Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 550Β_1988 | 1.55 MB |
Η Μελέτη Πυροπροστασίας της εγκατάστασης συντάσσεται µε µέριµνα της ενδιαφερόµενης επιχείρησης και υπογράφεται από πρόσωπο που έχει τα προσόντα, σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις υποβάλλεται δε στην αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία προς έγκριση.
Πρέπει να περιλαµβάνει σύµφωνα µε τους κανόνες της παρούσας απόφασης:
- Τα προληπτικά µέτρα πυροπροστασίας του συνόλου της εγκατάστασης
- Τα κατασταλτικά µέσα καταπολέµησης πυρκαγιάς
- Τη συγκρότηση οµάδας (ή οµάδων) πυροπροστασίας από το προσωπικό της εγκατάστασης.
Επίσης, θα καθορίζει το είδος της εκπαίδευσης και τα ειδικά καθήκοντα της οµάδας (ή των οµάδων) πυροπροστασίας στα θέµατα πρόληψης, περιστολής και καταστολής της πυρκαγιάς, καθώς και τον τρόπο δράσεώς της (ή δράσεώς τους).
Για τη χορήγηση, από τις αρµόδιες Υπηρεσίες, των αδειών εγκαταστάσεως, επεκτάσεως ή εκσυγχρονισµού εγκαταστάσεων αποθήκευσης υγρών καυσίµων, απαιτείται, πλην των λοιπών δικαιολογητικών και η υποβολή της Μελέτης Πυροπροστασίας θεωρηµένες από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Η άδεια λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων θα εκδίδεται εφόσον προσκοµισθεί, στην αρµόδια για την έκδοση της άδειας λειτουργίας Υπηρεσία, πιστοποιητικό της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ότι έχουν ληφθεί τα αναφερόµενα στη µελέτη Πυροπροστασίας µέτρα πυροπροστασίας.
Το πιστοποιητικό αυτό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ισχύει για 5 χρόνια.
Η Μελέτη Πυροπροστασίας και το Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας εκδίδονται για οποιαδήποτε περίπτωση ίδρυσης, επέκτασης, διαρρύθµισης και εκσυγχρονισµού εγκαταστάσεων αποθήκευσης υγρών καυσίµων για τις οποίες θα εκδοθούν οι αντίστοιχες άδειες εγκαταστάσεως και λειτουργίας.
Επίσης, Μελέτη Πυροπροστασίας και Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας απαιτούνται για την προσαρµογή των υφιστάµενων εγκαταστάσεων µε τις διατάξεις της παρούσας.
Προκειµένου να εγκριθεί η µελέτη Πυροπροστασίας κάθε εγκατάστασης, από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, απαιτείται να υποβληθούν εκτός των άλλων απαραίτητων εντύπων, µελετών και σχεδίων και τα παρακάτω στοιχεία:
1. Λεπτοµερής κατάσταση των πιθανών κινδύνων, περιλαµβανοµένων των τοποθεσιών εκδήλωσης, της διάταξης των επικίνδυνων περιοχών και των επικίνδυνων (εύφλεκτων ή εκρηκτικών) υλικών που διακινούνται ή επεξεργάζονται.
2. Τύπος διατιθέµενου αφρογόνου και αναλογία ανάµιξης.
3. Απαιτούµενη µέγιστη ποσότητα αφροδιαλύµατος, που δυνατόν να απαιτηθεί και το απόθεµα της εγκατάστασης σε αφρογόνο.
4. Υπολογισµοί, βάσει των οποίων προσδιορίστηκε η µέγιστη απαίτηση σε αφρό.
5. Υδραυλικός υπολογισµός της εγκατάστασης αφρού.
6. Αναφορά όλων των διατιθέµενων αφροποιητικών µέσων(τύπος, παροχή).
7. Θέσεις γραµµών αφρού, ανιχνευτών (αν υπάρχουν), µηχανισµών χειρισµού, εγκαταστάσεων αφροπαραγωγής, στοµίων εξόδου αφρού, σηµείων σύνδεσης αυτοκινήτων (αν υπάρχουν), άλλων βοηθητικών πυροσβεστικών µηχανισµών.
8. Απαίτηση σε νερό (πόσο νερό για τη µέγιστη αφροπαραγωγή και πόσο για πρόσθετη χρήση).
