Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 364Β_1932 | 3.61 MB |
το άρθρον 75 του Συντάγματος, εδίδομεν τον επόμενον Νόμον. ψηφισθέντα απο της Βουλής και της Γερουσίας.
1. Ό παθών νόμος έχει ώς αντικείμενου την θέσπισιν και οργάνωσιν της ασφαλίσεως άφ’ ενός τών έν τώ έπομένω άρθρω αναφερομένων προσώπων εις περίπτωσιν επελεύσεως ασθενείας, αναπηρίας ή του γήρατος και αφ’ ετέρου των μελών τής οικογένειας αυτών, έν περιπτώσει ασθενίας των ή θανάτου του προστάτου αυτών ησφαλισμένου.
2. Η θεσπιζόμενη ασφάλισις διακρίνεται ειδικώτερον εις α) ασφάλισιν ασθενείας και β) εις ασφάλισιν αναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου (ασφάλισιν ασθένειας καί ασφάλισιν αναπηρίας, γήρατος και θανάτου) υπάγονται:
Α') Τα πρόσωπα τα όποια, εντός των ορίων τής χώρας, παρέχουσιν εργασίαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού, ώς καί τα πληρώματα των υπό ελληνικήν σημαίαν πλοίων και πλοιαρίων.
Πρόσωπα παρέχοντα εργασίαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού εκτός των ορίων της χώρας, άλλα προς εργοδότην εδρεύοντα έν αυτή υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου, μόνον εφ οσον κέκτηνται την ελληνικήν υπηκοότητα.
Β') Τα πρόσωπα, τα μετέχοντα εις την διοίκησιν εργατικών σωματείων ή ενώσεων τοιουτων σωματείων καί δικαιούμενα, κατά τας διατάξεις των κειμένων νόμων περί σωματείων ή των καταστατικών τούτων, τακτικής αποζημιώσεως βαρυνούσης τα ταμεία των σωματείων ή ενώσεων σωματείων.
Γ') Οι μαθητευόμενοι.
1) Εκ των έν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων προσώπων δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου τα προσωπα, τα παρέχοντα εργασίαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού:
α) Προς το Κράτος ή προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφ όσον εκ των κειμένων νόμων δύνανται να τύχωσι συντάξεως εις βάρος τού Δημοσίου Ταμείου.
β') εις γεωργικός ή δασικάς επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις εν τω τόπω διενεργείας τούτων και προς παραγωγήν ή απόληψιν πρώτων φυτικών υλών.
γ) Εις κτηνοτροφικάς επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, έφ’ όσον αύται δεν φέρουσι τον χαρακτήρα σταυλικής κτηνοτροφίας.
δ) Εις ιδρύματα έν οίς τελούνται τα τής λατρείας των διαφόρων Θρησκειών.
ε') Εις τας έν Ελλάδι εγκατεστημένας αντιπροσωπείας ξένων Κρατών ώς και τας διεθνείς έπιτροπάς.
ς') Εις τα έν 'Ελλάδι διαμένοντα πρόσωπα, τα απολαύοντα του δικαιώματος της ετεροδικίας.
ζ) Εις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της αλλοδαπής, εργαζομένας καί έν τη χώρα ανευ μονίμου τίνος εγκαταστάσεως.
η) Έφ’ οσον αί έναντι μισθού παρεχόμεναι εργασίαι ή υπηρεσίαι δεν δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ώς συνίστώσαι το κύριον επάγγελμα του ενδιαφερομένου. ’Επί δυσχερούς διακρίσεως του κυρίου επαγγέλματος του ενδιαφερομένου, ούτος θεωρείται ώς πρόσωπον υπαγόμενον εις την ασφάλισιν.
θ) Προσκαίρως άλλ’ ούχΐ εις επιχείρησιν.
και ι) Τα πρόσωπα περί ών το Ν. Διάταγμα τής 4 Αύγουστου 1923 «περί τροποποιήσεως του περί δημοσίων θεαμάτων νόμου», ο νόμος 3563 τής 7 ’Ιουνίου 1928 και ο νόμος 3258 τής 5 ’Ιανουάριου 1925, ών ή ασφάλισις εξακολουθεί να διέπηται παρά των περί αυτής κειμένων διατάξεων.
’Επιτρέπεται όπως διά Διαταγμάτων, εκδοθησομένων προτάσει του 'Υπουργού της ’Εθνικής Οικονομίας μετά γνώμην τοΰ Δ. Συμβουλίου τοΰ ιδρύματος και του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπαχθούν εις τήν παρ’ αυτού προβλεπομένην ασφάλισιν ωρισμέναι ή και πάσαι αί κατηγορίαι των εις τα ύπο στοιχεία β' και γ' εδάφια αναφερομένων μισθωτών.
2. Επί πάσης αμφισβητήσεως προκυπτούσης έκ της εφαρμογής του παρόντος και του προηγουμένου άρθρου αποφαίνονται τα δια κανονισμού ορισθησόμενα όργανα των φορέων της ασφαλίσεως.
1. Τα έν άρθρω 2 πρόσωπα θέλουσιν υπαχθή εις την ασφάλισιν είτε συνολικώς είτε κατ’ επαγγελματικάς κατηγορίας.
Διά κανονισμού ορισθήσονται τα τής έν γένει υπαγωγής εις την ασφάλισιν των, έν λόγω, προσώπων και αι σχετικαί υποχρεώσεις αυτών.
2. Η υπαγωγή των προσώπων του άρθρου 2 είς την ασφάλισιν δεν δύναται να αρχίση προ της παρελευσεως δέκα μηνών και θέλει ολοκληρωθή έντος τριετίας άπο της δημοσιευσεως του παρόντος νόμου».
3. Εν τοίς επομένοις οι όροι α) «ησφαλισμένος», «ησφαλισμένη» και «ησφαλισμένοι», β) «ναυτικοί ησφαλισμενοι» και γ) «ημέραι εργασίας» σημαίνουσι α) πρόσωπα εκ των έν άρθρω 2 αναφερομένων υπαχθέντα εις την ασφάλισιν, β) τα μέλη των πληρωμάτων πλοίων και πλοιαρίων, τα υπαχθέντα εις την ασφάλισιν και γ) τας ημέρας, καθ' ας οι ησφαλισμένοι από της υπαγωγής είς τήν ασφάλισιν παρέσχον, κατά τούς ορισμούς τής παραγράφου 1 του άρθρου 2, εργασιαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού ή οι ναυτικοί ησφαλισμένοι διετέλεσαν μέλη πληρώματος πλοίου ή πλοιαρίου.
1. Κατά τον παρόντα νόμον και προς εφαρμογήν αυτού θεωρούνται ώς εργοδόται τα φυσικά πρόσωπα, ή, έπι νομικών προσώπων ή ιδρυμάτων, οι εκπροσωπούντες ταύτα, δια λογαριασμόν των οποίων τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα παρεχουσιν εργασίαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού.
2. θεωρούνται ώς εργοδόται προκειμένου περί φορτώσεων και εκφορτώσεων:
α) πλοίων, αλληλεγγύως οι οικείοι πλοιοκτήται και οι πράκτορες, έκτος εάν αί τοιαΰται εργασίαι εκτελούνται παρ οργανισμών δημοσίου δικαίου, ο πότε ώς εργοδότης θεωρείται ο οικείος Οργανισμός.
και β) σιδηροδρομικών συρμών, αι οικείαι σιδηροδρομικαί επιχειρήσεις.
3. Διά τας οικοδομικάς εργασίας ώς εργοδόται θεωρούνται αλληλεγγυως ο κύριος του ανεγειρομένου, συμπληρουμένου, μεταρρυθμιζόμενου, επισκευαζόμενου ή κατεδαφιζομενου, οικοδομήματος ή χτίσματος και οι οικείοι εργολάβοι.
4. Δι’ εργασίας, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, διεξαγομένας διά λογαριασμόν του Δημοσίου, δυνάμει παραχωρήσεως ή εργολαβίας, ως εργοδόται θεωρούνται οι ανάδοχοι ή οι εργολάβοι.
5. Διά κανονισμού ορισθήσονται αι διά την υπαγωγήν των προσώπων του άρθρου 2 εις την ασφάλισιν υποχρεώσεις των εργοδοτών.
1. Διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου ως μισθός θεωρείται το ολικόν ποσόν, το λαμβανόμενον παρά του ησφαλισμένου διά την παρ' αύτοΰ παρεχόμενην εργασίαν ή υπηρεσίας.
2. Προς έξευρίσιν τοϋ άλικου ποσού λαμβάνονται ύπ’ όψιν, παρά των φορέων τής ασφαλίσεως, άφ’ όνος το καταβαλλόμενον παρά τοΰ εργοδότου χρηματικόν ποσόν και τα παρά τούτου τυχόν χορηγούμενα ποσοστά, ή πρόσθετοι χρηματικάι αμοιβαί, έφ’ οσον αύται δεν χορηγούνται εκτάκτως και αφ’ ετέρου αί εις είδος χορηγίαι, αποτιμώμεναι όμως εις χρήμα, κατά τας διατάξεις κανονισμού ώς και τα τυχόν, έκ μέρους τρίτων, καταβαλλόμενα κατά συνήθειαν χρηματικά ποσά, (φιλοδωρήματα ή άλλης φυσεως αμοιβαί) έφ’ όσον έκ τούτων και των εις είδος χορηγιών ουσιωδώς επηρεάζεται ή παρά του εργοδότου καταβαλλόμενη τω ησφαλισμένω αμοιβή διά τήν παρεχόμενην εργασίαν ή υπηρεσίας.
1. Εαν δια την παροχήν εργασίας ή υπηρεσιών συνεφωνηθη εβδομαδιαίος μισθός, το εκτον τουτου θεωρείται ως ημερήσιος μισθός του ησφαλισμένου, έκτος εάν ή εργασία ή αί υπηρεσίαι παρέχωνται επί επτά ημέρας, οπότε ημερήσιος μισθός θεωρείται το έβδομον.
2. Εάν καταβάλληται μηναίος μισθός, ως ημερήσιος μισθό, λογίζεται το εικοστόν πέμπτον του σχετικού ποσού, πλήν εάν ή συμπεφωνημένη εργασία ή αί υπηρεσίαι παρέχωνται καθ’, όλας τας ημέρας του μηνος, οποτε ως ημερήσιος μισθός θεωρεϊται το τριακοστόν.
3. Εαν εις τας περιπτώσεις των δυο προηγουμένων παραγραφών, ο ησφαλισμένος δεν απησχολήθη καθ’ όλην την εβδομάδα ή τον μήνα. Ο ημερήσιος μισθός του εξευρίσκεται, διαιρουμινου του παρ αυτού ληφθεντος ποσού διά του αριθμού των ήμερων, καθ ας ουτος παρέσχε την συμφωνηθείσαν εργασίαν υπηοεσιας. Εάν όμως ο ήσφαλισμένος εργάζεται συνήθως ού καθ' ολοκληρον την εβδομάδα ή τον μήνα, ο ημερήσιος αυτού μισθός εξευρίσκεται διαιρούμενου του ληφθεντος ποσού, αναλόγως δι’ εξ ή είκοσι πέντε.
4. Επι συμπεφωνημένης αμοιβής κατ’ αποκοπήν ή κατά τεμάχιο ή κατ’ άλλον τρόπον, ο ημερήσιος μισθός του ησφαλισμένου εξευρίσκεται κατά τας διατάξεις των παραγραφών 1 και 2 του παρόντος άρθρου, βάσει του έκ της φυσεως τής παρεχόμενης εργασίας ή υπηρεσιών πιθανού εβδομαδιαίου ή μηνιαίου μισθού του ησφαλισμένου.
5. Προς απλούστευσιν τής εφαρμογής τοϋ παρόντος νόμου κατηγορίαι ήσφαλισμένων, οί μισθοί των οποίων δεν συνιστανται, έν όλω ή έν μέρει, έκ σταθερώς καθωρισμένων χρηματικών ποσών, καταβαλλόμενων παρά των οικείων εργοδοτών, δύνανται να κατατάσσωνται εις πλάσεις ημερησίων μισθών διά πράξεων του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, δημοσιευόμενων εις την ’Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως.
Αί τοιαϋται πράξεις εκδίδονται μετά σύμφωνον γνώμην τού Συμβουλίου Εργασίας, όπερ οφείλει ν’ άκούση προηγουμένως τούς εκπροσωπουντας τας ενδιαφερομένας εργοδοτικάς και εργατικάς οργανώσεις, έφ’ όσον ύφίστανται τοιαϋται.
1. Διά τον υπολογισμόν των κατά τον παρόντα νόμον εισφορών και των εις χρήμα παροχών οι ησφαλισμένοι κατατάσσονται εις τας ακολούθους εννέα μισθολογικάς κλάσεις, τάς σημειουμένας κατωτέρω διά λατινικών αριθμών.
