Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 119Α_2006 | 3.09 MB |
1. Έχοντας υπόψη τις διατάξεις:
α) του άρθρου 1, παρ. 2 του ν.δ. 511/1970 «Περί ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων, σταθμών αυτοκινήτων, πλυντηρίων αυτοκινήτων και περί κυκλοφοριακής συνδέσεως εγκαταστάσεων μετά των οδών» (Α΄ 91) όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 3β του άρθρου 45 του ν. 2773/1999 (Α΄ 286) «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 23 του ν. 3185/2003 (Α΄ 229).
β) του άρθρου 3 του ν. 2465/1997 «Θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών» (Α΄ 28).
γ) του άρθρου 28 του ν. 1577/1985 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2831/2000 (Α 140) και
δ) της υπ’ αριθμ. 10245/713/7.4.1997 (Α΄ 311) κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών, Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών Επικοινωνιών «Μέτρα και όροι για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) κ.λπ».
2. Την υπ’ αριθμ. 37930/Δ10Ε1264/14.10.2005 (Β΄ 1432) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών».
3. Την υπ’ αριθμ. ΔΙΑΔΠ/18801/5.9.2001 κοινή υπουργική απόφαση Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών, Γεωργίας, Υγείας και Πρόνοιας και Μεταφορών και Επικοινωνιών «Απλούστευση διαδικασιών και σύντμηση προθεσμιών διεκπεραίωσης διοικητικών ενεργειών αρμοδιότητας ΥΜΕ (Β΄ 1200)
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του διατάγματος αυτού δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
5. Την υπ’ αριθμ. 84/2006. γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών αποφασίζουμε:
Το άρθρο 1 του β.δ. 465/1970 (Α΄150) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1
Ίδρυση και λειτουργία
Οι όροι και οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων, που βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και εκτός ορίων νομίμως υφιστάμενων οικισμών, μετά των λοιπών εγκαταστάσεων για δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και εμπορίας, οι οποίες ασκούνται εντός του χώρου του γηπέδου τους, καθώς και η κυκλοφοριακή σύνδεση με τις οδούς των παραπάνω πρατηρίων και λοιπών εγκαταστάσεων, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
1. Το άρθρο 2 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2
Γενικοί ορισμοί
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος διατάγματος οι παρακάτω όροι έχουν την ακόλουθη σημασία:
α) «Πρατήριο υγρών καυσίμων» νοείται η εγκατάσταση στην οποία:
αα) ανεφοδιάζονται με υγρά καύσιμα οδικά οχήματα (αυτοκίνητα, δίκυκλα, τρίκυκλα, αγροτικά μηχανήματα και μηχανήματα έργων), ειδικά μηχανήματα, ελαφρά σκάφη κ.α.
αβ) αποθηκεύεται και διακινείται πετρέλαιο θέρμανσης ή και οποιουδήποτε εγκεκριμένου τύπου πετρέλαιο (φωτιστικό πετρέλαιο κ.α).
Στα πρατήρια υγρών καυσίμων όπως ορίζονται πιο πάνω είναι δυνατόν να ασκούνται επιπλέον και οι ακόλουθες δραστηριότητες:
i. παροχή υπηρεσιών πλύσης και λίπανσης στα οχήματα και μηχανήματα της υποπερίπτωσης (αα).
ii. εμπορία ειδών συναφών προς τα οχήματα, ανταλλακτικών και εμπορευμάτων, καθώς και οποιαδήποτε άλλη εμπορική δραστηριότητα με την οποία καλύπτονται ανάγκες των διακινουμένων και χρηστών του πρατηρίου (όπως πώληση σιγαρέτων, γαλακτομικών ειδών), εφ’ όσον η άσκησή της επιτρέπεται από ισχύουσες για την εμπορική αυτή δραστηριότητα διατάξεις.
iii. παροχή διαφόρων υπηρεσιών στους διακινούμενους (όπως εστιατόρια, μπαρ, συνεργεία οχημάτων, οδική βοήθεια, τράπεζα, πρώτες βοήθειες, εγκαταστάσεις προσωπικής υγιεινής, εγκαταστάσεις διανυκτέρευσης, στάθμευση οχημάτων, κ.α.), με την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες εγκαταστάσεις είναι σύμφωνες με τις επί μέρους διατάξεις, που ισχύουν για κάθε μία από αυτές, περιλαμβανομένων και των διατάξεων προσβασιμότητας των ΑΜΕΑ και ότι τα πρατήρια έχουν κυκλοφοριακή σύνδεση εγκεκριμένη κατά κανόνα (όχι κατά παρέκκλιση).
Η εγκατάσταση τόσο των πρατηρίων όσον και των λοιπών χρήσεων είναι δυνατή μόνον εφόσον αυτή επιτρέπεται από τις χρήσεις γης και τους όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν στην περιοχή.
β) Ως «Οικισμός» νοείται κάθε διακεκριμένο οικιστικό σύνολο το οποίο αναφέρεται σε απογραφή πριν από την 14.3.1983 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 1337/1983) ως οικισμός, ανεξάρτητα εάν ο δήμος ή η κοινότητα στον οποίο υπάγεται έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από 2.000 κατοίκους (άρθρο 1 του π.δ. της 24.4./3.5.1985 και το άρθρο 79 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) καθώς και κάθε οικισμός προϋφιστάμενος του έτους 1923.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, το Εθνικό και Επαρχιακό Οδικό δίκτυο της χώρας κατατάσσεται σε κατηγορίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 209/1998 «Λήψη μέτρων για την ασφάλεια της υπεραστικής συγκοινωνίας» (Α΄ 169) όπως κάθε φορά
ισχύει.
3. Για τις κοινόχρηστες αγροτικές οδούς έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.2 του ν. 1418/1984 και του β.δ. 465/1970, όπως κάθε φορά ισχύουν για το δημοτικό – κοινοτικό οδικό δίκτυο.
4. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, ο ακόλουθος όρος, που αφορά στον εξοπλισμό αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων, έχει την ακόλουθη έννοια:
«Περίβλημα ανάσχεσης διαρροών (Secondary containment)»: Περιβάλλει (στο σύνολο ή κατά ένα μέρος τους) τις δεξαμενές, σωληνώσεις, αντλίες, φρεάτια και λοιπά μέρη μιας εγκατάστασης αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων, προκειμένου αφενός να αποτραπεί διαρροή καυσίμων προς το έδαφος και αφετέρου να είναι εύκολος ο εντοπισμός της διαρροής και η ασφαλής αναρρόφηση των καυσίμων. Το «περίβλημα ανάσχεσης διαρροών» είναι ένας γενικός όρος και εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές ανάλογα με το μέρος της εγκατάστασης. Σε μία δεξαμενή διπλού τοιχώματος, περίβλημα ανάσχεσης θεωρείται το εξωτερικό τοίχωμα της, ενώ σε μία αντλία καυσίμων, περίβλημα ανάσχεσης είναι το, μη διαπερατό από πετρελαιοειδή, φρεάτιο κάτω από αυτήν. Στα άρθρα 10, 11 και 12 περιγράφονται αναλυτικά τα περιβλήματα ανάσχεσης διαρροών, για κάθε μέρος της εγκατάστασης».
Το άρθρο 3 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3
Κατηγορίες πρατηρίων
1. Ανάλογα με την χρήση τους, τα πρατήρια υγρών καυσίμων διακρίνονται σε:
α) «Πρατήρια ιδιωτικής χρήσης», τα οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους, τα χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση οχημάτων, τα οποία ανήκουν σε αυτό ή όπως άλλως ορίζεται στο άρθρο 22 του παρόντος. Τα πρατήρια αυτά μπορούν να ιδρυθούν εφόσον ο αριθμός των οχημάτων είναι μεγαλύτερος του είκοσι. Ειδικά για τα πρατήρια της παρ. 3 του άρθρου 22 δεν υπάρχει αριθμητικός περιορισμός.
β) «Πρατήρια δημόσιας χρήσης», που χρησιμεύουν για την εξυπηρέτηση οχημάτων τα οποία ανήκουν σε οποιονδήποτε και για την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων και άσκηση λοιπών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παρ. α, του παρόντος.
2. Σε οδούς ταχείας κυκλοφορίας ή αυτοκινητοδρόμους και σε χώρους των οποίων την αποκλειστική εκμετάλλευση έχει το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας (ΤΕΟ) επιτρέπεται η ίδρυση, λειτουργία και κατασκευή Σταθμών Εξυπηρέτησης Αυτοκινήτων (ΣΕΑ), σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 21 παρ. 10 του παρόντος, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παρ.3 του π.δ. 143/1989.
Σε αυτοκινητοδρόμους ή οδούς ταχείας κυκλοφορίας που κατασκευάζουν και εκμεταλλεύονται αμιγώς ιδιωτικοί ή μικτού χαρακτήρα Φορείς επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία εγκαταστάσεων οι οποίες επέχουν θέση Σταθμών Εξυπηρέτησης Αυτοκινήτων (Σ.Ε.Α.), εφόσον αυτό προβλέπεται στην οικεία σύμβαση παραχώρησης.
Οι ανωτέρω εγκαταστάσεις ως προς την διαδικασία χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως, λειτουργίας και οικοδομικών αδειών αντιμετωπίζονται όπως και οι ΣΕΑ που ιδρύονται από το ΤΕΟ.
3. Η περίπτωση ε της παρ. α του άρθρου 2 του π.δ. 327/1992 (Α΄ 163) καταργείται και επαναφέρεται σε ισχύ
η παρ. 1γ του άρθρου 5 του β.δ. 465/1970, αναδιατυπούμενη ως εξής:
«1γ) Όταν η απόσταση ενός πρατηρίου από άλλο εκτός ορίων εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων που βρίσκεται στην ίδια πλευρά της οδού, είναι μικρότερη:
αα) των 10.000 μέτρων για την περίπτωση εθνικών οδών του βασικού δικτύου της χώρας,
ββ) των 3.000 μέτρων για την περίπτωση εθνικών οδών δευτερεύοντος και τριτεύοντος δικτύου της χώρας, επαρχιακών οδών και παραπλεύρων οδών (Service Roads − SR) που δημιουργούνται σε κύριες οδικές αρτηρίες του βασικού δικτύου της χώρας,
γγ) των 500 μέτρων για την περίπτωση δημοτικών ή κοινοτικών οδών και παραπλεύρων οδών του δευτερεύοντος και τριτεύοντος εθνικού καθώς και του επαρχιακού δικτύου της χώρας.
Δεν υπάρχει θέμα ελάχιστης απόστασης μεταξύ πρατηρίων όταν αυτά χωρίζονται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή από νομίμως υφιστάμενο οικισμό στην ίδια πλευρά της οδού ή όταν το ένα εξ αυτών βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή σε νομίμως υφιστάμενο οικισμό».
Το άρθρο 8 των β.δ. 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Νησίδες αντλιών
1. Η τοποθέτηση των αντλιών ή διανομέων υγρών καυσίμων γίνεται υποχρεωτικά επί νησίδων. Μηχανισμοί και εγκαταστάσεις παροχής νερού και αέρα τοποθετούνται είτε στις νησίδες των αντλιών ή, κατά προτίμηση, σε ξεχωριστές νησίδες που κατασκευάζονται αποκλειστικά για τη χρήση αυτή ή τοποθετούνται στο κράσπεδο που υπάρχει μπροστά ή γύρω από το κτίριο του πρατηρίου υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρεμποδίζουν την είσοδο στο πρατήριο και την διακίνηση των εξυπηρετουμένων.
Μηχανισμοί και εγκαταστάσεις για τον εσωτερικό καθαρισμό των οχημάτων (όπως σκούπες αναρρόφησης σκόνης κ.λπ.) τοποθετούνται επίσης επί των νησίδων που περιγράφονται παραπάνω ή επί ξεχωριστών νησίδων. Οι διαστάσεις των ειδικών αυτών νησίδων διαμορφώνονται σύμφωνα με την λειτουργικότητα της εγκαταστάσεως και απεικονίζονται στα υποβαλλόμενα σχεδιαγράμματα.
2. Το ελάχιστο επιτρεπόμενο πλάτος της νησίδας αντλιών ή διανομέων είναι ένα (1) μέτρο, με δυνατότητα τοπικής μείωσης αυτής το πολύ 10% από κάθε πλευρά, που σε καμία περίπτωση όμως δεν θα περιορίζει την προστασία των αντλιών από πιθανή πρόσκρουση. Το ύψος της νησίδας από το οδόστρωμα σταθμεύσεως ορίζεται από δέκα (10) μέχρι δεκαπέντε (15) εκατοστά. Το μήκος και η μορφή της νησίδας δύναται να ποικίλει ανάλογα, με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των προς ανεφοδιασμό οχημάτων και την εύρυθμη λειτουργία της εγκατάστασης.
