Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Fuel oil

Μετάφραση: Fuel oil
Ελληνικός όρος:
Μαθητευόμενος
Αγγλικός όρος:
Apprentice

Μετάφραση: Apprentice
Ελληνικός όρος:
Μακεδονικό Ινστιτούτο Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Macedonian Work Institute

Μετάφραση: Macedonian Work Institute
Ελληνικός όρος:
Μακριά από θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Keep away from heat

Μετάφραση: Keep away from heat
Ελληνικός όρος:
Μακριά από θερμότητα/σπινθήρες/φλόγες/θερμές επιφάνειες
Αγγλικός όρος:
Keep away from heat/sparks/open flames/hot surfaces

Μετάφραση: Keep away from heat/sparks/open flames/hot surfaces
Ελληνικός όρος:
Μακριά από κατοικημένους χώρους
Αγγλικός όρος:
Keep away from living quarters

Μετάφραση: Keep away from living quarters
Ελληνικός όρος:
Μακριά από καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Keep away from combustible material

Μετάφραση: Keep away from combustible material
Ελληνικός όρος:
Μακριά από παιδιά
Αγγλικός όρος:
Keep out of reach of children

Μετάφραση: Keep out of reach of children
Ελληνικός όρος:
Μακριά από πηγές ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Keep away from sources of ignition

Μετάφραση: Keep away from sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Μακριά από τρόφιμα, ποτά και ζωοτροφές
Αγγλικός όρος:
Keep away from food, drink and animal feedingstuffs

Μετάφραση: Keep away from food, drink and animal feedingstuffs
Ελληνικός όρος:
Μακρομόρια
Αγγλικός όρος:
Macromolecules

Μετάφραση: Macromolecules
Ελληνικός όρος:
Μακροπρόθεσμος κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Chronic hazard, long term hazard

Μετάφραση: Chronic hazard, long term hazard
Ελληνικός όρος:
Μακροσκοπική κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Macroscopic scale

Μετάφραση: Macroscopic scale
Ελληνικός όρος:
Μακρόχρονη λανθάνουσα περίοδος
Αγγλικός όρος:
Long latency period

Μετάφραση: Long latency period
Ελληνικός όρος:
Μακροχρόνια έκθεση σε υπερβολικό θόρυβο
Αγγλικός όρος:
Long-term exposure to excessive noise

Μετάφραση: Long-term exposure to excessive noise
Ελληνικός όρος:
Μαλαθείον
Αγγλικός όρος:
Malathion

Μετάφραση: Malathion
Ελληνικός όρος:
Μαλακό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Soft wood

Μετάφραση: Soft wood
Ελληνικός όρος:
Μαλακός χάλυβας
Αγγλικός όρος:
Mild steel

Μετάφραση: Mild steel
Ελληνικός όρος:
Μαλλί ή έριο
Αγγλικός όρος:
Wool

Μετάφραση: Wool
Ελληνικός όρος:
Μαλτάση
Αγγλικός όρος:
Maltase

Μετάφραση: Maltase
Ελληνικός όρος:
Μαλτοβιονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Maltobionic acid

Μετάφραση: Maltobionic acid
Ελληνικός όρος:
Μαλτόζη
Αγγλικός όρος:
Maltose

Μετάφραση: Maltose
Ελληνικός όρος:
Μανδύας καλωδίου
Αγγλικός όρος:
Cable sheath

Μετάφραση: Cable sheath
Ελληνικός όρος:
Μανίκι
Αγγλικός όρος:
Sleeve

Μετάφραση: Sleeve
Ελληνικός όρος:
Μαννάνη
Αγγλικός όρος:
Mannan

Μετάφραση: Mannan
Ελληνικός όρος:
Μανναρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannaric acid, mannosaccharic acid

Μετάφραση: Mannaric acid, mannosaccharic acid
Ελληνικός όρος:
Μαννιτόλη
Αγγλικός όρος:
Mannitol

Μετάφραση: Mannitol
Ελληνικός όρος:
Μαννόζη
Αγγλικός όρος:
Mannose (C6H12O6)

Μετάφραση: Mannose (C6H12O6)
Ελληνικός όρος:
Μαννονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannonic acid

Μετάφραση: Mannonic acid
Ελληνικός όρος:
Μαννοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Mannopyranose

Μετάφραση: Mannopyranose
Ελληνικός όρος:
Μαννοσακχαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannosaccharic acid, mannaric acid

Μετάφραση: Mannosaccharic acid, mannaric acid
Ελληνικός όρος:
Μαννουρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannuronic acid

Μετάφραση: Mannuronic acid
Ελληνικός όρος:
Μανομετρική πίεση
Αγγλικός όρος:
Gauge pressure

Μετάφραση: Gauge pressure
Ελληνικός όρος:
Μάρμαρο
Αγγλικός όρος:
Marble

Μετάφραση: Marble
Ελληνικός όρος:
Μαρμαροτεχνίτες
Αγγλικός όρος:
Marble workers

Μετάφραση: Marble workers
Ελληνικός όρος:
Μαρμαρυγία
Αγγλικός όρος:
Mica, biotite, muscovite

Μετάφραση: Mica, biotite, muscovite

Ακολουθήστε μας