Διά τήν τοιαύτην κατάταξιν ο ησφαλισμένος, του οποίου ημερήσιος μισθός κυμαίνεται:
Εις περίπτωσιν όμως σοβαρών αυξομειώσεων του τιμαρίθμου του κόστους τής ζωής έν συγκρίσει προς τον κατ’ Απρίλιον του έτους 1932 τοιοΰτον τιμάριθμον επιτρέπεται, όπως διά Διαταγμάτων, προκαλουμένων παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων καί απόφασιν του 'Υπουργικού Συμβουλίου, αύξομειουνται τα ελάχιστα καί μέγιστα όρια ημερησίων μισθών των ανωτέρω μισθολογικών κλάσεων και αναλόγως ό μέσος όρος εκάστης τούτων, ο θεωρούμενος ώς εκφράζων τούς ημερησίους μισθούς των εις αυτήν ανηκόντων ησφαλισμένων.
2. Δια τον υπολογισμόν των εις χρήμα παροχών της ασφαλίσεως κατά της ασθενείας ώς ημερήσιος μισθός θεωρείται ο αντίστοιχων εις τήν μισθολογικήν κλάσιν, εις ήν κατά το πλειστον ανήκεν ο ησφαλισμένος κατά τάς τέσσαρας εβδομάδας αμέσως πρό της αποκτήσεως δικαιώματος προς λήψιν των έν λόγω παροχών.
3. Έφ’ όσον ο ησφαλισμένος προσάγει απόδειξιν, ότι λαμβάνει μισθούς καί παρ’ ετέρων εργοδοτών, η κατάταξίς του εις μισθολογικήν κλάσιν ένεργεΐται βάσει και των μισθών τούτων.
4. Οι μή λαμβάνοντες μισθόν και θεωρούμενοι, κατά τον παρόντα νόμον, ως ησφαλισμένοι κατατάσσονται εις την κλάσιν I.
5. Έπι πάσης αμφισβητήσεως αναφυομένης έκ τής εφαρμογής του παρόντος άρθρου, αποφαίνονται τα διά κανονισμού ορισθησομένα όργανα των φορέων τής άσφαλίσεως.
1. Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγόμενων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού καί των μισθών αυτών, οί εργοδόται, υποχρεουνται:
α) Να τηρώσι, κατά τους ορισμούς κανονισμού, τα παρά τούτου ορισθησόμενα βιβλία μισθολογίου καί να διαφυλάττωσι ταΰτα επί τριετίαν.
και β) Να επιτρέπωσι, εις τα δια κανονισμού ορισθητούμενα όργανα των φορέαν τής άσφαλίσεως και του Κράτους, την εξέτασιν των, ως άνω, βιβλίων και επιτόπιον έρευναν, προς διαπίστωσιν τής ακρίβειας των έν αυταΐς εγγραφών.
Επίσης οι έργοδόται υποχρεούνται να παρέχουν εις τα, έν λόγω, όργανα και τους φορείς τής ασφαλίσεως πασαν πληροφορίαν, δυναμένην να καταστήση ευχερή και αποτελεσματικήν την ενάσκησιν ελέγχου, προς εξασφάλισιν τής καλής εφαρμογής τού παρόντος νόμου καί των εκδοθησομένων κανονισμών.
2. Τα περί ών η προηγούμενη παράγραφος, όργανα τον Κράτους και των φορέων τής ασφαλίσεως, υποχρεούνται να τηρώσιν απόλυτον εχεμύθειαν διά παν ό,τι κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των, υποπίπτει εις την αντίληψιν αυτών και δεν αφορά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου και την λειτουργίαν της ασφαλίσεως.
3. Εάν ο εργοδότης παραβαίνει έκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας την υποχρέωσιν προς τήρησιν και διαφύλαξιν των, περί ών ανωτέρω, βιβλίων ή δεν τηρή ταΰτα προσηκόντως και έν γένει αρνήται να συμμορφωθή προς τους ορισμούς της παραγράφου 1, έκ τούτου δέ καθίσταται αδύνατος η εξακρίβωσις τών υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων ή των μισθών αυτών, δι’ αποφάσεως των διά κανονισμού ορισθησομένων οργάνων των φορέων τής ασφαλίσεως, καθορίζονται αί καταβλητέοι είσφοραί, βάσει των στοιχείων τής αμέσως προηγούμενης χρονικής περιόδου.
Έαν τοιαϋτα στοιχεία δεν υφίστανται, τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα καθορίζονται κατ’ εκτίμησιν των προμνησθέντων οργάνων των φορέων της ασφαλίσεως, κατατασσόμενα εις την ανωτάτην μισθολογικήν κλάσιν.
1. Πάντα τα κατά τον παρόντα νόμον δικαιώματα, τα έχονται προϋπόθεσιν τον Θάνατον, γεννώνται και επί αφανείας.
2. Κατά τον παρόντα νόμον θεωρείται τελούν έν καταστάσει αφανείας το πρόσωπον, περί τής έν τή ζωή υπάρξεως τού οποίου ούδεμία αξιόπιστος εϊδήσις ελήφθη κατά την διάρκειαν ενός τουλάχιστον έτους και ό Θάνατος αυτού σφοδρά πιθανός.
3. Τα Διοικητικά Συμβούλια των φορέων της ασφαλίσεως δυνανται να θεωρούν υπάρχουσαν την κατάστασιν αφανείας καί προ της εκδόσεως τής σχετικής δικαστικής άποφάσεως.
4. Εάν μεταγενεστέρους ύπαρξη βεβαίωσις, ότι ο θεωρηθείς αφαντος ευρίσκεται έν τη ζωή, ανατρέπονται πάσαι αί επελθούσαι συνεπειαι, ή δε χρονολογία τής ανατροπής καθορίζεται κατά την ανεξέλεγκτου κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου τού οικείου φορέως της ασφαλίσεως.
1. Κατά τον παρόντα νόμον ώς έτη ηλικίας λογίζονται τα συμπεπληρωμένα τοιαϋτα.
2. Τα, περί ών δ παρών νόμος, πρόσωπα, έφ’ όσον δεν προσάγεται ληξιαρχική πραξις τής γεννήσεως αυτών, θεωρούνται, για τον υπολογισμόν τής ηλικίας των, ως γεννηθέντα την 1 Ιουλιου του έτους γεννήσεως.
1. Η ασφάλισις ασθενείας διενεργείται αποκλειστικούς παρά τού 'Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων διά πάντα τα πρόσωπα του άρθρου 2, πλην των καπνεργατών, μυλεργατών και αρτεργατών, ών ή ασφάλισις κατά τής ασθενείας εξακολουθεί νά διενεργήται παρά των ύφισταμένων οικείων Ταμείων κατά τάς προ τής δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ισχυούσας σχετικάς διατάξεις.
2. Διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού ’Εθνικής Οικονομίας μετά σύμφωνον γνώμην τού Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άκρόασιν του Διοικητικού Συμβουλίου των έν τή προηγούμενη παραγράφω αναφερομένων Ταμείων, δύναται να ορισθή ότι η ασφάλισις των καπνεργατών μυλεργατών και αρτεργατών κατά τής ασθενείας διεξάγεται παρά του Ιδρύματος κατά τάς σχετικάς διατάξεις τού παρόντος νόμου.
Άπο της ισχύος του, εν λόγω Διατάγματος, οί μέν καπνεργάται, μυλεργάται και αρτεργάται ώς καί οί οικείοι εργοδόται απαλλάσσονται τού τμήματος των προς τα ρηθέντα Ταμεία εισφορών, των καθαρισμένων διά τον κλάδον άσφαλίσεως κατά τής ασθενείας, αί δε εγκαταστάσεις των, εν λόγω, Ταμείων, αί υπηρετοΰσαι τον κλάδον τούτον καί τά τυχόν άποθεματικά κεφάλαια αυτού θέλουσι περιέλθη εις το "Ιδρυμα, οπερ θέλει άναλάβη καί τάς έκ τού, έν λόγω, κλάδου υποχρεώσεις τών Ταμείων.
Ανατιθέμενης εις το ’Ίδρυμα της διενεργείας τής ασφαλίσεως κατά τής ασθενείας των καπνεργατών, μυλεργατών και αρτεργατών, ό χρόνος άσφαλίσεως τούτων παρά τοϊς οΐκείοις Ταμείοις λογίζεται, διά τήν χορήγησιν παρά του Ιδρύματος των παροχών τής ασφαλίσεως ασθενείας, ως χρόνος ασφαλίσεως των παρ’ αυτώ.
3. Ευθύς ως πρόσωπα έκ των έν άρθρω 2 αναφερομένων, υπαχθώσιν εις τήν ασφάλισιν κατά τής ασθενείας, ταΰτα καί οί οικείοι εργοδόται απαλλάσσονται οίωνδήποτε τυχόν θεσπισμένων εισφορών υπέρ υφισταμένων Ταμείων αλληλοβοήθειας ή ετέρων ’Οργανισμών, αποσκοπούντων τήν χορήγησιν ιατρικής αντιλήψεως ή φαρμάκων ή χρηματικών βοηθημάτων έν περιπτώσει ασθενείας.
Έάν τα, έν λόγω, Ταμεία ή ’Οργανισμοί υπηρετοϋσι και ετέρους σκοπούς κοινωνικής προνοίας, η προμνησθείσα απαλλαγή εκτείνεται καθ’ ο μέτρον θέλουσιν ορίση είδικαί πράξεις του Υπουργού ’Εθνικής Οικονομίας, έκδιδόμεναι μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου των Κοινωνικών ’Ασφαλίσεων, όπερ ΰποχρεοϋται ν’ άκούση τήν διοίκησιν του εκάστοτε ενδιαφερομένου Ταμείου Αλληλοβοήθειας ή ’Οργανισμού.
4. Τα τυχόν μετά τήν εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου απομείνοντα εις τα, περί ών αυτή, Ταμεία ή Οργανισμούς κεφάλαια, τα προοριζόμενα δι’ ιατρικήν περίθαλψιν ή χρηματικά βοηθήματα έν περιπτώσει ασθενείας, διατίθενται, δι’ αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων των, έν λόγω, Ταμείων ή ’Οργανισμών είτε προς χορήγησιν εις τα πατά τούτων προστατευόμενα πρόσωπα ιατρικής περιθάλψεως ή χρηματικών βοηθημάτων καθ’ όν χρόνον τα πρόσωπα ταΰτα, ώς ήσφαλισμένοι, δεν δικαούνται των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας τού παρόντος νόμου ή πρδς έπαύξησιν τών παροχών τούτων είτε διανέμονται εις τους μισθωτούς, οι οποίοι εΐσεφερον προς τα, περί ων πρόκειται, Ταμεία ή ’Οργανισμούς, τής διανομής ένεργουμένης κατά λόγον των εις κράτησιν υπέρ τούτων υποκειμένων αποδοχών των.
Φορείς άσφαλίσεως αναπηρίας, γήρατος, θανάτου.
1. Η ασφάλισις αναπηρίας, γήρατος και θανάτου διενεργείται παρά τού Ιδρύματος τών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή παρά των Οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, των ιδρυμένων δυνάμει είτε του Β. Διατάγματος τής 8 Δεκεμβρίου 1923 «κερί κωδικοποιήσεως των διατάξεων τού νόμου 2868 καί τού άπο 19 Νοεμβρίου 1925 τροποποιούντος και συμπληρούντος αυτόν Ν. Διατάγματος», ως τούτο ετροποποιήθη μεταγενεστέρως είτε δυνάμει ιδιαιτέρων νόμων υπέρ προσώπων τού άρθρου 2 καί προβλεπόντων την χορήγησιν έφ’ άπαξ ή περιοδικών παροχών έν περιπτώσει επελεύσεως των, ώς άνω, κινδύνων.
2. Μετά τρίμηνον άπο τής δημοσιεύσεως τού παρόντος νομού δεν επιτρέπεται ή βάσει προγενεστέρων νόμοι συστασις Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως κατά τής ασθενείας, τής αναπηρίας, τού γήρατος και τού θανάτου (πλήν των έν τή επομένη παραγράφω αποκαλουμένων επικουρικών Ταμείων) υπέρ προσώπων, περί ών τό άρθρον 2 του παρόντος.
3. Εις τας επομένας διατάξεις τού παρόντος νόμου οι οροί «Ταμειον» ή «Ταμεία» σημαίνουσι τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως, περί ών ή παράγραφος 1 του άρθρου τούτου, οί δέ οροί «επικουρικόν Ταμειον» ή «επικουρικά Ταμεία» σημαίνουσι τα υφιστάμενα Ταμεία προνοίας, τα ιδρυμένα υπέρ προσώπων του άρθρου 2 ησφαλίσμένων παρά Ταμείοις προγενεστέρως ίδρυμένοις.
1. Συνισταται Αυτόνομος Οργανισμός υπό τον τίτλον «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων», αποκαλούμενος εις τας λοιπάς διατάξεις του παρόντος νόμου Ίδρυμα.
2. Το Ίδρυμα αποτελεί νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, εδρεύει έν Αθήναις και τελεί υπό την εποπτείαν καί τον έλεγχον του Κράτους, όστις ασκείται παρά του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας).
1. Το Ίδρυμα διοικεΐται παρά Διοικητικού Συμβουλίου απαρτιζομένου έξ ένδεκα μελών.
2. Του Δοικητικού Συμβουλίου μετέχουσι:
α) τρεις επιστήμονες, εμφανίζοντες μεμαρτυρημένως ειδίκευσιν εις τα προβλήματα τής κοινωνικής πολιτικής.
