Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 5041 - 5076 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Λευκός αμίαντος
Αγγλικός όρος:
White asbestos

Μετάφραση: White asbestos
Ελληνικός όρος:
Λευκόχρυσος
Αγγλικός όρος:
Platinum

Μετάφραση: Platinum
Ελληνικός όρος:
Λευχαιμία
Αγγλικός όρος:
Leukaemia

Μετάφραση: Leukaemia
Ελληνικός όρος:
Λίαν οσμηρά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Wastes that have a pungent smell

Μετάφραση: Wastes that have a pungent smell
Ελληνικός όρος:
Λιγνίτης
Αγγλικός όρος:
Lignite, brown coal

Μετάφραση: Lignite, brown coal
Ελληνικός όρος:
Λιγροΐνη
Αγγλικός όρος:
Ligroin

Μετάφραση: Ligroin
Ελληνικός όρος:
Λιθανθρακόπισσα
Αγγλικός όρος:
Coal tar

Μετάφραση: Coal tar
Ελληνικός όρος:
Λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium (Li)

Μετάφραση: Lithium (Li)
Ελληνικός όρος:
Λιθιοβουτυλοχαλκός
Αγγλικός όρος:
Lithium butylcopper

Μετάφραση: Lithium butylcopper
Ελληνικός όρος:
Λιθιοδιαλκυλοχαλκός
Αγγλικός όρος:
Lithium dialkylcopper

Μετάφραση: Lithium dialkylcopper
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μεγάλων λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of large wall stones

Μετάφραση: Working of large wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μικρών λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of small wall stones

Μετάφραση: Working of small wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοπόνιο
Αγγλικός όρος:
Lithopone

Μετάφραση: Lithopone
Ελληνικός όρος:
Λίμα
Αγγλικός όρος:
File

Μετάφραση: File
Ελληνικός όρος:
Λιναλόλη
Αγγλικός όρος:
Linalol

Μετάφραση: Linalol
Ελληνικός όρος:
Λινάρι
Αγγλικός όρος:
Flax

Μετάφραση: Flax
Ελληνικός όρος:
Λινδάνιο
Αγγλικός όρος:
Lindane

Μετάφραση: Lindane
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid

Μετάφραση: Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκός τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin linoleate

Μετάφραση: Tributyltin linoleate
Ελληνικός όρος:
Λινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Linseed oil

Μετάφραση: Linseed oil
Ελληνικός όρος:
Λινολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linolenic acid

Μετάφραση: Linolenic acid
Ελληνικός όρος:
Λίπανση
Αγγλικός όρος:
Lubricating

Μετάφραση: Lubricating
Ελληνικός όρος:
Λιπαντικό
Αγγλικός όρος:
Lubricant, grease

Μετάφραση: Lubricant, grease
Ελληνικός όρος:
Λιπαρό οξύ ελαίου κολοφωνίου
Αγγλικός όρος:
Tall oil fatty acid

Μετάφραση: Tall oil fatty acid
Ελληνικός όρος:
Λιπασματοποίηση
Αγγλικός όρος:
Compost plants

Μετάφραση: Compost plants
Ελληνικός όρος:
Λίπη
Αγγλικός όρος:
Fats

Μετάφραση: Fats
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Lipoprotein

Μετάφραση: Lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας
Αγγλικός όρος:
High-density lipoprotein

Μετάφραση: High-density lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιπόφιλο
Αγγλικός όρος:
Hydrophobic, lipophilic

Μετάφραση: Hydrophobic, lipophilic
Ελληνικός όρος:
Λίστα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Checklist

Μετάφραση: Checklist
Ελληνικός όρος:
Λιωμένος
Αγγλικός όρος:
Molten

Μετάφραση: Molten
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική
Αγγλικός όρος:
Logarithmic

Μετάφραση: Logarithmic
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική κατανομή
Αγγλικός όρος:
Logarithmic distribution

Μετάφραση: Logarithmic distribution
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική φάση ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Log phase

Μετάφραση: Log phase
Ελληνικός όρος:
Λογικά προβλέψιμη κακή χρήση
Αγγλικός όρος:
Reasonably foreseeable misuse

Μετάφραση: Reasonably foreseeable misuse
Ελληνικός όρος:
Λογικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Logic system

Μετάφραση: Logic system

Ακολουθήστε μας