9. ∆ιατιθέµενη συνολική ποσότητα νερού, χρόνος, παροχή, πίεση, χωρητικότητα δεξαµενής νερού, αναφορά µόνιµων ψυκτικών συστηµάτων και συστηµάτων καταιονισµού.
10. Σχέδιο µε υδρολήψεις, κατανοµή δικτύου νερού, µηχανισµούς λειτουργίας, βάννες κ.λπ.
11. Συνολικά γραµµικά σχέδια των παραπάνω (παρ. 7 και 10).
12. Λεπτοµέρειες και επεξηγήσεις των ειδικών περιπτώσεων και χαρακτηριστικών.
Προκειµένου να εκδοθεί το πιστοποιητικό πυροπροστασίας απαιτείται να υποβληθούν:
- Γενική κατάσταση όλου του υπόλοιπου φορητού, µόνιµου ή ηµιµόνιµου πυροσβεστικού εξοπλισµού (ποσότητα, τύπος, ικανότητα).
Σχετικά µε τους πυροσβεστήρες, αυτοί θα συνοδεύονται µε πιστοποιητικά ετοιµότητας και ανελλειπούς περιοδικού ελέγχου.
- Βεβαίωση του Ν. 105/69 υπογεγραµµένη από τον υπεύθυνο Μηχανολόγο ή Μηχανικό ή το Γενικό ∆ιευθυντή της Εταιρείας, ότι όλος ο πυροσβεστικός εξοπλισµός συντηρείται τακτικά και ότι είναι σε πλήρη ετοιµότητα.
Η έγκριση της αρτιότητας του πυροσβεστικού συστήµατος ανήκει αποκλειστικά στην υπεύθυνη Πυροσβεστική Υπηρεσία της περιοχής που θα εκδόσει το απαραίτητο πιστοποιητικό.
Η Πυροσβεστική Υπηρεσία έχει το δικαίωµα να ενεργεί αυτεπάγγελτα έλεγχο οποτεδήποτε κρίνει σκόπιµο, για την εφαρµογή του παρόντος Κανονισµού. Σε περίπτωση διαπίστωσης µη τήρησης του κανονισµού, έχει το δικαίωµα ανάκλησης του πιστοποιητικού µε ταυτόχρονη γνωστοποίηση στις αρµόδιες Υπηρεσίες του ΥΒΕΤ.
Σύµφωνα µε την ταξινόµηση σε οµάδες κινδύνου και κατηγορίες πυρκαγιών του Παραρτήµατος Ι, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων των εταιριών εµπορίας πετρελαιοειδών κατατάσσονται από άποψη κινδύνου πυρκαγιάς στην ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β:
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ – ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ Βγ ΚΑ. – 32 ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΑΚΟΣ Αποθήκευση και διακίνηση υγρών καυσίµων.
4.3.1. ΓΕΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Αυτά περιλαµβάνουν σειρά προληπτικών µέτρων γενικής εφαρµογής, ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η πιθανότητα ανάφλεξης και παράλληλα να υπάρχει η δυνατότητα αποτελεσµατικής καταπολέµησης σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς.
Τα µέτρα αυτά αναφέρονται σε όλες τις βιοµηχανικές και βιοτεχνικές µονάδες, ανεξάρτητα από κατηγορία πυρκαγιάς και οµάδα κινδύνου που υπάγονται.
1. Ανάρτηση πινακίδων σε εµφανή σηµεία της εγκατάστασης, µε οδηγίες πρόληψης πυρκαγιάς και τρόπους ενέργειας του προσωπικού της επιχείρησης σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς.
2. Σήµανση θέσεων πυροσβεστικού υλικού, οδών διαφυγής και εξόδων κινδύνου.
3. Σήµανση επικίνδυνων υλικών και χώρων.
4. Απαγόρευση καπνίσµατος, χρήσης γυµνής φλόγας (σπίρτων, αναπτήρων κ.τ.λ.) και πυροδοτικών συσκευών, σε επικίνδυνους χώρους.
5. Κατάλληλη διευθέτηση των χώρων αποθήκευσης υλών που µπορούν να αυταναφλεγούν και αποθήκευσή τους σε περιοχές που δεν περιλαµβάνουν ζώνες 0,1 και 2, όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 3.10.4. της Υπ. Απόφασης 34628/85.
