Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 1068
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εθνικοί οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
National organisations
Μετάφραση:
National organisations
Ελληνικός όρος:
Εθνικός σύνδεσμος καταπολέμησης της ρύπανσης (ΕΣΚΡ)
Αγγλικός όρος:
National On-Scene Commander, NOSC
Μετάφραση:
National On-Scene Commander, NOSC
Ελληνικός όρος:
Ειδικά όρια συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Specific concentration limits
Μετάφραση:
Specific concentration limits
Ελληνικός όρος:
Ειδικές διατάξεις
Αγγλικός όρος:
Special provisions
Μετάφραση:
Special provisions
Ελληνικός όρος:
Ειδικές ενδείξεις εμπιστευτικότητας και κανονιστικού σκοπού
Αγγλικός όρος:
Confidentiality and regulatory purpose flags
Μετάφραση:
Confidentiality and regulatory purpose flags
Ελληνικός όρος:
Ειδικευμένοι εμπειρογνώμονες
Αγγλικός όρος:
Qualified experts
Μετάφραση:
Qualified experts
Ελληνικός όρος:
Ειδικευμένος εργάτης
Αγγλικός όρος:
Skilled worker
Μετάφραση:
Skilled worker
Ελληνικός όρος:
Ειδική αιτία
Αγγλικός όρος:
Special cause
Μετάφραση:
Special cause
Ελληνικός όρος:
Ειδική αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Resistivity
Μετάφραση:
Resistivity
Ελληνικός όρος:
Ειδική απορρόφηση ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Specific energy absorption
Μετάφραση:
Specific energy absorption
Ελληνικός όρος:
Ειδική απορροφητικότητα
Αγγλικός όρος:
Specific absorptivity
Μετάφραση:
Specific absorptivity
Ελληνικός όρος:
Ειδική γραμμομοριακή απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Specific molar absorbance
Μετάφραση:
Specific molar absorbance
Ελληνικός όρος:
Ειδική δραστικότητα ραδιονουκλειδίου
Αγγλικός όρος:
Specific activity of a radionuclide
Μετάφραση:
Specific activity of a radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ειδική Εθνική Συνθήκη
Αγγλικός όρος:
Special National Condition
Μετάφραση:
Special National Condition
Ελληνικός όρος:
Ειδική ένδειξη επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Purpose flag
Μετάφραση:
Purpose flag
Ελληνικός όρος:
Ειδική ενεργότητα ραδιονουκλεϊδίου
Αγγλικός όρος:
Specific activity of a radionuclide
Μετάφραση:
Specific activity of a radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ειδική Επιστημονική Ομάδα
Αγγλικός όρος:
Scientific Expert Group
Μετάφραση:
Scientific Expert Group
Ελληνικός όρος:
Ειδική θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Specific heat
Μετάφραση:
Specific heat
Ελληνικός όρος:
Ειδική θερμότητα καύσης
Αγγλικός όρος:
Specific heat of combustion
Μετάφραση:
Specific heat of combustion
Ελληνικός όρος:
Ειδική Ολλανδική Επιτροπή για τα Επαγγελματικά Πρότυπα (Κάτω Χώρες)
Αγγλικός όρος:
Dutch Expert Committee on Occupational Standards (The Netherlands)
Μετάφραση:
Dutch Expert Committee on Occupational Standards (The Netherlands)
Ελληνικός όρος:
Ειδική Ομάδα Εργασίας για τα Πρότυπα Έκθεσης (Αυστραλία)
Αγγλικός όρος:
Exposure Standards Expert Working Group (Australia)
Μετάφραση:
Exposure Standards Expert Working Group (Australia)
Ελληνικός όρος:
Ειδική στροφή
Αγγλικός όρος:
Specific rotation
Μετάφραση:
Specific rotation
Ελληνικός όρος:
Ειδική ταξινόμηση των οργανικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Special classification for organic substances
Μετάφραση:
Special classification for organic substances
Ελληνικός όρος:
Ειδική τοξικότητα σε όργανα στόχους
Αγγλικός όρος:
Specific target organ toxicity (STOT)
Μετάφραση:
Specific target organ toxicity (STOT)
Ελληνικός όρος:
Ειδική τοξικότητα στα όργανα- στόχους ύστερα από επανειλημμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Specific target organ toxicity — repeated exposure
Μετάφραση:
Specific target organ toxicity — repeated exposure
Ελληνικός όρος:
Ειδική τοξικότητα στα όργανα- στόχους ύστερα από μία εφάπαξ έκθεση
Αγγλικός όρος:
Specific target organ toxicity — single exposure
Μετάφραση:
Specific target organ toxicity — single exposure
Ελληνικός όρος:
Ειδική χρωματογραφία στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Element specific chromatography
Μετάφραση:
Element specific chromatography
Ελληνικός όρος:
Ειδική ως προς την ηλικία θνησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Age-specific mortality
Μετάφραση:
Age-specific mortality
Ελληνικός όρος:
Ειδικής μορφής ραδιενεργό υλικό
Αγγλικός όρος:
Special form radioactive material
Μετάφραση:
Special form radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ειδικό βάρος
Αγγλικός όρος:
Specific gravity (sp.gr)
Μετάφραση:
Specific gravity (sp.gr)
Ελληνικός όρος:
Ειδικότητα
Αγγλικός όρος:
Specificity
Μετάφραση:
Specificity
Ελληνικός όρος:
Ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational medicine specialty
Μετάφραση:
Occupational medicine specialty
Ελληνικός όρος:
Εικονόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Pictogram
Μετάφραση:
Pictogram
Ελληνικός όρος:
Εικονόγραμμα κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard pictogram
Μετάφραση:
Hazard pictogram
Ελληνικός όρος:
Εικοσάνιο
Αγγλικός όρος:
Icosane
Μετάφραση:
Icosane
Ελληνικός όρος:
Εισαγωγέας
Αγγλικός όρος:
Importer
Μετάφραση:
Importer
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Current page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »