Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 577 - 612 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Aldehyde

Μετάφραση: Aldehyde
Ελληνικός όρος:
Αλδιτόλη
Αγγλικός όρος:
Alditol

Μετάφραση: Alditol
Ελληνικός όρος:
Αλδοεξόζη
Αγγλικός όρος:
Aldohexose

Μετάφραση: Aldohexose
Ελληνικός όρος:
Αλδόζη
Αγγλικός όρος:
Aldose

Μετάφραση: Aldose
Ελληνικός όρος:
Αλδονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aldonic acid

Μετάφραση: Aldonic acid
Ελληνικός όρος:
Αλδονολακτόνη
Αγγλικός όρος:
Aldonolactone

Μετάφραση: Aldonolactone
Ελληνικός όρος:
Αλδοπεντοζίτης
Αγγλικός όρος:
Aldopentoside

Μετάφραση: Aldopentoside
Ελληνικός όρος:
Αλδοστερόνη
Αγγλικός όρος:
Aldosterone

Μετάφραση: Aldosterone
Ελληνικός όρος:
Αλδρίνη
Αγγλικός όρος:
Aldrin

Μετάφραση: Aldrin
Ελληνικός όρος:
Αλεικυκλικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Alicyclic hydrocarbons

Μετάφραση: Alicyclic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικά νιτροπαράγωγα
Αγγλικός όρος:
Aliphatic nitrated derivatives

Μετάφραση: Aliphatic nitrated derivatives
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικές αλδεΰδες
Αγγλικός όρος:
Aliphatic aldehydes

Μετάφραση: Aliphatic aldehydes
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικές αμίνες
Αγγλικός όρος:
Aliphatic amines

Μετάφραση: Aliphatic amines
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Aliphatic compounds

Μετάφραση: Aliphatic compounds
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικές κετόνες
Αγγλικός όρος:
Aliphatic ketones

Μετάφραση: Aliphatic ketones
Ελληνικός όρος:
Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Aliphatic hydrocarbonates

Μετάφραση: Aliphatic hydrocarbonates
Ελληνικός όρος:
Άλεση
Αγγλικός όρος:
Grinding

Μετάφραση: Grinding
Ελληνικός όρος:
Αληθές
Αγγλικός όρος:
True

Μετάφραση: True
Ελληνικός όρος:
Αλιζαρίνη
Αγγλικός όρος:
Alizarin

Μετάφραση: Alizarin
Ελληνικός όρος:
Αλκάλια
Αγγλικός όρος:
Alkalis

Μετάφραση: Alkalis
Ελληνικός όρος:
Αλκαλική απολίπανση
Αγγλικός όρος:
Alkaline degreasing

Μετάφραση: Alkaline degreasing
Ελληνικός όρος:
Αλκαλικότητα
Αγγλικός όρος:
Alkalinity

Μετάφραση: Alkalinity
Ελληνικός όρος:
Αλκαλοειδή
Αγγλικός όρος:
Alkaloids

Μετάφραση: Alkaloids
Ελληνικός όρος:
Αλκαλοειδή του οπίου
Αγγλικός όρος:
Alkaloids of opium

Μετάφραση: Alkaloids of opium
Ελληνικός όρος:
Αλκάνια
Αγγλικός όρος:
Alkanes, paraffins

Μετάφραση: Alkanes, paraffins
Ελληνικός όρος:
Αλκαρυλοδιθειοφωσφορικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc alkaryl dithiophosphate

Μετάφραση: Zinc alkaryl dithiophosphate
Ελληνικός όρος:
Αλκένια
Αγγλικός όρος:
Alkenes

Μετάφραση: Alkenes
Ελληνικός όρος:
Αλκίνιο
Αγγλικός όρος:
Alkyne

Μετάφραση: Alkyne
Ελληνικός όρος:
Αλκοόλες
Αγγλικός όρος:
Alcohols

Μετάφραση: Alcohols
Ελληνικός όρος:
Αλκοολικά βερνίκια
Αγγλικός όρος:
Spirit varnishes

Μετάφραση: Spirit varnishes
Ελληνικός όρος:
Αλκοολισμός
Αγγλικός όρος:
Alcoholism

Μετάφραση: Alcoholism
Ελληνικός όρος:
Αλκοόλυση
Αγγλικός όρος:
Alcoholysis

Μετάφραση: Alcoholysis
Ελληνικός όρος:
Αλκυλακετοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl alkylacetoacetate

Μετάφραση: Ethyl alkylacetoacetate
Ελληνικός όρος:
Αλκυλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl halide

Μετάφραση: Alkyl halide
Ελληνικός όρος:
Αλκύλια του αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Aluminium alkyls

Μετάφραση: Aluminium alkyls
Ελληνικός όρος:
Αλκύλιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl

Μετάφραση: Alkyl

Ακολουθήστε μας