Καταργήθηκε από :
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 100Β_1979 | 316.38 KB |
Εν Αθήναις σήµερον την 8ην του µηνός Ιανουαρίου του έτους 1979 ηµέραν της εβδοµάδος ∆ευτέραν ηµείς, ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώµατος Παναγιώτης ∆ηµοσθ. Ποτουρίδης, αποσκοπούντες εις τον προσδιορισµόν των βασικών µέτρων πυροπροστασίας εις τα Ξενοδοχειακά Καταλύµατα, διά την πρόληψιν πυρκαϊών, ατυχηµάτων, διάσωσιν ατόµων και υλικών αγαθών, τα οποία ευρίσκονται ή διακινούνται εντός αυτών και λαβόντες υπ’ όψιν τας διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 616/1977, «περί εκδόσεως Πυροσβεστικών διατάξεων» ορίζοµεν:
Ξενοδοχειακά Καταλύµατα είς τα οποία έχει εφαρµογήν η παρούσα διάταξη, θεωρούνται όλοι οι εστεγασµένοι χώροι οι οποίοι προορίζονται δια διαµονήν και διανυκτέρευσην κοινού, ως λόγου χάριν Ξενοδοχεία, Ξενώνες, Πανδοχεία, Μοτέλ, Οικοτροφεία κ.λ.π.
1. Κτιριακαί εγκαταστάσεις Ξενοδοχειακών Καταλυµάτων, µεθ’ εστιατορίων ή µη επιβάλλεται όπως παρέχουν αποτελεσµατικήν προστασίαν προσωπικού και κοινού, κατά των κινδύνων του πυρός και εξασφαλίζουν την απρόσκοπτον ταχείαν και ασφαλή έξοδον αυτού εν περιπτώσει κινδύνου.
2. Ξενοδοχειακά Καταλύµατα πολυώροφα ή κάτω των τριών ορόφων αλλά µεγάλης επιφάνειας, υποχρεούται όπως διαθέτουν:
α) Συνολικής επιφάνειας απάντων των υπό του κοινού χρησιµοποιούµενων ορόφων, άνω των οκτακοσίων τετραγωνικών µέτρων:
1) ∆υο τουλάχιστον κλίµακας, διαφυγάς ή εξόδους κινδύνου, ανταποκρινόµενας είς τον µέγιστον αριθµόν ατόµων, προσωπικού και κοινού, εργαζοµένων διαµενόντων ή διακινούµενων εντός των χώρων αυτών ως ειδικώτερον ορίζονται είς τα άρθρα 3,4,5 και 6 της παρούσης διατάξεως.
2) Φωτισµόν ασφάλειας, τροφοδοτούµενον εκ δυο πηγών ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξαρτήτων αλλήλων, ως είς τα άρθρα 7 και 8 της παρούσης διατάξεως ορίζεται.
3) Συστήµατα αυτοµάτου πυρανιχνεύσεως και αυτοµάτου κατασβέσεως, δια τους χώρους µεγάλου κινδύνου, όπως λεβητοστάσια, µαγειρεία, αποθήκας τροφίµων και υγρών καυσίµων όπως ειδικότερων ορίζονται είς τα παραρτήµατα Α’ και Γ΄ της παρούσης Πυροσβεστικής διατάξεως.
4) Υδροδοτικόν Πυροσβεστικόν δίκτυον απολήγον εις κρουνούς λήψεως όπως ειδικώτερον ορίζεται εις το παραρτήµα Β΄της παρούσης διατάξεως.
5) Σύστηµα συναγερµού φωτεινών και ηχητικών σηµάτων, δια των οποίων να ειδοποιήται το προσωπικόν πυρασφαλείας, προς αντιµετώπισιν εµφανιζοµένης πυρκαϊάς, όπως ειδικώτερον ορίζεται εις το άρθρον 9 της παρούσης διατάξεως.
β) Συνολικής επιφανείας απάντων των χρησιµοποιουµένων υπο του κοινού ορόφων µέχρις οκτακοσίων τετραγωνικών µέτρων:
1) Μία τουλάχιστον κλίµακα διαφυγής και έξοδον κινδύνου, ανταποκρινοµένην εις τόν µέγιστον αριθµόν ατόµων προσωπικού και κοινού, εργαζοµένων διαµενόντων ή διακινουµένων εντός των χώρων αυτών.
2) Τα εν παραγράφω 2α (2), 2α(4) και 2α(5) του παρόντος άρθρου διαλαµβανοµένα.
1. ∆ια του όρου «ΕΞΟ∆ΟΙ» εννοούνται όλοι οι ελεύθεροι δρόµοι διαφυγής προς χώρους ασφαλείς οι οποίοι δύνανται να είναι διάδροµοι, περάσµατα, κλιµακοστάσια και προθάλαµοι.
Αι έξοδοι πρέπει να ευρίσκωνται εις τοιαύτας Βάσεις, ώστε η απόστασις εξ εκάστου σηµείου του κτιρίου προς την πλησιεστέραν έξοδον διαφυγής να µην υπερβαίνη τα τριάκοντα µέτρα οριζοντίως. Οι ανελκυστήρες δεν λογίζονται ως έξοδοι.
2. Εξ εκάστου σηµείου του κτιρίου πρέπει να υπάρχουν δια το κοινόν τουλάχιστον δύο διαφορετικοί δρόµοι διαφυγής και, ει δυνατόν, εις θέσιν εκ διαµέτρου αντίθετον ο εις του άλλου, πάντως δε αποκλειοµένης της εις την αυτήν πλευράν του κτίσµατος τοποθετήσεώς των. Εις ουδεµίαν περίπτωσιν επιτρέπεται δρόµος διαφυγής, ο οποίος φθάνει στην έξοδον κινδύνου, να διέρχεται δια µέσου αποχωρητηρίου, λουτρού ή ετέρου δωµατίου, διότι υπάρχει
κίνδυνος να αποκλεισθή εκ του εσωτερικού του.
3. Όλοι οι δρόµοι διαφυγής πρέπει να καταλήγουν εις δηµόσιον ελεύθερον χώρον ή ανοίγµατα, όπως αυλάς και γενικώς ανοικτά µέρη, των οποίων η επιφάνεια να προσφέρη ασφαλή παραµονή εις το κοινόν.
4. Όλη η επιφάνεια που χρησιµοποιείται, ως δρόµος διαφυγής πρός εξόδους κινδύνου, πρέπει να προστατεύεται δι΄αυτοµάτου συστήµατος “SPRINKLER” και να είναι διαχωρισµένη εκ των άλλων χώρων δια χωρισµάτων αντοχής εις πυρκαϊας τουλάχιστον δια δύο ώρας, συµφώνως προς τους κανονισµούς οι οποίοι ισχύουν εις ξένας χώρας µέχρις εκδόσεως των αντιστοίχων Ελληνικών προτύπων. Κλιµακοστάσια, τα οποία καταλήγουν εις χαµηλότερα επίπεδα από την έξοδον κινδύνου και χρησιµοποιούνται ως δρόµοι διαφυγής πρέπει να διακόπτωνται δια θυρών ή δι΄άλλου ασφαλούς τρόπου εις το σηµείον της εξόδου κινδύνου και να έχουν σαφείς ενδείξεις της κατευθύνσεως εξόδου κινδύνου δια το κοινόν από την πλευρά διαφυγής.
5. Εκάστη θύρα και κυρία είσοδος, όταν χρησιµοποιήται και ως έξοδος κινδύνου, πρέπει να ανοίγη προς τον ελεύθερον χώρον.
6. Επί της επιφανείας της θύρας ή πλησίον αυτής πρέπει να µήν υπάρχουν καθρέπται ή άλλα αντικείµενα, τα οποία δύνανται να παραπλανήσουν ως πρός την σωστήν πορείαν της εξόδου κινδύνου. Παράθυρα, βιτρίναι ή καθρέπται, οι οποίοι εκ του µεγέθους των ή του τρόπου κατασκευής των δύνανται να δώσουν εντύπωσιν θύρας, πρέπει να επισηµαίνωνται κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να µή συγχέωνται µε εξόδους.
7. Εκάστη θύρα εις τούς δρόµους διαφυγής πρέπει να είναι κατά τοιούτον τρόπον κατεσκευασµένη και τοποθετηµένη, ώστε να ανοίγη µε δύναµιν το πολύ είκοσι χιλιογράµµων κατά την φοράν εξόδου, το δε άνοιγµά της να µήν παρεµποδίζη κλίµακας ή να ελαττώνη το πλάτος του δρόµου διαφυγής.
