Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 11Α_1915 | 139.3 KB |
1. Ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος, επερχοµένου εις εργάτη ή εις υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει εις τα, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου δικαιούµενα πρόσωπα, δικαίωµα αποζηµιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχείρησης, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήµατος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ηµερών, εξαιρουµένης µόνο της περιπτώσεως, καθ ήν ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχηµα.
2. Εις την κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσιν υποχρεούνται οι εργοδόται οικοδοµών και άλλων τεχνικών έργων οι κύριοι επιχειρήσεων διεξαγοµένων εις παντός είδους βιοµηχανικά και βιοτεχνικά εργοστάσια, εργαστήρια, άλλους τόπους εργασίας ή συνεργεία, εν οις γίνεται χρήσις µηχανικών εργαλείων οι κύριοι επιχειρήσεων µεταφοράς δια γης ή ύδατος, φορτώσεως, εκφορτώσεως και αποθηκεύσεων παντός είδους οι κύριοι των µη περιλαµβανοµένων εν άρθρω 1 του ΒΩΜΑ΄ νόµου της 21 Φεβρουαρίου 190 επιχειρήσεων ορυχείων και λατοµείων, ως και πάσης εν γένει επιχειρήσεως ή εκµεταλλεύσεως εν αις κατασκευάζονται ή χρησιµοποιούνται εκρηκτικαί ή τοξικαί ύλαι, ή γίνεται χρήσις µηχανής, κινουµένης δια δυνάµεως άλλης, πλην της του ανθρώπου ή του ζώου. Εις την αυτήν αποζηµίωσιν υποχρεούται το ∆ηµόσιον και παν ενα γένει νοµικόν πρόσωπο, απασχολούν απ' ευθείας εργάτες ή υπαλλήλους εις εργασίας ή επιχείρησης, περί ων το εδάφιον 1 του άρθρου τούτου.
3. Η κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσις: 1. Εν περιπτώσει πλήρους διαρκούς ανικανότητος, περιλαµβάνει εξ ετών µισθούς και δεν είνε κατωτέρα των τριών χιλιάδων δραχµών' εάν δε το σύνολον των µισθών των εξ ετών υπερβαίνη τας εξ χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των εξ χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως. - 2) Εν περιπτώσει µερικής διαρκούς ανικανότητος, περιλαµβάνει εις το εξαπλάσιον του ποσού καθ' ο ηλαττώθη ή δύναται να ελαττωθή το ετήσιον εκ µισθού εισόδηµα του παρόντος, ουδέποτε δε είνε ολιγώτερον των δραχµών πεντακοσίων επί ελαττώσεως δε υπερβαινούσης τας τρεις χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των τριών χιλιάδων το εν τέταρτο τοιαύτης υπερβάσεως. - 3. Εν περιπτώσει πλήρους προσκαίρου ανικανότητος, µη παρατεινοµένης πέραν των δύο ετών, είνε ηµερησία και ίση προς το ήµισυ του µισθού, τον οποίον ελάµβανεν ο παθών κατά την ηµέραν του ατυχήµατος' καταβάλλεται δε από της πέµπτης µετά το ατύχηµα ηµέρας, ή από της ηµέρας του ατυχήµατος, προκειµένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πλέον των δέκα ηµερών. Μετά την παρέλευσιν των δύο ετών, η ανικανότης θεωρείται διαρκής και το καταβληθέν λόγω προσκαίρου ανικανότητος ποσόν εκπίπτεται ε του ποσού της δια διαρκή ολικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νόµον, προσηκούσης αποζηµιώσεως. -4. Εν περιπτώσει µερικής προσκαίρου ανικανότητος, µη παρατεινοµένης πέρα των δύο ετών, είνε ηµερησία και ίση προς το ήµισυ της ελαττώσεως, την οποία εξ αυτής υφίσταται ή δύναται να υποστή ο µισθός, ον ελάµβανεν ο παθών κατά την ηµέραν του ατυχήµατος, καταβάλλεται δε από της πέµπτης µετά το ατύχηµα ηµέρας, ή από της ηµέρας του ατυχήµατος, προκειµένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πλέον των δέκα ηµερών. Μετά την παρέλευσιν των δύο ετών, η ανικανότης θεωρείται ως διαρκή και το καταβληθέν, λόγω προσκαίρου ανικανότης, ποσόν εκπίπτεται εκ του ποσού της δια διαρκή µερικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νόµο προσηκούσης αποζηµιώσεως. -5. Εν περιπτώσει θανάτου, περιλαµβάνει πέντε ετών µισθούς, ουδέποτε δε ολιγώτερον των δύο χιλιάδων πεντακοσίων δραχµών. Εάν δε το σύνολον των µισθών των πέντε ετών υπερβαίνη τας πέντε χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των πέντε χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως.