β) τέσσαρες αντιπρόσωποι της τάξεως των εργοδοτών, αποκαλούμενοι έργοδοτικά μέλη.
γ) τέσσαρες αντιπρόσωποι τής τάξεως των μισθωτών, αποκαλούμενοι εργατικά μέλη.
Έκαστου μέλους διορίζεται έν αναπληρωματικόν, οπερ δέον να κέκτηται τας ιδιότητας του αναπληρουμένου.
Παρά τώ Διοικητικώ Συμβουλών υπάρχει Γραμματεός, ώς τοιούτος δε διορίζεται εις τών υπαλλήλων του ιδρύματος.
3. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και οι οικείοι αναπληρωται αΰτου διορίζονται διά Δατάγματος, προκαλουμένου παρά τού Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας.
Τα εργοδοτικά και εργατικά μέλη και τα αναπληρωματικά τούτων, λαμβάνονται έκ καταλόγων περιλαμβανόντων τετραπλάσιον αριθμόν προσώπων, οΐτινες υποβάλλονται εις τον Υπουργον παρα των Διοικητικών Συμβουλίων, των επαγγελματικών οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών, ας θέλει ορίζη ανά τριετίαν πράξις του Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, εκδιδομενη μετά γνώσην του Συμβουλίου Έργασίας και δημοσιευόμενη διά τής Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως.
Εαν αι, εν λογω, οργανώσεις δεν υποβάλλωσι τους ανωτέρω καταλόγους εντός προθεσμίας ούχί βραχυτέρας του μηνός, ο Υπουργος δυναται να οριζη τα εργοδοτικά και εργατικά μέλη κατ ιδίαν εκλογήν.
4. Δεν διορίζεται ουδέ δυναται ν’ αποτελή τακτικόν ή αναπληρωματικον μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου:
α) ο μη συμπληρώσας το εικοστόν πέμπτον έτος τής ηλικίας του.
β) ο καταδικασθεϊς είς τίνα των ποινών των προβλεπομένων παρά των άρθρων 22 και επόμενων του ποινικου νομού.
γ) ο διατελών υπάλληλος του ιδρύματος.
δ) ο οφειλέτης, πιστωτής, προμηθευτής, εκμισθωτής ή μισθωτής του ιδρύματος.
Διά τους ανωτέρω λόγους τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη εκπίπτουσι του αξιώματος των, αποφάσει του Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας.
Εάν τακτικόν ή αναπληοωματικον μέλος απουσιάση εκ περισσοτέρων των τριών συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, άνευ αποχοώντος λόγου, κρινομένου παρά τούτου, δύναται, προτάσει του Διοικητικοϋ Συμβουλίου, να κηρυχθή εκπτωτον, αποφάσει του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας.
Οι αντικαταστάται των, κατά τα προηγούμενα εδάφια, εκπιπτόντων μελών λαμβάνονται είτε έκ των εν τοις καταλόγοις της προηγουμένης παραγράφου αναφερομένων προσώπων είτε έκ τεσσάρων προσώπων υποδεικνυομένων επί τούτω παρά των υποδειξεών, τα εκπεσόντα μέλη, οργανώσεων.
5. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και οι αναπληρωταί αυτών διορίζονται επί διετεί θητεία. Κατά τον πρώτον όμως καταρτισμόν του Διοικητικοΰ Συμβουλίου δύο εργοδοτικών και δυο εργατικών μελών και των αναπληρωτών αυτών, οριζόμενων πάντων διά κληρώσεως, ενεργουμένης κατά την πρώτην συνεδρίασιν του Διοικητικοΰ Συμβουλίου, η θητεία λήγει άμα τη συμπληρώσει έτους από του διορισμού των.
Τα εις αντικατάστασιν εκπιπτόπτων διοριζόμενα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη διορίζονται δια τον υπόλοιπον χρόνον της θητείας των εκπεσόντων.
6. Το Διοικητικόν Συμβούλιον συνέρχεται εις συνεδρίασιν προσκλήσει του προέδρου, όστις καλεί αυτό οσάκις κρίνει τούτο αναγκαίον η επί τη εγγράφω αιτήσει τριών τουλάχιστον έκ των μελών, ευρίσκεται έν απαρτίτι παρόντων επτά τουλάχιστον μελών και λαμβάνει αποφάσεις δια της πλειοψηφίας των παρόντων και διά ψήφων ούχι ολιγωτέρων των πέντε, έν ισοψηφία υπερισχυούσης της γνώμης, ύπέρ ής εδόθη η ψήφος του Προέδρου, ή του Προεδρεύοντας Αντιπροέδρου. Επί μυστικής ψηφοφορίας έν ισοψηφία η πρότασις θεωρείται απορριφθεϊσα.
7. Περί των κατά τάς συνεδριάσεις συζητήσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των λαμβανομένων αποφάσεων τηρούνται, μερίμνη του Γραμματέως, πρακτικά, άτινα υπογράφονται παρά του προέδρου, του Επιτρόπου της Επικρατείας, των παραστάντων μελών, του Γενικού Διευθυντού και του Γραμματέως.
Διά κανονισμού ορήσθησεται ειδικώτερον ο τρόπος λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου.
8. Διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας μετά ητιολογημένην απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, δυναται να διαλυθή το Διοίκητικόν Συμβούλιον διά σοβαράς παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου καί των παρ αυτού προβλεπομένων κανονισμών ή δι’ αποφάσεις του καταφανώς αντιτιθεμένας προς τα συμφέροντα του ιδρύματος και τους σκοπούς της ασφαλίσεως, ή εάν, εξ υπαιτιοτητος των μελών, δεν ήθελε καταστή δυνατή έπι τρίμηνον συγκρότησις απαρτίας.
Έν τη περιπτώσει ταύτη Διοικητική Επιτροπή, διοριζόμενη διά του αυτού Διατάγματος και απαρτιζόμενη έκ του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ώς Προεδρου, εξ ενός Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εξ ενός Διευθυντού του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, αναλαμβάνει την διοίκησιν του Ιδρύματος μέχρις ανασυγκροτήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, ήτις δέον να λάβη χώραν εντος τριών το πολύ μηνούν από της διαλύσεως.
Δια την θητείαν των μελών του ανασυγκροτούμενου Διοικητικού συμβουλίου ισχυουσιν αι διατάξεις τού δευτέρου έδαφιον τής παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.
1. Το Διοικητικόν Συμβούλων εκλέγει διά μυστικής ψηφοφορίας τον Πρόεδρον αΰτοΰ και δυο ’Αντιπροέδρους, τον μεν Πρόεδρον έκ των ΰπο στοιχειών α της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου τακτικών μελών του, τους δε Αντιπροέδρους, τον μεν ένα έκ τών τακτικών εργοδοτικών μελών, τον δ’ έτερον έκ των τακτικών εργατικών τοιούτων.
Μη υφισταμένων Προέδρου και ’Αντιπροέδρων το Δ. Συμβούλιον ενεργεί την εκλογήν ταυτην, προσκλήσει και ύπο την προεδρίαν του πρεσβυτέρου έκ των τακτικών μελών αύτοΰ.
Ό Πρόεδρος και oι Αντιπρόεδροι ασκοΰσι τα λειτουργήματα των μέχρι λήξεως της θητείας των, ως μελών.
Οι Αντιπρόεδροι αναπληρούσι τον Πρόεδρον ελλείποντα, απάντα ή κωλυόμενου, ώς περί τούτου θέλει ορίση κανονισμός.
2. Το Διοικητικόν Συμβουλίου διοικεί το Ιδρυμα, δια χειρίζεται κατά τον προσφορώτερον τρόπον τα κεφάλαια αύτού, εγκρίνει τον ετήσιον προϋπολογισμόν και απολογισμόν του Ιδρύματος και το μαθηματικόν αύτοΰ ισοζόγων, αποφασίζει την σύστασιν και οργάνωσιν, των υποκαταστημάτων ή τοπικών παραρτημάτων του Ιδρύματος, εποπτεύει την κανονικήν είσπραξιν των πόρων αυτοΰ καί την ταχείαν καί κανονικήν χορήγησιν των παροχών, ασκεί τας έκ των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδιδομένων Διαταγμάτων και κανονισμών, ανατιθεμένας αύτώ λειτουργίας καί έν γένει έχει την ανωτέραν κατεύθυνσιν και εποπτείαν επί πασών των υπηρεσιών του Ιδρύματος και λαμβάνει και υποδεικνύει μέτρα προς βελτίωσιν και αρτιωτέραν εκπλήρωσιν των σκοπών αύτοΰ.
3. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκπροσωπεί το Ιδρυμα εξωδίκως και δικαστικώς. Δύναται όμως, αποφάσει του Διοικητικού Συμβουλίου, δι’ ώρισμένα ζητήματα, η εκπροσώπισις του Ιδρύματος ν' ανατίθηται εις τούς Αντιπροέδρους ή τον Γενικόν Διευθυντήν.
Η έκτος της έδρας του Ιδρύματος εκπροσώπησις αυτού, εξωδίκως και δικαστικώς, δύναται, αποφάσει του Διοικητικού Συμβουλίου, ν’ ανατίθηται εις τούς οικείους Διευθυντάς των υποκαταστημάτων του 'Ιδρύματος.
4. Η τοποθέτησις των κεφαλαίων του Ιδρύματος, η εκποίησις ή υποθήκευσις ή η ενεχυρίασις περιουσιακών στοιχείων αυτοΰ η συμβιβασμός ή παραίτησις από δικαστικού αγώνος ενεργείται παρά του εκπροσωποΰντος το Ίδρυμα, βάσει αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου.
5. Διά πράξεων του 'Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, εκδιδομένων προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου και δημοσιευόμενων διά τής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δύναται μέρος των εις το Διοικητικόν Συμβούλιου ανατιθεμένων αρμοδιοτήτων να μεταβιβάζηται εις τακτικάς επιτροπάς απαρτιζομένας κατά πλεωψηφίαν έκ μελών του.
Αΐ λεπτομέρειαι τής συνθέσεως των τακτικών επιτροπών, αι αρμοδιότητες αυτών, ο τρόπος της εκπληρώσεως των έργων των και τα της αμοιβής των μελών αυτών καθορίζονται διά των συνιστωσών αυτάς πράξεων του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας.
6. Το Διοικητικόν Συμβούλιου δύναται να συνιστώ:
α) Εκτάκτους επιτροπάς έκ μελών αυτού και μη, δι’ ών προπαρασκευάζονται ή εκτελοΰνται αποφάσεις αυτοΰ.
και β') Εις τα υποκαταστήματα του 'Ιδρύματος εποπτικάς επιτροπάς έξ ησφαλισμένων, εργοδοτών και Δημοσίων, Δημοτικών, Κοινοτικών υπαλλήλων ετέρων ειδικών προσώπων, προς παρακολούθησιν της εύρυθμου λειτουργίας της ασφαλί- σδωϊ, μελέτην ειδικών ζητημάτων η υποβολήν εις τό Διοικητικόν Συμβούλων γνωμών περί του προσφορωτέρου τρόπου τής κατα τόπους οργανώσεως αυτής.
Ο τροπος της λειτουργίας, των έκτακτων καί των εποπτικών επιτροπών, η αρμοδιότης αυτών, τα του διορισμού των μελών και αναπληρώσεως αυτών, τα της παύσεως έκ του αξιώματος και αι αποζημιώσεις αυτών ορίζονται διά των συνιστωσών, αυτάς αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου.
7. Εις όσας κατά την παράγραφον 5 επιτροπάς ανατίθενται αρμωδιοτητες επί θεμάτων υγειονομικής φύσεως ή σχετιζομενων προς την οργάνωσιν της χορηγήσεως της ιατρικής περιθάλψεως, δέον να εκπροσωπήται έν αυταίς και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, κατά τα ειδικώτερον δια των σχετικών 'Υπουργικών πράξεων ορισθησόμενα.
Επίσης εις όσας πόλεις, έν αίς εδρεύουσιν ιατρικόι Σύλλογοι, ήθελον συσταθή Έπιτροπαι, κατά τας διατάζεις του εδαφίου β' της παραγράφου 6, εις ταύτας δέον να εκπροσωπώνται και οι οικείοι Ιατρικοί Σύλλογοι, προκειμένου περί αντικειμένων αναγομένων εις το ιατρικόν μέρος τής ασφαλίσεως. Κανονισμός θέλει καθορίση τα της εκτελεσεως του προηγουμένου εδαφίου.
1. Παρά τώ Διοικητικώ Συμβουλίω παρά ταΐς τακτικαίς επιτροπαϊς αυτοΰ ώς και παρά τη, περί ής ή παράγραφος 8 του άρθρου 15, Διοικητική Επιτροπή του Ιδρύματος παρίσταται 'Επίτροπος της ’Επικράτειας, τούτου δ’ ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου ο αναπληρωτής του Επιτρόπου τής Επικράτειας.
Ώς Επίτροπος της ’Επικράτειας ορίζεται ο Διευθυντής της ’Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Υπουργείου της ’Εθνικής Οικονομίας, ως αναπληρωτής δε του Επιτρόπου της Επικράτειας, διορίζεται διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας, εις των Διευθυντών του Υπουργείου τούτου.