∆ια τον προσδιορισµόν των απαιτουµένων εξόδων εις τα κτίρια της κατηγορίας “Ξενοδοχειακά καταλύµατα”, το πλήθος των ατόµων θα υπολογίζεται ως εξής:
α) ∆ια το ισόγειον πάτωµα υπολογίζεται έν άτοµον δια κάθε τρία τετραγωνικά µέτρα ολικής µικτής επιφανείας δαπέδου. ∆ια Ξενοδοχειακά καταλύµατα άνευ ισογείου, αλλά µε είσοδον
από κλίµακας απλάς ή κυλιοµένας, κατ΄ευθείαν από δηµόσιον δρόµον, το πάτωµα εις την στάθµην της εισόδου θεωρείται ως ισόγειον.
β) ∆ια τους ορόφους κάτωθεν του ισογείου το πλήθος των ατόµων υπολογίζεται όπως και εις το ισόγειον.
γ) ∆ια τους ορόφους άνωθεν του ισογείου το πλήθος των ατόµων θα υπολογίζεται βάσει της αναλογίας του ενός ατόµου δια κάθε έξ τετραγωνικά µέτρα ολικής µικτής επιφανείας δαπέδου.
δ) ∆ι΄ορόφους ή τµήµατα ορόφων, τα οποία χρησιµοποιούνται ως γραφεία, αποθήκαι και γενικώτερον ουχί δια την χρήσιν του κοινού, υπολογίζεται έν άτοµον δια κάθε δέκα τετραγωνικά µέτρα ολικής µικτής επιφανείας δαπέδου.
ε) ∆ι΄ορόφους ή τµήµατα ορόφων τα οποία χρησιµοποιούνται δια καλλιτεχνικάς εκθέσεις αναψυκτήρια, εστιατόρια, κ.λ.π., υπολογίζεται έν άτοµον δι΄έκαστον έν και ήµισυ τετραγωνικόν µέτρον ολικής µικτής επιφανείας δαπέδου.
1. Ο προσδιορισµός του πλάτους των εξόδων διαφυγής καθορίζεται µε βάσιν την µονάδα πλάτους εξόδου, η οποία είναι 55 εκατοστά του µέτρου. Είναι δε “Μονάς πλάτους”, το
απαιτούµενον πλάτος δια την διέλευσιν ενός ατόµου.
2. Τα ανοίγµατα των εξόδων διαφυγής εις µανάδας πλάτους θα πρέπει να είναι:
α) ∆ι΄ολας τας θύρας, συµπεριλαµβανοµένων και εκείνων, αι οποίαι οδηγούν εις το εξωτερικόν του κτιρίου, εις το ισόγειον ή τρία πατώµατα επάνω ή κάτω από το ισόγειον, ΜΙΑ “Μονάδα πλάτους εξόδου” δια κάθε εκατόν άτοµα.
β) ∆ι΄ολας τας εσωτερικάς, εξωτερικάς ή κυλιοµένας κλίµατακας: ΜΙΑ “Μονάδα πλάτους εξόδου” δια κάθε εξήκοντα άτοµα.
γ) ∆ι΄ όλους τους άλλους τύπους εξόδων: ΜΙΑ “Μονάδα πλάτους εξόδου” δια κάθε εβδοµήκοντα πέντε άτοµα.
δ) Ανεξαρτήτως από τα αποτελέσµατα των ανωτέρω υπολογισµών, το ελάχιστον πλάτος µιάς εξόδου διαφυγής πρέπει να είναι έν µέτρον και δέκα εκατοστά (1,10), ήτοι δύο µονάδες.
∆ια την αποφυγήν µεταφοράς καπνών, τοξικών ή ασφυκτικών αναθυµιάσεων και την αποφυγήν µεταδόσεως της πυρκαϊάς από ορόφου εις όροφον, επιβάλλεται ο αποκλεισµός των κατακορύφων ανοιγµάτων, ήτοι κλιµακοστασίων κυλιοµένων κλιµάκων κ.λ.π. δια στεγανών διαφραγµάτων, αντοχής εις πυρκαϊάν τα οποία να διαθέτουν θύρας διαφυγής.
1. Πινακίδες µε την λέξιν “ΕΞΟ∆ΟΣ” και βέλος, το οποίον να προσδιορίζη την κατεύθυνσιν προς την έξοδον, πρέπει να είναι τοποθετηµέναι εις εκάστην θέσιν όπου υπάρχει αλλαγή κατευθύνσεως.
2. Οι πινακίδες εξόδου πρέπει να έχουν έντονον χρώµα το οποίον να είναι εις αντίθεσιν µε την διακόσµησιν του περιβάλλοντος.
3. Εκάστη πινακίς πρέπει να είναι κανονικώς φωτισµένη, δια λαπτήρος ισχύος ουχί µικροτέρας των τεσσάρων WATTS και να τροφοδοτήται από το ηλεκτρικόν δίκτυον της πόλεως. Εις εκάστην περίπτωσιν διακοπής της παροχής του γενικού δικτύου πρέπει να συνεχίζηται η τροφοδότησίς της αυτοµάτως από ασφαλούς λειτουργίας εφεδρικής πηγής, η οποία να καλύπτη την κανονικήν λειτουργίαν της, επί µίαν ώραν τουλάχιστον.
4. Η µεταγωγή της τροφοδοτήσεως του συστήµατος φωτισµού εξόδου από το δίκτυον της πόλεως πρός την εφεδρικήν πηγήν και αντιστρόφως, πρέπει να γίνεται αυτοµάτως, χωρίς ανθρώπινον χειρισµόν εις χρονικόν διάστηµα ουχί µεγαλύτερον των δέκα δευτερολέπτων.
1. Ο φωτισµός των δρόµων διαφυγής πρέπει να είναι συνεχής, τεχνητός και η απόδοσις φωτεινότητος να είναι τουλάχιστον 0,5 LUX, µετρουµένης εις το δάπεδον.
2. Τα φωτιστικά στοιχεία των δρόµων διαφυγής πρέπει να είναι διατεταγµένα κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η βλάβη ενός στοιχείου να µήν αφίνη σκοτεινήν περιοχήν.
3. Η παροχή ηλεκτρικής ενεργείας δια τον φωτισµόν των δρόµων διαφυγής πρέπει να είναι από το δίκτυον της πόλεως και εις περίπτωσιν διακοπής τούτου, πρέπει να συνεχίζηται η τροφοδότησίς του αυτοµάτως από εφεδρικήν πηγήν η οποία να καλύπτη την κανονικήν λειτουργίαν του επί µίαν ώραν τουλάχιστον, ως εις τας παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 7 της παρούσης διατάξεως ορίζεται.
1. Όσον αφορά εις το σύστηµα ανιχνεύσεως πυρκαϊάς εφαρµόζονται τα καθοριζόµενα εις το παράρτηµα Α΄της παρούσης. Εκτός από τα διαλαµβανόµενα εις το παράρτηµα Α΄πρέπει να υπάρχη:
α) Ιδιαίτερον σήµα ειδοποιήσεως δια φωτεινών και ηχητικών µέσων δια των οποίων θα ειδοποιήται το προσωπικόν πυροπροστασίας και εκκενώσεως της επιχειρήσεως, προς αντιµετώπισιν εµφανιζοµένης πυρκαϊάς ή άλλου σοβαρού συµβάντος και
β) Μεγαφωνικόν σύστηµα δια του οποίου θα καθοδηγήται αφ΄ενός µέν το κοινόν προς τους δρόµους διαφυγής, αφ΄ετέρου δε το προσωπικόν πυροπροστασίας προς το σηµείον ένθα εξεδηλώθη η πυρκαϊά ή έλαβεν χώραν άλλο σοβαρόν συµβάν.
2. Σύστηµα συναγερµού, δια την εκκένωσιν εις περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς ή ετέρου σοβαρού περιστατικού, πρέπει να υπάρχη και να δίδεται ο συναγερµός δι΄ενός ασφαλούς µέσου δια τρόπου ηπίου, ώστε να µη δηµιουργήται σύγχυσις και πανικός εις τους εργαζοµένους και το κοινόν.
3. Σήµα συναγερµού δυνάµενον να παράγη:
α) Ηχητικόν σήµα το οποίον δύναται να διαλαµβάνη:
1) ∆ιακοπτοµένην ήχησιν των κωδώνων (γκόγκ) η οποία σηµαίνει ειδοποίησιν του προσωπικού πυροπροστασίας δι΄εκδήλωσιν πυρκαϊάς και προετοιµασίαν εκκενώσεως του κτιρίου.
2) Συνεχιζοµένην ήχησιν των κωδώνων, η οποία σηµαίνει έναρξιν εκκενώσεως του κτιρίου, υπο του κοινού.