4. Προς καθορισµόν της κατά τα ανωτέρω άρθρα προσηµιώσεως το µεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε µισθός: α΄) προκειµένου µεν περί µαθητευοµένων ή περί εργατών, µη συµπληρωσάντων το 21ον έτος, λογίζεται ίσος προς την αντιµισθία ετέρων εργατών ή υπαλλήλων του αυτού φύλου και της αυτής κατηγορίας, εκ των ολιγώτερον αµειβοµένων, ουδέποτε όµως κατώτερος των πεντακοσίων δραχµών κατ' έτος' β΄) προκειµένου δε περί οιουδήποτε άλλου εργάτου, λογίζεται ίσος προς την υπ' αυτού και κατά τους προ του ατυχήµατος δώδεκα µήνας πραγµατικώς ληφθείσαν αντιµισθίαν είτε εις χρήµατα είτε εις είδος. - Εάν κατά την περίπτωσιν β΄ της προηγουµένης παραγράφου ο παθών απησχολήθη επί χρονικόν διάστηµα ολιγώτερον των δώδεκα µηνών προ του ατυχήµατος, ως βάσις του υπολογισµού της αποζηµιώσεως λαµβάνεται η πραγµατική αντιµισθία, ήν έλαβεν από της προσλήψεώς ου, ηυξηµένη κατά το ποσόν της αντιµισθίας, την οποίαν κατά το χρονικόν διάστηµα, το απαιτούµενον προς συµπλήρωσιν του προ του ατυχήµατος δωδεκαµήνου, ηδύνατο ούτος να λάβη επί τη βάσει της µέσης αντιµισθίας εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά ειρηµένον χρονικόν διάστηµα. - Εάν η εργασία δεν είνε διαρκής, ο ετήσιος µισθός υπολογίζεται τόσον επί τη βάσει της αντιµισθίας της υπό του παθόντος ληφθείσης κατά το διάστηµα της απασχολήσεώς του, όσον και επί τη βάσει των απολαβών του παθόντος κατά το προς συµπλήρωσιν του προ του ατυχήµατος δωδεκαµήνου χρονικό διάστηµα. -Εάν κατά τας χρονικάς περιόδους, περί ων τα προηγούµενα εδάφια, ο παθών έµεινεν άνευ εργασίας, εκτάκτως ή δι' αιτίας ανεξαρτήτους της θελήσεώς του, συνυπολογίζεται δια το χρονικόν τούτο διάστηµα ο κατά µέσον όρον µισθός των εργατών ή υπαλλήλων, των απασχοληθέντων κατά το χρονικό διάστηµα της τοιαύτης ανεργίας..
5. Η κατά τας περιπτώσεις 3 και 4 του άρθρ. 3 καταβλητέα αποζηµίωσις οφείλεται δι' όλας ανεξαιρέτως τας ηµέρας και πληρώνεται κατά τας διατάξεις του νόµου ∆Λ΄ της 24 Ιανουαρίου 1912 και του προς εκτέλεσιν αυτού Β. διατάγµατος της 24 Σεπτεµβρίου 1912, προκειµένου περί εργασιών και επιχειρήσεων υπαγοµένων εις τον ∆Λ΄ νόµον. Κατά του εργοδότου των τοιούτων εργασιών ή επιχειρήσεων επιβάλλονται αι του άρθρου 2 του ∆Λ' νόµου ποιναί, εν περιπτώσει αδικαιολογήτου καθυστερήσεως της πληρωµής τοιαύτης αποζηµιώσεως, τελεσιδίκως επιδεδικασµένης ή συµβατικώς αναγνωρισθείσης. - Αλλοδαποί δικαιούνται εις πληρωµήν της κατά τας περιπτώσεις 3 και 4 του άρθρου 3 αποζηµιώσεως µόνον εφ' όσον διαµένουν εν Ελλάδι, εν δε τη περιπτώσει 5 του αυτού άρθρου, µόνον εφ' όσον διέµενον εν Ελλάδι κατά τον χρόνον του δυστυχήµατος. - ∆ια συµβάσεως µετά της Πολιτείας του αλλοδαπού, συναπτοµένης υπό τον όρον της αµοιβαιότητος, δύνανται να αναγνωρισθώσιν υπέρ του αλλοδαπού, δια τας περιπτώσεις των αριθµών 3, 4 και 5 του άρθρου 3, όµοια προς τα του ηµεδαπού δικαιώµατα.