2. Ο Επίτροπος της Επικράτειας, μετέχει, άνευ ψήφου, των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, των τακτικών επιτροπών ή τής Διοικητικής Επιτροπής, δικαιούμενος να λαμβάνη τον λόγον επί παντός θέματος και να υποβάλη προτάσεις.
3. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ιδρύματος συνεδριάζων νομίμως και έν απουσίω του Επιτρόπου τής ’Επικράτειας, έφ’ οσον ουτος προσεκλήθη κανονικώς.
4. Απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου ή τακτικής επιτροπής ή της Διοικητικής Επιτροπής, ήν ο Επίτροπος της Επικράτειας είτε κατά την συνεδρίασιν της ληψεώς της είτε έντος τριών ημερών άπ’ αυτής ήθελε κρίνη ώς αντικειμένην προς τας διατάξεις του παρόντος’νόμου ή των είς εκτέλεσιν αυτοΰ εκδοθησομένων κανονισμών ή ώς ασύμφορου διά το Ιδρυμα καί τούς σκοπούς αυτοΰ, δεν εκτελείται μέχρις ού, επί τη αιτήσει του Διοικητικού Συμβουλίου ή τής Διοικητικής ’Επιτροπής, λύση την διαφωνίαν, απόφασις του 'Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, εκδιδομένη μετά γνώμην τοΰ Συμβουλίου των Κοινωνικών ’Ασφαλίσεων.
Ο Επίτροπος της Επικράτειας δεν έχει δικαίωμα ψήφου κατά την λήψιν άποφάσεως παρά του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς λύσιν τής διαφωνίας.
Η, επί της διαφωνίας, απόφασις του 'Υπουργού είνε υποχρεωτική διά το Ίδρυμα.
5. Εάν εντός δέκα ήμερων από τής λήψεως της σχετικής αιτήσεως ο Υπουργός δέν ήθελεν αποφανθή επί της διαφωνίας, το Διοικητικόν Συμβούλων ή ή Διοικητική Επιτροπή ή η ενδιαφερομένη τακτική Επιτροπή δύναται να διατάξη την εκτέλεσιν της έφ’ ής ή διαφωνία αποφάσεως, χωρίς όμως, έκ του λόγου, ότι δεν απεφάνθη έπί τής διαφωνίας ο Υπουργός, να απαλλάσσωνται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Διοικητικής ’Επιτροπής ή τής τακτικής ’Επιτροπής των τυχόν κατά τας διατάξεις του’ ποινικού νόμου, υφισταμένων ευθυνών.
1. Παρά τω Ιδρυματι συνιστάται Εποπτικόν Συμβούλων, απαρτιζόμενου έξ ενός Συμβούλου του ’Ελεγκτικού Συνεδρίου, υποδεικνυόμενου παρά του Σώματος, ενός Διευθυντοΰ τού Γενικού Λογιστηρίου, υποδεικνυόμενου παρά τοΰ 'Υπουργού των Οικονομικών, ενός Διευθυντού τής Τραπέζης τής Ελλάδος οριζομένου παρά του ’Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας και εκ δύο ησφαλισμένων και δύο εργοδοτών. Ή υπόδειξις των έν τω Έποπτικώ Συμβουλίω ησφαλισμένων και εργοδοτών διεπεται παρα των διατάξεων της παραγράφου 3 τού άρθρου 15, έκπίπτοοσι δέ ουτοι καί αποκλείονται από του αξιώματος τού μέλους του εν λόγω Συμβουλίου κατα τους ορισμούς της παραγράφου 4 του αυτοΰ άρθρου 15.
2. Τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου και οι αναπληρωταί αυτών, οΐτινες υποδεικνύονται και λαμβάνονται κατα τας περί τούτου διά τα τακτικά μέλη διατάξεις, διορίζονται επι διετει θητεία διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρα του Υπουργού ’Εθνικής Οικονομίας.
Του Εποπτικού Συμβουλίου προεδρεύει ό Σύμβουλος του ’Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναπληρούμενος έν περιπτώσει κωλύματος παρά του οικείου αυτοΰ αναπληρωτοϋ.
Ό τρόπος λειτουργίας και εκπληρώσεως των έργων του Εποπτικού Συμβουλίου ορίζεται διά κανονισμού.
3. Το Εποπτικόν Συμβούλων δύναται, προς εΰχερεστέραν επιτέλεσιν των έργων του, να ζητή την παρ’ αυτώ άποσπασιν υπάλληλων του Ιδρύματος ώς και δημοσίων υπαλλήλων. τη έγκρίσει του αρμοδίου 'Υπουργού, κατά τα είδικώτερον δια κανονισμού ορισθησόμενα.
4. Το Εποπτικόν Συμβούλων ελέγχει την νομιμότητα τής οικονομικής διαχειρίσεως του 'Ιδρύματος και οιασδήποτε υπηρεσίας αυτοΰ. Το Εποπτικόν Συμβούλων κατά τριμηνίαν συντάσσει έκθεσιν περί’ του πορίσματος του ελέγχου τής διαχειρίσεως.
5. Αι τυχόν διαφωνιαι μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος και του Εποπτικού αυτοΰ Συμβουλίου λύονται τελειωτικώς ύπο του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατά την διά κανονισμού ορισθησομένην διαδικασίαν.
6. Το Ιδρυμα τηρεί ιδιαιτέρους λογαριασμούς διά την ασφάλισιν κατά της ασθενείας άφ’ ένος καί διά την σσφάλισιν της αναπηρίας, γήρατος και θανάτου άφ’ ετέρου, ο δεέ τρόπος τής οικονομικής του διοικήσεως Θέλει ορισθή διά κανονισμών.
Οικονομικόν έτος διά το Ιδρυμα είνε το ημερολογιακόν τοιούτον.
Αί διά λογαριασμόν του Ιδρύματος ένεργούμεναι προμήθειαι, πάσης φυσεως ύλικού ενεργοΰνται, έφ’ όσον πρόκειται περί δαπάνης άνω των 20000 δραχμών, διά δημοπρασίας κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα.
Αι προμήθειαι του Ιδρύματος απαλλάσσονται των υπέρ του Μετοχικού Ταμείου των Πολιτικών Υπαλλήλων θεσπισμένων εισφορών.
7. Δια κανονισμού θελουσιν ορισθή αί αμοιβαί των απαρτιζόντων το Διοικητικόν και το Εποπτικόν Συμβούλων του Ιδρύματος ή την Διοικητικήν αΰτού Επιτροπήν καί του Επιτρόπου της Επικράτειας και του αναπληρωτοϋ αυτοϋ.
1. Το Ίδρυμα περιλαμβάνει :
α) την Γενικήν Διεύθυνσιν.
και β) τα συνιστωμενα υποκαταστήματα και τοπικά παραρτήματα.
2. Η Γενική Διευθυνσις διεξάγει τας υποθέσεις του Ιδρύματος προς εκτέλεσιν του παρόντος νόμου, των παρά τούτου προβλεπομενων κανονισμών και Διαταγμάτων και των συμφώνως προς τας διαταξεις τούτων, αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλιου. εισηγείται εις το Διοικητικόν Συμβουλών παν μετρον χρήσιμον δια την αρτιωτέραν εκπλήρωσιν του σκοπού του Ιδρύματος ώς και τας αναγκαίας τροποποιήσεις των κανονισμών. καταρτίζει τον ετήσιον προϋπολογισμόν και απολλογισμόν υποβαλλει εις το Δ. Συμβουλιον τουλάχιστον κατά τριετίαν το ασφαλιστικόν ισοζυγίον του Ιδρύματος συντεταγμένον κατά τους ορισμούς κανονισμού, επιμελείται, συμφώνως προς τας αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, της διοικησεως της περιουσίας του Ιδρύματος, υποδεικνύουσι τους προσφορωτέρους τρόπους επενδύσεως αυτής καί τέλος έχει την καθόλου κατευθυνσιν επί πασών των υπηρεσιών του Ιδρύματος, υποκαταστημάτων, τοπικών παραρτημάτων, θεραπευτηρίων κλπ. και ασκεί τον έλεγχον και την εποπτειαν έπ’ αυτών κατά τα διά κανονισμού ειδικώτερον ορισθησόμενα.
3. Τα υποκαταστήματα και τοπικά παραρτήματα επιμελούνται της κανονικής υπαγωγής εις την ασφάλισην των εις ταύτην υπαγομένων προσώπων, τής εισπραξεως των εισφορών καί τής χορηγήσεως των παροχών και εκτελουσι τα παρα της Γενικής Διευθύνσεως ανατιθέμενα έργα, τα αφορώντα την εφαρμογήν του παρόντος νόμου.
4. Το Ιδρυμα διευθύνεται παρά Γενικού Διευθυντού, όστις προίσταται της Γενικής Διευθύνσεως και καθοδηγεί, κατευθύνει, εποπτεύει καί ελέγχει πάσας τας υπηρεσίας του Ιδρύματος.
5. Ό Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος διορίζεται διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, μετ’ απόφασιν τού Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος, έκ των κεκτημένων δίπλωμα Νομικής Σχολής ή Σχολής Πολιτικών ή Οικονομικών Επιστημών, μεμαρτυρημένην ειδίκευσιν εις τα θέματα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αποδεδειγμένην πείραν εις την οργάνωσιν και διευθυνσιν φορέων τής Ασφαλίσεως.
Ό Γενικός Διευθυντής απολύεται διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, μετ’ απόφασιν Συμβουλίου, αποτελουμένου έξ ένος Αρεοπαγίτου ως προέδρου, ένος τακτικοΰ καθηγητου τής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών καί ένος των Νομικών Συμβούλων, εφόσον υφίσταται εις των λόγων, δι’ ους απολύονται οι μόνιμοι υπάλληλοι του 'Υπουργείου ’Εθνικής Οικονομίας.
Τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου ορίζονται, αιτήσει του 'Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, ο μεν ’Αρεοπαγίτης όρο τής ολομέλειας τού Άρείου Πάγου, ό καθηγητής του Πανεπιστημίου από τής οικείας Σχολής, ό δέ Νομικός Σύμβουλος υπό τής ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου.
6. Ή συνθεσις των υπηρεσιών του ιδρύματος και ό τρόπος τής παρά τούτου προσλήψεως των άπαρτιζόντων αΰτάς τακτικών και εκτάκτων υπαλλήλων και υπηρετών, τα προσόντα των, η διαβάθμισις των, τά τής προαγωγής των, τά τών αδειών καί μεταθέσεων αυτών, τά προς τήν θέσιν των ασυμβίβαστα, οί λόγοι πειθαρχικής διώξεως καί άπολύσεως αυτών, ώς καί πάσα λεπτομέρεια σχετική πρδς τήν υπαλληλικήν των κατάστασιν θέλουσιν όριθθή διά κανονισμών, έκδιδομένων καί μετ’ απόφασιν τοΰ Υπουργικού Συμβουλίου.
Εντός τριετίας από τής ισχύος του παρόντος νόμου επιτρέπεται νά μετατάσσωνται εις τάς υπηρεσίας τού ιδρύματος ώς τακτικοί υπάλληλοι Δημόσιοι υπάλληλοι κεκτημένοι τα παρα των κανονισμών τής προηγούμενης παραγράφου ορισθησόμενα προσόντα. Ή μετάταξις ένεργείται διά πράξεως τοΰ αρμοδίου 'Υπουργού εκδιδομένης μετ’ απόφασιν του οικείου Δ. Συμβουλίου καί πρότασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος. Οι ουτω μετατασσόμενοι λογίζονται απολυόμενοι τής δημοσίας υπηρεσίας λόγω καταργήσεως θέσεως, διαφυλασσομενων υπέρ αυτών πάντων των έκ ταύτης απορρεόντων δικαιωμάτων, πλήν του τής είσπράξεως τής τυχόν ανηκούσης αυτοίς εκ του δημοσίου ταμείου συντάξεως, ήτις είσπραξις αποκλείεται έφ’ όσον χρόνον υπηρετοΰσι παρά τώ ιδρύματι. Η δια διορισμού συμπλήρωσις των συνεπείς τών μετατάξεων οπωσδηποτε κενουμ,ένων θέσεων δεν' επιτρέπεται, ειμή κατόπιν αποφάσεως του οικείου Δ. Συμβουλίου.
Δια Κανονισμού δυναται να ορίζηται, ότι διά τήν οργάνωσιν ή την εποπτειαν ή την είδικωτέραν κατεύθυνσιν ώρισμένων ειδικών υπηρεσιών χρησιμοποιούνται και ειδικοί ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι.
7. Αί αντιμισθίαι ή αι αμοιβαί των υπηρετοΰντων το Ιδρυμα υπαλληλων και του Γενικού Διευθυντοΰ ορίζονται δια Κανονισμών. .
Δια μεταγενεστερουν τροποποιήσεων των έν τή παρουση και τη προηγούμενη παραγράφω Κανονισμών, δεν επιτρέπεται να θίγωνται εις σοβαράν έκτασιν κεκτημένα ουσιώδη δικαιώματα του προσωπικού.