β) Φωτεινόν σήµα, το οποίον συµπληρώνεται µε αντίστοιχα φωτεινά σήµατα :
1) ∆ια την περίπτωσιν της παραγράφου 3α (1) του παρόντος άρθρου µε αφεσβενόµενο φώς εις κύκλους µεγάλης περιόδου Π.Χ. 5 δευτερόλεπτα των φωτεινών στοιχείων και
2) ∆ια την περίπτωσιν της παραγράφου 3α (2) µε σταθερόν φώς των φωτεινών στοιχείων.
1. Εις τα Ξενοδοχειακά καταλύµατα απαγορεύεται:
α) Η κατασκευή κλιµακοστασίων, εξόδων, διαφυγών κλ.π. εξ υλικών µη ανθεκτικών εις πυρκαϊάς, δηλαδή αναφλεξίµων.
β) Η τοποθέτησις, µονίµως ή προσκαίρως, επίπλων και γενικώς αντικειµένων εις τάς διόδους, κλίµακας, διαφυγάς και εξόδους κινδύνου τα οποία δύνανται να µειώσουν το πλάτος αυτών ή να παρακωλύσουν οπωσδήποτε την ελευθέραν κυκλοφορίαν του κοινού εις περίπτωσιν κινδύνου.
γ) Η εγκατάστασις προβολέων µε µεγάλην θερµικήν ακτινοβολίαν εις χώρους των Ξενοδοχειακών καταλυµάτων,οι οποίοι θα ηδύναντο να προκαλέσουν πυρκαϊάν εις εύφλεκτα υλικά άνευ λήψεως προστατευτικών µέτρων.
δ) Η διακόσµησις και επένδυσις των δαπέδων, των τοίχων και των ορόφων οιωνδήποτε χώρων των Ξενοδοχειακών καταλυµάτων δι υλικών καιοµένων µετά φλογός.
ε) Η ανάρτησις η τοποθέτησις εις χώρους ανοικτούς εις το κοινόν µπαλονίων πεπληρωµένων δια αερίων ευφλέκτων.
στ) Η ύπαρξις εις δωµάτια και χώρους προωρισµένους δια χρήσιν του κοινού, πτητικών υγρών, καυσίµων ευφλέκτων διαλυτών, δοχείων αεροζόλ των οποίων η βασική σύστασις είναι ο υγροποιηµένος υδρογονάθραξ κ.λ.π.
ζ) Το κάπνισµα και η χρήσις οιασδήποτε γυµνής φλογός εις χώρους µεγάλου κινδύνου ή χώρους καθοριζοµένους ως τοιούτους υπο της Πυροσβεστικής Αρχής, κατά την κρίσιν αυτής.
η) Η θέρµανσις τών χώρων δια θερµαστρών αι οποίαι λειτουργούν µε οιανδήποτε καύσιµον ύλην ως και ηλεκτρικών τοιούτων µε εκτεθιµένας ή ορατάς πυρακτωµένας επιφανείας.
2. Εις τας κτιριακάς εγκαταστάσεις των ξενοδοχειακών καταλυµάτων επιβάλλεται όπως τα λεβητοστάσια, οι δεξαµεναί πετρελαίου και οι χώροι µεγάλου κινδύνου διαχωρίζωνται από τους λοιπούς χώρους δια χωρισµάτων αντοχής εις πυρκαϊάν δια µίαν τουλάχιστον ώραν και διαθέτουν θύρας οµοίας αντοχής εις πυρκαϊάν, αι οποίαι να ανοίγουν παλινδροµικώς ή προς τα έξω και να κλείνουν αυτοµάτως. Η απ΄ευθείας επικοινωνία τοιούτων χώρων µετ΄άλλων χώρων διαµονής ή διακινήσεως του κοινού απαγορεύεται απολύτως.
Ως χώρος µεγάλου κινδύνου νοείται κάθε εστεγασµένος χώρος εις τον οποίον υπάρχει πιθανότης εµφανίσεως και ταχείας εξαπλώσεως πυρκαϊάς µε κίνδυνον παγιδεύσεως ατόµων εξ αυτής, λόγω της φύσεως των υλικών τα οποία υπάρχουν και καίονται ζωηρώς µετά φλογών ή παράγουν τοξικά αέρια εις επικίνδυνον συγκέντρωσιν.
Ως τοιαύτα θεωρούνται:
α) Το υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον, όπως ορίζεται εις το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β» της παρούσης.
β) Το αυτόµατον σύστηµα καταιονισµού ύδατος «SPRINKLER» όπως τούτο περιγράφεται εις το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄» της παρούσης.
γ) Τα φορητά µέσα (πυροσβεστήρες) αναλόγως των προς προστασίαν χώρων. Ειδικώτερον ταύτα δέον να είναι καθαρού βάρους άνω των εξ χιλιογράµµων, κατάλληλα δι' εκάστην περίπτωσιν, εις αριθµόν ένα δια κάθε εκατόν δέκα πέντε (115) τετραγωνικά µέτρα µικτής επιφανείας και ουχί ολιγώτερα των δύο και να καλύπτουν τας απαιτήσεις τας οποίας καθορίζουν τα Ελληνικά πρότυπα Ν.Η.S. ή τα πρότυπα Ε.Λ.Ο.Τ. δια των οποίων θ΄ αντικατασταθούν ή θα συµπληρωθούν τα Ν.Η.S.
δ) Τα βοηθητικά εργαλεία και µέσα δια των οποίων θα εφοδιάζωνται αι Ξενοδοχειακαί επιχειρήσεις όπως ορίζονται εις το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ∆΄» της παρούσης.
1. Η εγκατάστασις των υποδεικνυοµένων δια της παρούσης διατάξεως συστηµάτων πυροπροστασίας καθώς και άλλαι σχετικαί εγκαταστάσεις ασφαλείας θα πρέπει να εκτελώνται επί τη βάσει προηγουµένης µελέτης διπλωµατούχων ανωτάτων σχολών ηµεδαπής ή αλλοδαπής των ειδικοτήτων: Μηχανολόγου, Χηµικού Μηχανικού, Πολιτικού Μηχανικού ή Πυροµηχανικού ή ανωτέρου Αξιωµατικού του Πυροσβεστικού Σώµατος ε.α. Η µελέτη αυτή θα υποβάλλεται προς θεώρησιν είς την Πυροσβεστικήν Αρχήν. Μετά το τέλος των εργασιών εγκαταστάσεως οι εγκαταστάται επίσης θα υποβάλλουν είς την Πυροσβεστικήν Αρχήν υπεύθυνον δήλωσιν καλής λειτουργίας των εγκαταστάσεων τας οποίας επραγµατοποίησαν βάσει της εγκριθείσης µελέτης των.
2.Αι ανωτέρω αναφερόµεναι µελέται συντάσσονται βάσει των Ελληνικών προτύπων ή των Εγκυκλίων του Πυροσβεστικού Σώµατος ή εφ’όσον δεν υπάρχουν των Ξένων οµοίων.
3. Είς περίπτωσιν κτιρίων τα οποία ήδη υπάρχουν και είναι αποδεδειγµένως αδύνατος ή πλήρης συµµόρφωσις προς ωρισµένους όρους της παρούσης διατάξεως η Πυροσβεστική Αρχή έχει το δικαίωµα εγκρίσεως αποκλίσεων κατά την εφαρµογήν τους, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν θα παραβλέπεται ο βασικός σκοπός της προστασίας του κοινού.
4. Προς τον σκοπόν της διατηρήσεως του βαθµού προστασίας είς περιπτώσεις παρεκκλίσεων η Πυροσβεστική Αρχή έχει το δικαίωµα να επιβάλη, κατά την κρίσην της αύξησιν των προβλεπόµενων δια της παρούσης µέτρων δι’άποφάσεως τριµελούς επιτροπής εξ υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώµατος, εκ των οποίων ο είς θα είναι αξιωµατικός. Την απόφασιν της Πυροσβεστικής Αρχής έχει το δικαίωµα να προσβάλη ο ενδιαφερόµενος επιχειρηµατίας, εντός 10ηµέρου, ενώπιον δευτεροβάθµιου επιτροπής, αποτελουµένης εκ του ∆ιοικητού της αρµόδιας κατά τρόπον Πυροσβεστικής Αρχής, ως Προέδρου ενός Μηχανικού του Υπουργείου ∆ηµοσίων Έργων και ενός Μηχανικού του Υπουργείου Βιοµηχανίας ως µελών.
Ο ενδιαφερόµενος υποβάλλει την ένστασιν του είς την αρµοδίαν κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν είς την οποία έχει την έδρα της και η επιχείρησις του.