3. Η θέση και η διάταξη των νησίδων αντλιών, καθώς και των τυχόν υπερκειμένων προστατευτικών στεγάστρων, ρυθμίζεται ανάλογα, με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση της εγκατάστασης από λειτουργική άποψη και σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος ΓΟΚ. Για τυχόν παρέκκλιση από τις ισχύουσες πιο πάνω διατάξεις (λόγω της ειδικής φύσης της λειτουργίας του ανεφοδιασμού, η οποία επιβάλλει την προστασία των διακινούμενων από βροχή, χιόνι ή καύσωνα), απαιτείται έγκριση από την αρμόδια Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» όπως ισχύει.
4. Επί των νησίδων αντλιών είναι δυνατή η τοποθέτηση των καλυμμάτων των φρεατίων επιθεώρησης των υπογείων δεξαμενών καυσίμου.
5. Η επίστρωση των νησίδων είναι αντιολισθητική».
Το άρθρο 9 των β.δ. 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 9
Κτήριο πρατηρίου
1. Ως κτήριο πρατηρίου, για την εφαρμογή του παρόντος, νοείται κάθε εγκατάσταση που έχει ως σκοπό την εξυπηρέτηση των ασκουμένων εντός του γηπέδου του πρατηρίου δραστηριοτήτων, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος. Στο πρατήριο πρέπει υποχρεωτικά να υπάρχουν χωριστοί χώροι για το γραφείο της επιχείρησης και το μηχανοστάσιο (ή μηχανοστάσιο − αποθήκη) καθώς και χώρος υγιεινής. Το κτίσμα ή διαμέρισμα του πρατηρίου έχει εσωτερική ωφέλιμη επιφάνεια τριάντα (30) τετραγωνικών μέτρων τουλάχιστον. Ειδικά για πρατήρια, τα οποία λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο με τη μέθοδο της αυτοεξυπηρέτησης (self service) χωρίς την παροχή υπηρεσιών υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση πελατών, είναι υποχρεωτική η ύπαρξη ενός μόνο κτίσματος τουλάχιστον 10 τμ που χρησιμοποιείται για να στεγάσει διάφορες λειτουργίες όπως τουαλέτα, τηλεφωνικό θάλαμο (προσαρμοσμένα στις ανάγκες των ΑΜΕΑ), πίνακες εγκαταστάσεων κλπ. Στα πρατήρια αυτής της κατηγορίας δεν είναι επίσης υποχρεωτική η παροχή νερού και πεπιεσμένου αέρα.
2. Ο καθορισμός της θέσεως του κτηρίου μέσα στο γήπεδο ή στο οικόπεδο γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ΓΟΚ ή άλλων αντίστοιχων ή συναφών νομοθετημάτων και κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται πλήρως ο σκοπός της εγκατάστασης.
3. Η ελάχιστη απόσταση των κτιρίων, από τους άξονες των οδών και τα όριά τους σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται ορίζεται από τις διατάξεις του π.δ. 209/1998 (Α΄ 169) όπως κάθε φορά ισχύει.
4. Τα κτίρια των πρατηρίων υγρών καυσίμων πρέπει να πληρούν γενικώς τους υπό των σχετικών οικοδομικών κανονισμών προβλεπόμενους τεχνικούς όρους καθώς επίσης και αυτούς για τη προσβασιμότητα των ΑΜΕΑ, η δε αρχιτεκτονική εμφάνιση αυτών είναι άρτια και σύμφωνος προς το περιβάλλον. Τα κτίρια ταύτα έχουν οροφή, δάπεδα και τοιχοποιία από υλικό δύσκολα αναφλέξιμο. Είναι δυνατή η χρήση μεταλλικών περιπτέρων άρτιας κατασκευής και εμφανίσεως προς εγκατάσταση πρατηρίου.
2. Ο χώρος υγιεινής περιλαμβάνει τουλάχιστον 2 αποχωρητήρια (ανδρών−γυναικών) και νιπτήρες, αριθμού αναλόγου με το μέγεθος της εγκατάστασης.
6. Η ηλεκτρική εγκατάσταση του κτιρίου του πρατηρίου είναι σύμφωνη προς τους ισχύοντες Κ.Ε.Η.Ε. Εντός του πρατηρίου υπάρχει κιβώτιο φαρμάκων πρώτων βοηθειών».
Το άρθρο 10 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10
Υπόγειες δεξαμενές καυσίμων
1. Οι υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης υγρών καυσίμων που εξυπηρετούν την εγκατάσταση έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) Είναι κυκλικής ή ελλειπτικής διατομής απαγορευόμενης της χρήσης δεξαμενών με επίπεδα τοιχώματα.
β) Είναι μονού ή διπλού τοιχώματος.
Το εξωτερικό τοίχωμα μιας δεξαμενής διπλού τοιχώματος λειτουργεί ως «περίβλημα ανάσχεσης διαρροών».
Στο χώρο μεταξύ των δύο τοιχωμάτων δύνανται να τοποθετηθούν, μόνιμα ή μη, ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα ελέγχου πιθανής διαρροής.
2. Υλικό κατασκευής δεξαμενών.
Ως προς το υλικό κατασκευής οι δεξαμενές επιτρέπεται να είναι:
α) Μεταλλικές, κατασκευασμένες από χαλυβδοελάσματα κατάλληλα συγκολλημένα, σύμφωνα με τους ισχύοντες τεχνικούς κανονισμούς.
Επιτρέπεται η χρήση μεταλλικών δεξαμενών με περισσότερα του ενός διαμερίσματα, (μέχρι και τέσσερα).
Τα διαχωριστικά ελάσματα έχουν το ίδιο πάχος με το κυρίως σώμα της δεξαμενής, είναι συγκολλημένα σε αυτή και φέρουν τις απαραίτητες ενισχύσεις, ώστε να μην παραμορφώνονται, όταν υπάρχει διαφορά στάθμης μεταξύ των διαφόρων διαμερισμάτων.
Το ελάχιστο πάχος των τοιχωμάτων των μεταλλικών δεξαμενών σε σχέση με το τη διάμετρό τους, ορίζεται ως εξής:
Οι μεταλλικές δεξαμενές όλων των τύπων, πρέπει να προστατεύονται από τη διάβρωση με καθοδική προστασία. Αντί της καθοδικής προστασίας οι δεξαμενές, εξαρτήματα και σωληνώσεις μπορούν να προστατεύονται, έναντι της διάβρωσης, με εξωτερική επικάλυψη των μεταλλικών επιφανειών, ομοιόμορφα και ισοπαχώς, με αντιδιαβρωτικό υλικό όπως πίσσα ή εποξειδικά υλικά ή πολυουρεθάνη ή πολυεστερική ρητίνη ενισχυμένη με ίνες υάλου ή άλλο κατάλληλο αντιδιαβρωτικό υλικό.
β) Πλαστικές, κατασκευασμένες από ειδικές ρητίνες, ενισχυμένες με ίνες υάλου, μονού ή διπλού τοιχώματος, οι οποίες θα πρέπει να ανταποκρίνονται πλήρως στις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΝ 976−1 και ΕΝ 976−2), σε ότι αφορά τη συμβατότητα του υλικού κατασκευής τους με τα καύσιμα, ή σε άλλες αντίστοιχες προδιαγραφές. Οι διάμετροι, τα μήκη και τα πάχη τοιχώματος των πλαστικών δεξαμενών καθορίζονται από τον κατασκευαστή τους, σε συμφωνία πάντοτε με τις προαναφερθείσες προδιαγραφές. Οι πλαστικές δεξαμενές συνοδεύονται από σχετική βεβαίωση (πιστοποιητικό δοκιμής) του κατασκευαστή τους, για την κατασκευή τους σύμφωνα με τις πιο πάνω προδιαγραφές.
3. Όλες οι υπόγειες δεξαμενές πρέπει να είναι σύμφωνες με τις ακόλουθες διατάξεις:
α) Να είναι εξοπλισμένες με θυρίδα επιθεώρησης (ή ανθρωποθυρίδα), που προσαρμόζεται με κοχλίες επάνω στη δεξαμενή, ώστε να μπορεί να αφαιρείται προς επιθεώρηση. Κάθε ανθρωποθυρίδα πρέπει να περιβάλλεται από ειδικό απολύτως στεγανό φρεάτιο, ως «περίβλημα ανάσχεσης διαρροών», ανθεκτικό στη διάβρωση, το οποίο καλύπτεται από ειδικό υδατοστεγές κάλυμμα, ικανό να παραλάβει το βάρος των διερχομένων οχημάτων. Τα φρεάτια αυτά και τα καλύμματα τους είναι σχεδιασμένα και τοποθετημένα έτσι ώστε να μην μεταφέρουν φορτίο από την πλάκα του καταστρώματος στην υπόγεια δεξαμενή. Φρεάτια ανθρωποθυρίδων δεξαμενών δύνανται να είναι προκατασκευασμένα πλαστικά ή μεταλλικά ή από οποιοδήποτε υλικό, που δεν είναι διαπερατό από τα καύσιμα και εξασφαλίζει ικανοποιητική στεγανότητα. Κάθε φρεάτιο θα φέρει σαφή σήμανση του προϊόντος της δεξαμενής.
β) Στον πυθμένα της δεξαμενής και συγκεκριμένα κάτω από κάθε άνοιγμα πληρώσεως ή μετρήσεως της στάθμης, πρέπει να υπάρχει χαλύβδινη πλάκα ή άλλου είδους ειδική ενίσχυση του τοιχώματος, που προστατεύει την δεξαμενή από πλήγματα προερχόμενα από την επαναλαμβανόμενη εισροή καυσίμου και από την ράβδο μέτρησης.
γ) Τα πώματα των σωλήνων πληρώσεως και μετρήσεως στάθμης κοχλιούνται ή προσαρμόζονται αεροστεγώς με μηχανισμό ταχείας συνδέσεως και πρέπει να είναι κατασκευασμένα από αλουμίνιο, ορείχαλκο, πλαστικό ή άλλο υλικό που δεν διαβρώνεται σε περιβάλλον καυσίμων και δεν δημιουργεί κίνδυνο σπινθηρισμού, σε περίπτωση κρούσεως αυτού με κάποιο μεταλλικό στοιχείο.
δ) Πρέπει να υπάρχει ράβδος μέτρησης του περιεχομένου της δεξαμενής, με κατάλληλες υποδιαιρέσεις, κατασκευασμένη από ορείχαλκο ή άλλο υλικό, αναλόγων ιδιοτήτων. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ηλεκτρονικό ή άλλο σύστημα ελέγχου και μέτρησης της στάθμης ή της περιεκτικότητας σε καύσιμο της δεξαμενής.
ε) Να είναι εξοπλισμένες με διάτρητο σωλήνα − οδηγό της ράβδου μέτρησης («βέργας»), μήκους πενήντα (50) εκατοστών.
στ) Να είναι εξοπλισμένες με σωλήνα πλήρωσης της δεξαμενής, ο οποίος φθάνει μέχρι ύψους δεκαπέντε (15) εκατοστών από τον πυθμένα και η απόληξη του είναι κομμένη υπό γωνία 450, ώστε η εκροή του καυσίμου να γίνεται προς την πλέον απομακρυσμένη πλευρά του κυλίνδρου της δεξαμενής. Στον σωλήνα αυτόν, στις εφεξής τοποθετούμενες δεξαμενές, πρέπει να τοποθετείται ειδική διάταξη αποφυγής υπερχειλίσεως (overfill protection), όταν το στόμιο πλήρωσης δεν βρίσκεται μέσα στο φρεάτιο της δεξαμενής.
ζ) Να είναι εξοπλισμένες με σωλήνα αναρρόφησης του καυσίμου, ο οποίος αρχίζει από απόσταση δέκα (10) περίπου εκατοστών από τον πυθμένα και προσαρμόζεται κατάλληλα στην ανθρωποθυρίδα. Ο σωλήνας αυτός δεν τοποθετείται προφανώς στην περίπτωση που χρησιμοποιείται υποβρύχια (εμβαπτιζόμενη), αντλία καυσίμων.
η) Να φέρουν σωλήνα εξαερισμού, όπως ειδικότερα περιγράφεται παρακάτω.
θ) Να φέρουν πινακίδιο στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία του κατασκευαστή της δεξαμενής, το έτος κατασκευής, οι διαστάσεις και η χωρητικότητα της, προσαρμοσμένο σε εμφανές σημείο της ανθρωποθυρίδας.
ι) Να φέρουν Πινακίδιο με ένδειξη του προϊόντος της δεξαμενής.
Εννοείται ότι σε περίπτωση δεξαμενής με περισσότερα διαμερίσματα, κάθε διαμέρισμα εφοδιάζεται με ιδιαίτερη ανθρωποθυρίδα και τα αντίστοιχα απαιτούμενα εξαρτήματα.
