Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 147Α_1960 | 316.51 KB |
Εις το τέλος του άρθρ.24 του αν.ν. 1846/51 προστίθεται εδάφιον θ’ έχον ούτω: «θ. Εισφοράν επαγγελµατικού κινδύνου ίσην προς 1% των αποδοχών των µισθωτών των απασχολουµένων εις βιοµηχανικά εργοστάσια, βιοτεχνικά εργαστήρια, εργοτάξια τεχνικών έργων και οικοδοµών, φορτοεκφορτώσεις, µεταφοράς, µεταλλεία και λατοµεία, υπονόµους, και εν γένει εις εργασίας διεξαγοµένας υπό συνθήκας ώστε να τίθεται εν κινδύνω η ζωή ή η υγεία των εργαζοµένων. Η εισφορά αύτη, βαρύνουσα αποκλειστικώς τον εργοδότην, δύναται δια β.δ. εκδιδοµένων κατά την υπό του παρόντος άρθρου διαγραφοµένων διαδικασίαν, είτε να µειούται εις το ήµισυ, εφ’ όσον ουδέν εργατικόν ατύχηµα λαβόν χώραν εν τη ενδιαφεροµένη επιχειρήσει ανηγγέλθη επί δύο συνεχή έτη είτε να αυξάνη µέχρι του διπλασίου, εφ’ όσον η επιχείρησις δεν λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα υγιεινής και ασφαλείας προς πρόληψιν εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών. ∆ια την ως άνω µείωσιν της εισφοράς δεν λαµβάνονται υπ’ όψιν εργατικά ατυχήµατα προκαλέσαντα σωµατικήν βλάβην ή βλάβην της υγείας του ησφαλισµένου συνεπεία της οποίας επήλθεν ανικανότης αυτού διαρκείας βραχυτέρας των επτά ηµερών. Επί επιχειρήσεων, ων το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του ενός µόνον Κλάδου Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. η εισφορά επαγγελµατικού κινδύνου µειούται εις το ήµισυ. ∆ια β.δ. προκαλουµένων υπό του Υπουργού Εργασίας µετά γνώµην του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α. και της κατωτέρω Επιτροπής Προλήψεως Εργατικών Ατυχηµάτων και σύµφωνον γνώµην του παρά τω Υπουργείω Εργασίας Συµβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, θέλουν καθορισθή: α) Τα βασικά µέτρα, άτινα υποχρεούνται όπως λαµβάνουν οι εργοδόται δια την πρόληψιν εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών. β) Ο τρόπος ασκήσεως ελέγχου των τόπων εργασίας υπό των κατά νόµον αρµοδίων οργάνων. γ) Ο τρόπος αναγγελίας εις το Υπουργείον Εργασίας και το Ι.Κ.Α. των εργατικών ατυχηµάτων και Επαγγελµατικών ασθενειών και η υποχρέωσις τηρήσεως βιβλίου απογραφής των εργατικών ατυχηµάτων. δ) Αι κατηγορίαι των Επιχειρήσεων, αίτινες υποχρεούνται εις την καταβολήν της εισφοράς επαγγελµατικού κινδύνου. ε) Οι όροι και οι προϋποθέσεις δια την καταβολήν της µειωµένης ή ηυξηµένης κατά τα ανωτέρω εισφοράς. στ) Οι όροι και αι προϋποθέσεις, υφ’ ας θα δύναται,
προκειµένου περί µικτής επιχειρήσεως, να περιορίζηται η εισφορά επαγγελµατικού κινδύνου επί των αποδοχών τοιαύτης επιχειρήσεως. ζ) Η επέκτασις της εφαρµογής των ανωτέρω διατάξεων και εις ετέρας επιχειρήσεις, το προσωπικόν των οποίων υπάγεται εις την ασφάλισιν Ειδικών Ταµείων και ο τρόπος εφαρµογής εις τας περιπτώσεις ταύτας των διατάξεων του παρόντος. η) Πάσα ετέρα λεπτοµέρεια δια την εφαρµογήν των ως άνω διατάξεων. Η κατά τα ανωτέρω Επιτροπή Προλήψεως Εργατικών Ατυχηµάτων αποτελείται: α) Εξ ενός ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Εργασίας, ως Προέδρου, β) εξ ενός Τεχνικού Επιθεωρητού του Υπουργείου Εργασίας, γ) εξ ενός Επιθεωρητού Βιοµηχανίας, οριζοµένου µετά του αναπληρωτού του, υπό του Υπουργού Βιοµηχανίας, δ) εξ ενός Υγειονοµικού Επιθεωρητού τουΥπουργείου Εργασίας ή ενός ιατρού Οργανισµού Κοινωνικής Ασφαλίσεως, έχοντος πείραν και ειδίκευσιν εις τα θέµατα των εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών, ε) εξ ενός ανωτέρου υπαλλήλου Οργανισµού Κοινωνικής Ασφαλίσεως εκ του κλάδου Επιθεωρήσεως, στ) εξ ενός τεχνικού, υποδεικνυοµένου, µετά του αναπληρωτού του, υπό του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος, ζ) εξ ενός µέλους του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Οργανισµού Προλήψεως Ατυχηµάτων, η) ανά ενός εκπροσώπου των ησφαλισµένων και εργοδοτών, προερχοµένων εκ των Κλάδων της Βαρείας Βιοµηχανίας ή Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων. Ο εκπρόσωπος των εργοδοτών και ο