6. Αποµάκρυνση από τις αποθήκες, διαδρόµους, ταράτσες, προαύλια κ.τ.λ. όλων των άχρηστων εύφλεκτων υλικών και τοποθέτηση αυτών σε ασφαλή µέρη, για αποφυγή µετάδοσης της φωτιάς σ’αυτά.
7. Τήρηση διόδων µεταξύ των αποθηκευοµένων υλικών, για τη διευκόλυνση επέµβασης σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς.
8. Αποµάκρυνση εύφλεκτων υλών από φλόγες και σπινθήρες.
9. ∆ηµιουργία προϋποθέσεων για την αποφυγή τυχαίας ανάµιξης υλικών διάφορων φύσεων, που µπορούν να προκαλέσουν εξώθερµη αντίδραση.
10. Επιµελής συντήρηση των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων γενικά, για την πρόληψη βραχυκυκλωµάτων.
11. Θέση εκτός τάσεως των ηλεκτροµηχανολογικών εγκαταστάσεων κατά τις µη εργάσιµες ηµέρες και ώρες, εκτός αυτών που η λειτουργία τους είναι απαραίτητη και κατά τις µη εργάσιµες ηµέρες και ώρες.
12. Επαρκής και συχνός φυσικός ή τεχνητός αερισµός των χώρων παραγωγής και αποθήκευσης πρώτων υλών και τελικών προϊόντων.
13. Απαγορεύεται γενικά η αποθήκευση πετρελαιοειδών κατηγοριών Ι ή ΙΙ σε στεγασµένους χώρους και κτίρια.
Η αποθήκευση πετρελαιοειδών κατηγορίας ΙΙΙ σε στεγασµένους χώρους και κτίρια επιτρέπεται µέχρι ποσότητας 50 κυβ. µέτρων, αλλά, µόνο σε ισόγεια κτίρια και εφόσον υπάρχει επαρκής φυσικός ή τεχνητός αερισµός του χώρου και ο κατάλληλος πυροσβεστικός εξοπλισµός.
14. Όλος ο εξοπλισµός πυροπροστασίας της περιοχής, πρέπει να είναι εγκατεστηµένος σε προσιτές θέσεις και να είναι βαµµένος µε χαρακτηριστικό κόκκινο χρώµα, ώστε να εντοπίζεται άµεσα από το προσωπικό της περιοχής.
15. Συνεχής καθαρισµός όλων των διαµερισµάτων, γραφείων, διαδρόµων, προαυλίων, αποθηκών κ.τ.λ. της εγκατάστασης.
16. Επιθεώρηση, από υπεύθυνο πρόσωπο της επιχείρησης, όλων των διαµερισµάτων, αποθηκών κ.τ.λ. µετά τη διακοπή της εργασίας καθώς και κατά τις µη εργάσιµες ηµέρες και ώρες, για επισήµανση και εξάλειψη τυχόν υφισταµένων προϋποθέσεων εκδήλωσης πυρκαγιάς.
4.3.2. ΕΙ∆ΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Βγ’’
Τα µέτρα αυτά αφορούν περιοχές µε εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων σε ποσότητα πάνω από 300 κυβ. µέτρα. Αναλυτικά απαιτούνται:
1. Συνεχής και συστηµατική αποψίλωση του γηπέδου από ξερά χόρτα, τουλάχιστον σε απόσταση 15 µέτρων από κάθε δεξαµενή καυσίµου.
2. Επαρκής ηλεκτροφωτισµός του γηπέδου.
3. Κατάλληλη περίφραξη της εγκατάστασης µε µανδρότοιχο ύψους 1 τουλάχιστον µέτρου, που να φέρει στην κορφή του ισχυρό δικτυωτό πλέγµα απολήγον σε αγκαθωτό σύρµα, έτσι ώστε το συνολικό ύψος της περίφραξης να είναι τουλάχιστον 2,20 µέτρα.
4. Ύπαρξη εσωτερικών και εξωτερικών δρόµων µε κατάλληλη επίστρωση, για την ευχερή προσπέλαση πυροσβεστικών οχηµάτων σε απόσταση το πολύ 20 µέτρων από την πιο αποµακρυσµένη δεξαµενή.
Όπου τα παραπάνω δεν µπορούν να εφαρµοστούν, εν όλω ή εν µέρει, λόγω της διαµόρφωσης του εδάφους και της γειτονικής περιοχής, π.χ. απόκρυµνη περιοχή, ξένες ιδιοκτησίες κ.τ.λ., πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα βολής προς τις µη προσπελάσιµες δεξαµενές µε πρόσθετα κανόνια και να τοποθετούνται σε κατάλληλη θέση υδροστόµια 2,5 ιντσών, για την εξασφάλιση τροφοδότησης του δικτύου µε νερό από πυροσβεστικό όχηµα. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα ακατοίκητα νησιά. Οι εγκαταστάσεις θα διαθέτουν συνδέσµους κατάλληλου τύπου και διαστάσεων, ώστε να προσαρµόζονται στον εξοπλισµό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
5. Φύλαξη των εγκαταστάσεων από φύλακα καθ’ όλο το 24ωρο, εκτός, αν η εγκατάσταση βρίσκεται µέσα σε ευρύτερα φυλασσόµενο χώρο.
6. Εφαρµογή της διαδικασίας των αδειών εργασίας.
7. Πλήρως ενηµερωµένη για κάθε ουσιαστική µεταβολή και εγκεκριµένη από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, Μελέτη Πυροπροστασίας.
8. Για εγκαταστάσεις µε αριθµό δεξαµενών πάνω από 10, κέντρο επιχειρήσεων καθώς και σχέδιο οργάνωσης, συντονισµού και ελέγχου κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
9. Συνεχής συστηµατική εκπαίδευση του προσωπικού σε θέµατα ασφάλειας και αντιµετώπισης έκτακτων καταστάσεων, µεταξύ των οποίων και πυρκαγιών, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα και από τη µελέτη Πυροπροστασίας.
10. Για τις εγκαταστάσεις που εµπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας Απόφασης και για την εκάστοτε χορήγηση άδειας λειτουργίας τους, υποβολή στην αρµόδια για την έκδοση της άδειας λειτουργίας Υπηρεσία επικυρωµένου αντίγραφου ασφαλιστηρίου συµβολαίου της εγκατάστασης, το οποίο η επιχείρηση είναι υποχρεωµένη να ανανεώνει µε την εκάστοτε λήξη του, προσκοµίζοντας στην παραπάνω Υπηρεσία το νέο αντίγραφο.
Μετά την πάροδο δύο µηνών από τη λήξη του ασφαλιστηρίου συµβολαίου και εφόσον δεν έχει προσκοµισθεί επικυρωµένο αντίγραφο ανανεωµένου ή νέου ασφαλιστηρίου συµβολαίου αστικής ευθύνης στην παραπάνω Υπηρεσία, ανακαλείται απ’ αυτήν η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης.
11. Μόνιµη ανάρτηση σε όλες τις εισόδους της εγκατάστασης ευδιάκριτων πινακίδων που απαγορεύουν την είσοδο σε άτοµα που καπνίζουν ή φέρουν αναπτήρες ή σπίρτα, όπως παρακάτω :
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ Η ΓΥΜΝΗ ΦΛΟΓΑ
- ∆ΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΓΥΜΝΗΣ ΦΛΟΓΑΣ (ΑΝΑΠΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΣΠΙΡΤΩΝ) ΚΑΙ ΠΥΡΟ∆ΟΤΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Πρέπει επίσης να δίνονται οδηγίες για τον τόπο όπου πρέπει να παραδοθούν τα σπίρτα και οι αναπτήρες. Παρόµοιες προειδοποιητικές πινακίδες πρέπει να αναρτώνται και στις εξόδους από µη επικίνδυνες σε επικίνδυνες περιοχές.
Οι χώροι καπνίσµατος, πρέπει να είναι καθορισµένοι.
4.3.3. ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Υποχρεωτική είναι η εκπαίδευση του προσωπικού στη χρήση των µέτρων προστασίας και πυρόσβεσης µε µέριµνα της ενδιαφερόµενης επιχείρησης.
Η έκβαση του αποτελέσµατος µιας ενδεχόµενης ανάφλεξης σε ένα συγκρότηµα εξαρτάται όχι µόνο από το σύντοµο χρόνο επέµβασης, αλλά και από την εµπειρία του προσωπικού για τη σωστή και αποτελεσµατική χρήση των πυροσβεστικών µέσων της περιοχής.
