Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 397 - 432 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό μονοκάλιο
Αγγλικός όρος:
Monopotassium citrate
Μετάφραση:
Monopotassium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό μονονάτριο
Αγγλικός όρος:
Monosodium citrate
Μετάφραση:
Monosodium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό οξύ ή 2-υδροξυ-1,2,3-προπανοτρικαρβονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Citric acid, 2-hydroxy-1,2,3-propanetricarboxylic acid
Μετάφραση:
Citric acid, 2-hydroxy-1,2,3-propanetricarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό τρικάλιο
Αγγλικός όρος:
Tripotassium citrate
Μετάφραση:
Tripotassium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό τρινάτριο
Αγγλικός όρος:
Trisodium citrate
Μετάφραση:
Trisodium citrate
Ελληνικός όρος:
Κλαδικά τεχνικά συμβούλια
Αγγλικός όρος:
Technical sector boards
Μετάφραση:
Technical sector boards
Ελληνικός όρος:
Κλαδικό Ινστιτούτο Εργασίας Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας
Αγγλικός όρος:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Μετάφραση:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Ελληνικός όρος:
Κλάδος-στόχος
Αγγλικός όρος:
Target sector
Μετάφραση:
Target sector
Ελληνικός όρος:
Κλάσεις θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature classes
Μετάφραση:
Temperature classes
Ελληνικός όρος:
Κλάσμα μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass fraction
Μετάφραση:
Mass fraction
Ελληνικός όρος:
Κλειδί (γαλλικό)
Αγγλικός όρος:
Wrench
Μετάφραση:
Wrench
Ελληνικός όρος:
Κλείσιμο
Αγγλικός όρος:
Closure
Μετάφραση:
Closure
Ελληνικός όρος:
Κλειστή πηγή
Αγγλικός όρος:
Sealed source
Μετάφραση:
Sealed source
Ελληνικός όρος:
Κλειστή φορτάμαξα
Αγγλικός όρος:
Closed wagon
Μετάφραση:
Closed wagon
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Closed container
Μετάφραση:
Closed container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων
Αγγλικός όρος:
Closed bulk container
Μετάφραση:
Closed bulk container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό όχημα
Αγγλικός όρος:
Closed vehicle
Μετάφραση:
Closed vehicle
Ελληνικός όρος:
Κλειστού κυκλώματος (π.χ. συσκευή)
Αγγλικός όρος:
Closed-circuit
Μετάφραση:
Closed-circuit
Ελληνικός όρος:
Κληρονομικότητα
Αγγλικός όρος:
Heredity
Μετάφραση:
Heredity
Ελληνικός όρος:
Κλίβανοι
Αγγλικός όρος:
Kilns
Μετάφραση:
Kilns
Ελληνικός όρος:
Κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Ladder, scale
Μετάφραση:
Ladder, scale
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοποίηση
Αγγλικός όρος:
Scaling
Μετάφραση:
Scaling
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Stairs
Μετάφραση:
Stairs
Ελληνικός όρος:
Κλιμακωτή προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Tiered approach
Μετάφραση:
Tiered approach
Ελληνικός όρος:
Κλιματισμός
Αγγλικός όρος:
Air conditioning
Μετάφραση:
Air conditioning
Ελληνικός όρος:
Κλινικά πρωτόκολλα
Αγγλικός όρος:
Clinical protocols
Μετάφραση:
Clinical protocols
Ελληνικός όρος:
Κλινικές δοκιμές
Αγγλικός όρος:
Clinical trials, clinical test
Μετάφραση:
Clinical trials, clinical test
Ελληνικός όρος:
Κλινικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Clinical guidlines
Μετάφραση:
Clinical guidlines
Ελληνικός όρος:
Κλινική βιοχημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical biochemistry
Μετάφραση:
Clinical biochemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινική χημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical chemistry
Μετάφραση:
Clinical chemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινικοί δείκτες
Αγγλικός όρος:
Clinical indicators
Μετάφραση:
Clinical indicators
Ελληνικός όρος:
Κλινικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Clinical audit
Μετάφραση:
Clinical audit
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ
Αγγλικός όρος:
Clinker
Μετάφραση:
Clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ τσιμέντου
Αγγλικός όρος:
Cement clinker
Μετάφραση:
Cement clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίση (π.χ. καμπύλης)
Αγγλικός όρος:
Slope
Μετάφραση:
Slope
Ελληνικός όρος:
Κλοπιδόλη
Αγγλικός όρος:
Clopidol, methylchloropindol
Μετάφραση:
Clopidol, methylchloropindol
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Current page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Next page
››
Last page
τελευταία »