Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 613 - 648 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αλκυλίωση
Αγγλικός όρος:
Alkylation

Μετάφραση: Alkylation
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Alkylbenzene

Μετάφραση: Alkylbenzene
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοβενζυλοθειικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium alkylbenzene sulphonate

Μετάφραση: Potassium alkylbenzene sulphonate
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοβενζυλοθειικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium alkylbenzene sulphonate

Μετάφραση: Sodium alkylbenzene sulphonate
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοβοράνιο
Αγγλικός όρος:
Alkylborane

Μετάφραση: Alkylborane
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοδιαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl dihalide

Μετάφραση: Alkyl dihalide
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοδιθειοφωσφορικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc alkyl dithiophosphate

Μετάφραση: Zinc alkyl dithiophosphate
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοϊωδίδιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl iodide

Μετάφραση: Alkyl iodide
Ελληνικός όρος:
Αλκυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Alkyllithium, RLi

Μετάφραση: Alkyllithium, RLi
Ελληνικός όρος:
Αλκυλομηλονικός αιθυλεστέρας ή αιθυλοαλκυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Alkylmalonic ester, Ethyl alkylmalonate

Μετάφραση: Alkylmalonic ester, Ethyl alkylmalonate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοαλκυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl alkylmalonate, Alkylmalonic ester

Μετάφραση: Ethyl alkylmalonate, Alkylmalonic ester
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοτοσυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Alkyl tosylate, TsCl

Μετάφραση: Alkyl tosylate, TsCl
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chloroalkane, alkyl chloride

Μετάφραση: Chloroalkane, alkyl chloride
Ελληνικός όρος:
Αλλεργία
Αγγλικός όρος:
Allergy

Μετάφραση: Allergy
Ελληνικός όρος:
Αλλεργία στο λάτεξ
Αγγλικός όρος:
Latex allergy

Μετάφραση: Latex allergy
Ελληνικός όρος:
Αλλεργική φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων
Αγγλικός όρος:
Allergic alveolitis

Μετάφραση: Allergic alveolitis
Ελληνικός όρος:
Αλλεργιογένεση
Αγγλικός όρος:
Allergenicity

Μετάφραση: Allergenicity
Ελληνικός όρος:
Αλλεργιογόνο
Αγγλικός όρος:
Allergen

Μετάφραση: Allergen
Ελληνικός όρος:
Άλλη μονάδα
Αγγλικός όρος:
Other establishment

Μετάφραση: Other establishment
Ελληνικός όρος:
Αλληλεπίδραση
Αγγλικός όρος:
Interaction

Μετάφραση: Interaction
Ελληνικός όρος:
Αλλιτόλη
Αγγλικός όρος:
Allitol

Μετάφραση: Allitol
Ελληνικός όρος:
Αλλοδαπός εργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Foreign worker

Μετάφραση: Foreign worker
Ελληνικός όρος:
Αλλοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Allopyranose

Μετάφραση: Allopyranose
Ελληνικός όρος:
Αλλυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Allyl alcohol, propen-1-ol-3

Μετάφραση: Allyl alcohol, propen-1-ol-3
Ελληνικός όρος:
Αλλυλικό υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Allylic hydrogen

Μετάφραση: Allylic hydrogen
Ελληνικός όρος:
Αλλύλιο
Αγγλικός όρος:
Allyl

Μετάφραση: Allyl
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοαλοπρένιο
Αγγλικός όρος:
Allyl haloprene

Μετάφραση: Allyl haloprene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Allylbenzene, 3-phenylpropene

Μετάφραση: Allylbenzene, 3-phenylpropene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl bromide, 3-bromopropene, 3-bromopropylene

Μετάφραση: Allyl bromide, 3-bromopropene, 3-bromopropylene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Allyl glycidyl ether, AGE

Μετάφραση: Allyl glycidyl ether, AGE
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοκυανίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl cyanide

Μετάφραση: Allyl cyanide
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοπροπυλοδισουλφίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl propyl disulfide

Μετάφραση: Allyl propyl disulfide
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl chloride, 3-chloropropene, 3-chloropropylene, 3-chloro-1-propene

Μετάφραση: Allyl chloride, 3-chloropropene, 3-chloropropylene, 3-chloro-1-propene
Ελληνικός όρος:
Άλμες διατρήσεως
Αγγλικός όρος:
Drilling brines

Μετάφραση: Drilling brines
Ελληνικός όρος:
Αλογονοϊόν
Αγγλικός όρος:
Halid ion

Μετάφραση: Halid ion
Ελληνικός όρος:
Αλογονοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Halo ketone

Μετάφραση: Halo ketone

Ακολουθήστε μας