8. Οΐ τακτικοί υπάλληλοι του Ιδρύματος προάγονται, υποβιβάζονται η απολύονται, μετ’ απόφασιν υπηρεσιακού Συμβουλίου, απαρτιζόμενου έκ του προέδρου, των δύο αντιπροέδρων, του Γενικού Διευθυντού και ενός ανώτερου υπαλλήλου τού 'Ιδρύματος, οριζομένου κατ’ έτος παρά του Διοικητικού Συμβουλίου. ।
Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του, περί ου το προηγούμενου εδάφιον, Συμβουλίου, επιτρέπεται έφεσις, ασκουμενη έντος μηνος άπο τής κοινοποιήσεως τής πειθαρχικής αποφάσεως, ένώπιον τοΰ Συμβουλίου των Κοινωνικών ’Ασφαλίσεων, οδτινος αί έν προκειμένω αποφάσεις εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκεινται.
9. Διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του ’Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου τώ Ιδρύματος, θέλουσιν ορισθή τα τής μετεκπαιδεύσεως των υπαλλήλων αυτού προς θεωρητικήν είδίκευσιν είς τα Θέματα των Κοινωνικών ’Ασφαλίσεων και τής καθόλου κοινωνικής πολιτικής. Ή τοιαύτη μετεκπαίδευσις δύναται να ανατεθή διά του ανωτέρω Διατάγματος εις την Άνωτάτην Σχολήν Εμπορικών και Οικονομικών ’Επιστημών.
1. Εις περίπτωσιν ασθένειας ησφαλισμένου ή συνταξιούχου ή τίνος των μελών τής οικογένειας τούτων, καί έφ’ όσον χρόνον διαρκει ή ασθένεια. το Ίδρυμα χορηγεί εις τόν ασθενή έπι του εδάφους της χώρας καθ' όν τρόπον, εις την έκτασιν και είς α κέντρου θέλει όρίση κανονισμός, ιατρικήν περίθαλψιν, τουτέστι την θεούσαν Ιατρικήν αντίληψιν, τα αναγκαία φάρμακα καί τά συνηθη θεραπευτικά μέσα.
Ως συνταξιούχοι κατά τας δικτάξεις τού παρόντος Κεφαλαίου θεωρούνται οι λαμβάνοντες σύνταξίν παρά τού Ιδρύματος. ως και οι μετά τριετίαν από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου καθιστάμενοι συνταξιούχοι των λοιπών φορέων της ασφαλίσεως.
2. Εις περίπτωσιν τοκετού ησφαλισμένης ή συνταξιούχου ή συζύγου του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου ή ιατρική περίθαλψις συνίσταται είτε εις μαιευτικήν καί έν ανάγκη ιατρικήν άντίληψιν μετά των αναγκαίων φαρμάκων και συνήθων θεραπευτικών μέσων είτε εις έφ’ άπαξ χρηματικόν βοήθημα.
Διά κανονισμού ορισθήσονται τα της εκτελέσεως του προηγουμένου εδάφιου ως και το ποσον του χρηματικού βοηθήματος.
3. Ευθύς ως καθίσταται δυνατή η χορήγησις υπό του Ιδρύματος της ιατρικής περιθαλψεως εις ναυτικούς ησφαλισμενους, ο εφοπλιστής απαλλάσσεται πάσης κατά τον εμπορικόν νόμον υποχρεώσεως προς περαιτέρω ιατρικήν πριθαλψιν.
4. Ή ιατρική περίθαλψις χορηγείται κατά κανόνα δωρεάν παρά τούτο όμως δύναται διά κανονισμού να ορισθή η μερική συμμετοχή του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου μέχρι τού πέμπτου των διά την ιατρικήν περίθαλψιν δαπανών του Ιδρύματος.
5. Επί ασθενείας οφειλομενης εις ατύχημα ή επαγγελματικήν νόσον δεν ισχύουσιν αί διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου.
6. Ή ιατρική και μαιευτική αντίληψις χορηγούνται έν ιατρείω, κατ’ οικον ή έν νοσοκομείω ή μαιευτηρίω, καθ’ ά περί τούτου θέλει όρίση κανονισμός. Εις την χορήγησιν όμως τής έν λόγω αντιλήψεως έν νοσοκομείω ή μαιευτηρίω υποχρεούται το Ιδρυμα μόνον προκειμένου περί ασθενών ησφαλισμένων.
7. Το Ίδρυμα ενασκεί, κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα, ιατρικόν έλεγχον έπι τής καταστάσεως των ασθενών, δι’ επισκέψεως τούτων κατ’ οίκον παρά προσώπων τής εμπιστοσύνης του.
8. Διά τήν χορήγησιν τής ιατρικής και μαιευτικής αντιλήψεως και των φαρμάκων, τό Ιδρυμα συνάπτει συμβάσεις, είτε μετά των εκασταχου επαγγελματικών οργανώσεων των ιατρών και φαρμακοποιών, είτε μεθ’ ωρισμένων ιατρικών και φαρμακοποιών ή προσλαμβάνει, 'ίδιον υγειονομικόν προσωπικόν, κατά τους ορισμούς κανονισμού.
Ιατροί μη έχοντες ασκήσει έπι τριετίαν τουλάχιστον το ιατρικόν επάγγελμα δεν επιτρέπεται να χορηγούν ιατρικάς φροντίδας εις τούς ησφαλισμενους έκτος της περιπτώσεως καθ’ ήν πρόκειται περί της χορηγήσεως τοιούτων φροντίδων εις ιατρείον, νοσοκομείον ή θεραπευτήριον, τελούν ύπό την διεύθυνσιν ιατρού εμφανίζοντος την ανωτέρω πείραν ή εις κέντρα ένθα δεν υφίστανται ιατροί τοιαύτης πείρας.
9. Οσάκις το συμφέρον της ασφαλίσεως επιβάλλει την παρά του Ιδρύματος χορήγησιν φαρμάκων εις τούς ησφαλισμενους, το Ίδρυμα δύναται ν’ αποκτα, εντός του δι’ εκάστην πολιν καθωρισμένου αριθμού φαρμακείων, ίδια τοιαΰτα, άτινα διαχειρίζεται δι’ επιστημόνων αποκλειστικώς διά τούς σκοπούς αυτού.
Εις την απόκτησιν τίτλων φαρμακείων προτιμαται το Ίδρυμα, έν πάση περιπτώσει το Ιδρυμα δύναται να διατηρή φαρμακαποθήκας προς εφοδιασμόν των ιδίων θεραπευτηρίων και ιατρείων
1. Εφ’ όσον η κατάστασις της υγείας του ήσφαλισμένου ή του συνταξιούχου απαιτεί την περίθαλψιν αυτοΰ έν σανατορίω ή άναρρωτηριω ή ειδικά θεραπευτικά μέσα (π. χ. χρήσιν λουτρών η μηχανοθεραπείαν κλπ.) ή παντός είδους προθέσεις ή θεραπευτικας συσκευας, το Ιδρυμα δύναται να χορηγή την πρόσθετόν ταυτην περίθαλψιν κατά τούς ορισμούς κανονισμού.
2. Διά του κανονισμού δύναται να ορισθή η μερική συμμέτοχη του ησφαλισμένου εις τας σχετικάς δαπάνας κατά ποσοστόν ουδέποτε ανωτερον τοΰ τρίτου τούτων.
3. Η πρόσθετός περίθαλψις, έφ’ οσον είναι αναγκαία διά την αποκατάστασιν ή βελτιωσιν της υγείας των θυμάτων ατυχημάτων ή επαγγελματικών νόσων, χορηγείται αυτοΐς υποχρεωτικούς παρα του Ιδρύματος, άνευ οιασδήποτε συμμετοχής των ενδιαφερομένων είς τας σχετικάς δαπάνας.
Εάν έν τω τόπω διαμονής του ασθενούς δεν είναι δυνατή η νοσηλεία τούτου έν νοσοκομείο ή μαιευτηρίω ή δεν είναι δυνατόν να παρασχεθή είς αυτόν η ειδική ιατρική αντίληψις, ην απαιτεί η κατάστασης της υγείας του, το Ιδρυμα συμμετέχει, καθ’ ο μέτρον καί ύφ' ους όρους και προϋποθέσεις θέλει ορίση κανονισμός, εις τας δαπάναι του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου προς μετάβασιν ή μεταφοράν του ασθενούς έκ του πλησιεστέρου προς τον τόπον διαμονής τούτου κέντρου οργανωμένης παρά του 'Ιδρύματος ιατρικής περιθάλψεως εις το πλησιέστερον κέντρον, ένθα είναι δυνατόν να παρασχεθή εις αυτόν, έν λόγω ιατρική αντίληψις.
1. Εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου το Ίδρυμα καταβάλλει έξοδα κηδείας.
2. Επί θανάτου ησφαλισμένου το δι’ έξοδα κηδείας καταβαλλόμενου χρηματικόν ποσόν ισοΰται προς το εικοσαπλάσιον του ημερησίου μισθού του θανόντος, χωρίς να δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών πεντακοσίων ουδέ ανώτερον των δραχμών τρισχιλίων.
3. Επί θανάτου συνταξιούχου το ποσόν των εξόδων κηδείας ισοΰται προς το διπλάσιαν τής μηνιαίας αυτού συντάξεως και δεν δυναται να είναι κατώτερον των δραχμών πεντακοσίων.
4. Έξοδα κηδείας καταβάλλονται εις τα διά κανονισμού ορισθησόμενα μέλη τής οικογένειας τού θανόντος.
5. Μη υπαρχόντων μελών τής οικογένειας, δικαιούμενων εις έξοδα κηδείας, το Ίδρυμα καταβάλλει είς τον κατά την κρίσιν του επιμεληθέντα της κηδείας, τας παρ’ αυτού καταβληθείσας δαπάνας, ών το ποσόν ουδέποτε δυναται να υπερβή τα εις τάς παραγράφους 2 (έπι θανάτου ησφαλισμένου) ή 3 (επί θανάτου συνταξιούχου) αναφερόμενα μέγιστα όρια.
Εάν, καθ’ αρμοδίαν ιατρικήν βεβαίωσιν, ο ησφαλισμένος καταστή, συνεπείς ασθενείας ανίκανος προς εργασίαν, δικαιούται παρά του ιδρύματος ημερησίου χρηματικού βοηθήματος, το όποιον έν τοϊς επομένοις αποκαλεϊται επίδομα ασθένειας.
2. Κατά τας διατάξεις τού παρόντος Κεφαλαίου:
α) ο ησφαλισμένος θεωρείται ανίκανος προς εργασίαν, εάν προς θεραπείαν ή αποκατάστασιν της υγείας του, δέον ν’ απέχη πάσης εργασίας.
β) ώς ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν λογίζονται αί ήμεραι, καθ’ ας ο θεωρούμενος ως ανίκανος προς εργασίαν ή ησφαλισμένος απέχει πάσης εργασίας.
3. Ό τρόπος της βεβαιώσεως και της αναγγελίας προς το Ίδρυμα της ανικανότητος προς εργασίαν των ησφαλισμένων θέλει ορίσθή διά κανονισμού.
4. Δεν δικαιούται επιδόματος ασθενείας ο ησφαλισμένος έφ’ οσας ημέρας ανικανότητος προς εργασίαν λαμβάνει παρά του εργοδοτου, κατά τας διατάξεις του εμπορικοΰ νόμου ή άλλων νομών, Διαταγμάτων ή συμβάσεων, το ήμισυ τουλάχιστον του ημερησίου μισθού.
Επίσης δεν δικαιούται επιδόματος ασθενείας ο ναυτικός ησφαλισμένος, έφ’ όσον διά το λοιπόν πλήρωμα είναι εργοδότης. Εάν η ανικανότης προς εργασίαν οφείλεται εις πρόθεσιν του ησφαλισμένου ή είς αξιόποινον πράξιν, διαπραχθείσαν παρ’ αυτούς δεν χοοηγεϊται είς αυτόν επίδομα ασθενείας. Διά κανονισμού όμως δύναται να ορισθή ότι είς τας περιπτώσεις ταύτας, εφ' οσας ημέρας διαρκεί η ανικανότης προς εργασίαν του ησφαλίσμένου, χορηγείται είς τα μέλη της οικογένειας ημερήσιον βοηθημα ου το ποσόν δεν δύναται να υπερβή το ήμισυ του ποσού επιδόματος ασθενείας.
6) Το ιδουμα δύναται κατά τάς διατάξεις κανονισμού, να διακοπτη την χορήγησιν του επιδόματος ασθενείας ή να παρέχη μέρος μονον αυτοΰ, οσάκις διαπιστώνει προσηκόντως, ότι ο δικαιουχος επεδεινωσε την κατάστασήν της υγείας του συνεπείς μή τηρήσεως των οδηγιών του αρμοδίου ιατρού ή δεν συμμορφοΰται προς τους ορισμούς κανονισμού περί της συμπεριφοράς των ασθενών.
7. Το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται παρά του Ιδρύματος από της τετάρτης ημέρας, άφ’ ής ανηγγέλθη είς την υπηρεσίαν του ή έπελθοΰσα είς τον ησφαλισμένου ανικανότης προς εργασίαν, μέχρι τής παρόδου αυτής, άλλ’ ουδέποτε πέραν των 180 ήμερών.