Εν αδυναµία συγκροτήσεως δευτεροβαθµίου επιτροπής είς τίνα πόλιν ο αρµόδιος ∆ιοικητής διαβιβάζει ταύτην είς την πλησιεστέραν, έχουσαν την δυνατότηταν ταύτην, υπηρεσίαν του Πυροσβεστικού Σώµατος.
5. Η ανωτέρω επιτροπή συγκροτείται δι’αποφάσεως του ∆ιοικητού της αρµοδίας κατά τόπον Πυροσβεστικής Αρχής.
Τα Ξενοδοχειακά καταλύµατα τα οποία διαλαµβάνονται εις την παρούσαν διάταξιν υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν συνεχώς το προσωπικόν των εις θέµατα Πυροπροστασίας, κατασβέσεως πυρκαϊών, εκκενώσεως αυτών κ.λ.π. συµφώνως προς καθοριζόµενα εις το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄» της παρούσης.
1. Ο έλεγχος των εν γένει µέτρων πυροπροστασίας ανήκει εις τα Πυροσβεστικά όργανα, τα οποία υποχρεούνται να διευκολύνουν οι ∆ιευθυνταί των Ξενοδοχειακών επιχειρήσεων ανά πάσαν στιγµήν.
2. Την ευθύνην της συντηρήσεως και καλής λειτουργίας όλων των συστηµάτων και µέσων πυροπροστασίας έχει ο ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής της Ξενοδοχειακής επιχειρήσεως.
1. Από της ενάρξεως της ισχύος, της παρούσης διατάξεως καθίσταται υποχρεωτική η εφαρµογή των αναφεροµένων εις αυτήν µέτρων πυροπροστασίας εις όλα τα ξενοδοχειακά καταλύµατα τα οποία ανήκουν εις τας κατηγορίας που περιγράφoνται εις την παρούσαν διάταξιν.
2. Ο έλεγχος διαπιστώσεως της εφαρµογής της παρούσης διατάξεως εις τας ήδη λειτουργούσας ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις άρχεται διά µεν τας απαιτουµένας διευθετήσεις
και εγκαταστάσεις µονίµων µέτρων εν (1) έτος, διά δε τα φορητά τοιαύτα τρεις (3) µήνες µετά την δηµοσίευσιν της παρούσης εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Τα αναφερόµενα παραρτήµατα είς την παρούσαν διάταξιν αποτελούν αναπόσπαστον µέρος αυτής.
Ξενοδοχειακά καταλύµατα τα οποία διαθέτουν αιθούσας εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, διαλέξεων, προβολών, λεσχών κ.λ.π. ως και υπογείους χώρους διέπονται πέραν των διατάξεων της παρούσης και υπό των υπ΄αριθ. 3 και 4 Πυροσβεστικών διατάξεων αι οποίαι εφαρµόζονται αναλόγως.
Οι παραβάται της παρούσης, ής η ισχύς άρχεται από της δηµοσιεύσεώς της δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως η δε εκτέλεσις ταύτης ανατίθεται εις τα αρµόδια Πυροσβεστικά όργανα, διώκονται και τιµωρούνται συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 433 του Ποινικού Κώδικος.
Η παρούσα δηµοσιευθήτω διά της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως.
Εν Αθήναις τη 8 Ιανουαρίου 1979
Ο Αρχηγός
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ∆ΗΜΟΣΘ. ΠΟΤΟΥΡΙ∆ΗΣ
Συνηµµένον είς την υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικήν ∆ιάταξιν.
Βασικά στοιχεία συστήµατος ανιχνεύσεως πυρκαϊάς.
Α’. Γενικά.
1. Είς εκάστην περίπτωσιν εγκαταστάσεως συστήµατος ανιχνεύσεως πυρκαϊάς πρέπει να αποστέλεται προς θεώρησιν είς την κατά τόπον αρµόδιαν Πυροσβεστικήν Αρχήν υπό της ενδιαφεροµένης επιχειρήσεως µελέτη συνοδευόµενη από Σχεδίου και επικυρωµένη υπό του συντάξαντος ταύτην βάσει του άρθρου 12 παραγρ. 1 της υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
2. Οµοία µελέτη µετά σχεδίου πρέπει να υποβάλη είς την Πυροσβεστικήν Αρχήν και κάθε υπόχρεος επιχειρήσεως η οποία έχει εγκαταστήσει σύστηµα ανιχνεύσεως πυρκαϊάς προ της ισχύος της υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
3. Μετά την εκτέλεσιν της µελέτης ο εγκαταστάτης θα εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν.∆. 105/1969, αντίγραφον του οποίου θα παραδίδη και είς την αρµόδιαν Πυροσβεστικήν Αρχήν δια τον έλεγχον.
Β’. Ειδικά
Εν πλήρες σύστηµα ανιχνεύσεως πυρκαϊάς περιλαµβάνει:
α) Τον πινακα
Ο πίναξ να έχη:
(1)Ισαρίθµους περιοχάς προς τον αριθµόν των προστατευόµενων τοµέων της επιχειρήσεως.
(2) Κυρίαν και εφεδρικήν ηλεκτρικήν τροφοδοσίαν και να είναι ασθενούς ρεύµατος 26-30V.
Η εφεδρικήν τροφοδοσία να επαρκή δια συναγερµόν τριάκοντα πρώτων λεπτών.
(3) Σύστηµα αυτοµάτου επανατάξεως.
(4) Σύστηµα επιτηρήσεως γραµµών µε επιλογικόν διακόπτην εντοπισµού της βλάβης.
(5) Σύστηµα αφεσβέσεως φωτεινών επαναληπτων και
(6) Ηχητικά όργανα (σειρήνας-βοµβητάς).
β) Τας καλωδιώσεις διαστάσεων 2Χ1/2 ή όπου υπάρχουν και φωτεινοί επαναλήπται 3Χ1/2.
γ) Τας κεφαλάς ανιχνευτών µετά των βάσεων των, είς τους οποίους θα υπάρχουν και λαµπτήρες αφεσβέσεως.
δ) Τους φωτεινούς επαναλήπτας οι οποίοι θα τοποθετώνται είς σηµείον εµφανές.
ε) Την σειρήνα συναγερµού, 24 V ή και τοπικούς βοµβητάς και
στ) Τα κοµβία χειροκίνητου συναγερµού, τα οποία να θέτουν είς λειτουργίαν την σειρήνα ή τον τοπικόν βοµβητήν.
Συνηµµένον είς την υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικήν ∆ιάταξιν.
Βασικά στοιχεία υδροδοτικού Πυροσβεστικού δικτύου.
Γενικά:
1. Τα υδροδοτικά Πυροσβεστικά δίκτυα πρέπει να παρουσιάζουν οµοιοµορφίαν, κατασκευαζόµενα συµφώνως προς τας υποδείξεις της Πυροσβεστικής Αρχής.
2. Η ενδιαφεροµένη επιχείρησις ή διεύθυνσις του καταστήµατος πρέπει να αποστείλη προς θεώρησιν είς την αρµοδίαν Πυροσβεστικην Αρχήν µελέτην συνοδευόµενην υπό σχεδίου η οποία να εκπονήται βάσει του άρθρου 12 της παραγρ. 1 της υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
3. Οµοία µελέτη µετά σχεδίου πρέπει να συντάσσεται ως ανωτέρω και υποβάληται δι’εκάστην προγενεστέραν περίπτωσιν, δια την οποίαν έχει δοθή η έγκρισης από την Πυροσβεστικήν Αρχήν η οποία δύναται να την αναθεώρηση.
4. Μετά την εφαρµογήν της µελέτης ο εγκαταστάτης θα εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν.∆. 105/1969, αντίγραφον του οποίου θα παραδίδη και είς την αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν δια τον έλεγχον.
Ειδικά:
Το υδροδοτικόν Πυροσβεστικόν δίκτυον περιλαµβάνη:
α) ∆εξαµενήν ύδατος της οποίας η χωρητικότης θα υπολογίζηται δια είκοσι λεπτά ολικής αποδόσεως της αντλίας εφ’όσον αυτή θα τροφοδοτήται συνεχώς µε τα 2/3 της χωρητικότητος της από οιανδήποτε αστήρευτον πηγήν ύδατος (θάλασσαν, λίµνην, ποταµόν, δίκτυον υδρεύσεως), αλλώς δι’εξήκοντα πρώτα λεπτά. Η ανωτέρω δεξαµενή να εξυπηρετή και τας απαιτήσεις του αυτόµατου συστήµατος καταιονισµού ύδατος (SPRINKLER).