αναπληρωτής αυτού υποδεικνύονται υπό του Συνδέσµου Ελλήνων Βιοµηχάνων ή του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Αθηνών εις διπλάσιον αριθµόν, ο δε εκπρόσωπος των ησφαλισµένων και ο αναπληρωτής αυτού υπό των οικείων Οµοσπονδιών Μισθωτών Βαρείας Βιοµηχανίας ή Μεταλλευτών, εις διπλάσιον οµοίως αριθµόν. Άπαντα τα µέλη, ο εισηγητής και ο Γραµµατεύς της Επιτροπής και οι αναπληρωταί αυτών, διορίζονται δια πράξεως του Υπουργού Εργασίας. Χρέη εισηγητού εκτελεί εις των Τεχνικών Επιθεωρητών, οριζόµενος υπό του Υπουργού Εργασίας, αναλόγως του συζητουµένου θέµατος. ∆ι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, θέλουν καθορισθή ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής, αι αρµοδιότητες και ο τόπος συνεδριάσεων αυτής. ∆ια της αυτής αποφάσεως θέλουν καθορισθή και αι υποχρέωσεις του ΙΚΑ προς παροχήν των απαιτουµένων οικονοµικών µέσων δια την αγοράν των αναγκαίων επιστηµονικών οργάνων δια την λειτουργίαν της Επιτροπής.
1. Η § 1 του άρθρ. 28 του α.ν. 1846/51 αντικαθίσταται δια των εποµένων §§ 1, 1α και 1β ως ακολούθως: «1. Ο ησφαλισµένος παρά τω Ιδρύµατι δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος εάν κατά την υποβολήν της αιτήσεως έχη συµπληρώσει το 65ον της ηλικίας του ή η ησφαλισµένη το 60ον και επραγµατοποίησε δύο χιλιάδας πεντακοσίας (2.500) τουλάχιστον ηµέρας εργασίας.
Το ως άνω κατώτατον όριον ηµερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικώς εις 4.050 εν συνόλω προστιθεµένων εις τας 2.500 ηµέρας εργασίας ανά 175 τοιούτων κατά µέσον όρον καθ’ έκαστον επόµενον ηµερολογιακόν έτος, αρχής γινοµένης από 1ης Ιανουαρίου 1962.
– 1α. Ο συµπληρώσας το 62ον έτος της ηλικίας του ησφαλισµένος ή το 57ον ή ησφαλισµένη, δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος εάν επραγµατοποίησεν εξ χιλιάδας (6.000) τουλάχιστον ηµέρας εργασίας κατά την υποβολήν της αιτήσεως. Ο ανωτέρω αριθµός αυξάνεται προοδευτικώς εις 10.000 εν συνόλω προστιθεµένων εις τας 6.000 ηµέρας ανά 225 τοιούτων κατά µέσον όρον καθ’ έκαστον επόµενον ηµερολογιακόν έτος, αρχής γενοµένης από 1ης Ιανουαρίου 1962. 1β. Ο ησφαλισµένος δικαιούται συντάξεως λόγω αναπηρίας εάν κατέστη ανάπηρος κατά την έννοιαν της εποµένης παραγράφου και επραγµατοποίησε χιλίας πεντακοσίας τουλάχιστον ηµέρας εργασίας, εξ ων 300 τουλάχιστον εντός των πέντε ετών των αµέσως προηγουµένων εκείνου καθ’ ο κατέστη ανάπηρος ή επραγµατοποίησε τον υπό των §§ 1
και 1α του παρόντος άρθρου απαιτούµενον αριθµόν ηµερών εργασίας».
–2. Η § 5 του άρθρ. 28 του αν. ν. 1846/51 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «5. Εάν ο ησφαλισµένος συνεπλήρωσε τον υπό της § 1 ή 1α του παρόντος άρθρου οριζόµενον αριθµόν ηµερών εργασίας, εξ ων ανά εκατόν τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ον υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως, δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως, δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της § 1 και 1α αντιστοίχως του παρόντος άρθρου οριζοµένων ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλησµένης. Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι, του 60ου προκειµένου περί αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των προϋποθέσεων των §§ 1 και 1α και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα καθοριζόµενα δια Κανονισµού, δια του οποίου θέλουν καθορισθή πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα. Έγγαµος ησφαλισµένη µετ’ ανηλίκων τέκνων ή εν χηρεία τελούσα µετ’ ανηλίκων τέκνων έχουσα συµπληρώσει το 50ον έτος της ηλικίας της και 5.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας, δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος ηλαττωµένης κατά 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ του 55ου έτους της ηλικίας της, το ποσόν της οποίας δεν δύναται να είναι µικρότερον του προβλεποµένου κατωτάτου ορίου συντάξεως, εφ’ όσον δεν τυγχάνει συνταξιούχος του ΙΚΑ, του ∆ηµοσίου, ΝΠ∆∆, ή ετέρου Οργανισµού κυρίας ασφαλίσεως».
