Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1477 - 1512 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα στον τομέα των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport accidents

Μετάφραση: Transport accidents
Ελληνικός όρος:
Αυθαίρετος
Αγγλικός όρος:
Arbitrary

Μετάφραση: Arbitrary
Ελληνικός όρος:
Αυλάκωση
Αγγλικός όρος:
Chase-cutting

Μετάφραση: Chase-cutting
Ελληνικός όρος:
Αυξημένη ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Increased safety

Μετάφραση: Increased safety
Ελληνικός όρος:
Αύξηση
Αγγλικός όρος:
Growth, increase

Μετάφραση: Growth, increase
Ελληνικός όρος:
Αυξητικός παράγοντας νεύρων
Αγγλικός όρος:
Nerve growth factor, NGF

Μετάφραση: Nerve growth factor, NGF
Ελληνικός όρος:
Αϋπνία
Αγγλικός όρος:
Sleeplessness or insomnia

Μετάφραση: Sleeplessness or insomnia
Ελληνικός όρος:
Αυστηρός περιορισμός
Αγγλικός όρος:
Severe restriction

Μετάφραση: Severe restriction
Ελληνικός όρος:
Αυταναφλέγεται εάν εκτεθεί στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Catches fire spontaneously if exposed to air

Μετάφραση: Catches fire spontaneously if exposed to air
Ελληνικός όρος:
Αυτανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Spontaneous ignition

Μετάφραση: Spontaneous ignition
Ελληνικός όρος:
Αυτενεργή βαλβίδα εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Self-operating ventilation valve

Μετάφραση: Self-operating ventilation valve
Ελληνικός όρος:
Αυτί
Αγγλικός όρος:
Ear

Μετάφραση: Ear
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλέγεται στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Spontaneously flammable in air

Μετάφραση: Spontaneously flammable in air
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλεγόμενο
Αγγλικός όρος:
Spontaneous flammable

Μετάφραση: Spontaneous flammable
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσα ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-reactive substance

Μετάφραση: Self-reactive substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Self –reactive substances

Μετάφραση: Self –reactive substances
Ελληνικός όρος:
Αυτοαξιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Self-assessment

Μετάφραση: Self-assessment
Ελληνικός όρος:
Αυτοαπασχολούμενο άτομο
Αγγλικός όρος:
Self-employed person

Μετάφραση: Self-employed person
Ελληνικός όρος:
Αυτοδιάσωση
Αγγλικός όρος:
Self-rescue

Μετάφραση: Self-rescue
Ελληνικός όρος:
Αυτοέλεγχος
Αγγλικός όρος:
Autocontrol, self-inspection, self-control

Μετάφραση: Autocontrol, self-inspection, self-control
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμαίνεται
Αγγλικός όρος:
Self-heating

Μετάφραση: Self-heating
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμενόμενη ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-heating substance

Μετάφραση: Self-heating substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοκολλητικότητα
Αγγλικός όρος:
Cohesive tachiness

Μετάφραση: Cohesive tachiness
Ελληνικός όρος:
Αυτόματες γραμμές συναρμολόγησης
Αγγλικός όρος:
Automated assembly lines

Μετάφραση: Automated assembly lines
Ελληνικός όρος:
Αυτοματισμοί (-ος)
Αγγλικός όρος:
Automation

Μετάφραση: Automation
Ελληνικός όρος:
Αυτοματοποιημένη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Automated function

Μετάφραση: Automated function
Ελληνικός όρος:
Αυτόνομη ή αυτοτελής μάσκα
Αγγλικός όρος:
Self-contained mask

Μετάφραση: Self-contained mask
Ελληνικός όρος:
Αυτορυθμιζόμενη φωτεινή διαπερατότητα
Αγγλικός όρος:
Switchable luminous transmittance

Μετάφραση: Switchable luminous transmittance
Ελληνικός όρος:
Αυτοτελής Μονάδα Μεταφοράς Φορτίου
Αγγλικός όρος:
Unit Load Device, ULD

Μετάφραση: Unit Load Device, ULD
Ελληνικός όρος:
Αυχένας
Αγγλικός όρος:
Nape

Μετάφραση: Nape
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση (υλικού)
Αγγλικός όρος:
Removal

Μετάφραση: Removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ινών
Αγγλικός όρος:
Defibrating

Μετάφραση: Defibrating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ξυλοτύπων
Αγγλικός όρος:
Formwork removal

Μετάφραση: Formwork removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση οξειδώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of rust film

Μετάφραση: Removal of rust film
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση παλαιών επιστρώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of old coating

Μετάφραση: Removal of old coating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση σκωρίας
Αγγλικός όρος:
Removal of rust

Μετάφραση: Removal of rust

Ακολουθήστε μας