4. Η ολοκληρωμένη διάταξη εξαερισμού των δεξαμενών βενζίνης δύναται να περιλαμβάνει κατά σειρά από την δεξαμενή προς την τελική απόληξη: βαλβίδες ανάκτησης ατμών με πλωτήρα (μία βαλβίδα ανά δεξαμενή ή διαμέρισμα αποθήκευσης βενζίνης), υπόγειο ή υπέργειο συλλέκτη ατμών από όλες τις δεξαμενές βενζίνης, βαλβίδα ασφαλείας στην οποία συνδέεται ο σωλήνας συλλογής ατμών του βυτιοφόρου οχήματος τροφοδοσίας βενζίνης και βαλβίδα ή διάταξη βαλβίδων εξαερισμού πιέσεως − υποπιέσεως, η οποία επιτρέπει την είσοδο ποσότητας αέρα εντός των δεξαμενών σε περίπτωση δημιουργίας κενού στις δεξαμενές κατά τη λειτουργία των αντλιών ή την έξοδο μικρής ποσότητας ατμών, σε περίπτωση αύξησης της πίεσης ατμών στις δεξαμενές. Οι σωλήνες εξαερισμού ομοειδών προϊόντων μπορεί να συνδέονται μέσω ειδικών διατάξεων αποκλεισμού της μεταφοράς προϊόντων από δεξαμενή σε δεξαμενή. Η σύνδεση αυτή μπορεί να γίνεται, υπόγεια ή υπέργεια μέσω επιπλεουσών βαλβίδων (ven float valve) ή χωρίς την παρέμβαση επιπλεουσών βαλβίδων σε ύψος ανώτερο των βυτιοφόρων. Η ανωτέρω διάταξη εξαερισμού είναι σύμφωνη με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’αριθμ. οικ. 10245/713/97 κοινή υπουργική απόφαση «Μέτρα και όροι για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων» (Β΄ 311).
Οι σωληνώσεις εξαέρωσης για τις δεξαμενές πετρελαίου, ή και για τις δεξαμενές βενζίνης πρατηρίων που δεν υπάγονται στις διατάξεις της παραπάνω ΚΥΑ, κατασκευάζονται από σωληνώσεις μεταλλικές (γαλβανισμένες ενισχυμένου τύπου) ή πλαστικές από υλικό που δεν αλλοιώνεται στα πετρελαιοειδή, διαμέτρου ίσης ή μεγαλύτερης της 11/2,,, και μέσω κατακόρυφου σωλήνα, καταλήγουν σε ειδικό εξάρτημα (καπελάκι), με ή χωρίς βαλβίδα ανάλογα του τρόπου κατασκευής, ώστε να διασφαλίζεται αδυναμία ανάμιξης των προϊόντων.
Οι κατακόρυφοι σωλήνες στηρίζονται αδιακρίτως σε εξωτερικό τοίχο κτιρίου ή σε υποστύλωμα στεγάστρου ή σε άλλη ειδική σταθερή κατασκευή (μεταλλική, από σκυρόδεμα, ή άλλο υλικό), η οποία αποτρέπει τη δημιουργία παραμόρφωσης. Η απαγωγή των ατμών από τα στόμια εξαέρωσης πρέπει να είναι ελεύθερη και να μην κατευθύνεται σε κλειστούς χώρους μέσω παραθύρων, ανοιγμάτων, ηλεκτρικών και υδραυλικών φρεατίων κ.λπ.
5. Οι σωληνώσεις τροφοδοσίας των αντλιών με καύσιμο από τις δεξαμενές κατασκευάζονται είτε από γαλβανισμένους σιδηροσωλήνες ή από πλαστικούς σωλήνες ειδικών προδιαγραφών (άκαμπτους ή ημιεύκαμπτους ή εύκαμπτους), διαμέτρου κατ’ ελάχιστο 111/2,. Όλες οι σωληνώσεις και τα εξαρτήματα διασύνδεσης των μερών που τις αποτελούν, θα πρέπει να είναι από εγκεκριμένα υλικά. Σε σωληνογραμμές πιέσεως − κατάθλιψης (περίπτωση συνδυασμού υποβρύχιας αντλίας με διανομέα) πρέπει να χρησιμοποιούνται ειδικοί, εγκεκριμένοι σωλήνες διπλού τοιχώματος, ως μέτρο περιορισμού και ελέγχου πιθανής διαρροής. Σε σωληνογραμμές πιέσεως πρέπει απαραιτήτως να υπάρχουν ειδικές βαλβίδες ασφαλείας (shut off valves) κάτω από τους διανομείς καυσίμου που θα αποτρέπουν την ανεξέλεγκτη εκροή καυσίμου σε περίπτωση πυρκαγιάς ή αποξήλωσης των διανομέων λόγω ατυχήματος. Σε σωληνογραμμές αναρρόφησης (περίπτωση αναρρόφησης καυσίμου από την δεξαμενή με τη βοήθεια αντλίας τοποθετημένης επί νησίδας), χρησιμοποιούνται σωλήνες, μονού ή διπλού τοιχώματος. Φρεάτια ελέγχου διαρροών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως επιπλέον μέτρο πρόληψης και κατά μήκος σωληνώσεων μονού ή διπλού τοιχώματος. Η διέλευση όλων των σωληνώσεων μέσω των τοιχωμάτων των φρεατίων γίνεται με χρήση ειδικών στεγανοποιητικών παρεμβυσμάτων.
Οι σωληνώσεις, αμέσως μετά την εγκατάσταση τους και πριν τον οριστικό εγκιβωτισμό τους, πρέπει να υποβάλλονται σε ελέγχους στεγανότητας σε πίεση της τάξεως του 150% της κανονικής πίεσης λειτουργίας. Οι σωληνογραμμές καυσίμου πρέπει να έχουν κλίση τουλάχιστον 1 % από τις αντλίες ή τους διανομείς,, προς τις δεξαμενές (ανώτερο σημείο οι αντλίες ή οι διανομείς). Σε χώρους όπου υπάρχουν φορτία από κίνηση οχημάτων η ελάχιστη απόσταση των σωληνώσεων από το κατάστρωμα του πρατηρίου είναι εικοσιπέντε ( 25) εκατοστά συμπεριλαμβανομένης και της πλάκας. Ο χώρος
γύρω από τις σωληνώσεις γεμίζεται με αδρανή υλικά πλήρωσης που συμπυκνώνονται, με ιδιαίτερη προσοχή εφόσον πρόκειται για πλαστικούς σωλήνες. Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται υποβρύχιες αντλίες πιέσεως καυσίμου από τις δεξαμενές προς τον διανομέα καυσίμου, πρέπει ο σχεδιασμός της εγκατάστασης και τα χρησιμοποιούμενα εξαρτήματα να αποτρέπουν την ανεξέλεγκτη εκροή καυσίμων σε περίπτωση βλάβης.
6. Αναφορικά με τα μέτρα και τις διατάξεις που χρησιμοποιούνται για προστασία έναντι διαρροών καυσίμου και εντοπισμό τους ισχύουν τα ακόλουθα:
Σε όλες τις εγκαταστάσεις πρέπει να εφαρμόζεται τουλάχιστον μία μέθοδος ελέγχου διαρροών από δεξαμενές και σωληνώσεις. Ο έλεγχος διαρροών μπορεί να πραγματοποιηθεί με τις ακόλουθες μεθόδους και μέσα.
α) Χρήση συστημάτων ελέγχου στάθμης δεξαμενής.
Τα συστήματα αυτά ελέγχουν με απόλυτη ακρίβεια την στάθμη της δεξαμενής και σε περίπτωση που αυτή μεταβληθεί αδικαιολόγητα δίνουν ηχητική και οπτική ένδειξη διαρροής. Τέτοια συστήματα μπορεί να περιλαμβάνουν ηλεκτρονικούς ή άλλους αισθητήρες, όπως αισθητήρες υπερήχων.
β) Έλεγχος διακένου δεξαμενών διπλού τοιχώματος.
Ο έλεγχος διακένου δεξαμενών διπλού τοιχώματος για πιθανές διαρροές μπορεί να γίνεται με την χρήση διαφόρων μεθόδων και μέσων, όπως χρήση αισθητήρων που ανιχνεύουν ύπαρξη υδρογονανθράκων ή νερού, έλεγχος μιας προκαθορισμένης πίεσης στο διάκενο, οπτικός ή άλλος έλεγχος στάθμης υγρού σκοπίμως εγκλωβισμένου εντός του διακένου της δεξαμενής. Σε κάθε περίπτωση που μεταβάλλεται η παράμετρος που ελέγχεται (όπως πτώση της πίεσης στο διάκενο), αυτό αποτελεί ένδειξη ύπαρξης διαρροής.
γ) Έλεγχος μέσω φρεατίων ελέγχου διαρροών.
Στις νέες εγκαταστάσεις πρατηρίων διανομής καυσίμων απαιτείται η ύπαρξη φρεατίων ελέγχου διαρροών (monitoring wells). Μέσω των φρεατίων ελέγχου διαρροών πρέπει να μπορεί να ανιχνευθεί ή και να ανακτηθεί ποσότητα πετρελαιοειδών από το έδαφος, που μπορεί να οφείλεται σε διαρροή δεξαμενών ή σωληνώσεων. Τα φρεάτια αυτά πρέπει να είναι διαμέτρου τουλάχιστον εκατό (100) χιλιοστών και να ανθίστανται στη διάβρωση από νερό ή πετρελαιοειδή. Εντός των φρεατίων μπορούν να τοποθετηθούν αισθητήρες που θα ελέγχουν συνεχώς την ύπαρξη καυσίμου ή την ύπαρξη ατμών υδρογονανθράκων ή την ύπαρξη υδρογονανθράκων σε υπόγεια ύδατα. Σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιούνται αισθητήρες συνεχούς παρακολούθησης των φρεατίων πρέπει να γίνεται έλεγχος των φρεατίων με χειροκίνητα μέσα, τουλάχιστον μία φορά μηνιαίως. Ο πυθμένας του φρεατίου ελέγχου πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον 300 mm πιο χαμηλά από το κατώτερο σημείο της δεξαμενής ή των σωληνώσεων και να περιβάλλεται από λεπτόκοκκο χαλίκι σε ακτίνα τουλάχιστον 300 mm. Το τοίχωμα του φρέατος πρέπει να είναι τέτοιας κατασκευής ώστε να επιτρέπει την διέλευση υγρών, όχι όμως και στερεών (συνήθως είναι ένας διάτρητος ειδικός πλαστικός σωλήνας, ο οποίος επί πλέον περιβάλλεται από ειδικό ύφασμα−φίλτρο). Σε εγκαταστάσεις όπου δεν χρησιμοποιούνται δεξαμενές διπλού τοιχώματος με κάποιο σύστημα ανίχνευσης διαρροής στο διάκενο μεταξύ των δύο τοιχωμάτων, πρέπει να τοποθετηθούν φρεάτια ελέγχου διαρροών (με ηλεκτρονικό ή άλλο μέσο εντοπισμού υδρογονανθράκων), ως εξής:
Σε εγκαταστάσεις με δεξαμενές διπλού τοιχώματος με κάποιο σύστημα ανίχνευσης διαρροής στο διάκενο μεταξύ των δύο τοιχωμάτων, ένα φρεάτιο ελέγχου σε κατάλληλη θέση αρκεί. Φρεάτια ελέγχου διαρροών πρέπει να χρησιμοποιούνται και κατά μήκος των σωληνογραμμών μεταφοράς καυσίμων. Όλα τα φρεάτια ελέγχου πρέπει να σφραγίζονται από ειδικά απολύτως στεγανά καλύμματα, επί του καταστρώματος του πρατηρίου.
δ) Ως μέσο ελέγχου διαρροών επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία (όπως ειδικά καλώδια − αισθητήρες κατά μήκος των σωληνώσεων) που θα μπορεί να εντοπίζει διαρροές της τάξεως των 0,75 λίτρων την ώρα κατ’ ελάχιστο, με ποσοστό επιτυχούς ανίχνευσης τουλάχιστον 95% και με πιθανότητα λάθους συναγερμού 5% το μέγιστο, εφόσον ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της ευρωπαϊκής ένωσης ή άλλες αντίστοιχες.
ε) Τα φρεάτια επάνω στα οποία εδράζονται οι αντλίες νησίδας ή οι διανομείς πρέπει να είναι μεταλλικά ή πλαστικά, απολύτως στεγανά και να παρέχεται η δυνατότητα οπτικού ελέγχου πιθανής διαρροής.
στ) Σε σωληνογραμμές πιέσεως, που χρησιμοποιούνται σωλήνες διπλού τοιχώματος, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα οπτικού ελέγχου της ύπαρξης ή όχι διαρροής στη σωληνογραμμή, από τα στεγανά φρεάτια από τα όποια αρχίζει ή στα οποία καταλήγει αυτή.