β) Πιεστικόν δοχείον το οποίον να συνδέεται «εν σειρά» ή «παραλλήλω» µε αντλίας και το οποίον θα διατηρή είς πίεσιν το δίκτυον πυροσβέσεως.
Η πίεσις να είναι ίση µε την πίεσιν της αντλίας και της παροχής.
γ) Μιαν ηλεκτρικήν αντλίαν και µιαν αυτόνοµον ντήζελ ή βενζίνης, εκάστη των οποίων να δύναται να µας δώση είς την πράξιν δια την κατηγορίαν πυρκαϊάς. Αα µικρού κινδύνου χίλια (1.000) λίτρα ύδατος ανά εν πρώτον λεπτόν, δια την κατηγορίαν Αβ µεσαίου κινδύνου χίλια πεντακόσια (1.500) λίτρα ύδατος ανά εν πρώτον λεπτόν και δια την κατηγορίαν Αγ µεγάλου κινδύνου δυο χιλιάδας (2.000) λίτρα ανά εν πρώτον λεπτόν, αφού αφαιρεθούν αι απώλειαι τριβής. ∆ια την διάκρισην των πυρκαϊών είς κατηγορίας Αα µικρού, Αβ µεσαίου και Αγ µεγάλου κινδύνου ισχύει η υπ’αριθ. 17483/281/20.3.1978 απόφασις του Υπουργείου Βιοµηχανίας, δηµοσιευθείσα είς το υπ’αριθ. 269 ΦΕΚ τ.Β. της 28.3.1978 και εκδοθείσα είς εκτέλεσιν του άρθρου 5 του 460/1976 Π.∆/τος «περί λήψεως µέτρων πυρασφαλείας υπό βιοµηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων και αποθηκών».
Σηµείωσις. (α) Όταν το δίκυον υδρεύσεως της πόλεως κατά τας ώρας αιχµής δύναται να µας δώση είς την ακραίαν Πυροσβεστικήν φωλέαν, ενώ ταυτοχρόνως θα λειτουργή µε όλην την απόδοσιν η πλησιεστέρα προς αντλιοστάσιον Πυροσβεστικήν φωλέα, πίεσιν τεσσάρων (4) ατµοσφαιρών τουλάχιστον, τότε αι αντλίαι παραλείπονται.
(β) ∆ια τα ξενοδοχειακά καταλύµατα εφαρµόζεται το υδροδοτικόν Πυροσβεστικό δίκτυο της κατηγορίας Αα µικρού κινδύνου.
δ)Πίνακα αυτοµατισµών ανάλογον της συνθέσεως και ισχύος µε τας αντλίας.
ε) Συλέκτην τάσεως διατοµής ο οποίος να εξυπηρετή ολόκληρον το δίκτυον.
στ) Σωληνώσεις αναλόγου διατοµής, αι οποίαι να εξασφαλίζουν ανέτως την παροχήν της παραγράφου 1γ των ειδικών στοιχείων του υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου του παρόντος παραρτήµατος.
ζ) Τας Πυροσβεστικάς φωλέας (Π.Φ.) αι οποίαι να αποτελούνται:
(1) Από την βάναν ορθογωνικής κατασκευής 02΄΄.
(2) Από τον κορµόν µε τον ηµισύνδεσµον 02΄΄ και 1,3/4΄΄ αντιστοίχως.
(3) Από τον διπλοτήρα ή τυλικτήρα δια να δέχεται διπλωµένον ή τυλιγµένον τον εύκαµπτον Πυροσβεστικόν σωλήνα.
(4) Από τον εύκαµπτον σωλήνα µε εσωτερικήν επίστρωσιν ελαστικού 0 1,3/4΄΄ και µήκους είκοσι µέτρων κατ’ανώτατων όριον.
(5) Από το ακροφύσιον (αυλό) του οποίου η διάµετρος του προστοµίου θα αυξάνη ή θα µειούται και θα µας δίδη και προπέτασµα ύδατος.
(6) Από το ερµάριον (ντουλάπι) εντός του οποίου θα τοποθετηθούν όλα τα ανωτέρω.
(7) Εκάστη τρίτη Πυροσβεστική φωλέα θα έχη και Πυροσβεστήρα καταλλήλου τύπου.
η) Η Πυροσβεστική Αρχή δύναται να εγκρίνη και πάν έτερον υδροδοτικόν δίκτυον το οποίον θα δύναται είς την πράξιν να έχη πλεονεκτήµατα έναντι του ανωτέρω προτεινόµενου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’
Συνηµµένον είς την υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικήν ∆ιάταξιν.
Βασικά στοιχεία εγκαταστάσεων αυτοµάτου καταιονισµού ύδατος.
(Σύστηµα SPRINKLER).
Γενικά:
Ειδικαί οδηγίαι ενεργειών:
1. ∆ι’εκάστην περίπτωσιν εγκαταστάσεως αυτοµάτου καταιονισµού ύδατος επιβάλλεται ν’αποστέληται προς θεώρησιν είς την κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν υπό της ενδιαφεροµένης επιχειρήσεως, τεχνική µελέτη µετά σχεδίου η οποία να εκπονήται βάσει του άρθρου 12 της παραγρ. 1 της υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικής διατάξεως.
2. Οµοία µελέτη µετά σχεδίου δεόντως υπογεγραµµένη δέον να υποβάληται και δι’εκάστην προγενεστέραν περίπτωσιν, δια την οποίαν έχει δοθή η έγκρισις από την αρµόδιαν κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν, η οποία δύναται να την αναθεωρήση.
3. Μετά την εκτέλεσιν της µελέτης, ο εγκαταστάτης θα εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν.∆. 105/1969 αντίγραφον του οποίου θα παραδίδη και είς την κατά τόπον αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν, δια τον έλεγχον.
Τύποι εγκαταστάσεων καταιονισµού (SPRINKLERS).
1. Αι εγκαταστάσεις καταιονισµού (SPRINKLERS) διακρίνονται:
α) Είς το υγρόν σύστηµα του οποίου οι σωληνώσεις έχουν διαρκώς ύδωρ υπό πίεσιν.
β)Είς το ξηρόν σύστηµα του οποίου οι σωληνώσεις έχουν αέριον (CO2) ή (Ν) υπό πίεσιν. Είς περίπτωσιν λειτουργίας αυτού εκκενούται το αέριον και την θέσιν του παίρνει το ύδωρ υπό πίεσιν.
γ) Είς το διαφορικόν σύστηµα, µέρος του οποίου έχει ύδωρ και έτερον µέρος αυτού αέριον.
2. Είς το υγρόν σύστηµα η θερµοκρασία του ύδατος πρέπει να είναι άνω των τεσσάρων βαθµών Κελσίου.
Σηµείωσις:
Είς την χώραν µας (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) όπου οι παγετώνες είναι σπάνιοι και τα αποθηκευµένα νερά ή αυτά της πηγής (ποταµού, θαλάσσης, λίµνης, φρέατος, δικτύου υδρεύσεως) δεν παγώνουν πρέπει να εφαρµόζηται το υγρόν σύστηµα της παραγράφου 1α.
Όργανα και µέσα συστήµατος SPRINKLER.
Τα όργανα και µέσα του συστήµατος SPRINKLER είναι τα κάτωθι:
α) Μια αποθήκη ύδατος χωρητικότητος 12 µ3 τουλάχιστον, εφ’όσον η αναπλήρωσις του ύδατος γίνεται από µίαν πηγήν είς τον ίδιον βαθµόν αποδόσεως της αντλίας.
β) Σύνδεσις της αποθήκης ύδατος µε ανεξάντλητον πηγήν
γ) ∆υο (2) αντλίαι εκ των οποίων η µια θα είναι ηλεκτροκίνητος και η ετέρα αυτόνοµος εάν δεν υφίσταται ηλεκτροπαραγωγικόν ζεύγος της ισχύος κινήσεως της αντλίας ή δυο αυτόνοµες, εάν δεν υπάρχη ηλεκτρικόν ρεύµα. Η απόδοσις εκάστης αντλίας θα είναι υπολογισµένη βάσει της µελέτης.
δ) Η κυρίως βαλβίς ενάρξεως ή βαλβίς ελέγχου των 100 ή 150 ή 200 ΜΜ,
ε) Η βαλβίς ενάρξεως και λήξεως του συστήµατος.
στ) Η βαλβίς αποστραγγίσεως,
ζ) Η βαλβίς ελέγχου πιέσεως (δοκιµής)
η) Η βαλβίς συναγερµού,
θ) Αι σωληνώσεις και
ι) Αι κεφαλαί SPRINKLER αι οποίαι θα καλύπτουν επιφάνειαν ανάλογον µε τον βαθµόν κινδύνου από 9 µ2 έως 12µ2.
