Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 5077 - 5112 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Λογιστική συνάρτηση
Αγγλικός όρος:
Logistic function

Μετάφραση: Logistic function
Ελληνικός όρος:
Λόγος απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response ratio

Μετάφραση: Response ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος επαναρροής
Αγγλικός όρος:
Reflex ratio

Μετάφραση: Reflex ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος μάζας/ φορτίου
Αγγλικός όρος:
Mass/charge ratio (m/z)

Μετάφραση: Mass/charge ratio (m/z)
Ελληνικός όρος:
Λόγος μέγιστης εσωτερικής επαγωγής και αντίστασης
Αγγλικός όρος:
Maximum internal inductance to resistance ratio

Μετάφραση: Maximum internal inductance to resistance ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filling ratio

Μετάφραση: Filling ratio
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Infectious diseases

Μετάφραση: Infectious diseases
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ή παρασιτικές ασθένειες που μεταδίδονται στον άνθρωπο από ζώα ή από πτώματα ζώων
Αγγλικός όρος:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals

Μετάφραση: Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Ελληνικός όρος:
Λοίμωξη
Αγγλικός όρος:
Infection

Μετάφραση: Infection
Ελληνικός όρος:
Λοιπές δραστηριότητες
Αγγλικός όρος:
Other activities

Μετάφραση: Other activities
Ελληνικός όρος:
Λουτιδίνες
Αγγλικός όρος:
Lutidines

Μετάφραση: Lutidines
Ελληνικός όρος:
Λουτίσιο
Αγγλικός όρος:
Lutecium (Lu)

Μετάφραση: Lutecium (Lu)
Ελληνικός όρος:
Λουτρά χημικής επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Baths for chemical processes

Μετάφραση: Baths for chemical processes
Ελληνικός όρος:
Λύματα
Αγγλικός όρος:
Waste water

Μετάφραση: Waste water
Ελληνικός όρος:
Λυξόζη
Αγγλικός όρος:
Lyxose

Μετάφραση: Lyxose
Ελληνικός όρος:
Λυσίνη
Αγγλικός όρος:
Lysine , Lys, K

Μετάφραση: Lysine , Lys, K
Ελληνικός όρος:
Λωρένσιο
Αγγλικός όρος:
Lawrencium (Lr)

Μετάφραση: Lawrencium (Lr)
Ελληνικός όρος:
Μεθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid

Μετάφραση: Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μαγγανικό
Αγγλικός όρος:
Manganate

Μετάφραση: Manganate
Ελληνικός όρος:
Μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese (Mn)

Μετάφραση: Manganese (Mn)
Ελληνικός όρος:
Μαγγανισμός
Αγγλικός όρος:
Manganism

Μετάφραση: Manganism
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Magnesia, magnesium oxide

Μετάφραση: Magnesia, magnesium oxide
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία έντονης καύσης
Αγγλικός όρος:
Hard-burned magnesia

Μετάφραση: Hard-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία ήπιας καύσης
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia

Μετάφραση: Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία που αποκτήθηκε με τήξη
Αγγλικός όρος:
Fused magnesia

Μετάφραση: Fused magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium (Mg)

Μετάφραση: Magnesium (Mg)
Ελληνικός όρος:
Μαγνησίτης
Αγγλικός όρος:
Magnesite

Μετάφραση: Magnesite
Ελληνικός όρος:
Μαγνήτης
Αγγλικός όρος:
Magnet

Μετάφραση: Magnet
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικά πεδία
Αγγλικός όρος:
Magnetic fields

Μετάφραση: Magnetic fields
Ελληνικός όρος:
Μαγνητική επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Magnetic flux density

Μετάφραση: Magnetic flux density
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικό κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Magnetic circuit

Μετάφραση: Magnetic circuit
Ελληνικός όρος:
Μαδέρια
Αγγλικός όρος:
Skids

Μετάφραση: Skids
Ελληνικός όρος:
Μάζα
Αγγλικός όρος:
Mass

Μετάφραση: Mass
Ελληνικός όρος:
Μάζα κόλου
Αγγλικός όρος:
Mass of package

Μετάφραση: Mass of package
Ελληνικός όρος:
Μαζέψτε τη χυμένη ποσότητα
Αγγλικός όρος:
Collect spillage

Μετάφραση: Collect spillage
Ελληνικός όρος:
Μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Fuel oil

Μετάφραση: Fuel oil

Ακολουθήστε μας