7. Για να διασφαλιστεί η επάρκεια της αντιδιαβρωτικής ή καθοδικής προστασίας των δεξαμενών απαιτείται έλεγχος με δοκιμές στεγανότητας 10 χρόνια μετά την πρώτη εγκατάστασή τους και στη συνέχεια κάθε 5 χρόνια με ευθύνη των πρατηριούχων. Οι δοκιμές αυτές γίνονται με ειδικές ηλεκτρονικές συσκευές υψηλής ακριβείας που μπορεί να βασίζονται σε έλεγχο της στάθμης, έλεγχο με βάση ακουστικές μεθόδους, έλεγχο τύπου sonar ή άλλες αναγνωρισμένες μεθόδους. Οι δεξαμενές που έχουν αντιδιαβρωτική προστασία (πλαστικές, σιδηρές με εξωτερικό πολυεστερικό μανδύα, σιδηρές με καθοδική προστασία, όλες οι διπλού τοιχώματος) πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμές στεγανότητας 10 χρόνια μετά την πρώτη εγκατάσταση τους και εν συνεχεία κάθε 5 χρόνια, εκτός εάν τοποθετηθεί κάποιο σύστημα ελέγχου διαρροών. Απαιτείται αρχικός έλεγχος διαρροών δεξαμενών 15 χρόνια μετά τη πρώτη εγκατάσταση και περιοδικός έλεγχος διαρροών δεξαμενών κάθε 8 χρόνια, σε εγκαταστάσεις όπου υπάρχουν ένα η περισσότερα συστήματα ελέγχου διαρροών.
8. Όλα τα μεταλλικά μέρη των δεξαμενών αλλά και το πλαίσιο του φρεατίου γεφυρώνονται κατάλληλα μεταξύ τους, με γυμνό πολύκλωνο χάλκινο αγωγό γειώσεως, μέσω καταλλήλων ακροδεκτών («κος») και γειώνονται είτε με την βοήθεια γαλβανισμένων σιδηροσωλήνων ή ειδικών συμπαγών ράβδων γείωσης (οι οποίες είναι επισκέψιμες μέσω ειδικού φρεατίου) ή με άλλες κατάλληλες διατάξεις, ώστε να επιτυγχάνεται αντίσταση γείωσης μικρότερη των 7 Ω. Η γείωση των δεξαμενών είναι ανεξάρτητη από την γείωση της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως του κτιρίου και αποσκοπεί στην διοχέτευση στο έδαφος των στατικών φορτίων, που δημιουργούνται κατά την διακίνηση (πλήρωση, αναρρόφηση) του καυσίμου.
9. Τοποθέτηση δεξαμενών.
Όλες οι δεξαμενές, προ της εγκαταστάσεως εντός του εδάφους, πρέπει να δοκιμάζονται και να επιθεωρούνται όπως προβλέπεται, σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε τεχνικές προδιαγραφές (πλήρωση με νερό, εφαρμογή πεπιεσμένου αέρα και εξωτερικός έλεγχος με σαπουνόνερο) με ευθύνη των εκμεταλλευτών των πρατηρίων, προκειμένου να διαπιστώνεται η στεγανότητα τους. Ειδικά οι πλαστικές δεξαμενές μονού τοιχώματος, πρέπει επιπλέον να δοκιμάζονται για την στεγανότητα τους και αφού έχουν τοποθετηθεί και περιβληθεί με αδρανή υλικά πλήρωσης. Όλες οι δεξαμενές πρατηρίου τοποθετούνται υπογείως στο έδαφος και σε βάθος τέτοιο ώστε το ανώτερο σημείο του καλύμματος της ανθρωποθυρίδας τους, να βρίσκεται τουλάχιστον εβδομήντα (70) εκατοστά από την επιφάνεια του καταστρώματος. Ανάλογα του εάν οι δεξαμενές είναι μονού ή διπλού τοιχώματος και προκειμένου σε κάθε περίπτωση να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα διαρροής καυσίμων στο υπέδαφος, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Οι μεταλλικές δεξαμενές μονού τοιχώματος τοποθετούνται εντός ετέρου περιβλήματος ανάσχεσης διαρροών, το οποίο δύναται να είναι κατασκευασμένο από σκυρόδεμα (με στεγανοποιητική επάλειψη) ή άλλο υλικό μη διαπερατό από πετρελαιοειδή (όπως ειδικές συνθετικές μεμβράνες επί τόπου εφαρμοζόμενες από ειδικευμένους τεχνίτες). Ο πυθμένας του εκ σκυροδέματος περιβλήματος, ή η εκσκαφή επάνω στην οποία θα τοποθετηθεί η μη διαπερατή μεμβράνη θα πρέπει να έχει κλίση τουλάχιστον 1% προς το ή τα φρεάτια ελέγχου διαρροών.
αα) Εφόσον το περίβλημα ανάσχεσης πρόκειται να κατασκευαστεί από σκυρόδεμα πρέπει η κατασκευή των τοιχείων και του πυθμένα να γίνει σε μία φάση, με τη χρήση ενιαίου ξυλοτύπου. Το πάχος των πλευρικών τοιχωμάτων πρέπει να είναι δεκαπέντε (15) εκατοστά και του πυθμένα είκοσι (20) εκατοστά. Ο οπλισμός υπολογίζεται βάσει των συνθηκών (ωθήσεις γαιών ή νερού) και οπωσδήποτε είναι μεγαλύτερος ή ίσος προς τον ελάχιστο οπλισμό τοιχωμάτων, όπως καθορίζεται από τον κανονισμό οπλισμένου σκυροδέματος. Ο ελάχιστος οπλισμός του πυθμένα εξαρτάται από τη φύση του εδάφους και την ύπαρξη ή όχι άνωσης (υδροφόρου ορίζοντα) και είναι πλέγμα διαστάσεων #12/15. Ο χώρος μεταξύ των τοιχείων και της δεξαμενής, πλάτους τουλάχιστον δέκα (10) εκατοστών, γεμίζεται με ξηρή άμμο μέχρι την βάση της ανθρωποθυρίδας. Σε περίπτωση τοποθέτησης περισσοτέρων της μιας δεξαμενών εντός του ιδίου κιβωτίου από σκυρόδεμα, τηρείται απόσταση μεταξύ αυτών τουλάχιστον σαράντα (40) εκατοστών του μέτρου . Πάνω από το σημείο αυτό κατασκευάζεται σφραγιστική πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο δε χώρος πάνω από την πλάκα αυτή γεμίζεται με χώμα ή άλλα κοσκινισμένα υλικά εκσκαφής τα οποία συμπιέζονται και στη συνέχεια καλύπτονται από πλάκα σκυροδέματος, υπολογισμένη για συγκεντρωμένο φορτίο δεκαπέντε (15) τόνων, τουλάχιστον, εφόσον διέρχονται οχήματα από επάνω της, μέχρι την τελική επιφάνεια.
ββ) Εφόσον ως περίβλημα ανάσχεσης χρησιμοποιηθεί αδιαπέραστη συνθετική μεμβράνη και τοποθετηθούν οι δεξαμενές εντός της εκσκαφής χωρίς την ύπαρξη περιβλήματος από οπλισμένο σκυρόδεμα, ισχύουν τα ακόλουθα:
1. Η θέση εκσκαφής δεν θα πρέπει να επηρεάζει ή να επηρεάζεται από τα θεμέλια υπαρχόντων κτισμάτων.
2. Οι δεξαμενές θα πρέπει να περιβάλλονται από συμπιεσμένα υλικά πλήρωσης σε απόσταση τριανταπέντε (35) εκατοστών κατ’ ελάχιστο.
3. Η ελάχιστη απόσταση μεταξύ της δεξαμενής και των παρειών της εκσκαφής, αλλά και μεταξύ δεξαμενών, πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομήντα (70) εκατοστά.
4. Η απόσταση του ανώτερου σημείου δεξαμενής, από πλάκα καταστρώματος διαφέρει ανάλογα με το εάν η πλάκα δέχεται φορτίο από διέλευση οχημάτων, εάν είναι οπλισμένη ή όχι και εάν ο υδροφόρος ορίζοντας είναι ή προβλέπεται ότι μπορεί να ανέλθει έως το ύψος της δεξαμενής.
γγ) Οι εξωτερικές πλευρές των τοιχείων (ή άλλου περιβλήματος ανάσχεσης διαρροών) πρέπει να απέχουν από υπόγεια δίκτυα, νερού, ηλεκτρικών καλωδίων, αποχετεύσεως, απόσταση τουλάχιστον είκοσι (20) εκατοστών και από δίκτυα αερίου καυσίμου πενήντα (50) εκατοστών τουλάχιστον.
β. Οι πλαστικές δεξαμενές μονού και διπλού τοιχώματος καθώς και οι μεταλλικές δεξαμενές διπλού τοιχώματος, μπορούν να τοποθετηθούν υπόγεια, χωρίς να είναι αναγκαία η τοποθέτηση τους εντός ετέρου περιβλήματος ανάσχεσης διαρροών. Για την τοποθέτηση αυτών, ισχύουν όσα αναφέρονται παραπάνω στην περίπτωση ββ, εδάφια 1−4.
10. Απαγορεύεται η εγκατάσταση υπόγειων δεξαμενών μέσα στο κτίριο του πρατηρίου. Η εγκατάσταση αυτή επιτρέπεται μόνο σε ακάλυπτο χώρο σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.5 του ΓΟΚ όπως ισχύει (ν. 1577/1985 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2831/2000) και στις θέσεις που εγκρίνονται από την αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών. Οι δεξαμενές μπορούν να τοποθετούνται μέσα σε ισόγειο στεγασμένο ιδιωτικό χώρο, ανοιχτό κατά τις δυο τουλάχιστον πλευρές και σε βάθος μέχρι πέντε (5) μέτρα μετρούμενο μεταξύ του κέντρου της ανθρωποθυρίδας και της πλησιέστερης προς αυτήν προβολής των ακραίων σημείων της περιμέτρου της οροφής επικάλυψης του.
11. Η μέγιστη επιτρεπόμενη χωρητικότητα κάθε υπόγειας δεξαμενής ορίζεται σε 50 κ.μ. χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το αναγκαίο κενό από 5%. Η συνολική
μέγιστη επιτρεπόμενη χωρητικότητα των υπογείων δεξαμενών για κάθε εγκατάσταση, καθορίζεται σε 300 κ.μ. για βενζίνες (γενικώς) και για πετρέλαιο (κινήσεως, θερμάνσεως ή και φωτιστικό).
1. Το άρθρο 12 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 12
Αντλίες και διανομείς καυσίμων
1. Η παροχή καυσίμων δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω:
α) Αντλίας αναρρόφησης, η οποία αποτελείται από μεταλλικό κέλυφος εντός του οποίου περιέχονται αντλητικό συγκρότημα αναρρόφησης καυσίμου, αεροδιαχωριστής, ογκομετρητής ακριβείας, μηχανικός ή ηλεκτρονικός μηχανισμός καταγραφής παρεχόμενης ποσότητας, ελαστικός σωλήνας και ακροσωλήνιο. Το αντλητικό συγκρότημα αναρρόφησης καυσίμου αποτελείται από μία αντλία θετικού εκτοπίσματος, η οποία κινείται από στεγανό αντιεκρηκτικό κινητήρα. Το αντλητικό συγκρότημα αναρρόφησης πρέπει απαραιτήτως να διαθέτει φίλτρο, σύστημα αεροδιαχωρισμού προϊόντος και βαλβίδα by pass, ή
β) Διανομέα καυσίμου, δηλαδή συστήματος μέτρησης και διανομής καυσίμου χωρίς την ύπαρξη, εντός του κελύφους του, αντλητικού συγκροτήματος και αεροδιαχωριστή. Ο διανομέας τροφοδοτείται με καύσιμο από υποβρύχιες, (εμβαπτιζόμενες), αντλίες οι οποίες εγκαθίστανται εντός των δεξαμενών. Ο διανομέας καυσίμου αποτελείται από μεταλλικό κέλυφος εντός του οποίου περιέχονται ογκομετρητής ακριβείας, μηχανικός ή ηλεκτρονικός μηχανισμός καταγραφής παρεχόμενης ποσότητας, ελαστικός σωλήνας και ακροσωλήνιο. Ως υποβρύχια αντλία καυσίμου νοείται η ηλεκτρική αντλία που εμβαπτίζεται μέσα στο καύσιμο της δεξαμενής και παρέχει καύσιμο υπό πίεση στους διανομείς καυσίμου.
Η υποβρύχια αντλία αποτελείται από τρία κύρια μέρη:
− την εξωτερική μονάδα, που περιέχει το στεγανό ακροκιβώτιο ηλεκτρολογικών συνδέσεων, τη βαλβίδα αντεπιστροφής, και την ανακουφιστική βαλβίδα. Σε κατάλληλο σημείο της εξωτερικής μονάδας υπάρχει σπείρωμα, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σταθερά επί της ανθρωποθυρίδας της δεξαμενής. Επίσης, πρέπει να φέρει πινακίδια όπου θα αναγράφονται τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κινητήρα καθώς και το εργοστάσιο κατασκευής, ο τύπος και ο αριθμός σειράς αυτής.
