Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1549 - 1584 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Βακτήριο ή βακτηρίδιο
Αγγλικός όρος:
Bacterium

Μετάφραση: Bacterium
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα
Αγγλικός όρος:
Valve

Μετάφραση: Valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα αντεπιστροφής
Αγγλικός όρος:
Non return valve

Μετάφραση: Non return valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve

Μετάφραση: Safety valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εισαγωγής
Αγγλικός όρος:
Inlet valve

Μετάφραση: Inlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εξαγωγής
Αγγλικός όρος:
Outlet valve

Μετάφραση: Outlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα θραύσης
Αγγλικός όρος:
Rupture valve

Μετάφραση: Rupture valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα καθόδου
Αγγλικός όρος:
Down acting valve

Μετάφραση: Down acting valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα κατάθλιψης
Αγγλικός όρος:
Vacuum valve

Μετάφραση: Vacuum valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα κενού
Αγγλικός όρος:
Vacuum valve

Μετάφραση: Vacuum valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα περιορισμού της ροής
Αγγλικός όρος:
One-way restrictor

Μετάφραση: One-way restrictor
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα φιάλης αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas cylinder valve

Μετάφραση: Gas cylinder valve
Ελληνικός όρος:
Βαλεριαλδεΰδη ή πεντανάλη
Αγγλικός όρος:
Valeraldehyde, pentanal

Μετάφραση: Valeraldehyde, pentanal
Ελληνικός όρος:
Βαλεριαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Valeramide

Μετάφραση: Valeramide
Ελληνικός όρος:
Βαλεριανικό οξύ ή πεντανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Valeric acid, pentanoic acid

Μετάφραση: Valeric acid, pentanoic acid
Ελληνικός όρος:
Βαλεριανικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl valerate

Μετάφραση: Ethyl valerate
Ελληνικός όρος:
Βαλεριονιτρίλιο ή πεντανονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Valeronitrile, pentanenitrile

Μετάφραση: Valeronitrile, pentanenitrile
Ελληνικός όρος:
Βαλερυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Valeryl chloride

Μετάφραση: Valeryl chloride
Ελληνικός όρος:
Βαλίνη
Αγγλικός όρος:
Valin, Val, V

Μετάφραση: Valin, Val, V
Ελληνικός όρος:
Βαμβακέλαιο
Αγγλικός όρος:
Cottonseed oil

Μετάφραση: Cottonseed oil
Ελληνικός όρος:
Βαμβάκι
Αγγλικός όρος:
Cotton

Μετάφραση: Cotton
Ελληνικός όρος:
Βαμβακοπυρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Guncotton

Μετάφραση: Guncotton
Ελληνικός όρος:
Βαμιδοθείο
Αγγλικός όρος:
Vamidothion

Μετάφραση: Vamidothion
Ελληνικός όρος:
Βανάδιο
Αγγλικός όρος:
Vanadium (V)

Μετάφραση: Vanadium (V)
Ελληνικός όρος:
Βανιλλίνη ή έλαιο από κόκκους βανίλλης
Αγγλικός όρος:
Vanillin, oil of vanilla bean

Μετάφραση: Vanillin, oil of vanilla bean
Ελληνικός όρος:
Βαρβιτουρικά
Αγγλικός όρος:
Barbiturates

Μετάφραση: Barbiturates
Ελληνικός όρος:
Βαρβιτουρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Barbituric acid or malonylurea

Μετάφραση: Barbituric acid or malonylurea
Ελληνικός όρος:
Βάρδια
Αγγλικός όρος:
Shift, watch, work shift

Μετάφραση: Shift, watch, work shift
Ελληνικός όρος:
Βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα
Αγγλικός όρος:
Arduous and unhealthy occupations

Μετάφραση: Arduous and unhealthy occupations
Ελληνικός όρος:
Βαρέα μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Heavy metals

Μετάφραση: Heavy metals
Ελληνικός όρος:
Βαρέλι
Αγγλικός όρος:
Drum

Μετάφραση: Drum
Ελληνικός όρος:
Βαρέλι πίεσης
Αγγλικός όρος:
Pressure drum

Μετάφραση: Pressure drum
Ελληνικός όρος:
Βαρηκοΐα
Αγγλικός όρος:
Hypoacousis, deafness caused by noise

Μετάφραση: Hypoacousis, deafness caused by noise
Ελληνικός όρος:
Βαριές
Αγγλικός όρος:
Sledge hammers

Μετάφραση: Sledge hammers
Ελληνικός όρος:
Βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium, Ba

Μετάφραση: Barium, Ba
Ελληνικός όρος:
Βαριοπούλες
Αγγλικός όρος:
Stone breaking hammers

Μετάφραση: Stone breaking hammers

Ακολουθήστε μας