8. Το ποσόν του επιδόματος ασθενείας ισοΰται προς τα τεσσαράκοντα εκατοστά του ημερησίου μισθού του ησφαλισμένου.
9. Διά τους ησφαλισμένους τους δικαιουμένους επιδόματος σσθενείας και νοσηλευομένους είς θεραπευτήρια, δαπάναις του Ιδρύματος, το ποσόν του επιδόματος ασθενείας δύναται να μειοΰται διά μεν τούς μη βαρυνομένους διά τής συντηρήσεως μελών οικογένειας, το πολύ κατά τα δύο τρίτα, διά δέ τούς συντηροΰντας τοιαΰτα, το πολύ κατά το τρίτον.
Κανονισμός θέλει ορίση τα της εκτελέσεως τής παρούσης παραγράφου.
1. Εαν ή ανικανότης προς εργασίαν παρατείνεται πέραν των 183 ημερών, ο ησφαλισμένος δικαιούται παρά του Ιδρύματος καθ’ όλην την περαιτέρω διάρκειαν αυτής, άλλ’ ούχί πέραν των 18 μηνών, μηνιαίου βοηθήματος, όπερ αποκαλεϊται σύνταξις ασθενείας.
2. Το ποσόν της μηνιαίας συντάξεως ασθενείας ισούται προς το τριακονταπλάσιον του ποσού του επιδόματος ασθενείας.
3. Διά την χορήγησιν της συντάξεως ασθενείας ισχύουσι και αναλογίαν, αι διατάξεις των παραγράφων 4, 5 6, και 9 του προηγουμένου άρθρου.
1. Η ησφαλισμένη δικαιούται παρά του Ιδρύματος έπι εξ εβδομάδας προ του τοκετού και έπι ίσον χρόνον μετ’ αυτόν ημερησίου επιδόματος, όπερ αποκαλεϊται επίδομα κυοφορίας και λοχείας.
2. Το επίδομα κυοφορίας και λοχείας καταβάλλεται έφ’ οσας ημέρας της έν τη προηγουμένη παραγράφω, αναγραφομένης περιόδου η ησφαλισμένη απέχει τής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των μη εργασίμων ημερών.
3. Το ποσόν του επιδόματος κυοφορίας και λοχείας ισοΰται προς το ποσόν του επιδόματος ασθενείας.
4. Εάν μετά την πάροδον του έκτου μηνός κυήσεως επέλθη αποβολή, η ησφαλισμένη δικαιούται του ως άνω επιδόματος έπι έξ εβδομάδας από τής αποβολής.
1. Εν περιπτώσει τοκετού η ησφαλισμένη δικαιούται παρά του Ιδρύματος ημερησίου βοηθήματος, όπερ άποκαλεϊται. επίδομα θηλάσεως.
2. Το επίδομα Θηλάσεως χορηγείται, έφ’ όσον χρόνον το νεογνόν ευρίσκεται έν τη ζωή και μέχρι συμπληρώσεως ενενήκοντα ήμερών από του τοκετού.
3. Το ποσόν του επιδόματος θηλάσεως iσούται προς το ήμισυ του επιδόματος ασθενείας.
4. Έάν η ησφαλισμένη σποθάνη κατά ή μετά τον τοκετόν, άλλα προ τής παρόδου ενεννήκοντα ημερών από της επελεύσεως τούτου διά τάς υπολοίπους ημέρας το επίδομα θηλάσεως καταβάλλεται είς τον κατά την κρίσιν του Ιδρύματος επιμελούμενου της συντηρήσεως του βρέφους.
1. Προς εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου θεωρούνται ώς μέλη της οικογένειας του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου τα κάτωθι πρόσωπα.
α) η σύζυγος, έπι ησφαλισμένης δε ό ανάπηρος σύζυγος,
β) τα άγαμα τέκνα, (νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, υιοθετηθέντα, προγονοί και έπι ησφαλισμένης τα νόθα) μέχρι συμπληρώσεως του 16ου έτους τής ηλικίας των,
γ) η μήτηρ και ο ανάπηρος πατήρ.
δ) οι ορφανοί, πατρός και μητρος έγγονοι και αδελφοί μέχρι συμπληρώσεως του 16ου έτους της ηλικίας των, έφ’ οσον είναι άγαμοι και συνεβίουν μετά του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου τρεις μήνας τουλάχιστον προ της εκδηλωσεως της ασθενείας.
2. Τα πρόσωπα, τα αναφερόμενα έν τη προηγούμενη παραγράφω, θεωρούνται κατά το παρόν Κεφάλαιον, ως μέλη της οικογενείας του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου, εφ οσον συμβιοΰσι μετ' αΰτοΰ η συντήρηση των βαρύνει κυρίως αυτόν και δεν απολαμβάνουσι παροχών της ασφαλίσεως του παρόντος νόμου συνεπείς υπαγωγής των εις αυτήν.
Δεν θεωρείται ότι δεν υπάρχει συμβίωσις, εάν διά σοβαρούς λόγους, ορισθησομένους διά κανονισμού, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα δεν διαμένουσι προσωρινός υπό την αυτήν στέγην.
3. Εφ’ όσον η οικονομική κατάστασις του Ιδρύματος επιτρέπει τούτο αι παροχαί του άρθρου 31 δύνανται να χορηγώνται εις τα τέκνα και μετά το έν τή παραγράφω 2 οριον ηλικίας, έφ' όσον υφίστανται συνθήκαι εμφανίζουσαι αναγκαίαν την χορήγησιν εις αυτά των, έν λόγω, παροχών.
Τα τής εν γένει εκτελέσεως του προηγουμένου εδαφίου ορισθήσονται διά κανονισμού.
1. Ο παρά τω Ίδρύματι ησφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος εάν, λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής, δεν δύναται διαρκώς να κερδίζη, δι’ εργασίας ανταποκρινομένης εις τας δυνάμεις, τας δεξιότητας, την μόρφωσιν και την συνήθη αυτοΰ επαγγελματικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου όπερ συνήθως κερδίζει, έν τή αυτή περιφερείς και επαγγελματική κατηγορία, σωματικός και πνευματικός υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.
2. Ό παρά τώ Ίδρύματι ησφαλισμένος, εάν καταστή ανάπηρος, έφ’ οσον συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις του άρθρου 46 παρ. 1, δικαιούται παρά του Ιδρύματος συντάξεως, ήτις αποκαλείται σύνταξις αναπηρίας.
3. Ό ησφαλισμένος, εάν καταστή ανάπηρος έκ προθέσεως ή συνεπείς αξιοποίνου πράξεως διαπραχθείσης παρ’ αυτοΰς δεν δικαιούται συντάξεως αναπηρίας. Εάν όμως υπάρχωσι πρόσωπα, έκ των εις το άρθρον 42 αναφερομένων, ταΰτα δικαιούνται της συντάξεως, ής θα εδικαιούτο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου.
4. Το ποσον τής ετήσιας συντάξεως αναπηρίας συνίσταται έκ σταθερού ποσού και έκ προσαυξήσεων.
Το σταθερόν ποσον ορίζεται εις δραχμάς τρεις χιλιάδας, ασχέτως των μισθολογικών κλάσεων εις ας υπάγεται ό ανάπηρος ησφαλισμένος.
Αι προσαυξήσεις διά πάσαν ημέραν εργασίας ορίζονται, αναλόγως τής μυθολογικής κλάσεως έν η επραγματοποιήθη αυτη ώς ακολούθως :
Δια τα πρόσωπα, τα υπαγόμενα το πρώτον εις την ασφάλισον αναπηρίας, γήρατος και θανάτου παρά τω Ίδρύματι τα ποσά των ανωτέρω προσαυξήσεων διπλασιάζονται διά τας ημέρας εργασίας, αιτινες επραγματοποιήθησαν παρ’ αυτών προ της παρελευσεως τριετίας άπο της ολοκληρώσεως της εφαρμογης της εν λογω ασφαλίσεως.
Η σύνταξις, ής το ποσον εξευρίσκεται κατ’ εφαρμογήν της παρουσης παραγράφου, αποκαλεΐται έν τοΐς επομένοις βασική σύνταξις.
Εις περίπτωσιν εφαρμογής των διαταξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγρ. 2 του άρθρου 26, διά των περί ων αυτή διαταγμάτων δέον άφ’ ενός ν’ αυξομειούνται αναλόγως το ανωτέρω σταθερόν ποσον τής συντάξεως ώς καί αΐ προσαυξήσεις αΰτοΰ δι’ εκάστην ημέραν εργασίας και άφ’ ετέρου να προσαρμόζωνται προς τας έν λόγω μεταβολάς τα ποσά των κεχορημημένων συντάξεων.
5. Δια τα θύματα ατυχημάτων εργασίας και επαγγελματικών νόσων, το ποσον της βασικής συντάξεως δεν δύναται να ειναι κατώτερον του ποσού της συντάξεως ασθενείας.
6. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον ποσον της βασικής συντάξεως προσαυξάνεται :
α) Κατά 10 ο)ο δι’ έκαστον τέκνον, έγγονον, ή προγονόν, περί ών το άρθρον 42.
και β') Κατά 50 ο)ο, έφ’ οσον ο ανάπηρος ησφαλισμένος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασιν απαιτούσαν συνεχή επίβλεψιν, περιποίησιν και βοήθειαν ετέρου προσώπου, ήτις κατάστασης εις τας λοιπάς διατάξεις αποκαλείται απόλυτος ανικανότης.
Ή βασική σύνταξις, μετά μεν των κατ’ εφαρμογήν του εδαφίου α προσαυξήσεως αποκαλεΐται έν τοΐς επομένοις ηυξημένη σύνταξις, μετά δε των προσαυξήσεων, περί ών τό έδάφιον β', αποκαλεΐται σύνταξις απολύτου ανικανότητος.
7. Το ποσον της ετησίας συντάξεως αναπηρίας έν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να υπερβή τον μισθόν του ησφαλισμένου διά τας τελευταίας τριακοσιας ημέρας εργασίας.
1. Ό ησφαλισμένος ή η ησφαλισμένη παρά τω Ίδρύματι, εάν ό μεν μετά το 65ον, ή δε μετά το 60όν έτος τής ηλικίας δεν κερδίζουσι, έξ οίασδήποτε προσωπικής εργασίας, πλέον του ημίσεος εκείνου, όπερ κερδίζει, έν τη αυτή περιφερεία και επαγγελματική κατηγορία σωματικός και πνευματικός υγιής άνθρωπος, έφ’ όσον συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις του άρθρου 46. παραγραφος 1, δικαιούνται συντάξεως, ήτις αποκαλείται σύνταξις γήρατος.
2. Διά τον κατά ποσον καθορισμόν της συντάξεως γήρατος ισχύουσιν αι διατάξεις της παραγράφου 4 τού προηγουμένου άρθρου.
3.Η σύνταξις γήρατος προσαυξάνεται κατά τους ορισμούς της παραγράφου 6 εδάφιον α' του προηγουμένου άρθρου.
1. Εις περίπτωσιν θανάτου συνταξιούχου (τής συνταξιούχου) τού ιδρύματος ή ησφαλισμένου (ησφαλισμένης) παρ’ αΰτώ, έφ’ όσον πληροϋνται αι προϋποθέσεις τοΰ άρθρου 46 παράγρ. 1, δικαιούνται συντάξεως κατά τούς ειδικωτέρους ορισμούς των επομένων παραγράφων :
α) Ή χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου ή συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανοϋσαν.
β) Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα και τα υίοθετηθεντα, ων η υιοθεσία έλαβε χωράν έν τουλάχιστον έτος προ τής χορηγήσεως συντάξεως εις τον θετόν πατέρα και τα όποια δεν λαμβανουσι σύνταξιν λόγω θανάτου του ίδιου αυτών πατρος ή μητρος και τέλος, επΐ θανάτου ησφαλισμένης ή της συνταξιούχου, τα νόθα αυτής τέκνα.
γ) Οι κατα τον χρόνον του θανάτου του ήσφαλισμένου ή του συνταξιούχου (της ησφαλισμένης, ή της συνταξιούχου), ορφανοί πατρος και μητρος έγγονοι καί οΐ προγονοί, έφ’ οσον παντες ουτοι συνεβίουν μετά του θανόντος (της θανούσης) καί συνετηροϋντο κυρίως ύπ’ αυτοΰ (αυτής).
και δ) Οί γονείς, εάν συνεβίουν μετά του θανόντος (της θανουσης) και η συντήρησίς των εβάρυνε κυρίως αυτόν (αυτήν).
Η χήρα ( χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως :
Α') Εάν ο θάνατος τού συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου έξ μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός:
α) ’Εάν ό θάνατος οφείλεται εΐς ατύχημα ή επαγγελματικήν νόσον.
β) ’Εάν υφισταμένου του γάμου εγεννήθη ή διά του γάμου ένομιμοποιήθη τέκνον.
γ) ’Εάν ή χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κάτάστασιν εγκυμοσύνης.
καί Β') Έάν ό θανών (ή θανούσα) έλάμβανε κατά την τέλεσιν του γάμου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε προ της παρόδου 24 μηνών από της τελέσεως του.