− την εμβαπτιζόμενη σωλήνωση, η οποία αποτελείται από δύο ομόκεντρους σωλήνες. Εντός του εσωτερικού σωλήνα− οδηγού διέρχονται οι καλωδιώσεις, προς το υποβρύχιο αντλητικό συγκρότημα και από τον εξωτερικό σωλήνα−δακτύλιο διέρχεται το καύσιμο από το αντλητικό συγκρότημα προς την εξωτερική μονάδα και ακολούθως προς τον επί της νησίδας των αντλιών τοποθετημένο διανομέα
− το αντλητικό συγκρότημα, που περιλαμβάνει τον ηλεκτροκινητήρα, την αντλία και το φίλτρο στο σημείο αναρρόφησης. Ο ηλεκτροκινητήρας και όλα τα ηλεκτρικά μέρη, πρέπει να ανταποκρίνονται πλήρως στις αναγνωρισμένες ελληνικές και διεθνείς προδιαγραφές στεγανότητας και αντιεκρηκτικότητας που αφορούν περιβάλλον καυσίμων. Οι υποβρύχιες αντλίες πρέπει να διαθέτουν, επίσης, σύστημα που θα ελέγχει τις πιθανές διαρροές καυσίμου κατά τη διάρκεια της παράδοσης και θα ενεργοποιείται σταματώντας τη ροή όταν προκληθεί κάποια διαρροή.
2. Η παροχή και καταγραφή της παρεχόμενης ποσότητας από αντλίες αναρροφήσεως και διανομείς πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε μονάδες μετρήσεως, η δε ακρίβεια της παρεχόμενης ποσότητας υπόκειται σε έλεγχο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους. Η ακρίβεια της παρεχόμενης ποσότητας πρέπει να διασφαλίζεται με την σφράγιση, με μη παραβιαζόμενη σφραγίδα μίας χρήσεως, του σημείου ρυθμίσεως του ογκομετρητή. Η καταγραφόμενη, στον ηλεκτρονικό ή μηχανικό καταγραφικό μηχανισμό, ένδειξη πρέπει να ανταποκρίνεται στην μετρούμενη από τον ογκομετρητή παρεχόμενη ποσότητα. Το σφάλμα μετρήσεως πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των επιτρεπομένων ορίων, όπως αυτά καθορίζονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Οι αντλίες αναρροφήσεως και οι διανομείς εφεξής πρέπει να διαθέτουν ίδιο φωτισμό προς παρακολούθηση των ενδείξεων του καταγραφικού μηχανισμού και κατάλληλο μηχανισμό που δεν θα επιτρέπει την παροχή εάν δεν μηδενιστεί, αυτόματα ή χειροκίνητα, η ένδειξη προηγούμενης παροχής. Το ακροσωλήνιο (επιστόμιο) παροχής καυσίμου πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διακόπτει αυτόματα την παροχή καυσίμου εάν υπερπληρωθεί η δεξαμενή του οχήματος. Οι αντλίες αναρροφήσεως και οι διανομείς εφεξής δύνανται να είναι εφοδιασμένοι με δείκτη ροής σε εμφανές σημείο, ο οποίος να είναι πλήρης καυσίμου πριν και μετά την παροχή. Στο σημείο σύνδεσης του ελαστικού σωλήνα παροχής με την αντλία αναρρόφησης ή τον διανομέα πρέπει να παρεμβάλλεται ειδική βαλβίδα η οποία, σε περίπτωση θραύσης της από ισχυρή έλξη, στεγανοποιεί τα δύο μέρη ώστε να μην υπάρχει περίπτωση ανεξέλεγκτης εκροής καυσίμου. Στο σημείο σύνδεσης του διανομέα, με την υπό πίεση σωληνογραμμή παροχής καυσίμου σε αυτόν, πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει ειδική βαλβίδα ασφαλείας (shut off valve), που θα αποτρέπει την ανεξέλεγκτη εκροή καυσίμου σε περίπτωση πυρκαγιάς ή αποξήλωσης του διανομέα λόγω ατυχήματος (π.χ. πρόσκρουση οχήματος). Οι αντλίες αναρροφήσεως και οι διανομείς εφεξής πρέπει να εγκαθίστανται επάνω από στεγανό φρεάτιο (περίβλημα ανάσχεσης διαρροών) που μπορεί να κατακρατεί ποσότητες καυσίμου που πιθανώς θα διαρρεύσουν από το εσωτερικό της αντλίας, ή του διανομέα ή από τα σημεία σύνδεσης αυτών με τις αντίστοιχες σωληνώσεις. Στο στεγανό φρεάτιο καταλήγουν οι σωληνώσεις, οι προερχόμενες από τις δεξαμενές, μέσω στυπιοθλιπτών. Η ακραία σύνδεση των σωληνώσεων τροφοδοσίας με τις αντλίες αναρροφήσεως ή τους διανομείς, εντός του ανωτέρω φρεατίου, γίνεται με τη βοήθεια εύκαμπτων σωλήνων σύνδεσης. Όλοι οι διανομείς και οι αντλίες αναρρόφησης εφεξής πρέπει να έχουν την δυνατότητα να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις «περί ανάκτησης ατμών υδρογονανθράκων φάση ΙΙ (vapor recovery stage II)». Όλα τα ηλεκτρικά μέρη και οι ηλεκτρολογικές συνδέσεις πρέπει να πληρούν τους ισχύοντες ελληνικούς κανονισμούς, ώστε να αποτρέπεται πιθανότητα επαφής ατμών καυσίμου με ηλεκτρικό ρεύμα.
Πρέπει να υπάρχει σύστημα φυσικού αερισμού. Υποχρεωτικά η αντλία αναρροφήσεως ή ο διανομέας φέρει πινακίδιο όπου αναγράφεται το εργοστάσιο κατασκευής, ο τύπος, και ο αριθμός σειράς αυτού. Η έγκριση του τύπου των αντλιών αναρροφήσεως και των διανομέων παρέχεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
3. Επιτρέπεται η χρήση αντλιών ή διανομέων καυσίμων με πολλαπλά ακροσωλήνια, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχουν ήδη αναφερθεί στις ανωτέρω παραγράφους.
4. Επιτρέπεται η χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των αντλιών αναρροφήσεως και των διανομέων εξ’ αποστάσεως, ανεξαρτήτως εάν αυτά τα συστήματα είναι ενσωματωμένα στο κέλυφος της αντλίας ή του διανομέα ή εάν βρίσκονται σε κάποιον άλλο χώρο του πρατηρίου. Επιτρέπεται επίσης, η χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου της τροφοδοσίας ιδιωτικών στόλων οχημάτων».
2. Το άρθρο 13 του βδ 465/1970 και του π.δ. 1224/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 13
Βιομηχανικά ζυγιστικά
Επιτρέπεται η εντός της κυρίας εκτάσεως του πρατηρίου, εγκατάσταση βιομηχανικού ζυγιστικού (γεφυροπλάστιγγας), ηλεκτρονικού τύπου, με την προϋπόθεση ότι δεν παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία του πρατηρίου και η ομαλή ροή της κυκλοφορίας των οχημάτων και ύστερα από την έκδοση σχετικής οικοδομικής άδειας σύμφωνα με τις γενικές και ειδικές πολεοδομικές διατάξεις».
Το άρθρο 14 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 14
Μέτρα και Μέσα Πυροπροστασίας
1. Τα προληπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την αποτροπή του κινδύνου πυρκαγιάς κατά την λειτουργία πρατηρίων υγρών καυσίμων είναι τα εξής:
α) Σε εμφανείς θέσεις του πρατηρίου να τοποθετούνται πινακίδες με την φράση «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ ΧΡΗΣΗ ΦΩΤΙΑΣ» καθώς και τον αριθμό τηλεφώνου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
β) Να υπάρχουν αναρτημένες οδηγίες για τους οδηγούς βυτιοφόρων αυτοκινήτων σχετικά με τις απαραίτητες ενέργειες, για την ασφαλή μετάγγιση υγρού καυσίμου από το βυτιοφόρο στη δεξαμενή αποθήκευσης.
γ) Η πλήρωση των δεξαμενών καυσίμων γίνεται παρουσία του εκμεταλλευτή του πρατηρίου ή εντεταλμένου υπαλλήλου, με ευθύνη αυτού και του μεταφορέα, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να έχουν σε ετοιμότητα τους πυροσβεστήρες του βυτιοφόρου και του πρατηρίου κοντά στο φρεάτιο που γίνεται η πλήρωση της δεξαμενής με καύσιμα. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα πλήρωσης των δεξαμενών του πρατηρίου πρέπει να τοποθετείται στην είσοδο αυτού εμπόδιο που θα φέρει πινακίδα διαστάσεων 1,00x0,50 μ. στην οποία θα υπάρχει η επιγραφή «ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΜΕΧΡΙ ΠΕΡΑΤΟΣ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΙΜΑ».
δ) Απαγορεύεται η ύπαρξη οχετών αποχέτευσης, φρεατίων, ανοιγμάτων ή αεραγωγών που οδηγούν σε υπόγειους χώρους της εγκατάστασης του πρατηρίου σε απόσταση μικρότερη των πέντε (5) μέτρων από την πλησιέστερη αντλία καυσίμων από τα φρεάτια δεξαμενών και το στομίο εξαέρωσης.
ε) Απαγορεύεται να αποθηκεύονται στους χώρους του πρατηρίου οποιασδήποτε μορφής εύφλεκτα υλικά, δοχεία με καύσιμα, ή κενά δοχεία καυσίμων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
στ) Απαγορεύεται η χρήση θερμαστρών πετρελαίου, ή ηλεκτρικής πυράκτωσης, ή υγραερίου ή φλόγας γενικά για την θέρμανση του διαμερίσματος του πρατηρίου.
ζ) Εύφλεκτα σκουπίδια τοποθετούνται σε σκεπασμένα μεταλλικά δοχεία τα οποία να αδειάζονται τακτικά, τα δε δάπεδα διατηρούνται καθαρά και ελεύθερα από λάδια και γράσα.
η) Ο εκμεταλλευτής του πρατηρίου ή εξουσιοδοτημένος υπάλληλος πρέπει να κάνει ημερήσια επιθεώρηση των εγκαταστάσεων του πρατηρίου και είναι υπεύθυνος για την επισκευή κάθε επικίνδυνης εγκατάστασης καθώς και την άμεση απομάκρυνση τυχόν συσσωρευμένων εύφλεκτων υλικών.
θ) Τα ηλεκτρικά μηχανήματα, κυκλώματα, φωτιστικά, διακόπτες, μηχανές, άξονες και αντλίες που βρίσκονται στους χώρους του πρατηρίου όπου είναι δυνατόν να συσσωρευτούν εύφλεκτοι ατμοί, πρέπει να είναι σχεδιασμένα και τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο που να μην δημιουργούν κίνδυνο πυρκαγιάς.
ι) Απαγορεύεται η πλήρωση με καύσιμο του ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων ή άλλων μηχανημάτων όταν η μηχανή τους βρίσκεται σε λειτουργία.
ια) Όλο το προσωπικό του πρατηρίου πρέπει να γνωρίζει καλά την χρήση των πυροσβεστικών μέσων.
ιβ) Τα μέσα πυρόσβεσης πρέπει να διατηρούνται σε καλή κατάσταση και οι πυροσβεστήρες να ελέγχονται και συντηρούνται σύμφωνα με τα Εθνικά Πρότυπα.
ιγ) Δεν επιτρέπεται η χρήση κινητού τηλεφώνου στο χώρο εφοδιασμού του πρατηρίου σε ακτίνα 5 τουλάχιστον μέτρων πέριξ των νησίδων των αντλιών και των δεξαμενών.
ιδ) Οι υπόγειοι χώροι εφόσον ευρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των δέκα (10) μέτρων από αντλίες, φρεάτια δεξαμενών και στόμια εξαέρωσης, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με διατάξεις συστημάτων ανίχνευσης αερίων υδρογονανθράκων μετά από σχετική έγκριση της οικείας Υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών.
2. Τα κατασταλτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται σε πρατήρια υγρών καυσίμων είναι τα παρακάτω:
α) Ανά τρεις (3) αντλίες καυσίμων (ή διανομείς) πρέπει να υπάρχει ένας (1) πυροσβεστήρας Ξηράς σκόνης, καθαρού βάρους 12 χιλιόγραμμων (ή 2 πυροσβεστήρες ξηράς σκόνης των 6 χιλιογράμμων έκαστος) ή άλλου εγκεκριμένου κατασβεστικού υλικού, ανάλογης κατασβεστικής ικανότητας και σε καμία περίπτωση ο αριθμός πυροσβεστήρων δεν θα είναι μικρότερος από δύο (2) για κάθε πρατήριο.
β) Σε κάθε πρατήριο υγρών καυσίμων επιβάλλεται η ύπαρξη ενός (1) τροχήλατου πυροσβεστήρα Ξηράς σκόνης καθαρού βάρους 25 χιλιόγραμμων. Ειδικά σε πρατήρια των οποίων οι αντλίες βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των δέκα πέντε (15) μέτρων από κτίρια ο παραπάνω πυροσβεστήρας επιβάλλεται να είναι καθαρού βάρους των 50 χιλιόγραμμων (ή 2 πυροσβεστήρες των 25 χιλιογράμμων).