6. Εν περιπτώσει θανάτου του παθόντος, η κατά το άρθρον 3, περίπτωσις 5, αποζηµίωσις περιέρχεται εις τους συγγενείς αυτού, ως εξής: - 1. Ο επιζών σύζυγος, εάν ο παθών δεν κατέλιπέ τινα των εν τοις εποµένοις εδαφίοις οριζοµένων συγγενών, λαµβάνει ολόκληρον την αποζηµίωσιν. - Ο επιζών σύζυγος, συντρέχων µεν µετά κατιόντων, λαµβάνει τα δύο πέµπτα της αποζηµιώσεως των λοιπών τριών πέµπτων διανεµοµένων µεταξύ των κατιόντων, κατά τα κατωτέρω περί κατιόντων οριζόµενα' συντρέχων δε µετ' ανιόντων λαµβάνει το ήµισυ της
αποζηµίωσες, του ετέρου ηµίσεως διανεµοµένου µεταξύ των ανιόντων κατά τα κατωτέρω περί ανιόντων οριζόµενα συντρέχων δε µετ' αδελφών, λαµβάνει τα τρία πέµπτα, των λοιπών δύο πέµπτων διανεµοµένων µεταξύ των αδελφών, κατά τα κατωτέρω περί των αδελφών οριζόµενα. - Ουδέν δικαίωµα έχει ο µετά το ατύχηµα γενόµενος σύζυγος του παθόντος. -2) Το µετά την αφαίρεσιν του µεριδίου του επιζόντος συζύγου ποσόν της αποζηµιώσεως ή, µη υπάρχοντος συζύγου, ολόκληρος η αποζηµίωσις περιέρχεται εις τους κατωτέρω οριζοµένους συγγενείς του παθόντος. α΄) Εάν ο παθών κατέλιπε νόµιµα ή ανεγνωρισµένα ή φυσικά, επί γυναικός, τέκνα, ή άλλους κατιόντας, ζώντας εις βάρους αυτού, πάντας δε αγάµους και, προκειµένου περί αρρένων, ηλικίας κατωτέρας των 21 ετών, ή οιασδήποτε ηλικίας κατιόντας, ανικάνους προς εργασίαν, ένεκεν σωµατικού ή διανοητικού ελαττώµατος, ο Ειρηνοδίκης προσδιορίζει δι' αποφάσεώς του κατά την κρίσιν του την µερίδα των υπαρχόντων ανικάνων προς εργασίαν, το δε υπόλοιπον διανέµεται εξ ίσου εις πάντας τους λοιπούς. Εις το ήµισυ του ούτως αναλογούντος ποσού της αποζηµιώσεως δικαιούνται τα άρρενα τα άγοντα ηλικίαν µεταξύ 18 και 21 ετών και τα άγαµα θήλεα τα υπερβάντα το 21ον έτος της ηλικίας των' το δε έτερον ήµισυ διανέµεται µεταξύ των λοιπών προς επαύξησιν της µερίδος των και, εάν τοιούτον δεν υπάρχωσι, διανέµεται εις τους άλλους, κατά τα κατωτέρω, δικαιουµένους. β΄) Εάν ο παθών δεν κατέλιπε τους κατά το προηγουµένον εδάφιον δικαιουµένους κατιόντας ή κατέλιπε µόνον τοιούτους δικαιουµένους εις το ήµισυ της αποζηµιώσεως, περιέρχεται εις τους αποµένοντας και ζώντας εις βάρος του παθόντος ανιόντος. γ' ) Εν ο παθών δεν κατέλιπε κατιόντας ή ανιόντας, δικαιουµένους κατά τας προηγουµένας περιπτώσεις α΄ και β΄, κατέλιπεν όµως αδελφούς αγάµους και άγοντας ηλικίαν κατωτέραν µεν των 18 ετών, προκειµένου περί αρρένων, κατωτέραν δε των 21 προκειµένου περί θηλέων, ή άγοντας οιανδήποτε ηλικίαν, ανικάνους όµως προς εργασίαν, ένεκα σωµατικού ή διανοητικού ελαττώµατος, το διαθέσιµον ποσόν της αποζηµιώσεως περιέρχεται εις τα πρόσωπα ταύτα, εάν έζων εις βάρος του παθόντος, διανεµόµενον µεταξύ αυτών, κατά τα περί κατιόντων ορισθέντα. δ') Εάν ο παθών δεν κατέλιπε σύζυγον ή άλλον εκ των ανωτέρω απαριθµηθέντων συγγενών ή προκειµένου περί αλλοδαπών ούτοι δεν διέµενον εν Ελλάδι κατά τον χρόνον του δυστυχήµατος, ή εάν δεν διενεµήθη µεταξύ αυτών ολόκληρος η αποζηµίωσις, το διαθέσιµον ποσόν της αποζηµιώσεως επιδιώκεται δικαστικώς ή εξωδίκως υπό του Υπουργού της Εθνικής Οικονοµίας και κατατίθεται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος εις έντοκον λογαριασµόν και εις πίστωσιν του "Ταµείου Προνοίας υπέρ των Εργατών". - Ως προς τας δια την εφαρµογήν του άρθρου τούτου αναγκαίας πιστοποιήσεις τηρούνται αι διατάξεις του άρθρου 128 του λογισιτικού νόµου περί συντάξεων.
