Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη τάση εισόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum input voltage

Μετάφραση: Maximum input voltage
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη τάση εξόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum output voltage

Μετάφραση: Maximum output voltage
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Maximum capacity

Μετάφραση: Maximum capacity
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο απορρόφησης
Αγγλικός όρος:
Absorption maximum

Μετάφραση: Absorption maximum
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο επιτρεπτό μεικτό βάρος
Αγγλικός όρος:
Maximum permissible gross mass, MPGM

Μετάφραση: Maximum permissible gross mass, MPGM
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο επιτρεπτό φορτίο
Αγγλικός όρος:
Maximum permissible load

Μετάφραση: Maximum permissible load
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο καθαρό βάρος
Αγγλικός όρος:
Maximum net mass

Μετάφραση: Maximum net mass
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο όριο έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Maximum exposure limit

Μετάφραση: Maximum exposure limit
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο ρεύμα εισόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum input current

Μετάφραση: Maximum input current
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο ρεύμα εξόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum output current

Μετάφραση: Maximum output current
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylic acid amide, methacrylic amide

Μετάφραση: Methacrylic acid amide, methacrylic amide
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλική ρητίνη
Αγγλικός όρος:
Methacrylic resin

Μετάφραση: Methacrylic resin
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικό αμίδιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylic amide, methacrylic acid amide

Μετάφραση: Methacrylic amide, methacrylic acid amide
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Methacrylic acid, 2-methylpropenoic acid

Μετάφραση: Methacrylic acid, 2-methylpropenoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός αιθυλεστέρας ή αιθυλο-2-μεθυλο-2-προπιονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl methacrylate, ethyl 2-methyl-2-propenoate

Μετάφραση: Ethyl methacrylate, ethyl 2-methyl-2-propenoate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός δωδεκυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dodecyl methacrylate

Μετάφραση: Dodecyl methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl methacrylate

Μετάφραση: Methyl methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin methacrylate

Μετάφραση: Tributyltin methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylonitrile

Μετάφραση: Methacrylonitrile
Ελληνικός όρος:
Μεθανάλη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol

Μετάφραση: Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Μεθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid

Μετάφραση: Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Methane, marsh gas

Μετάφραση: Methane, marsh gas
Ελληνικός όρος:
Μεθανοθειόλη
Αγγλικός όρος:
Methyl mercaptan, methanethiol

Μετάφραση: Methyl mercaptan, methanethiol
Ελληνικός όρος:
Μεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol

Μετάφραση: Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Μεθανοσουλφονικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper methanesulfonate

Μετάφραση: Copper methanesulfonate
Ελληνικός όρος:
Μεθειονίνη
Αγγλικός όρος:
Methionine

Μετάφραση: Methionine
Ελληνικός όρος:
Μεθεναμίνη
Αγγλικός όρος:
Methamin, hexamethylenetetramine

Μετάφραση: Methamin, hexamethylenetetramine
Ελληνικός όρος:
Μεθιδαθείο
Αγγλικός όρος:
Μethidathion

Μετάφραση: Μethidathion
Ελληνικός όρος:
Μέθοδοι οπτικών δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Optical test methods

Μετάφραση: Optical test methods
Ελληνικός όρος:
Μέθοδοι Προσδιορισμού Επικίνδυνων Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Methods for the Determination of Hazardous Substances, MDHS

Μετάφραση: Methods for the Determination of Hazardous Substances, MDHS
Ελληνικός όρος:
Μεθοδολογία
Αγγλικός όρος:
Methodology

Μετάφραση: Methodology
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Method

Μετάφραση: Method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference method

Μετάφραση: Reference method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος ανταγωνισμού
Αγγλικός όρος:
Method of competition

Μετάφραση: Method of competition
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος δέντρου αιτιών
Αγγλικός όρος:
Casual tree method, CTM

Μετάφραση: Casual tree method, CTM
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος διαλογής
Αγγλικός όρος:
Screening method

Μετάφραση: Screening method

Ακολουθήστε μας