Θεωρείται απαραίτητο η εκπαίδευση του αρµόδιο προσωπικού να περιλαµβάνει:
- Θεωρητική κατάρτιση επί των κινδύνων της φωτιάς.
- Γνώση διαδικασιών επέµβασης και εξάσκηση µε υποθετικά περιστατικά στις εγκαταστάσεις.
- Πρακτική εξάσκηση.
Στις µικρές επιχειρήσεις όλο το προσωπικό πρέπει να έχει γνώση επί των θεµάτων ασφάλειας και όλο το τεχνικό προσωπικό να είναι άρτια εκπαιδευµένο και καταρτισµένο για την αντιµετώπιση ανεπιθύµητων εκδηλώσεων. Επίσης άρτιο εκπαιδευµένο πρέπει να είναι και το προσωπικό βάρδιας και να γνωρίζει τον τρόπο ενεργοποίησης του συστήµατος κλήσης εξωτερικής βοήθειας.
Οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν άριστα εκπαιδευµένο προσωπικό λειτουργίας ή τεχνικό προσωπικό για τις έκτακτες επεµβάσεις. Προσχεδιασµένες οµάδες επέµβασης έχουν την ευθύνη αντιµετώπισης των πυρκαγιών ή άλλων έκτακτων καταστάσεων κατά τη διάρκεια όλου του 24ώρου, εφόσον η εγκατάσταση ανήκει στην Κατηγορία Α. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων Κατηγορίας Β, προσχεδιασµένη οµάδα επέµβασης θα έχει την ευθύνη αντιµετώπισης µόνο κατά την ώρα λειτουργίας, ενώ το προσωπικό βάρδιας πρέπει να γνωρίζει τον τρόπο ενεργοποίησης του συστήµατος κλήσης εξωτερικής βοήθειας.
Τα µέτρα αυτά αφορούν περιοχές µε εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων σε ποσότητα πάνω από 300 κυβ. µέτρα. Αναλυτικά απαιτούνται:
1. Συνεχής και συστηµατική αποψίλωση του γηπέδου από ξερά χόρτα, τουλάχιστον σε απόσταση 15 µέτρων από κάθε δεξαµενή καυσίµου.
2. Επαρκής ηλεκτροφωτισµός του γηπέδου.
3. Κατάλληλη περίφραξη της εγκατάστασης µε µανδρότοιχο ύψους 1 τουλάχιστον µέτρου, που να φέρει στην κορφή του ισχυρό δικτυωτό πλέγµα απολήγον σε αγκαθωτό σύρµα, έτσι ώστε το συνολικό ύψος της περίφραξης να είναι τουλάχιστον 2,20 µέτρα.
4. Ύπαρξη εσωτερικών και εξωτερικών δρόµων µε κατάλληλη επίστρωση, για την ευχερή προσπέλαση πυροσβεστικών οχηµάτων σε απόσταση το πολύ 20 µέτρων από την πιο αποµακρυσµένη δεξαµενή.
Όπου τα παραπάνω δεν µπορούν να εφαρµοστούν, εν όλω ή εν µέρει, λόγω της διαµόρφωσης του εδάφους και της γειτονικής περιοχής, π.χ. απόκρυµνη περιοχή, ξένες ιδιοκτησίες κ.τ.λ., πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα βολής προς τις µη προσπελάσιµες δεξαµενές µε πρόσθετα κανόνια και να τοποθετούνται σε κατάλληλη θέση υδροστόµια 2,5 ιντσών, για την εξασφάλιση τροφοδότησης του δικτύου µε νερό από πυροσβεστικό όχηµα. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα ακατοίκητα νησιά. Οι εγκαταστάσεις θα διαθέτουν συνδέσµους κατάλληλου τύπου και διαστάσεων, ώστε να προσαρµόζονται στον εξοπλισµό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
5. Φύλαξη των εγκαταστάσεων από φύλακα καθ’ όλο το 24ωρο, εκτός, αν η εγκατάσταση βρίσκεται µέσα σε ευρύτερα φυλασσόµενο χώρο.
6. Εφαρµογή της διαδικασίας των αδειών εργασίας.
7. Πλήρως ενηµερωµένη για κάθε ουσιαστική µεταβολή και εγκεκριµένη από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, Μελέτη Πυροπροστασίας.