7. Ο υπεύθυνος εις αποζηµίωσιν υποχρεούται προσέτι να πληρώνη τα ιατρικά και φαρµακευτικά έξοδα, και τα έξοδα νοσηλείας, δια την κηδείαν του παθόντος, δραχµάς εξήκοντα. - Ο παθών δύναται ο ίδιος να εκλέξη ιατρόν και φαρµακοποιόν' δικαιούται όµως ο εις αποζηµίωσιν υπόχρεως να διορίση δι' απλής επιστολής, θεωρουµένης υπό του Ειρηνοδίκου, ιατρόν, όστις επισκέπτεται καθ' εβδοµάδα τον παθόντα επί παρουσία του θεράποντος ιατρού, ειδοποιουµένου προς τούτο προ µιας ηµέρας δια συστηµένης επιστολής' αν ο παθών αρνήται να δεχθή την επίσκεψιν, ο Ειρηνοδίκης δι' αποφάσεως διατάσσει την αναστολήν της πληρωµής της αποζηµιώσεως και της νοσηλείας' εάν οι ιατροί διαφωνήσουν, αποφαίνεται ο Ειρηνοδίκης διατάσσων εν ανάγκη πραγµατογνωµοσύνην. - Εν ουδεµιά περιπτώσει τα ιατρικά και φαρµακευτικά έξοδα ως και τα έξοδα νοσηλείας, δύνανται εν συνόλω να υπερβαίνωσι τας εξ δραχµάς ηµερησίας, ουδέ να πληρώνονται πέρα των δύο ετών. - Οι ιατροί, φαρµακοποιοί, διευθυνταί κλινικών και πας καταβάλλων τα κατά το παρόν άρθρον έξοδα, δύνανται να ενάγουν απ' ευθείας τον προς αποζηµίωσιν υπόχρεων.
8. Εις τας κατά το άρθρον 2 εργασίας και επιχειρήσεις, καθ' ας µεσολαβούσιν εργοδόται ή υπεργολάβοι, η κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσις βαρύνει, αλληλεγγύως µετά του κυρίου της επιχειρήσεως, τον υπεργοδότην ή υπεργολάβον, δικαιουµένου του καταβαλόντος εις αναγωγήν, κατά τας διατάξεις του αστικού δικαίου. - Εάν όµως το ατύχηµα συνέβη εις εργασίας ή επιχειρήσεις εκτελουµένας δια λογαριασµόν του ∆ηµοσίου ή άλλου νοµικού προσώπου, αλλά δια παραχωρήσεως ή εργολαβίας, η αποζηµίωσις οφείλεται µόνον υπό του αναδόχου ή του εργολάβου ή υπεργολάβου, ή, επί πλειόνων αναδόχων, εργολάβων και υπεργολάβων, υπό πάντων των προσώπων τούτων αλληλεγγύως κατά τους όρους του προηγουµένου εδαφίου.
9. Πάσα κατά τον παρόντα νόµον αξίωσις του παθόντος ή των αντ' αυτού δικαιουµένων προσώπων εξασφαλίζεται δια προνοµίου επί της κινητής ή ακινήτου περιουσίας του υποχρέου φυσικού η νοµικού προσώπου, πλην του ∆ηµοσίου. Το προνόµιον τούτο έπεται των προνοµίων του άρθρου 940 Πολιτ. ∆ικονοµίας και συντρέχει µετά των προνοµίων των άρθρων 941 και 991 αριθ. 2 Πολ. ∆ικονοµίας.
