Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 1068
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφές θεμελίων
Αγγλικός όρος:
Excavation of the building pit
Μετάφραση:
Excavation of the building pit
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφή
Αγγλικός όρος:
Excavation
Μετάφραση:
Excavation
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφή (π.χ τάφρων)
Αγγλικός όρος:
Trenching
Μετάφραση:
Trenching
Ελληνικός όρος:
Έκτακτες επιθεωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Non-routine inspections
Μετάφραση:
Non-routine inspections
Ελληνικός όρος:
Έκτακτη συντήρηση
Αγγλικός όρος:
Upkeep
Μετάφραση:
Upkeep
Ελληνικός όρος:
Έκτακτος υπάλληλος
Αγγλικός όρος:
Temporary Agent (TA)
Μετάφραση:
Temporary Agent (TA)
Ελληνικός όρος:
Έκταση της επικύρωσης
Αγγλικός όρος:
Extent of validation
Μετάφραση:
Extent of validation
Ελληνικός όρος:
Εκτέλεση των δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Performance of tests
Μετάφραση:
Performance of tests
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικό όργανο
Αγγλικός όρος:
Executive body
Μετάφραση:
Executive body
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικοί οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
Executive agencies
Μετάφραση:
Executive agencies
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός Οργανισμός για τη Δημόσια Υγεία, με έδρα το Λουξεμβούργο
Αγγλικός όρος:
Public Health Executive Agency, Luxembourg
Μετάφραση:
Public Health Executive Agency, Luxembourg
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός οργανισμός για την ευφυή ενέργεια, με έδρα τις Βρυξέλλες, (Βέλγιο)
Αγγλικός όρος:
Intelligent Energy Executive Agency, Brussels (Belgium)
Μετάφραση:
Intelligent Energy Executive Agency, Brussels (Belgium)
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός οργανισμός εκπαίδευσης, οπτικοακουστικών θεμάτων και πολιτισμού, με έδρα τις Βρυξέλλες, (Βέλγιο)
Αγγλικός όρος:
Education, Audiovisual and Culture Executive Agency, Brussels (Belgium)
Μετάφραση:
Education, Audiovisual and Culture Executive Agency, Brussels (Belgium)
Ελληνικός όρος:
Εκτίμημα
Αγγλικός όρος:
Estimate
Μετάφραση:
Estimate
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση
Αγγλικός όρος:
Assessment
Μετάφραση:
Assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure assessment
Μετάφραση:
Exposure assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση κινδύνου ή εκτίμηση επικινδυνότητας ή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk assessment
Μετάφραση:
Risk assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality assessment
Μετάφραση:
Quality assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση της ικανότητας εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work capacity evaluation
Μετάφραση:
Work capacity evaluation
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση της οξείας τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Acute Toxicity Estimates, ΑΤΕ
Μετάφραση:
Acute Toxicity Estimates, ΑΤΕ
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Assessment, CSA
Μετάφραση:
Chemical Safety Assessment, CSA
Ελληνικός όρος:
Εκτιμητής
Αγγλικός όρος:
Assessor
Μετάφραση:
Assessor
Ελληνικός όρος:
Εκτιμώμενες ποσότητες
Αγγλικός όρος:
Estimated quantities
Μετάφραση:
Estimated quantities
Ελληνικός όρος:
Εκτιμώμενη τιμή
Αγγλικός όρος:
Estimated value
Μετάφραση:
Estimated value
Ελληνικός όρος:
Εκτίναξη τετηγμένου μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Molten metal splash
Μετάφραση:
Molten metal splash
Ελληνικός όρος:
Εκτόνωση της πίεσης έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Explosion relief
Μετάφραση:
Explosion relief
Ελληνικός όρος:
Εκτός άλλως οριζόμενο
Αγγλικός όρος:
Not otherwise specified
Μετάφραση:
Not otherwise specified
Ελληνικός όρος:
Εκτρεπόμενη παρατήρηση
Αγγλικός όρος:
Outlying observation
Μετάφραση:
Outlying observation
Ελληνικός όρος:
Εκτρεπόμενη τιμή ή άστοχη τιμή
Αγγλικός όρος:
Outlier
Μετάφραση:
Outlier
Ελληνικός όρος:
Εκτυπωτής
Αγγλικός όρος:
Printer
Μετάφραση:
Printer
Ελληνικός όρος:
Εκτυπωτής γραμμών
Αγγλικός όρος:
Line printer
Μετάφραση:
Line printer
Ελληνικός όρος:
Εκφοβισμός (εργαζομένου)
Αγγλικός όρος:
Bullying, mobbing
Μετάφραση:
Bullying, mobbing
Ελληνικός όρος:
Εκφόρτιση
Αγγλικός όρος:
Discharge
Μετάφραση:
Discharge
Ελληνικός όρος:
Εκφόρτωση
Αγγλικός όρος:
Unloading
Μετάφραση:
Unloading
Ελληνικός όρος:
Εκφορτωτής
Αγγλικός όρος:
Unloader
Μετάφραση:
Unloader
Ελληνικός όρος:
Εκχύλισμα
Αγγλικός όρος:
Extract
Μετάφραση:
Extract
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Current page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
…
Next page
››
Last page
τελευταία »