3. Το ποσον της ετήσιας συνταξεως, εις ήν δικαιουται ή χήρα (ό χήρος), ισοΰται προς τα τεσσαράκοντα εκατοστά του ποσού τής βασικής συντάξεως του Θανόντος (τής θανούσης) τουτέστι τής βασικής συντάξεως, ήτις απενεμήθη εις αυτόν (αυτήν), ή εις ήν θα εδικαιούτο ουτος (αυτή), εάν κατά την ημέραν του θανάτου καθίστατο ανάπηρος.
4. Το ποσον τής ετήσιας συντάξεως εκάστου τέκνου ισοΰται προς τα είκοσιν εκατοστά του ποσοΰ της ετησίας βασικής συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
Το σύνολον των συντάξεων των τέκνων δεν δύναται να υπερβαίνη, υπαρχούσης μέν χήρας (χήρου) δικαιούμενης συντάξεως, το ποσον της ηΰξημένης συντάξεως του θανόντος (θανούσης), έν αντιθέτω δέ περιπτώσει τα εξήκοντα εκατοστά του, έν λόγω, ποσού.
’Εάν το σύνολον των συντάξεων των τέκνων υπερβαίνη τα όρια του προηγουμένου εδαφίου, ή σύνταξις εκάστου τέκνου μειοΰται αναλόγως.
Προκειμένου περί τέκνου ορφανού έξ αμφοτέρων των γονέων, ή κατά τα δύο προηγούμενα εδάφια εξευρισκομένη σύνταξις αυτοΰ διπλασιάζεται.
5. Οι, περί ών ή παράγραφος 1, έγγονοι, προγονοί και γονείς δικαιούνται συντάξεως, εάν δεν υφίσταται χήρα (χήρος) ή τέκνα δικαιούμενα συντάξεως, ή εάν, υφισταμένων τοιούτων, διά τής ικανοποιήσεως των εις σύνταξιν δικαιωμάτων αυτών δεν εξηντλήθη το ποσον της ηΰξημένης συντάξεως του θανόντος (τής θανούσης).
Το ποσόν της συντάξεως εκάστου εγγόνου, προγονού ή γονέως ισοΰται προς τα είκοσιν εκατοστά της βασικής συντάξεως του θανόντος (τής θανούσης) χωρίς όμως το σύνολον των συντάξεων των εγγόνων, προγονών και γονέων να δύναται να υπερβή, έν μεν τη πρώτη περιπτώσει του προηγουμένου εδαφίου, το ποσόν τής ηΰξημένης συντάξεως του θανόντος (της θανούσης), έν δέ τή δευτέρα περιπτώσει τοΰ αυτού εδαφίου, το ποσόν το απομένον έκ τής, έν λόγω, ηΰξημένης συντάξεως μετά την ικανοποίησιν τού εις σύνταξιν δικαιώματος της χήρας (του χήρου) ή των τέκνων.
Αι διατάξεις του τρίτου εδαφίου τής προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται άναλόγως και έν προκειμένη.
7. Εάν πρόσωπον, έκ των κατά τάς προηγουμένας διατάξεις του παρόντος άρθρου δικαιουμένων συντάξεως, τελή εις κατάστασιν απολύτου ανικανότητας, το κατά τους ανωτέρω ορισμούς εξευρισκόμενον ποσόν της ετησίας αυτού συντάξεως επαυξάνεται κατά το ήμισυ, χωρίς ή τοιαύτη επαύξησις να θίγη οπωσδήποτε τα δικαιώματα των λοιπών δικαιουμένων συντάξεως προσώπων ή να συνεπάγεται μείωσίν τινα των ποσών των συντάξεων αυτών.
8. Πρόσωπα, έκ των κατά τδ παρόν άρθρον δικαιουμένων συντάξεως, δεν δικαιούνται τοιαύτης ή στερούνται παντος επ’ αυτής δικαιώματος, εάν, δι’ αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, ήθελε διαπιστωθή ή ένοχή αυτών εις πράξιν, αποτέλεσμα τής οποίας υπήρξεν ό θάνατος του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου (της ησφαλισμένης ή τής συνταξιούχου).
1. Εάν εις περίπτωσιν αναπηρίας ή θανάτου ησφαλισμένου ασφαλισμένης παρά τώ ΐδρύματι, ο ανάπηρος ή τα εν τη επομένη παραγράφω οριζόμενα πρόσωπα δεν δικαιούνται συντάξεως, εφ’ πληροϋνται αι προϋποθέσεις του άρθρου 46 παραγραφος 2, χορηγείται αΰτοίς έφ’ άπαξ αποζημίωσις κατά τους ορισμούς των επομένων παραγράφων.
2. Εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένου (ησφαλισμένης) έχουσι δικαίωμα έπί τής έφ’ άπαξ αποζημιώσεως :
α') Ή χήρα (χήρος).
β') Ελλείψει χήρας (χήρου) δικαιουμένης, τα τέκνα.
γ') Ελλείψει και τέκνων δικαιουμένων, οι εγγονοι και προγονοί.
και 3') Ελλείψει και εγγόνων ή προγόνων δικαιουμένων, οι γονείς.
3. Πάντα τα ανωτέρω πρόσωπα έχουσι δικαίωμα επί της έφ' άπαξ αποζημιώσεως, εις περίπτωσιν καθ’ ήν θα εδικαιούντο συντάξεως, εάν ο θανών (ή η θανούσα) επλήρουν τας προϋποθέσεις του άρθρου 46 παράγραφος 1.
4. Έαν υπάρχωσι πλείονα δικαιούμενα πρόσωπα, ή έφ’ άπαξ αποζημίωσις κατανέμεται μεταξύ αυτών κατ’ ισομοιρίαν.
5. Το ποσόν της έφ’ άπαξ αποζημιώσεως ΐσοΰται προς το ποσόν της ετησίας βασικής συντάξεως, ήτις θ’ ανεγνωρίζετο υπέρ τοΰ ησφαλισμένου, εάν οϋτος, μετά πραγματοποίησή του έν αρθρω 46 παράγραφος 1 ελαχίστου αριθμοΰ ημερών εργασίας εις την μισθολογικήν κλάσιν εις ήν ανήκε κατά την τελευταίαν ημέραν εργασίας, ήθελε καταστή ανάπηρος.
1. Το δικαίωμα εις σύνταξιν αναπηρίας άρχεται άπο τής ημέρας, καθ’ ήν εξηντλήθη το δικαίωμα εις σύνταξιν ασθένειας καί λήγει άμα τη παρόδω τής αναπηρίας ή διά του θανάτου του συνταξιούχου.
2. Το εις σύνταξιν γήρατος δικαίωμα άρχεται άπο της πρώτης του μηνος του επομένου εκείνου, καθ’ όν υπεβλήθη παρά του πληρούντος τας προϋποθέσεις του άρθρου 46 παράγραφος 1 ήσφαλισμένου ή, αρμοδίως εγκριθεΐσα, αίτησίς του περί απονομής συντάξεως και λήγει άμα ως εκλείήωσιν αί έν άρθρω 41 προϋποθέσεις ή διά του θανάτου τοΰ συνταξιούχου.
3. Το δικαίωμα της χήρας χήρου) εις σύνταξιν άρχεται άπο της επομένης του αθανάτου του συζύγου (της συζύγου) και λήγει διά της τελέσεως νέου γάμου παρά της χήρας ή διά του θανάτου τής χήρας ή του χήρου.
Εις την περίπτωσιν τελέσεως νέου γάμου παρά της χήρας χορηγείται εις αυτήν έφ’ άπαξ βοήθημα ίσον προς δύο ετησίας συντάξεις αυτής. Διά της καταβολής του έν λόγω, βοηθήματος αποσβένυται διά την χήραν οίαδήποτε άξίωσις σχετιζομενη προς την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν του αποβιώσαντος συζύγου.
3. Το εις σύνταξιν δικαίωμα των τέκνων, εγγόνων και προγονών, άρχεται από της επομένης του θανάτου του γονέως ή πάππου ή, επί τέκνου κυοφορουμένου κατά την ημέραν του θανάτου, από της επομένης τής γεννήσεως αυτού, λήγει δ’ άμα ,τη συμπληρώσει του 16ου έτους τής ηλικίας ή και προ τής συμπληρώσεων του ορίου τούτου:
α) διά της συνάψεως γάμου, β) διά της αναλήψεως βιοποριστικής εργασίας, αποφερούσης ποσόν τουλάχιστον τετραπλάσιον του ποσού της συντάξεως και γ) διά του θανάτου του δικαιούχου.
Το ανωτέρω οριον ηλικίας:
α) δεν ισχύει προκειμένου περί τέκνου, εγγόνου ή προγονού ανικάνου, λόγω παθήσεως, διά πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν.
και β) παρατείνεται μέχρι του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας, έφ’ οσον τα ανωτέρω πρόσωπα συνεχίζουσι την μόρφωσιν αυτών εΐς σχολάς γενικής ή επαγγελματικής εκπαιδευσεως και ώς έκ τούτου δεν ασκοΰσι βιοποριστικόν επάγγελμα
5. Το δικαίωμα του γονέος εις σύνταξιν άρχεται από της επομένης του θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου υιοϋ (θυγατρός) και λήγει διά του θανάτου του δικαιούχου.
1. Παροχαί περί ών τα άρθρα 31, 33 και 34, χορηγούνται, εις μέν τον ησφαλισμένον ή τα μέλη της οικογένειας του, έφ’ οσον ούτος εντός το πολύ έξ μηνών προ της εκδηλώσεως της ασθενείας έπραγματοποίησεν είκοσι τουλάχιστον ημέρας εργασίας. είς δέ τον συνταξιούχον ή τα μέλη της οικογένειας του, έφ’ όσον ούτος λαμβάνει σύνταξιν παρά του Ιδρύματος. Αί παροχαί όμως της παραγράφου 2 του άρθρου 31 χορηγούνται εις τήν χήραν ησφαλισμένου εάν ουτος μεν, εντός ες το πολύ μηνών προ του θανάτου του, επραγματοποίησεν είκοσι τουλάχιστον Ημέρας εργασίας, ο δε τοκετος ηθελεν επελθη εντός τριακοσίων το πολύ ημερών από του θανατου του ησφαλισμένου.
2. Αι παροχαί περί ών τά άρθρα 35, 37 και 38, χορηγούνται εις τον ησφαλισμένον (είς την ησφαλισμενην) εαν ούτος κατά το ημερολογιακόν έτος, το προηγούμενου του έτους αναγγελίας προς το Ιδρυμα της ανικανοτητος προς εργασίαν, επραγματαποίησε τουλάχιστον πεντήκοντα ημέρας εργασίας.
Αί παροχαι του άρθρου 32 δεν δύνανται να χορηγηθώσιν εις τον ησφαλισμένον ή τα μέλη τής οικογένειας του, εφ’ οσον δεν πληροϋνται οι οροί του προηγουμένου εδάφιου.
3. Αι παροχαί του άρθρου 36 χορηγούνται είς τους ησφαλισμένους τους πληροΰντας τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1 τού επομένου άρθρου.
1. Ουδέν δικαίωμα επί των παροχών, περί ών τα άρθρα 40, 41 και 42, αναγνωρίζεται, έφ’ οσον ο ήσφαλισμένος (ησφαλισμένη) δεν επραγματοποίησεν επτακόσιας πεντήκοντα τουλάχιστον ημέρας εργασίας, έκ των όποιων τριακοσίας τουλάχιστον εντος τριών το πολύ ετών προ της επελεύσεως τής αναπηρίας ή του θανάτου του.
2. Το δικαίωμα επί της παροχής του άρθρου 43 αναγνωρίζεται έφοσον ο ησφαλισμένος (ή ησφαλισμένη) επραγματοποίησεν ολιγωτέρας των επτακοσίων πεντήκοντα καί περισσοτέρας των τριακοσίων ημέρας εργασίας, έξ ών τουλάχιστον διακοσίας εντός το πολύ τριετίας προ τής επελεύσεως τής αναπηρίας ή του θανάτου του.
1. Διά την χορήγησιν των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας δεν απαιτείται η πλήρωσις των προϋποθέσεων του άρθρου 45 εάν ο ησφαλισμένος καταστή ανίκανος προς εργασίαν συνεπεία:
α) Ατυχήματος έκ βίαιου συμβάντος, επελθέντος κατα την εκτέλεσιν της εργασίας ή έξ αφορμής αυτής.
και β') Έξ επαγγλματικής νόσου.
Είς τας ανωτέρω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των είς χρήμα παροχών ενεργεΐται βάσει του μισθού του αντιστοιχοΰντος είς την μισθολογικήν κλάσιν, είς ήν ανήκεν ο ησφαλισμένος κατά την τελευτάιαν ημέραν εργασίας.
2. Εαν το ατύχημα δεν επήλθε κατά την εκτέλεσιν τής έργασιας ή έξ αφορμής αυτής, πάσαι αί παροχαί της ασφαλίσεως ασθενείας, χορηγούνται είς τον ησφαλισμένον, έφ’ όσον ούτος πληροί τάς προϋποθέσεις του άρθρου 45 παράγραφος 1 εδάφ. πρώτον η επραγματοποίησεν εκατόν τουλάχιστον ημέρας έργα- σιας εντός διετίας προ της επελεύσεως του ατυχήματος.