Σηµείωσις:
(1) Τα ανωτέρω στοιχεία είναι αναγκαία είς κάθε εγκατάστασιν. Αι διάφοραι εταιρείαι κατασκευής συστηµάτων SPRINKLERS είναι δυνατόν να έχουν προσθέσει και άλλα εξαρτήµατα τα οποία αποσκοπούν είς την πλέον αξιόπιστον λειτουργίαν του συστήµατος SPRINKLER (αυτόνοµου καταιονισµού ύδατος).
(2) Η πίεσις να µην είναι µικροτέρα της 1,1 ατµόσφαιρας είς την πλέον αποµεµακρυσµένην και υψηλότερον ευρισκοµένην κεφαλήν SPRINKLER.
(3) Οι κανονισµοί της N.F.P.A., τους οποίους αποδεχόµεθα, καθορίζουν ελαχίστην διάρκειαν λειτουργίας του συστήµατος από 30΄ έως 120΄ λεπτά της ώρας. Είναι ευνόητον ότι η παροχή εν συνδυασµώ µε την διάρκειαν λειτουργίας, προσδιορίζουν και την απαιτούµενην χωρητικότητα της δεξαµενής, όταν δεν υπάρχη σύνδεσις µε ανεξάρτητον πηγήν ύδατος.
(4) Η υπολογιζόµενη υπό της µελέτης παροχή θα είναι ανάλογος µε την κατηγορίαν του κτιρίου ή της βιοµηχανίας κλπ., η οποία πρόκειται να προστατευθεί δι’αυτού του συστήµατος.
(5) Η παροχή ύδατος κατά κεφαλήν SPRINKLER κυµαίνεται αναλόγως της κατηγορίας, από 4 µέχρι 12 LT/M3 ανά 1΄ της ώρας.
(6) Σωστόν είναι να υπάρχη εγκατάστασις αναγγελίας βλάβης του συστήµατος SPRINKLER.
(7) Απαραίτητον συµπληρωµατκόν στοιχείων εκάστης εγκαταστάσεως καταιονισµού ύδατος SPRINKLER είναι εν υδροστόµιον (υδροδότης) τυποποιηµένον είς τας διαστάσεις τας οποίας χρησιµοµποιεί η Πυροσβεστική Υπηρεσία, εφωδιασµένον δια κατάλληλου βαλβίδος αντεπιστροφής, ώστε να είναι δυνατή η κατάθλιψης ύδατος είς το δίκτυον της εγκαταστάσεως SPRINKLER από τα πυροσβεστικά οχήµατα, εφ’όσον παραστή τοιαύτη ανάγκη.
Συνηµµένον είς την υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικήν ∆ιάταξιν.
Βοηθητικά εργαλεία και µέσα είς τα Ξενοδοχειακά Καταλύµατα.
Α’ Γενικά:
1. Αι ξενοδοχειακαί εν γένει επιχειρήσεις, επιβάλλεται να εφοδιάζωνται δι’ωρισµένων βοηθητικών εργαλείων και µέσων.
2. Τα εργαλεία αυτά θα χρησιµοποιηθούν από τας οµάδας Πυροπροστασίας και εκκενώσεως του κτιρίου, δια την αντιµετώπισιν των αναγκών αι οποίαι θα παρουσιασθούν µέχρις αφίξεως των πυροσβεστών (εγκλωβισµός, διάσωσις ατόµων, διάνοιξης κεκλεισµένης θύρας, σιδηρών ρολών, προσεγγίσεως και προσβολής εστίας πυρκαϊάς κλπ.).
3. Τα εργαλεία και ειδικά µέσα θα ευρίσκωνται εντός ειδικού ερµαρίου, είς επίκαιρον και ασφαλή θέσιν πλησίον µιας Πυροσβεστικής φωλέας.
4. Το ερµάριον τούτο ονοµάζεται σταθµός και θα λαµβάνει αύξοντα αριθµόν δι’ευµεγεθών ερυθρών γραµµάτων ως π.χ. «ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΙ∆ΙΚΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ» «∆ΕΥΤΕΡΟΣ….» Κλπ.
5.Ο αριθµός των «ΣΤΑΘΜΩΝ» οι οποίοι θα είναι εφψδιασµένοι δια των ειδικών αυτών εργαλείων και µέσων, θα εξαρτηθή εκ του υπάρχοντος είς εκάστην επιχείρησιν αριθµού φωλέων του υδροδοτικού Πυροσβεστικού δικτύου ή ετέρου συστήµατος πυροσβέσεως.
Β’ Ειδικά:
1. Ανά τρείς (3) φωλέας θα υπάρχη και είς (1) «ΣΤΑΘΜΟΣ» δηλαδή εν ειδικόν ερµάριον εντός του οποίου θα ευρίσκωνται:
α) Είς (1) λοστός διαρρήξεως,
β) Είς (1) πέλεκυς µεγάλος
γ) Εν (1) πτύον,
δ) Μια (1) αξίνη
ε)Εν (1) σκέρπανον
στ) Μια (1) κουβέρτα διασώσεως (δύσφλεκτος) και
ζ) ∆υο (2) ηλεκτρικοί φανοί χειρός.
2. Ανα εννέα (9) πυροσβεστικάς φωλέας είς τον ανωτέρω «ΣΤΑΘΜΟΝ» θα προστίθεται:
α) Μια (1) αναπνευστική συσκευή οξυγόνου ή πεπιεσµένου ατµοσφαιρικού αέρος και β) ∆υο (2) ατοµικαί προσωπίδες µετά φίλτρου.
Συνηµµένον είς την υπ’αριθ. 2/1979 Πυροσβεστικήν ∆ιάταξιν. Οργάνωσις και εκπαίδευσις προσωπικού Επιχειρήσεων δια την προστασίαν αυτών.
Α. Γενικά:
1.Όσον ταχύτερον επεµβαίνοµεν είς περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς, τόσον περισσότερον µειούται ο κίνδυνος εξαπλώσεως της και καθιστάται ευκολώτερα η κατάσβεσις της. Το αυτό ισχύει και δια περιπτώσεις κινδυνευόντων ατόµων εκ σοβαρών συµβάντων. ∆ια τον λόγον αυτόν εκάστη Επιχείρησις Ξενοδοχειακών Καταλυµάτων πρέπει να διαθέτη ειδικόν πρόγραµµα καταπολεµήσεως πυρκαϊάς, το οποίον θα εφαρµόζηται ευθύς ως «σήµανση συναγερµός» είτε υπό του αυτοµάτου συστήµατος πυρανίχνευσης, είτε δι’οιουδήποτε ετέρου τρόπου και παραλλήλως µε την ειδοποίησηιν της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
2. Το είς άνδρας δυναµικόν των οµάδων πυροπροστασίας, ως και τα χρησιµοποιούµενα µέσα κατασβέσεως είς εκάστην επιχείρησιν και κατά περίπτωσιν πρεπει να προσδιορίζονται είς σχέσιν πάντοτε των τοπικών κινδύνων, βάσει των οποίων θα αποφασίζεται εάν συντρέχη λόγος να χρησιµοποιούν περισσότερα ή ολιγώτερα αυτόµατα συστήµατα πυροπροστασίας ή φορητά ή µόνιµα µέσα πυρασβέσεως.
3. Είς περίπτωσιν κατά την οποίαν δηµιουργείται πρόβληµα αµέσου διασώσεως ανθρώπων, είς πολυώροφα Ξενοδοχειακά Καταλύµατα, πρέπει η οµάς πυροπροστασίας της επιχειρήσεως, αναλόγως των ενδεχοµένων κινδύνων να συµπληρούται και από οµάδα εκκενώσεως η οποία θα έχη ως αποστολήν της την εξασφάλισιν όλων των κινδυνευόντων ανθρώπων. Έχει παρατηρηθεί ότι είς πολλάς περιπτώσεις πυρκαϊών αρκετά άτοµα συµβαίνει να µη αντιλαµβάνωνται ή να µην ακούουν το σήµα κινδύνου και να εγκλωβίζονται µέσα είς καιόµενον κτίριον (υπερήλικες, νήπια, ασθενείς και άτοµα που πάσχουν εκ βαρυκοϊας).
4.Οι ανελκυστήρες γίνονται «παγίδες θανάτου» και ούτο πρέπει να αποφεύγηται πάση θυσία η χρήσις των. ∆ια τον λόγον αυτόν να συνταχθή από εκάστην επιχείρησιν τυποποιηµένην σύστασις δια το κοινόν η οποία να ευρίσκεται επάνω εις κινητάς πινακίδας οπουδήποτε υπάρχουν ανελκυστήρες.