γ) Για τους λοιπούς χώρους του πρατηρίου ( κατάστημα πώλησης, μηχανοστάσιο, πλυντήριο – λιπαντήριο κλπ) λαμβάνονται επιπλέον τα μέτρα πυροπροστασίας που προβλέπονται από τη νομοθεσία για τις εγκαταστάσεις αυτές.
3. Για τα πρατήρια υγρών καυσίμων επιβάλλεται η σύνταξη μελέτης πυροπροστασίας από Διπλωματούχους ή Τεχνολόγους Μηχανικούς, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις που ρυθμίζουν τα επαγγελματικά δικαιώματα αυτών, η οποία θα υποβάλλεται για έγκριση στην Αρμόδια κατά τόπον Πυροσβεστική Αρχή. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έγκριση της μελέτης πυροπροστασίας είναι:
α) Μελέτη πυροπροστασίας σε τρία (3) αντίγραφα που θα περιέχει απαραίτητα τον αριθμό και θέση αντλιών, χώρων λιπαντηρίων ή πλυντηρίων εάν υπάρχουν, τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 5 του παρόντος, λήψη απαραίτητων μέσων και μέτρων πυροπροστασίας.
β) Σχέδια γενικής διάταξης του πρατηρίου σε τρία (3) αντίγραφα με κλίμακα 1:50 ή 1:100.
γ) Ένα τοπογραφικό διάγραμμα με κλίμακα 1:500 ή οδοιπορικό σκαρίφημα για τα εκτός σχεδίου πρατήρια.
δ) Υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 του κατασκευαστή ή προμηθευτή πυροσβεστήρων περί του συνολικού αριθμού των πωληθέντων ή αναγομωθέντων πυροσβεστήρων και της πληρότητας αυτών σύμφωνα με τις Εθνικές προδιαγραφές ή αυτές των Χωρών μελών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Μετά τη διενέργεια αυτοψίας από Αξιωματικό της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν ληφθεί τα προβλεπόμενα από την μελέτη μέτρα και μέσα πυροπροστασίας η Πυροσβεστική Υπηρεσία χορηγεί στον ενδιαφερόμενο Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας, το οποίο υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή, για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας του πρατηρίου.
Η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού πυροπροστασίας είναι τρία (3) χρόνια.
Η Πυροσβεστική Υπηρεσία, σε οποιαδήποτε περίπτωση που διαπιστώσει κατόπιν αυτοψίας, ότι δεν τηρούνται τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο μέτρα και μέσα πυροπροστασίας, ανακαλεί το Πιστοποιητικό και κοινοποιεί την απόφασή της αυτή στην Αρχή που είναι
αρμόδια για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Οι παραβάτες των Διατάξεων του παρόντος άρθρου διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις Διατάξεις του άρθρου 433 του Ποινικού Κώδικα.
5. Για τα πρατήρια που ήδη λειτουργούν, οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές αυτών σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος πρέπει να υποβάλουν μελέτη πυροπροστασίας στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία για έγκριση. Το πιστοποιητικό πυροπροστασίας που θα εκδοθεί, κοινοποιείται στην αρχή που είναι αρμόδια για την άδεια λειτουργίας του πρατηρίου».
6. Επιπλέον, εφαρμόζονται όλα τα μέτρα ασφαλείας και πυροπροστασίας των εγκαταστάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθ. 4 του ν. 2801/2000».
Σε εμφανείς θέσεις του πρατηρίου να τοποθετούνται πινακίδες με την φράση «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ ΧΡΗΣΗ ΦΩΤΙΑΣ» καθώς και τον αριθμό τηλεφώνου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Δεν επιτρέπεται η χρήση κινητού τηλεφώνου στο χώρο εφοδιασμού του πρατηρίου σε ακτίνα 5 τουλάχιστον μέτρων πέριξ των νησίδων των αντλιών και των δεξαμενών.
Το άρθρο 15 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15
Δικαιούμενοι άδειας ίδρυσης και λειτουργίας
1. Άδειες ίδρυσης πρατηρίων υγρών καυσίμων χορηγούνται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Τα φυσικά πρόσωπα ή μέλη προσωπικών εταιρειών προκειμένου να τύχουν άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης απαιτείται να είναι Έλληνες υπήκοοι ή πολίτες χωρών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για ανώνυμες εταιρείες που έχουν έδρα στη χώρα μας, δεν εξετάζεται η υπηκοότητα των μετόχων ή των μελών του Δ.Σ.. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, η με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου, χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων, σε επισήμως αναγνωρισμένους ομογενείς από χώρες πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης, Αλβανία, Κύπρο, Ρουμανία, Τουρκία, Αίγυπτο καθώς και τα παιδιά τα οποία έχουν γεννηθεί από αυτά τα πρόσωπα.
3. Τόσο για τις περιπτώσεις χορήγησης αδειών ίδρυσης, όσο και για την λειτουργία των πρατηρίων, τα φυσικά πρόσωπα που δικαιούνται αυτών, οφείλουν να έχουν συμπληρώσει το όριο ενηλικίωσης, όπως αυτό προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία
4. Μετά την έκδοση απόφασης Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, στην οποία καθορίζονται η έναρξη ισχύος καθώς και οι λεπτομέρειες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τη λειτουργία της εγκατάστασης πρατηρίων (συμπεριλαμβανομένων και των θεμάτων που αφορούν προσβασιμότητα ΑΜΕΑ), για να τύχει άδειας λειτουργίας πρατηρίου ο υπεύθυνος εκμεταλλευτής πρέπει να έχει παρακολουθήσει το σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθορίζεται στη πιο πάνω απόφαση.
Το άρθρο 16 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Αρμόδιες υπηρεσίες για την χορήγηση αδειών
Αρμόδιες υπηρεσίες για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων είναι οι κατά τόπους υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών των αρμοδίων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, όπως αυτές έχουν καθοριστεί με βάση τις διατάξεις του ν 2218/1994 (Α΄/90), όπως αυτός ισχύει. Οι ίδιες υπηρεσίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της ασφαλούς και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος λειτουργία της εγκατάστασης καθώς επίσης και για την προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας. Ειδικά για τις εγκαταστάσεις δεξαμενών καυσίμων εντός των Κρατικών Αερολιμένων, προς ανεφοδιασμό των υπηρεσιακών οχημάτων αυτών, οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας χορηγούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΥΠΑ».
Το άρθρο 18 των βδ 465/1970 και π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 18
Διαδικασία χορηγήσεως αδειών λειτουργίας πρατηρίων
1. Για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πρατηρίου
υγρών καυσίμων, υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία, πριν την λήξη της άδειας ίδρυσης ή της παράτασης αυτής, τα εξής δικαιολογητικά:
α) Αίτηση του προσώπου, στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια ίδρυσης.
β) Υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, του υπεύθυνου κατά το νόμο μηχανικού ή τεχνολόγου μηχανικού που επέβλεψε την εκτέλεση των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, στην οποία θα δηλώνεται ότι όλα τα έργα του πρατηρίου εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τα εγκριθέντα σχεδιαγράμματα και ότι τηρήθηκαν οι όροι της άδειας ίδρυσης και του παρόντος διατάγματος.
γ) Βεβαίωση της αρμόδιας (κατά περίπτωση) για την συντήρηση της οδού υπηρεσίας, ότι η κυκλοφοριακή σύνδεση του πρατηρίου με την οδό εκτελέσθηκε καλώς.
δ) Πιστοποιητικό πυρασφαλείας, σε ισχύ, στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια ισχύος του. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να ανανεώνεται πριν από την ημερομηνία λήξεως του από την πυροσβεστική υπηρεσία που το χορήγησε, με φροντίδα του εκμεταλλευτή του πρατηρίου.
ε) Αδεια οικοδομής (ανέγερση ή αλλαγή χρήσης).
στ) Αποδεικτικό καταθέσεως στο ΤΕΕ ή στα παραρτήματα αυτού ή στην εξουσιοδοτημένη προς τούτο Τράπεζα της αμοιβής επίβλεψης του Διπλωματούχου Μηχανικού ή της Τεχνικής Εταιρείας ή του Τεχνολόγου Μηχανολόγου, με τη διαδικασία που ορίζεται υπό του 30/31.5.1965 β.δ/τος όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.
ζ) Αποδεικτικό καταθέσεως των υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων οριζομένων υπέρ του ΤΣΜΕΔΕ και ΕΜΠ κρατήσεων επί της ως άνω αμοιβής επίβλεψης
η) Αποδεικτικό προκαταβληθέντος στην αρμόδια ΔΟΥ φόρου επί της αμοιβής του κατά τα ανωτέρω διπλωματούχου μηχανικού ή της Τεχνικής Εταιρείας ή του Τεχνολόγου Μηχανολόγου για την επίβλεψη των εγκαταστάσεων του πρατηρίου.
2. Σε περίπτωση που ένα πρατήριο, το οποίο έχει τύχει αδείας ιδρύσεως χωρίς να έχει εφοδιαστεί με άδεια λειτουργίας μεταβιβάζεται ή εκμισθώνεται ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παραχωρείται η εκμετάλλευση του σε άλλο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) τότε η άδεια λειτουργίας χορηγείται στο νέο πρόσωπο αφού υποβληθεί αίτηση του, με την οποία συνυποβάλλονται εκτός από τα δικαιολογητικά της προηγουμένης παραγράφου και τα εξής συμπληρωματικά:
α) Γραμμάτιο κατάθεσης στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία του ποσού που προβλέπεται για κάθε αντλία − διανομέα από το άρθρο 17 του παρόντος.
β) Υπεύθυνη δήλωση του αιτούντα, που συντάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.1599/1986, ότι:
i. δεν καταδικάστηκε κατά την τελευταία οκταετία για νοθεία καυσίμων.
ii. δεν καταδικάστηκε αμετάκλητα για ανυποταξία ή λιποταξία (άρθρο 53 του ν. 3421/2005 Α΄ 312),
iii. ότι έχει το νόμιμο δικαίωμα χρήσης του ακινήτου.
3. Μετά την υποβολή των δικαιολογητικών της παρ. 1 ή της παρ. 2, κατά περίπτωση, χορηγείται χωρίς άλλη διαδικασία η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου, η οποία είναι αόριστης χρονικής ισχύος.
4. Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά τη διάρκεια ισχύος της αδείας ιδρύσεως, προβλέπονται αλλαγές σε σχέση με τα αρχικώς εγκριθέντα σχεδιαγράμματα ή μετά τη χορήγηση της αδείας λειτουργίας απαιτείται μεταβολή κάποιων εκ των στοιχείων της εγκατάστασης του πρατηρίου ή επέκταση με εγκαταστάσεις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του παρόντος, πρέπει πριν την υλοποίησή τους να υποβληθούν για έγκριση στην αρμόδια υπηρεσία Μεταφορών − Επικοινωνιών με αίτηση του ενδιαφερομένου τα νέα προβλεπόμενα, κατά περίπτωση, σχεδιαγράμματα και η τεχνική έκθεση και ο προϋπολογισμός δαπάνης, κατ’ αναλογία με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 του παρόντος. Μετά την υλοποίηση των εγκριθεισών εγκαταστάσεων χορηγείται νέα ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία συμπεριλαμβάνει το σύνολο των νομίμων εγκαταστάσεων του πρατηρίου.
5. Εάν υπάρξουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η περαιτέρω λειτουργία του πρατηρίου είτε γιατί εν τω μεταξύ δημιουργήθηκαν δυσμενείς κυκλοφοριακές συνθήκες (όπως διαπλάτυνση ή διαφοροποίηση της στάθμης της οδού, κατασκευή κόμβου σε μικρή απόσταση) ή για λόγους που συνιστούν αντικειμενική αδυναμία λειτουργίας (όπως κατεδάφιση, απομείωση του εμβαδού του οικοπέδου κ.α.) δύναται η Διοίκηση να απαγορεύσει προσωρινά ή οριστικά τη συνέχιση της λειτουργίας του πρατηρίου, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της.
6. Η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου, μπορεί εάν διαπιστωθεί οποτεδήποτε, ότι έπαυσαν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε, να αφαιρεθεί προσωρινά, μέχρι την αποκατάσταση των ελλείψεων, ή οριστικά, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση της αρχής που τη χορήγησε.
Το άρθρο 19 του βδ 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
Αρθρο 19
Αμφισβήτηση δικαιώματος χρησιμοποίησης του ακινήτου ή εκμετάλλευσης του πρατηρίου
1. Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης του δικαιώματος χρησιμοποίησης του ακινήτου
α) Πριν από τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης, και μόνο εφόσον γίνεται επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων (όπως κατάθεση διεκδικητικής αγωγής και μεταγραφής αυτής στο οικείο υποθηκοφυλακείο), από την εξέταση των οποίων γεννάται ευλόγως αμφιβολία για την ύπαρξη ή την έκταση του δικαιώματος, αναστέλλεται η χορήγηση της άδειας ίδρυσης. Η αναστολή αίρεται εφόσον προσκομιστεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που να επιλύει τη διαφορά, ή πιστοποιητικό του οικείου Πρωτοδικείου από το οποίο προκύπτει παραίτηση του αμφισβητούντος από το δικαίωμά του, ή υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, από αυτούς που αμφισβητούν το δικαίωμα, στην οποία αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα των αιτούντων.
