Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 469 - 504 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κολίτιδα
Αγγλικός όρος:
Colitis
Μετάφραση:
Colitis
Ελληνικός όρος:
Κόλλα
Αγγλικός όρος:
Glue, adhesive
Μετάφραση:
Glue, adhesive
Ελληνικός όρος:
Κολλαγόνο
Αγγλικός όρος:
Collagen
Μετάφραση:
Collagen
Ελληνικός όρος:
Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε δευτερόλεπτα
Αγγλικός όρος:
Bonds skin and eyes in seconds
Μετάφραση:
Bonds skin and eyes in seconds
Ελληνικός όρος:
Κόλληση
Αγγλικός όρος:
Gluing
Μετάφραση:
Gluing
Ελληνικός όρος:
Κολλοειδείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
Colloids
Μετάφραση:
Colloids
Ελληνικός όρος:
Κολλωδιοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Colloidal cotton
Μετάφραση:
Colloidal cotton
Ελληνικός όρος:
Κόλο
Αγγλικός όρος:
Package
Μετάφραση:
Package
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο ή ρητινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Tall oil
Μετάφραση:
Tall oil
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο φυσικής ρητίνης
Αγγλικός όρος:
Gum Rosin
Μετάφραση:
Gum Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο χαρτοποιίας
Αγγλικός όρος:
Tall oil Rosin
Μετάφραση:
Tall oil Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολπίτιδα
Αγγλικός όρος:
Sinusitis
Μετάφραση:
Sinusitis
Ελληνικός όρος:
Κομπόστ
Αγγλικός όρος:
Compost
Μετάφραση:
Compost
Ελληνικός όρος:
Κονεσσίνη
Αγγλικός όρος:
Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine
Μετάφραση:
Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine
Ελληνικός όρος:
Κοπή
Αγγλικός όρος:
Cutting
Μετάφραση:
Cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Plasma-cutting
Μετάφραση:
Plasma-cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με ψαλίδι
Αγγλικός όρος:
Shearing
Μετάφραση:
Shearing
Ελληνικός όρος:
Κοπίδια
Αγγλικός όρος:
Carvers
Μετάφραση:
Carvers
Ελληνικός όρος:
Κοπτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharps
Μετάφραση:
Sharps
Ελληνικός όρος:
Κοπτικά αρμών
Αγγλικός όρος:
Joint cutters
Μετάφραση:
Joint cutters
Ελληνικός όρος:
Κόπωση του οδηγού
Αγγλικός όρος:
Driver fatigue
Μετάφραση:
Driver fatigue
Ελληνικός όρος:
Κορδόνια
Αγγλικός όρος:
Lanyards
Μετάφραση:
Lanyards
Ελληνικός όρος:
Κορεσμός
Αγγλικός όρος:
Saturation
Μετάφραση:
Saturation
Ελληνικός όρος:
Κορμός (π.χ. ανθρώπου)
Αγγλικός όρος:
Torso
Μετάφραση:
Torso
Ελληνικός όρος:
Κορτιζόνη
Αγγλικός όρος:
Cortisone
Μετάφραση:
Cortisone
Ελληνικός όρος:
Κορτικοτροπίνη
Αγγλικός όρος:
Corticotropin
Μετάφραση:
Corticotropin
Ελληνικός όρος:
Κορυνομυκολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Corynomycolenic acid
Μετάφραση:
Corynomycolenic acid
Ελληνικός όρος:
Κορυφαία ταχύτητα εκπνευστικής ροής
Αγγλικός όρος:
Peak Expiratory Flow Rate, PEFR
Μετάφραση:
Peak Expiratory Flow Rate, PEFR
Ελληνικός όρος:
Κορυφή
Αγγλικός όρος:
Peak
Μετάφραση:
Peak
Ελληνικός όρος:
Κορυφοτιμή
Αγγλικός όρος:
Peak value
Μετάφραση:
Peak value
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνιση ή κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Sieving
Μετάφραση:
Sieving
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Regrading
Μετάφραση:
Regrading
Ελληνικός όρος:
Κόσκινο
Αγγλικός όρος:
Sieve
Μετάφραση:
Sieve
Ελληνικός όρος:
Κοσμικές ακτίνες
Αγγλικός όρος:
Cosmic rays
Μετάφραση:
Cosmic rays
Ελληνικός όρος:
Κόστη για την επανένταξη στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Rehabilitation costs
Μετάφραση:
Rehabilitation costs
Ελληνικός όρος:
Κόστος
Αγγλικός όρος:
Cost
Μετάφραση:
Cost
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
10
Page
11
Page
12
Page
13
Current page
14
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
…
Next page
››
Last page
τελευταία »