8. Για εγκαταστάσεις µε αριθµό δεξαµενών πάνω από 10, κέντρο επιχειρήσεων καθώς και σχέδιο οργάνωσης, συντονισµού και ελέγχου κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
9. Συνεχής συστηµατική εκπαίδευση του προσωπικού σε θέµατα ασφάλειας και αντιµετώπισης έκτακτων καταστάσεων, µεταξύ των οποίων και πυρκαγιών, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα και από τη µελέτη Πυροπροστασίας.
10. Για τις εγκαταστάσεις που εµπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας Απόφασης και για την εκάστοτε χορήγηση άδειας λειτουργίας τους, υποβολή στην αρµόδια για την έκδοση της άδειας λειτουργίας Υπηρεσία επικυρωµένου αντίγραφου ασφαλιστηρίου συµβολαίου της εγκατάστασης, το οποίο η επιχείρηση είναι υποχρεωµένη να ανανεώνει µε την εκάστοτε λήξη του, προσκοµίζοντας στην παραπάνω Υπηρεσία το νέο αντίγραφο.
Μετά την πάροδο δύο µηνών από τη λήξη του ασφαλιστηρίου συµβολαίου και εφόσον δεν έχει προσκοµισθεί επικυρωµένο αντίγραφο ανανεωµένου ή νέου ασφαλιστηρίου συµβολαίου αστικής ευθύνης στην παραπάνω Υπηρεσία, ανακαλείται απ’ αυτήν η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης.
11. Μόνιµη ανάρτηση σε όλες τις εισόδους της εγκατάστασης ευδιάκριτων πινακίδων που απαγορεύουν την είσοδο σε άτοµα που καπνίζουν ή φέρουν αναπτήρες ή σπίρτα, όπως παρακάτω :
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ Η ΓΥΜΝΗ ΦΛΟΓΑ
- ∆ΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΓΥΜΝΗΣ ΦΛΟΓΑΣ (ΑΝΑΠΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΣΠΙΡΤΩΝ) ΚΑΙ ΠΥΡΟ∆ΟΤΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Πρέπει επίσης να δίνονται οδηγίες για τον τόπο όπου πρέπει να παραδοθούν τα σπίρτα και οι αναπτήρες. Παρόµοιες προειδοποιητικές πινακίδες πρέπει να αναρτώνται και στις εξόδους από µη επικίνδυνες σε επικίνδυνες περιοχές.
Οι χώροι καπνίσµατος, πρέπει να είναι καθορισµένοι.
Υποχρεωτική είναι η εκπαίδευση του προσωπικού στη χρήση των µέτρων προστασίας και πυρόσβεσης µε µέριµνα της ενδιαφερόµενης επιχείρησης.
Η έκβαση του αποτελέσµατος µιας ενδεχόµενης ανάφλεξης σε ένα συγκρότηµα εξαρτάται όχι µόνο από το σύντοµο χρόνο επέµβασης, αλλά και από την εµπειρία του προσωπικού για τη σωστή και αποτελεσµατική χρήση των πυροσβεστικών µέσων της περιοχής.
Θεωρείται απαραίτητο η εκπαίδευση του αρµόδιο προσωπικού να περιλαµβάνει:
- Θεωρητική κατάρτιση επί των κινδύνων της φωτιάς.
- Γνώση διαδικασιών επέµβασης και εξάσκηση µε υποθετικά περιστατικά στις εγκαταστάσεις.
- Πρακτική εξάσκηση.
Στις µικρές επιχειρήσεις όλο το προσωπικό πρέπει να έχει γνώση επί των θεµάτων ασφάλειας και όλο το τεχνικό προσωπικό να είναι άρτια εκπαιδευµένο και καταρτισµένο για την αντιµετώπιση ανεπιθύµητων εκδηλώσεων. Επίσης άρτιο εκπαιδευµένο πρέπει να είναι και το προσωπικό βάρδιας και να γνωρίζει τον τρόπο ενεργοποίησης του συστήµατος κλήσης εξωτερικής βοήθειας.
Οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν άριστα εκπαιδευµένο προσωπικό λειτουργίας ή τεχνικό προσωπικό για τις έκτακτες επεµβάσεις. Προσχεδιασµένες οµάδες επέµβασης έχουν την ευθύνη αντιµετώπισης των πυρκαγιών ή άλλων έκτακτων καταστάσεων κατά τη διάρκεια όλου του 24ώρου, εφόσον η εγκατάσταση ανήκει στην Κατηγορία Α. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων Κατηγορίας Β, προσχεδιασµένη οµάδα επέµβασης θα έχει την ευθύνη αντιµετώπισης µόνο κατά την ώρα λειτουργίας, ενώ το προσωπικό βάρδιας πρέπει να γνωρίζει τον τρόπο ενεργοποίησης του συστήµατος κλήσης εξωτερικής βοήθειας.
Τα µέσα πυρόσβεσης που σήµερα χρησιµοποιούνται στη Χηµική Βιοµηχανία και στα συγκροτήµατα του πετρελαίου είναι τα πιο κάτω:
- Νερό
- Σκόνες
- ∆ιοξείδιο του άνθρακα
- HALON
- Αφρός
Η σωστή χρήση του κατάλληλου µέσου από εκπαιδευµένο προσωπικό και µε τη βοήθεια του προβλεπόµενου πυροσβεστικού εξοπλισµού, συνήθως αρκεί για την καταστολή των πυρκαγιών στις βιοµηχανίες, εφόσον η επέµβαση γίνει έγκαιρα. Τα ειδικότερα στοιχεία αναφέρονται στο Παράρτηµα ΙΙ.
4.4.2. ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
1. ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
Α. ΓΕΝΙΚΑ
Ο όρος αφροποιητικά συστήµατα δεξαµενών χαρακτηρίζει τα συστήµατα που έχουν:
- Μόνιµα εγκατεστηµένες αφρογεννήτριες όπου γίνεται η παρασκευή του τελικού αφρού µε ανάµιξη του αφροδιαλύµατος µε την απαιτούµενη ποσότητα αέρα.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του τελικού αφρού από τις αφρογεννήτριες προς το στόµιο εξόδου του αφρού στο εσωτερικό της δεξαµενής, για δεξαµενές σταθερής οροφής ή προς τον δακτύλιο για δεξαµενές πλωτής οροφής.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του αφροδιαλύµατος (δηλαδή του υπό κατάλληλη αναλογία διαλύµατος νερού και αφρογόνου, που δηµιουργείται στον ειδικό για το σκοπό αυτό αφροαναµίκτη) από ασφαλή θέση, ευρισκόµενη έξω από τη λεκάνη ασφαλείας της δεξαµενής, µέχρι τις αφρογεννήτριες.
Η ανωτέρω αναφερόµενη «ασφαλής» θέση, ευρίσκεται σε απόσταση από το περίβληµα της δεξαµενής τουλάχιστον ίση µε την προβλεπόµενη στις παρ. 4.4.2.2.Γ. και 4.4.2.3.Γ. αντίστοιχα για δεξαµενές σταθερής και πλωτής οροφής.
Ανάλογα µε την κατασκευή του υπόλοιπου συστήµατος, δηλαδή του τµήµατος που προηγείται της ανωτέρω οριζόµενης «ασφαλούς» θέσης, σχετικά µε την κατεύθυνση της ροής, τα εγκατεστηµένα συστήµατα, διακρίνονται σε:
- ΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
- ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Η διάκριση δηλαδή αυτή, αφορά στο συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης µε το νερό του αφρογόνου, για την παρασκευή του επιθυµητού αφροδιαλύµατος, που οδεύει προς τις αφρογεννήτριες.
Σχεδόν παρόµοια µε τα περιγραφόµενα παραπάνω αφροποιητικά συστήµατα είναι και τα εγκατεστηµένα αφροποιητικά συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία άλλων κατασκευών και χώρων, όπως οι σταθµοί φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων κ.λπ.
Β. ΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, όλα τα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης του αφρογόνου είναι επίσης µόνιµα εγκατεστηµένα και συνδέονται µεταξύ τους και προς το υδροδοτικό δίκτυο και το δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος/αφρού µε µόνιµες σωληνώσεις.
Γενικά, η κατασκευή των µονίµων σωληνώσεων, που χρησιµοποιούνται σε όλη την έκταση των εγκατεστηµένων συστηµάτων, ακολουθεί τις προδιαγραφές κατασκευής του υδροδοτικού δικτύου διανοµής.