β) Μετά τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης το αίτημα προωθείται μέχρι του τελικού σταδίου (μέχρι τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας) στο όνομα αυτού που έχει πάρει την άδεια ίδρυσης ή αυτού που υποδεικνύεται από τον έχοντα την άδεια ίδρυσης
2. Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης του δικαιώματος εκμετάλλευσης πρατηρίου δεν ανακαλείται η χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας μέχρι να προσκομισθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή εάν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο τρίτος, προκύπτει ότι ο δικαιούχος της άδειας λειτουργίας δεν έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης του ακινήτου.
Το άρθρο 20 του βδ 465/1970 και το άρθρο 19 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
Αλλαγή δικαιούχων άδειας λειτουργίας
1. Σε περίπτωση παραχώρησης της χρήσης ή της εκμετάλλευσης, εν όλω ή εν μέρει, νομίμως κατά τις διατάξεις του παρόντος λειτουργούντος πρατηρίου σε άλλο πρόσωπο, εκδίδεται υποχρεωτικά νέα άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, επ’ ονόματι του νέου δικαιούχου, φυσικού ή νομικού προσώπου. Με την αίτηση του νέου εκμεταλλευτή του πρατηρίου για έκδοση της άδειας συνυποβάλλονται τα παρακάτω δικαιολογητικά:
α) Αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η παραχώρηση της χρήσης ή της εκμετάλλευσης του πρατηρίου.
β) Υπεύθυνη Δήλωση του αιτούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1599/1986, ότι: i) δεν καταδικάστηκε κατά την τελευταία οκταετία για νοθεία καυσίμων, ii) δεν καταδικάστηκε αμετάκλητα για ανυποταξία ή λιποταξία
(άρθρο 53 του ν. 3421/2005, Α΄ 302).
γ) Υπεύθυνη Δήλωση του νέου εκμεταλλευτή του πρατηρίου, σύμφωνα με το ν. 1599/1986, για τον όγκο των δεξαμενών συνοδευόμενη από τεχνική έκθεση διπλωματούχου Μηχανικού, στην οποία δηλώνει ότι ουδεμία αλλαγή επήλθε στις εγκαταστάσεις του πρατηρίου.
δ) Γραμμάτιο κατάθεσης στην οικονομική υπηρεσία τριάντα Ευρώ (30,00 €) για κάθε αντλία ή διανομέα. Το ισόποσο γραμμάτιο υποβάλλεται και στην περίπτωση του διακεκριμένου χώρου εγκατάστασης Πλυντηρίου−Λιπαντηρίου ανεξάρτητα από τον μηχανολογικό εξοπλισμό.
ε) Πιστοποιητικό πυρασφαλείας, στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια ισχύος του. Το πιστοποιητικό αυτό ανανεώνεται πριν από την ημερομηνία λήξεώς του από την πυροσβεστική υπηρεσία που το χορήγησε, με φροντίδα του εκμεταλλευτή του πρατηρίου. Αντί του πιστοποιητικού στη περίπτωση της ανανέωσης, αρκεί η κατάθεση εγγράφων (αριθμού πρωτοκόλλου ή σχετικής βεβαίωσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας) από όπου προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει καταθέσει τα αναγκαία έγγραφα για την ανανέωση του ως άνω πιστοποιητικού. Ο εκμεταλλευτής υποχρεούται εντός 4 μηνών το αργότερο να προσκομίσει πιστοποιητικό στην Υπηρεσία Μεταφορών, άλλως ανακαλείται προσωρινά η χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας του πρατηρίου».
2. Σε περίπτωση που έχουν τροποποιηθεί οι εγκαταστάσεις του πρατηρίου, ταυτόχρονα με την αίτηση για την μεταβίβαση της αδείας λειτουργίας υποβάλλονται και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 18 του παρόντος».
1. Η παρ. 6 του άρθρου 21 του βδ 465/1970, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 143/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Σε περίπτωση κατασκευής παράπλευρης οδού (Service Road) ή επί υπαρχουσών οδών βελτίωσης των γεωμετρικών χαρακτηριστικών τους, ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου υποχρεούται να προσαρμόσει με δική του δαπάνη, την κυκλοφοριακή σύνδεση προς τη νέα κατάσταση, σύμφωνα με τις οδηγίες και τα σχέδια της αρμόδιας για την οδό Υπηρεσίας Εάν λόγω κατασκευής παράπλευρης οδού ή μετατροπής οδού σε παράπλευρο, υφιστάμενα πρατήρια που λειτουργούσαν νόμιμα δεν έχουν πλέον τις προϋποθέσεις να προσαρμόσουν την Κυκλοφοριακή τους Σύνδεση στη νέα κατάσταση, σύμφωνα με το β.δ. 465/1970, επιτρέπεται η κατά παρέκκλιση έγκριση Κυκλοφοριακής Σύνδεσης εφόσον εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κυκλοφορίας κατά την ειδικώς αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας για την έγκριση της παρέκκλισης αρχής. »
2. Η παρ. 8 του άρθρου 21 του β.δ. 465/1970, αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Επί κατασκευαζόμενων νέων οδών ή επί υφιστάμενων οδών που βελτιώνουν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τους ή επί τμημάτων οδών στα οποία διαμορφώνονται κόμβοι, δεν εξετάζονται τυχόν υποβληθησόμενες αιτήσεις για ίδρυση πρατηρίων υγρών καυσίμων πριν εκτελεστούν οι εργασίες και πριν την απόδοση της οδού στο σύνολό της ή κατά τμήματα, επίσημα σε κοινή χρήση».
3. Μετά την παρ. 11 του άρθρου 21 του β.δ. 465/1970, προστίθενται παράγραφοι 12 και 13 που έχουν ως εξής:
12. Η κατά το άρθρο 17 παρ. 1 περιπτ. ιδ΄ του β.δ. 465/1970 έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης του πρατηρίου με την οδό ισχύει για μία τριετία. ΄Αν μετά την παρέλευση της τριετίας δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες κατασκευής της εγκεκριμένης κυκλοφοριακής σύνδεσης, η έγκριση δύναται να παραταθεί εφ’ άπαξ κατόπιν αιτήσεως για την επόμενη τριετία, εφόσον δεν έχουν αλλάξει οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού ή να υποβληθεί αίτηση για έγκριση νέας κυκλοφοριακής σύνδεσης εάν έχουν αλλάξει. Η αίτηση για παράταση, υποβάλλεται πριν λήξει η αρχική έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης του πρατηρίου.
Για επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων του πρατηρίου ή προσθήκη επιπλέον επιτρεπομένων χρήσεων, απαιτείται νέα αίτηση για βεβαίωση ισχύος της εγκεκριμένης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή νέα έγκριση σε περίπτωση που έχουν αλλάξει οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού. Τα πρατήρια που λειτουργούν με εγκεκριμένη κυκλοφοριακή σύνδεση κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων δεν έχουν δικαίωμα επέκτασης ή αλλαγής της χρήσης τους.
13. Για πρατήρια υγρών καυσίμων που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης ή λειτουργίας σε χρόνο προγενέστερο από τυχόν άδειες που χορηγούνται σε εγκαταστάσεις οι οποίες εμπίπτουν στις περιπτώσεις 2β και 2η του άρθρου 5 του παρόντος, στη πρώτη μεν περίπτωση (μόνο η άδεια ίδρυσης ) προωθούνται οι σχετικές διαδικασίες μέχρι του τελικού σταδίου της χορηγήσεως και της άδειας λειτουργίας, στη δεύτερη δε περίπτωση (με άδεια λειτουργίας ) αυτά συνεχίζουν κατ’ αρχάς τη λειτουργία τους, ακόμα και αν απέχουν από τις εγκαταστάσεις αυτές απόσταση μικρότερη από την προβλεπόμενη στις παραπάνω διατάξεις. Δύναται όμως η Διοίκηση να ανακαλέσει την άδεια του πρατηρίου εάν κρίνεται αναγκαία η εγκατάσταση στη συγκεκριμένη θέση κτιρίου κοινής ωφέλειας.
4. Το άρθρο 24 του βδ 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«΄Αρθρο 24
Εγκαταστάσεις
1. Ως εγκαταστάσεις για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται όλα τα κτίσματα που δεν έχουν χρήση αμιγούς κατοικίας, χωρίζονται δε, σε δύο κατηγορίες:
Κατηγορία Α.
Κατηγορία Β.
Για εγκαταστάσεις της Α κατηγορίας απαιτείται έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης, ενώ για τις εγκαταστάσεις της Β κατηγορίας απαιτείται έγκριση εισόδου–εξόδου οχημάτων, ώστε και στις δύο περιπτώσεις ίδρυσης εγκαταστάσεων στο οδικό δίκτυο να τηρούνται κανόνες για την οδική ασφάλεια.
2. Κατηγορία Α: Εγκαταστάσεις της κατηγορίας Α είναι:
α) εκείνες που η χρήση τους αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των κινουμένων στις οδούς, όπως ξενοδοχεία, μοτέλ, εστιατόρια, τουριστικά συγκροτήματα (Campings, Bangalows) σταθμοί αυτοκινήτων, πλυντήρια, λιπαντήρια και λοιπές ανάλογες εγκαταστάσεις.
β) εκείνες που η λειτουργία τους προκαλεί αύξηση του φόρτου κυκλοφορίας επί των οδών, όπως εργοστάσια, αποθήκες, νοσοκομεία, εγκαταστάσεις οργανισμών κοινής ασφάλειας, υπεραγορές, πολυκαταστήματα, κέντρα διασκέδασης ή αναψυχής και λοιπές ανάλογες εγκαταστάσεις.
Κατηγορία Β: Είναι οι εγκαταστάσεις που δεν έχουν σχέση με την κυκλοφορία επί των οδών και η λειτουργία τους δεν προκαλεί αύξηση του φόρτου κυκλοφορίας επί αυτών.
3. Γήπεδα χωρίς κτίσματα τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις έχουν, εκτός από την αμιγώς γεωργική και άλλη οικονομικά εκμεταλλεύσιμη χρήση, κατατάσσονται στην Α ή Β κατηγορία εγκαταστάσεων, κατά τη κρίση της αρμόδιας για την οδό υπηρεσίας».
4. Γήπεδα με κτίσματα που έχουν χρήση κατοικίας κατατάσσονται στη Β κατηγορία.
5. Κατά την έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου−εξόδου όλων των εγκαταστάσεων και των κατηγοριών Α και Β δεν επιτρέπεται να γίνονται επεμβάσεις σε πρανή των οδών χωρίς έγκριση εδαφοτεχνικής και περιβαλλοντικής μελέτης. Επίσης, δεν επιτρέπεται να παραβλάπτεται και η αισθητική του τοπίου, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6 παρ. 6 του παρόντος.
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 30 του β.δ. 465/1970, που προστέθηκε σε αυτό με το άρθρο 13 του π.δ. 143/1989 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του π.δ. 401/1993, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Η έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης ή η έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων των εγκαταστάσεων του άρθρου 24, ισχύει για μία τριετία και για το είδος εγκατάστασης που αναφέρεται σ’ αυτήν.
Αν μετά την παρέλευση της τριετίας από την έγκριση δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες κατασκευής της εγκεκριμένης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή της εισόδου – εξόδου οχημάτων, δίδεται, μετά από αίτηση, εφ’ άπαξ παράταση για την επόμενη τριετία από την έγκριση, εφ’ όσον δεν έχουν αλλάξει οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού ή υποβάλλεται νέα αίτηση για έγκριση όταν αυτές έχουν αλλάξει. Η αίτηση για παράταση, πρέπει να υποβληθεί πριν τη λήξη της αρχικής έγκρισης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή της εισόδου –εξόδου οχημάτων. Για μετατροπή του είδους της εγκατάστασης ή επέκταση αυτής ή προσθήκη νέων εγκαταστάσεων, απαιτείται νέα αίτηση για βεβαίωση ισχύος της εγκεκριμένης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή της εισόδου – εξόδου οχημάτων ή νέα έγκριση σε περίπτωση που έχουν αλλάξει οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού».
2. Στο άρθρο 32 του βδ 465/1970 προστίθεται νέα παράγραφος 2, που έχει ως εξής:
«2. Οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες κατά περίπτωση για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης, δεν θα χορηγούν την άδεια χωρίς να προσκομιστεί η βεβαίωση της παραγράφου 1 του παρόντος».
3. Το άρθρο 33 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
«Επί κατασκευαζόμενων νέων οδών ή επί υφισταμένων οδών που βελτιώνονται τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τους, ή επί τμημάτων οδών στα οποία διαμορφώνονται κόμβοι, δεν θα εξετάζονται τυχόν υποβληθησόμενες αιτήσεις για έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης εγκαταστάσεων όλων των ειδών πριν εκτελεστούν οι εργασίες και πριν την απόδοση της οδού στο σύνολό της ή κατά τμήματα επίσημα σε κοινή χρήση».