–3. Το πρώτον εδάφιον της § 6 του άρθρ. 28 του αν. ν. 1846/51 τροποποιείται ως ακολούθως: «6. Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής ή ησφαλισµένου έχοντος πραγµατοποιήσει τουλάχιστον 1500 ηµέρας εργασίας, εξ ων 300 τουλάχιστον εντός των 5 ετών των αµέσως προηγουµένων εκείνου καθ’ ον επήλθεν ο θάνατος ή ησφαλισµένου έχοντος πραγµατοποιήσει το υπό της §1 του παρόντος άρθρου απαιτούµενον αριθµόν ηµερών εργασίας δικαιούνται συντάξεως κατά τας εποµένας παραγράφους».
–4. Η § 8 του άρθρ. 38 του αν. ν. 1846/51 τροποποιείται ως ακολούθως: «8. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος) ισούται προ τα εβδοµήκοντα (70) εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος
(θανούσης)».
–5. Εις το τέλος του άρθρ. 28 προστίθεται § 14 έχουσα ούτω: «14. Εφ’ όσον δεν έχει παρέλθει πενταετία από της επεκτάσεως της ασφαλίσεως εις τινα περιοχήν ή επαγγελµατικήν κατηγορίαν, πρόσωπα το πρώτον υπαχθέντα εις την ασφάλισιν εν τη περιοχή η επαγγελµατική ταύτη κατηγορία, δικαιούνται συντάξεως αναπηρίας ή επιδόµατος αναπροσαρµογής ή συντάξεως γήρατος, µειωµένης κατά 20% εφ’ όσον έχουν πραγµατοποιήσει 1.000 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας εν τη αυτή περιοχή ή επαγγελµατική κατηγορία και έχουν καταστή ανάπηρα κατά την έννοιαν της § 2 ή έχουσιν συµπληρώσει το κατά την § 1 του παρόντος άρθρου όριον ηλικίας. Υπό τας αυτάς προϋποθέσεις δικαιούνται συντάξεως εν περιπτώσει θανάτου των ως άνω προσώπων, τα εν § 6 του παρόντος άρθρου οριζόµενα µέλη οικογενείας. Μετά την πάροδον της πενταετίας από της επεκτάσεως της ασφαλίσεως και δι’ έκαστον διανυόµενον επί πλέον έτος προστίθενται εις τας ως άνω χιλίας ηµέρας εργασίας ανά 175 κατά µέσον όρον µέχρι συµπληρώσεως των υπό των §§ 1, 1α, 1β, 5 ή 6 του παρόντος άρθρου οριζοµένων χρονικών προϋποθέσεων δια την απονοµήν συντάξεως γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, οπότε το ποσόν της συντάξεως υπολογίζεται άνευ της κατά τα ανωτέρω µειώσεως.
Η παρούσα παράγραφος έχει εφαρµογήν επί προσώπων άτινα επραγµατοποίησον τριακοσίας τουλάχιστον ηµέρας εργασίας εντός των πέντε ετών των αµέσως προηγουµένων της επεκτάσεως της ασφαλίσεως εις την προσοχήν των ή εις την επαγγελµατικήν αυτών κατηγορίαν».
Η § 5 του άρθρ. 28 του αν. ν. 1846/51 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «5. Εάν ο ησφαλισµένος συνεπλήρωσε τον υπό της § 1 ή 1α του παρόντος άρθρου οριζόµενον αριθµόν ηµερών εργασίας, εξ ων ανά εκατόν τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ον υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως, δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως, δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της § 1 και 1α αντιστοίχως του παρόντος άρθρου οριζοµένων ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλησµένης. Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι, του 60ου προκειµένου περί αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των προϋποθέσεων των §§ 1 και 1α και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα καθοριζόµενα δια Κανονισµού, δια του οποίου θέλουν καθορισθή πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα. Έγγαµος ησφαλισµένη µετ’ ανηλίκων τέκνων ή εν χηρεία τελούσα µετ’ ανηλίκων τέκνων έχουσα συµπληρώσει το 50ον έτος της ηλικίας της και 5.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας, δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος ηλαττωµένης κατά 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ του 55ου έτους της ηλικίας της, το ποσόν της οποίας δεν δύναται να είναι µικρότερον του προβλεποµένου κατωτάτου ορίου συντάξεως, εφ’ όσον δεν τυγχάνει συνταξιούχος του ΙΚΑ, του ∆ηµοσίου, ΝΠ∆∆, ή ετέρου Οργανισµού κυρίας ασφαλίσεως».
Η ισχύς του παρόντος νοµοθετικού διατάγµατος άρχεται από της πρώτης του εποµένου της δηµοσιεύσεώς του µηνός, εξαιρέσι των διατάξεων αυτού δι’ ας ορίζεται διάφορος χρόνος ισχύος των.