Β. Ειδικά:
1.Οµάς Πυροπροστασίας
α) Αναλόγως της εκτάσεως της επιχειρήσεως και των ειδικών συνθηκών αυτής καθορίζεται το προσωπικόν πυροπροστασίας.
β) Είς την οµάδα πυροπροστασίας καλείται να συµµετέχει οιοσδήποτε εργαζόµενος είς την επιχείρησιν.
γ) Η σύνθεσις της οµάδος πυροπροστασίας αποτελέιται από υποοµάδας, εκάστη των οποίων περιλαµβάνει τρίς έως δέκα άνδρας και εξαρτάται κυρίως από σταθερούς συντελεστάς ήτοι:
1) Του µεγέθους της επιχειρήσεως.
2) Του κινδύνου πυρκαϊάς εκ των έξω.
3) Της αναµενόµενης έξωθεν βοήθειας π.χ. εξ άλλου συγκροτήµατος της επιχειρήσεως ή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
δ) Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να αποτελήται από άνδρες αρτιµελείς αρίστης σωµατικής και πνευµατικής καταστάσεως οι οποίοι θα πρέπει ακόµη να είναι:
1) ∆ιαθέσιµοι δια την πυροπροστασίαν συµφώνως προς το πρόγραµµα εργασίας και την κυρίως απασχόλησιν αυτών.
2)Πειθαρχικοί και δυνάµενοι να εστερνισθούν το απαραίτητον οµαδικόν πνεύµα.
ε) Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να καλύπτη όλον το 24ωρον.
στ) Αρχηγός οµάδας πυροπροστασίας ορίζεται ο πλέον κατάλληλος εκ του προσωπικού. Όλα τα µέλη πρέπει να έχουν πλήρη γνώσιν των εγκαταστάσεων και των υφισταµένων κινδύνων.
ζ) Η επιλογή των µελών της οµάδος πυροπροστασίας ενεργείται υπό του Αρχηγού Πυροπροστασίας και απαιτείται η προς τούτο έγκρισις του ∆ιευθυντού της Επιχειρήσεως είς την οποίαν ανήκει η οµάς αυτή.
2. Εκπαίδευσις οµάδος Πυροπροστασίας.
α) Στελέχη και λοιπά µέλη της οµάδος Πυροπροστασίας εκπαιδεύονται είς την πρόληψιν, αντιµετώπισιν πυρκαϊών και συναφών καταστάσεων αρχικώς υπό της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
β) Η εκπαίδευσις αφορά:
1) Είς την χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων.
2) Είς την πρόληψιν πυρκαϊάς ή άλλων συναφών κινδύνων.
3) Την έγκαιρον σήµανσιν συναγερµού είς περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς και είς την αντιµετώπισιν αυτής.
4) Την τεχνικήν αντιµετωπίσεως των πυρκαϊών και της προλήψεως αυτών.
γ) Πέραν της αρχικής εκπαιδεύσεως συµπληρωµατικαί ενεργούνται αυτοδύναµοι εκπαιδεύσεις και ασκήσεις ανά τρίµηνον τουλάχιστον, αι οποίαι έχουν ως σκοπόν την ορθολογιστικήν χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων υπό της επιχειρήσεως. Είς αυτά συνιστάται να µετέχουν εκ περιτροπής και εργαζόµενοι, οι οποίοι δεν είναι µέλη της οµάδος Πυροπροστασίας.
δ) Όλοι οι εργαζόµενοι να εκπαιδεύωνται είς την χρήσιν των Πυροσβεστήρων, Πυροσβεστικού δικτύου ύδταος ή αφρού, συστηµάτων κατασβέσεως δια κόνεως ή διοξειδίου του άνθρακος και γενικώς των µέσων Πυροπροστασίας, διδασκόµενοι περί το πως πρέπει να ενεργούν είς περίπτωσιν πυρκαϊάς ή άλλης συναφούς καταστάσεως ανάγκης.
ε) Τόσον η εκπαίδευσις όσον και αι ασκήσεις ενεργούνται επί τη βάσει προγράµµατος. Η πιστή τήρησις και εφαρµογή αυτού είναι στοιχείον βασικόν. Το πρόγραµµα να περιλαµβάνη θεωρητικήν και πρακτηκήν εκπαίδευσιν προλήψεως και καταστολής πυρκαϊών, της εκπαιδεύσεως ταύτης αναγοµένης είς τα κάτωθι θέµατα:
1) Εκδηλώσεως και συντηρήσεως του πυρός,
2) Αιτιών πυρκαϊών,
3) Αυταναφλέξεως,
4) Μεταδόσεως του πυρός,
5) Κατηγοριών πυρκαϊών,
6) Τρόπου και µέσων κατασβέσεως πυρκαϊών,
7) Πυροσβεστήρων εν γένει, χρήσεως αυτών, ως αι εθνικαί προδιαγραφαί (NHS10,18,19,20,21 κλπ).
8) Εγκαταστάσεων και προσβολής του πυρός δι’ ύδατος ή αφρού, χρήσεως αυτών καθορισµού καταλλήλων υδροστοµίων κ.λπ.
9) Εκρήξεων,
10)Προληπτικών µέτρων πυροπροστασίας επιχειρήσεως.
11) Κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας επιχειρήσεως και χρήσεως αυτών.
12) Ασκήσεις κατασβέσεως εικονικής πυρκαϊάς και
13) Ασκήσεις κατασβέσεως πραγµατικής πυρκαϊάς.
στ) Πραγµατοποιούνται ασκήσεις εκτάκτων συναγερµών δια την δοκιµασίαν και διατήρησιν της ετοιµότητος των ασκήσεων αυτών επαναλαµβανοµένων τουλάχιστον ανά τρίµηνον. Αι ανωτέρω ασκήσεις πρέπει να γίνωνται και κατά την διάρκειαν καιρικών συνθηκών (νυκτεριναί, ενώ επικρατούν παγετώνες κ.λπ).
ζ) Η οµάς Πυροπροστασίας µιας επιχειρήσεως δια να αποδώση αποτελεσµατικώς πρέπει κατ’ αρχήν να έχη την υποστήριξιν της ∆ιευθύνσεως της Επιχειρήσεως είς την οποίαν ανήκει αυτήν. Αυτή πρέπει να αναγνωρίζη και εµπράκτως την ζωτικήν θέσιν της οµάδος πυροπροστασίας είς την καθηµερινήν λειτουργίαν της επιχειρήσεως. ∆ια την λειτουργίαν της οµάδος απαιτείται κατάλληλος εξοπλισµός ενώ δια την εκπαίδευσιν και την άσκησιν της χρειάζεται χρόνος, ο οποίος προφανώς θα πρέπει να αφαιρεθή από τον προγραµµατισµένον τοιούτον δια την κυρίαν απασχόλησιν των µελών της. Αµφότερα τα ανωτέρω υπόκεινται φυσικά είς έγκρισιν της επιχειρήσεως. Υπενθυµίζεται όµως ότι η ∆ιεύθυνσις είναι η πρώτη υπεύθυνος δια την πυροπροστασίαν της επιχειρήσεως.
3. Καθήκοντα και υποχρεώσεις Αρχηγού Πυροπροστασίας.
α) Καθίσταται συνυπεύθυνος µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως δια πάσαν παράλειψιν, αµέλειαν ή αδιαφορίαν περί την λήψιν και εφαρµογήν απάντων των προβλεπόµενων προληπτικών µέτρων και κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας ως και των λοιπών υποχρεώσεων του.
β) Τηρεί πλήρη φάκελλον πυροπροστασίας.
γ) Ορίζει τα όρια δράσεως εκάστης υποοµάδος προπροστασίας ως και τα τυχόν ειδικά καθήκοντα των µελών της οµάδος, ίνα είς περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρου συναφούς συµβάντος αποφεχθή η σύγχυσις και αταξία µεταξύ των µελών της.
δ) Καταρτίζει τα προγράµµατα εκπαιδεύσεως και ασκήσεων εκτάκτων συναγερµών κατόπιν προηγούµενης συνεργασίας µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως.
ε) Μεριµνά δια την καλήν συντήρησιν των µέσων πυροπροστασίας επιθεωρών ταύτα, ώστε να είναι πάντοτε κατάλληλα δια την χρησιµοποίησιν των.
στ) Ενεργεί τακτικώς επιθεώρησιν των χώρων της επιχειρήσεως δια την ευταξίαν και καθαριότητα αυτών και δίδει τας απαραιτήτους οδηγίας.
