολόκληρου του χώρου απόρριψης.
γ. Διάνοιξη αποψιλωμένης βλαστήσεως ζώνης πλάτους τουλάχιστον 50 μέτρων περιμετρικά της περίφραξης.
δ. Ύπαρξη επαρκούς αριθμού εργαλείων και ικανής ποσότητας ή παροχής νερού.
Ειδικά κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου οι Δήμοι και Κοινότητες υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλούς φύλαξης σύμφωνα με το άρθρο 118 του ν. 1892/1990.
Επίσης, κατά τη διάρκεια των ημερών της αντιπυρικής περιόδου με δείκτη επικινδυνότητας 4 (πολύ υψηλή) και 5 (κατάσταση συναγερμού) για τη συγκεκριμένη περιοχή, επιβάλλεται η παρουσία υδροφόρου οχήματος με μέριμνα του οικείου Δήμου ή Κοινότητας.
5. Στο συνημμένο Παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας, παρέχεται ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ με τίτλο «EKΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ» για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής.».
(4) Το άρθρο 8 της υπ’ αριθμ. 9/2000 Πυροσβεστικής Διάταξης αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Μέτρα για τη λειτουργία ανθρακοκαμίνων ασβεστοκαμίνων και λοιπών εργαστηριακών συγκροτημάτων 1. Όπου από την ισχύουσα νομοθεσία πυρασφαλείας για τη λειτουργία παντός είδους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων εντός εκτάσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας ή πλησίον αυτών, προβλέπεται η λήψη ειδικών προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων πυροπροστασίας, αυτά εφαρμόζονται και επιπροσθέτως λαμβάνονται και τα κατά περίπτωση μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
2. Επιτρέπεται η εγκατάσταση και λειτουργία ανθρακοκαμίνων, ασβεστοκαμίνων, λοιπών εργαστηριακών ή τεχνικών συγκροτημάτων που λειτουργούν εντός εκτάσεων, που εμπίπτουν στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας, ύστερα από άδεια του οικείου Δασάρχη, που αναφέρει ρητά το χρόνο λειτουργίας, και την ακριβή θέση της εγκατάστασης, εφόσον διαπιστώνεται αδυναμία εξεύρεσης έκτασης που να μην εμπίπτει στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας. Για τη λειτουργία της εγκατάστασης είναι απαραίτητη η έκδοση πιστοποιητικού πυροπροστασίας από την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, το οποίο χορηγείται εφόσον τηρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω όροι και προϋποθέσεις που υποδεικνύονται και ελέγχονται με αυτοψία εντεταλμένων οργάνων της:
α. Απομάκρυνση της βλάστησης περιμετρικά της εγκατάστασης σε πλάτος 25 μέτρων.
Σε περιοχές που δεν υπάγονται στο π.δ. 575/1980 «Περί κηρύξεως ιδιαιτέρως ευαίσθητων εις πυρκαγιάς περιοχών δασών και δασικών εκτάσεων ως επικινδύνων» (ΦΕΚ Α΄ 157) επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η απομάκρυνση της βλάστησης περιμετρικά της εγκατάστασης να είναι σε πλάτος 15 μέτρων.
β. Τοποθέτηση κατάλληλης διάταξης για την αποφυγή της διασποράς σπινθήρων στις καπνοδόχους ή σωλήνες εξαγωγής καυσαερίων των εγκαταστάσεων.
γ. Τοποθέτηση των κατάλληλων κατά περίπτωση φορητών πυροσβεστικών μέσων και εργαλείων που υποδεικνύονται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία για την αντιμετώπιση πυρκαγιάς.
Από την ημερομηνία κτήσης του πιστοποιητικού πυροπροστασίας αρχίζει αυτοδικαίως η έναρξη ισχύος της άδειας λειτουργίας.
3. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, εκτός από τις προβλεπόμενες ποινικές ευθύνες, ανακαλείται από την εκδούσα Πυροσβεστική Υπηρεσία το πιστοποιητικό πυροπροστασίας και παράλληλα κοινοποιείται η ανάκληση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας στην αρμόδια Δασική Υπηρεσία. Από την ημερομηνία κοινοποίησης της ανάκλησης του πιστοποιητικού πυροπροστασίας θεωρείται αυτοδικαίως η ανάκληση της άδειας λειτουργίας.».
(5) Το άρθρο 12 της υπ’ αριθμ. 9/2000 Πυροσβεστικής Διάταξης αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 12
Ποινικές Κυρώσεις – Πειθαρχικές κυρώσεις
1. Με την επιφύλαξη διατάξεων που προβλέπουν αυστηρότερες ποινές, οι παραβάτες του παρόντος κανονισμού διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 184 του π.δ. 410/1995 (Α΄ 231) «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» όπως ισχύουν, έχουν εφαρμογή για τους παραβάτες της παρούσας, που είναι αιρετά όργανα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ βαθμού.».
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.