4. Στο άρθρο 34 του β.δ. 465/1970, προστίθεται νέα παράγραφος 4, που έχει ως εξής:
«4. Σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν με εγκεκριμένη κυκλοφοριακή σύνδεση κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, δεν επιτρέπονται νέες προσθήκες. Αλλαγή της χρήσης επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον, κατόπιν μελέτης κυκλοφοριακών επιπτώσεων, αποδειχθεί ότι η νέα χρήση δεν επιφέρει αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου σε σχέση με την προηγούμενη χρήση».
5. Το άρθρο 39 του β.δ. 465/1970 αριθμείται ως «άρθρο 40» και το άρθρο 39 αντικαθίσταται ως εξής:
«΄Αρθρο 39»
΄Εγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων
1. Έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων είναι η δυνατότητα διαμορφωμένης εισόδου – εξόδου, για αντιπροσωπευτικό όχημα σε συγκεκριμένη θέση του προσώπου του γηπέδου.
2. Η θέση εισόδου – εξόδου πρέπει να πληρεί δύο κριτήρια, της ορατότητας και της απόστασης από τη συμβολή ή διασταύρωση της οδού στην οποία βρίσκεται η είσοδος – έξοδος και άλλης οδού.
3. Ορατότητα
Δεν χορηγείται έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων, όταν δεν εξασφαλίζονται, πριν από τη θέση εισόδου – εξόδου της εγκατάστασης, λόγω της οριζοντιογραφίας ή και της μηκοτομής της οδού ή λόγω πλευρικών εμποδίων ή αδυναμίας αποκατάστασης της ορατότητας με κατασκευαστικές επεμβάσεις, τα παρακάτω μήκη ορατότητας ανάλογα με τη κατηγορία της οδού.
Τα μήκη αυτά ορατότητας μετρούνται επί του άξονα της πλησιέστερης προς την εγκατάσταση λωρίδας κυκλοφορίας. Αρχή μέτρησης είναι ο άξονας εισόδου – εξόδου. Το ύψος του οφθαλμού του οδηγού λαμβάνεται στο 1,06μ., η δε πορεία των οπτικών ακτίνων από τον οφθαλμό πρέπει να εξασφαλίζεται ανεμπόδιστη μέσα στον οδικό και παρόδιο χώρο της ζώνης απαλλοτρίωσης. Ως εμπόδια (οπτικά) θεωρούνται, τα βάθρα γεφυρών, οι τοίχοι αντιστήριξης, οι πινακίδες σήμανσης, οι φυτεύσεις, τα στηθαία ασφαλείας, τα πρανή ορυγμάτων, το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους, κτίσματα εν γένει κ.λπ.
4. Απόσταση από τη συμβολή ή διασταύρωση της οδού στην οποία βρίσκεται η είσοδος – έξοδος και άλλης οδού.
Δεν χορηγείται έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων, όταν δεν εξασφαλίζεται απόσταση 50μ. μεταξύ της θέσης εισόδου – εξόδου και της πλησιέστερης συμβολής (ευρισκόμενης στην ίδια πλευρά της οδού με την εγκατάσταση) ή διασταύρωσης οδών. Η απόσταση αυτή μετριέται από το προς τη πλευρά των συμβαλλομένων οδών άκρο της εισόδου – εξόδου έως το σημείο τομής των αξόνων των οδών.
5. Το πλάτος της εισόδου – εξόδου είναι ανάλογο με το εύρος κατάληψης του αντιπροσωπευτικού οχήματος.
6. Η διαδικασία χορήγησης της έγκρισης εισόδου – εξόδου οχημάτων είναι ίδια με αυτή της έγκρισης κυκλοφοριακής σύνδεσης με τη προσθήκη ότι, χορήγηση οικοδομικής άδειας χωρίς προηγούμενο έλεγχο για την έγκριση ή μη, της εισόδου – εξόδου οχημάτων απαγορεύεται.
7. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων στα σχέδια της οικοδομικής άδειας περιλαμβάνεται διαμόρφωση μόνιμης περίφραξης η οποία δεν επιτρέπει είσοδο – έξοδο οχήματος.
8. Οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις οφείλουν να προσαρμοστούν με έγκριση εισόδου – εξόδου οχημάτων μέσα στις δυνατότητες του γηπέδου. Σε περίπτωση αλλαγής χρήσης ή επέκτασης των εγκαταστάσεων αυτών, έχει εφαρμογή η παρ. 7 του παρόντος άρθρου.
9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τις εγκαταστάσεις της Β κατηγορίας που ιδρύονται μέσα στα όρια οικισμών προϋφισταμένων του 1923 ή οριοθετημένων σύμφωνα με τις διατάξεις του από 24.4.1985 π. δ/τος (181/Δ/1985).
10. Για όλες τις εγκαταστάσεις που ιδρύονται σε Δημοτικό – Κοινοτικό οδικό δίκτυο, επιβάλλεται ο έλεγχος για την έγκριση ή μη εισόδου – εξόδου οχημάτων. Η αρμόδια για τη συντήρηση της κύριας οδού Υπηρεσία, στην οποία συμβάλλει το δημοτικό−κοινοτικό δίκτυο, υποχρεούται να ελέγξει τη συμβολή ως προς την κυκλοφοριακή ικανότητα και την ορατότητα και να επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο πρόσθετα μέτρα βελτίωσης των συνθηκών συμβολής».
Το άρθρο 1 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1
Ίδρυση και λειτουργία πρατηρίων καυσίμων
«Οι όροι και οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων, που βρίσκονται σε περιοχές με εγκεκριμένο σχέδιο πόλης ή σε περιοχές που προέρχονται από διανομές του Υπουργείου Γεωργίας και έχουν εγκεκριμένο σχέδιο καθώς και των πρατηρίων που βρίσκονται εντός οικισμών προϋφισταμένων του 1923 ή εντός ορίων νομίμως οριοθετημένων οικισμών με
πληθυσμό μέχρι 2000 κατοίκους ρυθμίζονται σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις».
Το άρθρο 2 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2
Γενικοί ορισμοί
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος διατάγματος οι παρακάτω όροι έχουν την ακόλουθη σημασία:
α) «Πρατήριο υγρών καυσίμων» νοείται η εγκατάσταση στην οποία:
αα) ανεφοδιάζονται με υγρά καύσιμα οδικά οχήματα (αυτοκίνητα, δίκυκλα, τρίκυκλα, αγροτικά μηχανήματα και μηχανήματα έργων), ειδικά μηχανήματα, ελαφρά σκάφη κ.α.
αβ) αποθηκεύεται και διακινείται πετρέλαιο θέρμανσης ή και οποιουδήποτε εγκεκριμένου τύπου πετρέλαιο (φωτιστικό πετρέλαιο κ.α).
Στα πρατήρια υγρών καυσίμων όπως ορίζονται πιο πάνω είναι δυνατόν να ασκούνται επιπλέον και οι ακόλουθες δραστηριότητες:
i. παροχή υπηρεσιών πλύσης και λίπανσης στα οχήματα και μηχανήματα της υποπερίπτωσης (αα).
ii. εμπορία ειδών συναφών προς τα οχήματα, ανταλλακτικών και εμπορευμάτων, καθώς και οποιαδήποτε άλλη εμπορική δραστηριότητα με την οποία καλύπτονται ανάγκες των διακινουμένων και χρηστών του πρατηρίου (όπως πώληση σιγαρέτων, γαλακτομικών ειδών), εφ’ όσον η άσκησή της επιτρέπεται από ισχύουσες για την εμπορική αυτή δραστηριότητα διατάξεις.
iii. παροχή διαφόρων υπηρεσιών στους διακινούμενους (όπως εστιατόρια, μπαρ, συνεργεία οχημάτων, οδική βοήθεια, τράπεζα, πρώτες βοήθειες, εγκαταστάσεις προσωπικής υγιεινής, εγκαταστάσεις διανυκτέρευσης, στάθμευση οχημάτων, κ.α.), με την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες εγκαταστάσεις είναι σύμφωνες με τις επί μέρους διατάξεις, που ισχύουν για κάθε μία από αυτές, περιλαμβανόμενων και των διατάξεων προσβασιμότητας των ΑΜΕΑ και ότι τα πρατήρια έχουν κυκλοφοριακή σύνδεση εγκεκριμένη κατά κανόνα (όχι κατά παρέκκλιση).
Η εγκατάσταση τόσο των πρατηρίων όσον και των λοιπών χρήσεων είναι δυνατή μόνον εφόσον αυτή επιτρέπεται από τις χρήσεις γης και τους όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν στην περιοχή.
β) Ως «Οικισμός» νοείται κάθε διακεκριμένο οικιστικό σύνολο το οποίο αναφέρεται σε απογραφή πριν από τις 14.3.1983 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 1337/1983) ως οικισμός, ανεξάρτητα εάν ο δήμος ή η κοινότητα στον οποίο υπάγεται έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από 2.000 κατοίκους ( άρθρο 1 του π.δ. της 24.4./3.5.1985 το άρθρο 79 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) καθώς και κάθε οικισμός προϋφιστάμενος του έτους 1923.
γ) «Λεκανοπέδιο Αττικής» νοείται η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 1, παρ. 1 του ν. 1515/1985 (Α΄ 18).
δ) «Κόμβος» νοείται κάθε ισόπεδη συμβολή, διακλάδωση ή διασταύρωση οδών, συμπεριλαμβανομένων και των ελεύθερων χώρων που σχηματίζονται από αυτές.
ε) «Πολυκατοικία» νοείται το πολυόροφο (τουλάχιστον ισόγειο και δύο όροφοι) κτίριο στο οποίο συστεγάζονται περισσότερα των δύο (2) διαμερισμάτων με αποδεδειγμένη χρήση κατοικίας, ανεξάρτητα από τον συνολικό αριθμό αυτών που χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις.
στ) «Μεσαίο οικόπεδο» κατά την έννοια του παρόντος νοείται το οικόπεδο που είτε:
i. έχει πρόσωπο επί μίας και μόνης εγκεκριμένης οδού
ή
ii. δύο διαδοχικές πλευρές του έχουν πρόσωπο επί εγκεκριμένων οδών που τέμνονται υπό γωνία μεγαλύτερη ή ίση των 135°, ή
iii. δυο διαδοχικές πλευρές του έχουν πρόσωπο επί μίας εγκεκριμένης οδού και επί άλλης που είναι χαρακτηρισμένη είτε ως Πεζόδρομος είτε ως ιδιωτική, είτε ως αδιέξοδος, ανεξαρτήτως γωνίας συμβολής των οδών.
ζ) «Γωνιακό οικόπεδο» νοείται το οικόπεδο που δυο τουλάχιστον διαδοχικές πλευρές του έχουν πρόσωπο επί εγκεκριμένων οδών που τέμνονται υπό γωνία μικρότερη των 135°.
Το άρθρο 3 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3
Κατηγορίες πρατηρίων
Ανάλογα με την χρήση τους, τα πρατήρια υγρών καυσίμων διακρίνονται σε:
α) «Πρατήρια ιδιωτικής χρήσης», τα οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους, τα χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση οχημάτων, τα οποία ανήκουν σε αυτό ή όπως άλλως ορίζεται στο άρθρο 22 του παρόντος. Τα πρατήρια αυτά μπορούν να ιδρυθούν εφόσον ο αριθμός των οχημάτων είναι
μεγαλύτερος των είκοσι (20). Ειδικά για τα πρατήρια της παρ. 4 του άρθρου 22 δεν υπάρχει αριθμητικός περιορισμός.
β) «Πρατήρια δημόσιας χρήσης», που χρησιμεύουν για την εξυπηρέτηση οχημάτων τα οποία ανήκουν σε οποιονδήποτε και για την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων και άσκηση λοιπών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παρ. α, του παρόντος».
1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Απαγορεύεται εντός της κυρίας εκτάσεως του πρατηρίου η στάθμευση βυτιοφόρων οχημάτων υγρών καυσίμων, πέραν του χρόνου που απαιτείται για τον ανεφοδιασμό από αυτά των δεξαμενών του πρατηρίου επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 11 του παρόντος».
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 του π.δ. 1224/1981, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Απαγορεύεται η εγκατάσταση πρατηρίου υγρών καυσίμων σε οποιοδήποτε χώρο πολυκατοικίας, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. ε του άρθρου 2 του παρόντος ( άρθρο 3 παρ.4 του ν. 2465/1997, Α΄28). Επίσης, απαγορεύεται η εγκατάσταση πρατηρίου υγρών καυσίμων εφ’ όσον στο κτίριο άνωθεν του επιπέδου ή των επιπέδων που καταλαμβάνει το πρατήριο στεγάζονται οι προβλεπόμενες χρήσεις του άρθρου 4 του ν. 2801/2000 (Α΄ 46). Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2801/2000».