3· Εαν η αναπηρία ή ο θάνατος του ησφαλισμένου επέλθη κατα τους ορισμούς της παραγράφου I. διά την χορήγησιν των παροχών των άρθρων 40 και 42 δεν απαιτείται η πλήρωσις των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου, ο δε, μη πραγματοποιήσας 750 ημέρας εργασίας ησφαλισμένος, λογίζεται ώς πραγματοποιήσας ταύτας.
Αι ημεραι εργασίας, αι κατά τα ανωτέρω απαιτούμεναι προς συμπληρωσιν των 750 ημερών έργασίας, λογίζονται ώς πραγματοποιηθεισαι εις την μισθολογικήν κλάσιν, είς ήν ανήκεν ο ησφαλισμένος κατά την τελευταίαν πραγματικήν ήμέραν εργασίας.
4. Εάν το προκαλέσαν την αναπηρίαν ή τον θάνατον τού ησφαλισμενον ατύχημα δεν επήλθε κατά την εκτέλεσιν τής εργασίας ή έξ αφορμής αυτής, αναγνωρίζεται δικαίωμα επί των παροχών των άρθρων 40 και 42, έφ’ όσον ο ησφαλισμένος πληροί τας προϋποθέσεις τής παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Οι ορισμοί του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται καί έν προκειμένω.
5. Κατά τον παρόντα νόμον ώς επαγγελματική νόσος χαρακτηρίζεται η έξ οξείας ή χρονιάς δηλητηριάσεως ή ασθενείας, περιλαμβανόμενης εις τον κατωτέρω πίνακα Α, προσβολή του ησφαλισμένου, εάν ούτος, εντός της προηγούμενης τής επελεύσεως τής δηλητηριάσεως ή ασθενείας διετίας, επραγματοποίησεν ημέρας εργασίας, ών ό αριθμός ορισθήσεται διά κανονισμού, εις έπιχείρησιν, περιλαμβανομένην έν τω κατωτέρω πίνακι Β και αντιστοιχούσαν εις την προσβαλοϋσαν αυτόν δηλητηρίασιν ή ασθένειαν.
ΠIΝΑΞ Α
Ασθένειαι και δηλητηριώδεις ουσίαι.
α) Δηλητηρίασις διά μολύβδου των κραμάτων και συνθέτων αυτού, μετά των αμέσων συνεπειών της δηλητηριάσεως ταύτης.
β) Δηλητηρίασις δι’ υδραργύρου των αμαλαγμάτων καί των συνθέτων αυτού, μετά των αμέσων συνεπειών της δηλητηριάσεως ταύτης.
γ) Μόλυνσις έξ άνθρακος.
ΠΙΝΑΞ Β
Επιχειρήσεις
α) Κατεργασίαι μεταλλευμάτων εμπεριεχόντων μόλυβδον, συμπεριλαμβανομένης και τής μολυβδούχου τέφρας των εργοστασίων ψευδαργύρου. Τήξις παλαιού ψευδαργυρου και μολύβδου εις ακατέργαστους όγκους. Κατασκευή αντικειμένων έκ χυτού μολυβδου ή μολυβδίνων μιγμάτων. Πολυγραφικαί βιομηχανίαί. Κατεργασία τών συνθέτων τού μολύβδου, κατασκευή και επισκευή ηλεκτρικών συσσωρευτών. Παρασκευή και χρήσις υελογανωμάτων περιεχόντων μόδυβδον. Στίλβωσις διά ρινισμάτων μολύβδου ή διά στιλβοκόνεως μολυβδούχου. Έργασίαι χρωματισμού περιλαμβάνουσαι την προπαρασκευήν ή την κατεργασίαν επιχρισμάτων, μαστίχης (στόκου) ή βαφών περιεχουσών χρωστικάς ουσίας μολύβδου.
β) Κατεργασία μεταλλευμάτων υδραργύρου, κατασκευή μετρικών και εργαστηριακών οργάνων. Παρασκευή πρώτων υλών δια την πιλοποιίαν. Επιχρυσώσεις διά πυράς. Χρήσις υδραργυρικών αντλιών διά την κατασκευήν ηλεκτρικών λαμπτήρων λευζοπυρακτώσεως. Κατασκευή εμπορευμάτων (καψυλίων) διά κροτοΰντος υδραργύρου.
γ) Κατεργασία ζωικών υπολειμμάτων. Φόρτωσις και εκφόρτωσις, μεταφορά εμπορευμάτων.
Δια κανονισμών δύναται να επεκταθή ο κύκλος των εις τον πίνακα Α αναφερομενων παθήσεων ή να προστεθώσιν και ετεραi δηλητηριάσεις ή ασθένειαι, οριζομένων άμα έν τω ανωτέρω πινακι Β και των προς αυτάς αντιστοιχουσών εργασιών ή επιχειρήσεων.
1. Οι φορείς της ασφαλίσεως δύνανται να λαμβανωσι πάν μέτρου, γενικής ή ειδικής φυσεως, θεωρουμενον παρα τής ιατρικής επιστήμης ώς συντελούν εις την προληψιν ασθενειών και ιδία των κοινωνικών τοιούτων (φυματιώσεως, καρκίνου, αφροδισίων, αλκοολισμού κλπ.) ως και τής αναπηρίας και να ενισχύουν προσπάθειας τού Κράτους, των Δήμων η Οργανισμών, Οργανώσεων ή Ιδρυμάτων, τεινουσας εις την ανυψωσιν του επιπέδου υγιεινής τής παιδικής ηλικίας η των λαϊκών τάξεων και ιδιαιτέρως των ήσφαλισμενων, των συνταξιούχων και των μελών τής οικογένειας αυτών.
2. Το Ίδρυμα δυναται να ένισχυη, δι’ ειδικών υπαλλήλων, την δράσιν του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας, προς διαφύλαξιν τής υγείας και σωματικής ακεραιότητος των ησφαλισμενων.
Διά Κανονισμών θέλουσιν ορισθή λεπτομερώς άφ’ ενός μεν τα προσόντα και καθήκοντα των ανωτέρω ειδικών υπαλλήλων του Ιδρύματος, ό τρόπος ενασκήσεως των έργων των, ο βαθμός εξαρτήσεώς των παρά του Γενικού Έπιθεωρητού Εργασίας και αί σχέσεις των προς τους εκασταχοϋ Έπιθεωρητάς Εργασίας, άφ’ ετέρου δέ αί υποχρεώσεις των εργοδοτών όσον αφορά την λήψιν των αρμοδίως υποδεικνυομένων μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των ησφαλισμενων έν τοίς τόποις εργασίας.
3. Άπο της δημοσιεύσως του παρόντος νόμου δεν χορηγούνται άδειαι ατελούς εισαγωγής μηχανημάτων, εϊμή μόνον υπό τον όρον, οτι ταϋτα θα περιλαμβάνωσι και τας σχετικάς προφυλακτικάς κατά των ατυχημάτων εργασίας και των επαγγελματικών νόσων, συσκευάς ή εξαρτήματα, τας υποδεικνυομένας παρά του Γενικού Επιθεωρητοΰ Εργασίας.
4. Το Ιδρυμα δυναται να συνιστώ υποτροφίας προς ευρυτέραν ειδικήν κατάρτισιν εις Εσπερίαν των προς προληψιν των επαγγελματικών κινδύνων τεταγμένων ιδίων ή δημοσίων οργάνων. Διά την αποστολήν εις. Εσπερίαν των τελευταίων τούτων απαιτεΐται η έγκρισις του Υπουργού της Έθνικής Οικονομίας.
Οι κατά το προηγούμενου εδάφιου εις Εσπερίαν αποστελλόμενοι υποχρεοΰνται μετά ταΰτα να υπηρετήσωσιν επί μίαν δεκαετίαν άναλόγως παρά τη Επιθεωρήσει ’Εργασίας ή τω Ιδρυματι. Έν εναντία περιπτώσει ΰπέχουσι τάς εύθυνας του τελευταίου εδαφίου τής παραγράφου α' του άρθρου 41 του ύπ’ άριθ. 2258 κωδικοποιημένου νόμου «περί οργανισμού του 'Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας».
5. Ινα η προληπτική δράσις του καταστή πλέον αποτελεσματικη, το Ιδρυμα δυναται να οργανώνη, έν συνεννοήσει μετά του Υπουργείου Υγιεινής εκθέσεις υγιεινής, να συνιστα και συντηρή μουσεία των οργάνων και συσκευών προλήψεως των ατυχημάτων εργασίας και των επαγγελματικών νόσων και να καταβαλλη συστηματικας προσπάθειας, δι’ εικόνων, κινηματογραφικών ταινιών, διαλέξεων, περιοδικών δημοσιεύσεων και λαϊκών υγειονομικών εκδόσεων, άφ’ ενός προς διέγερσιν παρά τοΐς ησφαλισμένοις της προσοχής προς προφύλαξιν από των επαγγελματικων κινδύνων και άφ’ ετέρου ινα καταστή, δι’ αυτούς και τας οικογένειας των, συνήθεια ή τήρησις των κανόνων τής υγιεινής.
1. Προκειμένου περί εργοδοτών μη συμμορφουμένων προς τα μέτρα, τα υποδεικνυόμενα παρά των έν άρθρω 54 παράγρ. 2 αναφερομένων οργάνων, διά την υγιεινήν και ασφάλειαν των ησφαλισμένων εις τους τόπους εργασίας, τα διά κανονισμού ορισθησόμενα όργανα των φορέων της ασφαλίσεως δύνανται να επαυξάνωσι το πολύ κατά 50 ο) ο τα βαρύνοντα τούς έν λόγω, εργοδότας τμήματα τών εισφορών.
2. Η επιβολή των ανωτέρω επαυξήσεων αίρεται, ευθύς ώς διαπιστωθή οτι ο εργοδότης συνεμορφώθη προς τα υποδειχθέντα μέτρα.
1. Εις περίπτωσιν ανικανότητος πρός εργασίαν, αναπηρίας ή θανάτου, οφειλομένου εις ατύχημα έκ βιαίου συμβάντος επελθόντος έν τή εκτελέσει της εργασίας ή έξ αφορμής αυτής, εαν ο παθών έχει υπαχθή εις την ασφάλισιν καί ώς εκ τούτου δικαιούται ούτος, ή, έν περιπτώσει θανάτου του, τα έν άρθρω 42 αναφερόμενα πρόσωπα, των παροχών των ασφαλίσεων τοΰ παρόντος νομού, ο οικείος εργοδότης απαλλάσσεται τής έκ των διατάξεων του Β. Διατάγματος τής 24 Ιουλίου 1920 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των ες ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων ως αυται ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, υποχρεώσεως προς καταβολήν της παρά τούτων προβλεπομένης αποζημιώσεως και εξόδων νοσηλείας και κηδείας.
2. Από της διαλύσεως τού Ταμείου των Μεταλλευτών καταργούνται αι διατάξεις, αι καθορίξουσαι την παρά τούτου χορηγουμενην προστασίαν εις τους εργάτας ή υπαλλήλους μεταλλείων, μεταλλουργείων, ορυχείων και λατομείων.
1. Οι παρά του παρόντος νόμου προβλεπόμενοι κανονισμοί θεσπίζονται διά Διαταγμάτων προκαλουμένων παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, μετά γνωμοδότησιν του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος και του Συμβουλίου.
2. Διά τας, περί ών η προηγουμένη παράγραφος, γνωμοδοτήσεις τάσσονται παρά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ανάλογοι προθεσμίαι, ών παρερχομένων άπράκτων, ο 'Υπουργός δύναται να προκαλή τά σχετικά Διατάγματα.
Εις τον Ήμέτερον έπι της Εθνικής Οικονομίας Υπουργόν, ανατίθεμεν τήν δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος νομού, ού η ισχύς άρχεται μετά πέντε μήνας από της δημοσιεύσεως του εις τήν Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ό παρών νόμος ψηφισθεις υπό της Βουλής και της Γερουσίας και παρ’ 'Ημών σήμερον έκδοθείς, δημοσιευθήτω διά τής ’Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ώς νόμος του Κράτους.
Έν Αθήναις τή 10 Οκτωβρίου 1932.
Ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ
Το 'Υπουργικόν ΣυμβοΰλιοΥ
Ό Πρόεδρος
ΕΛ. Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Τα Μέλη
I. ΜΠΟΥΡΝΙΑΣ, I. ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ, Π. ΠΕΤΡΙΔΗΣ, Κ. ΒΑΡΒΑΡΕΣΣΟΣ, Σ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Λ. ΚΟΥΤΣΟΠΕΤΑΛΟΣ, Ι. ΒΑΛΑΛΑΣ, Β. ΒΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ, I. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Λ. ΜΑΚΚΑΣ, Π. ΕΥΡΙΠΑΙΟΣ, Λ. ΚΟΓΕΒΙΝΑΣ.
Εθεωρηθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Έν Αθήναις τη 11 Οκτωβρίου 1932.
Ό Υπουργός της Δικαιοσύνης
Ι. ΜΠΟΥΡΝΙΑΣ