10. Ο εργοδότης των εν άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, ένθα συνέβη ατύχηµα του άρθρου 1, ή ο αναπληρωτής αυτού, υποχρεούται, αν τούτο προκαλέση ανικανότητα πλέον της εβδοµάδος, να βεβαιώση εντός δέκα πέντε ηµερών από του ατυχήµατος, εγγράφως και ενόρκως, ενώπιον του Ειρηνοδίκου του τόπου του ατυχήµατος, µετά δύο αυτοπτών µαρτύρων αν υπάρχωσι τούτοι, τας λεπτοµερείας του ατυχήµατος, την ηµέραν, καθ' ην συνέβη, το όνοµα και τον τόπον της καταγωγής του παθόντος. - Εντός της αυτής προθεσµίας και επιµελεία του εργοδότου, ο θεραπεύων ιατρός οφείλει να βεβαιώση ενόρκως και εγγράφως ενώπιον του αυτού Ειρηνοδίκου την κατάστασιν του παθόντος και την πιθανήν έκβασιν του παθήµατος. - Επιβάλλεται πρόστιµον πεντήκοντα µέχρι διακοσίων δραχµών εις τον υπαίτιον της παραλείψεως της κατά το άρθρον τούτο βεβαιώσεως.
11. Οι συγγενείς του παθόντος, αυτός ο παθών, παν µέλος εργατικής ενώσεως και πας άλλος ιδιώτης, δικαιούνται να ζητήσουν, όπως ενώπιον του αυτού Ειρηνοδίκου καταθέσωσιν ενόρκως ότι γνωρίζουν περί του ατυχήµατος και των περιστάσεων υφ' ας εγένετο.
12. Η αποδεικτική δύναµις των κατά τα άρθρα 10 και 11 βεβαιώσεων απόκειται εις ελευθέραν κρίσιν του δικαστού του δικάζοντος περί της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως, αντίγραφα δε των βεβαιώσεων τούτων χορηγούνται εις τον παθόντα ή τους συγγενείς του εφ' απλού χάρτου.
13. Αι εκ των διατάξεων του παρόντος νόµου απορρέουσαι αγωγαί υπάγονται, ανεξαρτήτως ποσού, εις την αρµοδιότητα του Ειρηνοδίκου της κατοικίας του εναγοµένου ή του τόπου, όπου συνέβη το ατύχηµα.
14. Πάσα συµφωνία, αντικειµένη αµέσως ή εµµέσως εις τας διατάξεις του παρόντος νόµου είνε άκυρος, εφ' όσον µειώνει τας υποχρεώσεις του εργοδότου.
15. Αι κατά τον παρόντα νόµον απαιτήσεις ούτε συµψηφίζονται, ούτε κατάσχονται, ούτε εκχωρούνται, πάσα δε κατάσχεσις ή εκχώρησις είνε αυτοδικαίως άκυρος. - Τα πληρεξούσια, τα επιδοτήρια, τα αντίγραφα, τα εξοφλητήρια, η κατά το άρθρον 7 επιστολή και βεβαίωσις, αι αποφάσεις και τα παντός είδους διαδικαστικά ή εκτελέσεως ή άλλα, συνεπεία του παρόντος νόµου, συντασσόµενα έγγραφα γράφονται εφ' απλού χάρτου, και δεν υποβάλλονται εις άλλο τι τέλος.