ζ) Όταν παρίσταται ανάγκη, συµβουλεύεται την οικείαν Πυροσβεστικήν Αρχήν είς θέµατα πυροπροστασίας, εκπαιδεύσεως κ.λπ.
η) Είς περίπτωσιν ασκήσεως προσκαλεί ίνα παρίσταται είς αυτήν και Αξιωµατικός της αρµοδίας κατά τόπον Πυροσβεστικής Αρχής.
θ) Προβαίνει είς θεωρητικήν και τακτική εκπαίδευσιν του προσωπικού πυροπροστασίας και των λοιπών ατόµων οι οποίοι εργάζονται είς την επιχείρησιν.
ι) Εισηγείται εγκαίρως είς την διεύθυνσιν της επιχειρήσεως την αντικατάστασιν των καταστάντων ακαταλλήλων πυροσβεστικών µέσων ή την συµπλήρωσιν των.
ια) Ορίζει κατάλληλον µέλος της οµάδος Πυροπροστασίας, ίνα τούτο υποστή υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, την απαιτούµενην εκπαίδευσιν δια την εκάστοτε αναγόµωσιν των Πυροσβεστήρων και συντήρησιν των πυροσβεστικών µέσων γενικώς.
ιβ) Λαµβάνει πάν έτερον προληπτικόν µέτρον κατά του πυρός, το οποίον ενδείκνυται εκ των δηµιουργουµένων εκάστοτε συνθηκών, προς τον σκοπό εξαλείψεως ή µειώσεως των προϋποθέσεων δηµιουργίας πυρκαϊάς και λοιπών συναφών καταστάσεων.
ιγ) Αναρτά διάγραµµα συνθέσεως οµάδος Πυροπροστασίας το οποίον πρέπει να είναι πλήρως ενηµερωµένον.
ιδ) Τηρεί υποχρεωτικώς βιβλίον επιθεωρήσεων, είς το οποίον καταχωρούνται αι διαπιστούµεναι υπ’αυτού ελλείψεις, παραλείψεις, συνθήκαι δυνάµεναι να προκαλέσουν πυρκαϊάς και έτεραι δυσµενείς καταστάσεις περί των οποίων δίδει αναφοράν είς τον ∆/ντην της επιχειρήσεως, ο οποίος λαµβάνει γνώσιν ενυπογράφως.
ιε) Εφοδιάζεται δια πυροσβεστικού δελτίου ταυτότητος υπό της αρµοδίας Πυροσβεστικής αρχής κατόπιν αιτήσεως του.
ιστ) Είς περίπτωσιν πυρκαϊάς, ανεξαρτήτως µεγέθους υποχρεούται είς την άµεσον κλήσιν της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
ιζ) Είς περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατος του αναπληρούται υπό του Υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
4) Καθήκοντα και υποχρεώσεις υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
α) Τυγχάνει άµεσος συνεργάτης του Αρχηγού Πυροπροστασίας και βοηθεί αυτόν, συµφώνως προς τας εντολάς του.
β) Αναπληροί τον Αρχηγόν Πυροπροστασίας είς περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατος του, περιβαλλόµενος µε τα αυτά καθήκοντα και υποχρεώσεις.
γ) Εφοδιάζεται δια Πυροσβεστικού ∆ελτίου Ταυτότητος υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, κατόπιν αιτήσεως του.
5. Καθήκοντα οµάδος Πυροπροστασίας.
α) Τα Στελέχη και το προσωπικόν της οµάδος πυρασφάλειας εκάστης επιχειρήσεως, παραλλήλως προς τα λοιπά καθήκοντα των, πρέπει να µεριµνούν και δια την αντιµετώπισιν των αναγκών της πυροπροστασίας της επιχειρήσεως, ανταποκρινόµενα είς τας συναφείς ανάγκας συντηρήσεως των εγκαταστάσεων πυροπροστασίας και εξασφαλίζουν τας προϋποθέσεις καταπολεµήσεως των εκάστοτε εκρηγνυοµένων πυρκαϊών. Ειδικότερων η οµάς Πυροπροστασίας επιβάλλεται να προέρχεται είς τας ακόλουθας ενέργειας αι οποίαι αποσκοπούν είτε είς την πρόληψιν, είτε είς την αντιµετώπισιν των πυρκαϊών και λοιπων συναφών κινδύνων:
1) Την τακτικήν περιοδική συντήρησιν θερµικών ή ηλεκτρικών δικτύων, συσκευών και µηχανηµάτων.
2) Την κατασκευήν πυροφραγµάτων κατά µήκος οδεύσεως καλωδίων ή σωληνώσεων µεταφοράς ηλεκτρικού ή θερµικού φορτίου.
3) Την διατήρησιν ελευθέρων διαδρόµων διαφυγής προς εξόδους κινδύνου ως και προσπελάσεως δια την παραλαβήν προς χρήσιν των µέσων πυροσβέσωες.
4) Την κατάστασιν σχεδίου και άσκησιν δοκιµαστικής εσπευσµένης εκκενώσεως των χώρων της επιχειρήσεως.
5) Την εξασφάλισιν κυκλοφορίας τόσον εντός της επιχειρήσεως, όσον και γύρωθεν αυτής κατά την διάρκειαν καταστάσεως ανάγκης.
6) Την παροχήν πρώτων βοηθειών είς περιπτώσεις καταστάσεως ανάγκης.
7)Την εξάσκησιν είς τον σωστόν χειρισµόν των συσκευών και εγκαταστάσεων πυροπροστασίας (πυροσβεστήρων εν γένει συστηµάτων κατασβέσως συστήµατος πυρανιχνεύσεως κ.λπ).
β) Η οµάς Πυροπροστασίας έχει ακόµη και τα κατωτέρω καθήκοντα:
1) Παρακολουθεί ανελλιπώς την υπό του προγράµµατος προβλεποµένην εκπαίδευσιν και συµµετέχει των ασκήσεων.
2) Είς περίπτωσιν πυρκαϊάς επεµβαίνει ταχέως δια την καταστολήν της, συµφώνως προς τα καθορισθέντα ειδικά καθήκοντα εκάστου των µελών της.
3) Το προσωπικόν της οφείλει να γνωρίζει τας θέσεις των πυροσβεστικών µέσων τον τρόπον χρησιµοποιήσεως αυτών, των πινάκων παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος είς την επιχείρησιν και των κοµβίων συναγερµού. Επίσης οφείλει, να γνωρίζη τους αριθµούς τηλεφώνου κλήσεως της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
4) Εκτελεί, αναντιρρήτως, τας εντολάς του Αρχηγού και Υπαρχηγού αυτής.
5) Υποχρεούται να γνωρίζη τους επικινδύνους χώρους και τα πιθανά αίτια εκρήξεως πυρκαϊών ή δηµιουργίας συναφών κινδύνων.
6) Είς περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρας συναφούς καταστάσεως υποχρεούται είς την άµεσον σήµανσιν συναγερµού και ειδοποίησιν της Πυρ/κης Αρχής.
7) Τα µέλη της αναφέρουν αµελλητί είς τον Αρχηγόν ή Υπαρχηγόν Πυροπροστασίας πάσαν παρατηρηθείσαν βλάβην ή ναωµαλίαν λειτουργίας των µέσων πυροσβέσεως ή δηµιουργίαν συνθηκών προκλήσεως πυρκαϊών και γενικώτερον επικίνδυνου καταστάσεως.
8) Το προσωπικόν της Οµάδος Πυροπροστασίας υποχρεούται να γνωρίζη καλώς άπαντας τους χώρους της επιχειρήσεως και τας εξόδους κινδύνου, προς τον σκοπόν της διασώσεως κινδυνευόντων ατόµων είς τας εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, περιπτώσεως συντρέχουσης.
γ) Την ατοµική προσπάθειαν πυροσβέσεως των επί τόπου εργαζοµένων είς κινδυνεύον τµήµα της επιχειρήσεως σπεύδει και ενισχύει: Υποοµάς Πυροπροστασίας του οικείου τµήµατος, ενισχυόµενη, εφ’όσον παρίσταται ανάγκη και από Υποοµάδας ετέρου τµήµατος. Αι Υποοµάδες Πυροπροστασίας κατά την αντιµετώπισιν των εκάστοτε εγκρυγνυοµένων πυρκαϊών, υποχρεούται κατ’αρχήν είς την παράλληλον ενέργειαν της διασώσεως τυχόν κινδυνευόντων ατόµων και εν συνεχεία είς την πρόληψιν ή σηµαντικήν ελάττωσιν των εκ του πυρός ζηµιών.