Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 145 - 180 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εισαγωγή
Αγγλικός όρος:
Import

Μετάφραση: Import
Ελληνικός όρος:
Είσοδος
Αγγλικός όρος:
Entrance

Μετάφραση: Entrance
Ελληνικός όρος:
Είσοδος (π.χ ηλεκτρονικού σήματος)
Αγγλικός όρος:
Input

Μετάφραση: Input
Ελληνικός όρος:
Εισπνεόμενα αλλεργιογόνα
Αγγλικός όρος:
Respiratory sensitisers

Μετάφραση: Respiratory sensitisers
Ελληνικός όρος:
Εισπνεύσιμο κλάσμα
Αγγλικός όρος:
Inhalable fraction

Μετάφραση: Inhalable fraction
Ελληνικός όρος:
Εισπνοή
Αγγλικός όρος:
Inhalation

Μετάφραση: Inhalation
Ελληνικός όρος:
Εκ των προτέρων γνωστοποίηση
Αγγλικός όρος:
Prior notice

Μετάφραση: Prior notice
Ελληνικός όρος:
Εκατομμύρια σωματίδια ανα κυβικό πόδι
Αγγλικός όρος:
Million particles per cubic foot (mppcf)

Μετάφραση: Million particles per cubic foot (mppcf)
Ελληνικός όρος:
Εκατοστιαία ανάκτηση
Αγγλικός όρος:
Percent recovery

Μετάφραση: Percent recovery
Ελληνικός όρος:
Εκγλυπτική μηχανή οδών
Αγγλικός όρος:
Road-milling machine

Μετάφραση: Road-milling machine
Ελληνικός όρος:
Έκζεμα
Αγγλικός όρος:
Eczema

Μετάφραση: Eczema
Ελληνικός όρος:
Έκθεση
Αγγλικός όρος:
Exposure

Μετάφραση: Exposure
Ελληνικός όρος:
Έκθεση αξιολόγησης
Αγγλικός όρος:
Assessment report

Μετάφραση: Assessment report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση αξιολόγησης κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk Assessment Report (RAR)

Μετάφραση: Risk Assessment Report (RAR)
Ελληνικός όρος:
Έκθεση ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Inspection report

Μετάφραση: Inspection report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση ελέγχου ή έκθεση δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test report

Μετάφραση: Test report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση εξέτασης
Αγγλικός όρος:
Examination report

Μετάφραση: Examination report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση σε ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiant exposure

Μετάφραση: Radiant exposure
Ελληνικός όρος:
Έκθεση Χημικής Ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Report, CSR

Μετάφραση: Chemical Safety Report, CSR
Ελληνικός όρος:
Εκθέτης
Αγγλικός όρος:
Exponent

Μετάφραση: Exponent
Ελληνικός όρος:
Εκθετική συνάρτηση
Αγγλικός όρος:
Exponential function

Μετάφραση: Exponential function
Ελληνικός όρος:
Εκκενώσεις
Αγγλικός όρος:
Evacuations

Μετάφραση: Evacuations
Ελληνικός όρος:
Εκκένωση
Αγγλικός όρος:
Purging

Μετάφραση: Purging
Ελληνικός όρος:
Εκκενώστε την περιοχή
Αγγλικός όρος:
Evacuate area

Μετάφραση: Evacuate area
Ελληνικός όρος:
Εκκίνηση
Αγγλικός όρος:
Start

Μετάφραση: Start
Ελληνικός όρος:
Εκκινητής
Αγγλικός όρος:
Starter

Μετάφραση: Starter
Ελληνικός όρος:
Έκκληση
Αγγλικός όρος:
Appeal

Μετάφραση: Appeal
Ελληνικός όρος:
Εκκρίματα
Αγγλικός όρος:
Secretions

Μετάφραση: Secretions
Ελληνικός όρος:
Έκκριση (π.χ ούρων)
Αγγλικός όρος:
Excretion

Μετάφραση: Excretion
Ελληνικός όρος:
Εκλαμψία
Αγγλικός όρος:
Eclampsia

Μετάφραση: Eclampsia
Ελληνικός όρος:
Έκλυση
Αγγλικός όρος:
Emanation, release

Μετάφραση: Emanation, release
Ελληνικός όρος:
Έκλυση δευτέρου βαθμού
Αγγλικός όρος:
Secondary grade release

Μετάφραση: Secondary grade release
Ελληνικός όρος:
Έκνομες ενέργειες
Αγγλικός όρος:
Acts of unlawful interference

Μετάφραση: Acts of unlawful interference
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση εκτός του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Off-the-job training

Μετάφραση: Off-the-job training
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση μέτρων ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety education

Μετάφραση: Safety education
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση στην εργασία
Αγγλικός όρος:
On-the-job training

Μετάφραση: On-the-job training

Ακολουθήστε μας