16. Οι παθόντες εξ ατυχήµατος του άρθρου 1, δυναµένου ν' αποδοθή εις δόλον του εργοδότου ή του υπ' αυτού προστηθέντος προσώπου, ως και τα αντ' αυτών κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 δικαιούµενα πρόσωπα, έχουσι το εκλεκτικόν δικαίωµα ν' ασκώσιν είτε την εκ του παρόντος νόµου, είτε την εκ του κοινού αστικού δικαίου προσήκουσαν αυτοίς προς αποζηµίωσιν αξίωσιν το αυτό ισχύει και δια την περίπτωσιν καθ' ην το ατύχηµα επήλθεν εν εργασία ή επιχειρήσει εν η εν ετηρήθησαν αι διατάξεις ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών περί των όρων ασφαλείας και ένεκα της µη τηρήσεως τούτων. - Η υπό των αυτών προσώπων αίτησις ή αποδοχή των κατά το άρθρον 7 οφειλοµένων εξόδων µόνον ουδέποτε δύναται να ερµηνευθεί ως δηλούσα επιλογήν της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως. - Εν περιπτώσει επιλογής της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως, τα αυτά πρόσωπα διατηρούσι την κατά το κοινόν αστικόν δίκαιον προσήκουσαν αυτοίς αξίωσιν εναντίον του υπαιτίου του ατυχήµατος προσώπου, εφ' όσον αυτό είνε διάφορον του κατά τον παρόντα νόµον προς αποζηµίωσιν υποχρέου. - Εάν ο υπόχρεως εις αποζηµίωσιν αποδείξη ότι το ατύχηµα επήλθεν εξ αµελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωµα να µειώση, κατά την κρίσιν του το ποσόν της, κατά το άρθρον 3, οφειλοµένης αποζηµιώσεως, αλλ' ουχί κατωτέρω του ηµίσεως αυτού.
Αµέλεια υφίσταται µόνον, εάν ο παθών, αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόµων ή διαταγµάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισµών περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρµοδίας δηµοσίας αρχής ή εκδοθέντων µε την υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ' όσον οι κανονισµοί είναι ανηρτηµένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή µέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο µείωσις δε χωρεί, εάν συντρέχη περίπτωσις τις εκ των εν τη πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου οριζοµένων.
17. Πάσα εκ του παρόντος νόµου αξίωσις παραγράφεται µετά τριετίαν από του ατυχήµατος' απέναντι όµως εργοδότου, µη συµµορφωθέντος προς τας διατάξεις του άρθρου 10, χωρεί µόνον η κοινή παραγραφή. - Η παραγραφή των αξιώσεων των αντί του παθόντος, κατά τας διατάξεις του άρθρου 8, δικαιουµένων προσώπων, άρχεται από του θανάτου του παθόντος.
18. ∆εν ισχύουσιν αι διατάξεις του νόµου τούτου προκειµένου: 1) περί εργατών µεταλλείων, µεταλλουργείων κ.λπ., εφ' όσον δι' αυτούς ισχύουσιν αι ειδικαί διατάξεις του νόµου ΒΩΜΑ΄ της 21 Φεβρουαρίου 1901, ως ετροποποιήθη δια του ΓκΠΑ΄ νόµου της 7 Ιανουαρίου 1912, 2) περί εργατών θαλάσσης δια τους οποίους ισχύουσιν αι διατάξεις του νόµου ΓΣΚς΄ της 7 Ιουλίου 1907 περί Ναυτικού Αποµαχικού Ταµείου, και 3) περί υπαλλήλων και εργατών σιδηροδροµικών εταιρειών, αίτινες ίδρυσαν ταµεία συντάξεων, συµφώνως προς τας διατάξεις του νόµου ΓΣΚ΄ (υπ' αριθ. 3220) της 9 Ιουνίου 1907 περί του ταµείου συντάξεων του προσωπικού της Εταιρείας Σιδηροδρόµων Πειραιώς - Αθηνών - Πελοπονήσσου, και µόνον εφ' όσον τα ταµεία ταύτα χορηγούσι σύνταξιν εις τον εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής ταύτης ατυχήσαντα εργάτην ή υπάλληλον, και εφ' όσον η σύνταξις αύτη κεφαλοποιουµένη, κατά την κρίσιν του δικαστού, συµπληροί το κατά τον παρόντα νόµον καταβλητέον ποσόν αποζηµιώσεως' άλλως δικαιούται ο παθών να ζητήση κατά τον νόµον τούτον, την συµπλήρωσιν του ποσού.
19. Τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου επιβαλλόµενα πρόστιµα, εισπράττονται κατά τας διατάξεις των νόµων περί εισπράξεως των δηµοσίων εσόδων και κατατίθενται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος εις έντοκον λογαριασµόν και εις πίστωσιν του "Ταµείου Προνοίας υπέρ των εργατών". - ∆ι ειδικού νόµου θέλουσι κανονισθή τα της διαθέσεως του κεφαλαίου τούτου. - Αι προς εφαρµογήν του νόµου τούτου, απαιτούµεναι διατάξεις ορίζονται δια Β. διατάγµατος. - Η ισχύς του νόµου άρχεται από της πρώτης Φεβρουαρίου 1915.