Ένα µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα µπορεί να προστατεύει µια µόνο δεξαµενή ή µια οµάδα δεξαµενών που είναι συγκεντρωµένες στην ίδια περιοχή και ανήκουν σε µια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες ασφάλειας. Ακόµη, µπορεί το ίδιο σύστηµα να παρέχει προστασία µε αφρό των αντίστοιχων λεκανών ασφάλειας και επίσης, σε ορισµένες περιπτώσεις, εφόσον το επιτρέπουν οι υπάρχουσες αποστάσεις, να επεκτείνεται για προστασία και άλλων κατασκευών και χώρων της περιοχής.
Το συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης αφρογόνου ενός τυπικού µόνιµου συστήµατος αποτελείται από:
- Την δεξαµενή αφρογόνου µε χωρητικότητα που υπερκαλύπτει την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου για άµεση και πλήρη λειτουργία (βλ. παρ. 4.4.10) και είναι µεταλλική ή πλαστική ελεύθερης αναπνοής.
- Τον αναµίκτη ρυθµιζόµενης αναλογίας αφροανάµιξης, συνήθως 1 – 6%. Αναµίκτης σταθερής αφροανάµιξης θεωρείται επίσης κατάλληλος αποδεκτός, εφόσον έχει ρυθµισθεί στην απαιτούµενη αναλογία (3, 4, ή 5%).
- 2 αντλίες (ηλεκτροκίνητη και αυτόνοµης κίνησης εφεδρική) για την προώθηση του αφρογόνου προς τον αναµίκτη.
Η παροχή κάθε αντλίας πρέπει να υπερκαλύπτει κατά 20% τη µέγιστη απαίτηση του αφροαναµίκτη. Η πίεση κατάθλιψης των αντλιών αυτών πρέπει να είναι κατά 1 – 2BAR µεγαλύτερη της µέγιστης πίεσης λειτουργίας νερού στο πυροσβεστικό δίκτυο διανοµής.
Σύστηµα αγωγών, διανοµέων, βαννών κ.τ.λ., προκειµένου να κατευθυνθεί η παροχή του αφροδιαλύµατος προς την επιθυµητή δεξαµενή, εφόσον το σύστηµα προστατεύει οµάδα δεξαµενών ή άλλο προστατευόµενο χώρο.
Ο χρόνος εµφάνισης του αφροδιαλύµατος στη δεξαµενή ή στους άλλους προστατευόµενους χώρους και έναρξης αφροπαραγωγής, σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερος των 3 λεπτών.
Η διατήρηση των γραµµών του αφροδιαλύµατος γεµάτων µε αφροδιάλυµα, συντοµεύει το χρόνο έναρξης αφροπαραγωγής και επιτρέπει την κάλυψη δεξαµενών σε ικανές αποστάσεις.
Εναλλακτικά, µπορούν να χρησιµοποιούνται στα µόνιµα αφροποιητικά συστήµατα κατάλληλοι αναµίκτες µε δυνατότητα ταυτόχρονης εισρόφησης του αφρογόνου, καταργώντας τις αντλίες προώθησης αφρογόνου. Οι αναµίκτες αυτοί είναι γνωστοί σαν «τζιφάρια» και αναρροφούν την αναγκαία ποσότητα αφρογόνου δηµιουργώντας τοπική υποπίεση σε ειδικό ακροφύσιο που
περιέχουν.
Γ. ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, τα διάφορα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης και οι συνδέσεις τους, δεν είναι (εξ ολοκλήρου ή εν µέρει) µόνιµα.
∆ηλαδή χρησιµοποιούνται π.χ. δοχεία αφρογόνου αντί δεξαµενών, κινητοί αναµίκτες και ελαστικοί σωλήνες µε ταχυσυνδέσµους στα άκρα κ.τ.λ.
Στα συστήµατα αυτά µπορούν να χρησιµοποιούνται αναµίκτες/ τζιφάρια.
Όλες οι µονάδες του εξοπλισµού πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες σηµασµένες θέσεις της περιοχής άµεσα προσπελάσιµες, µαζί µε την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου (για άµεση και πλήρη λειτουργία) στα κατάλληλα δοχεία.
Τα ηµιµόνιµα συστήµατα είναι απόλυτα συµβατά µε την δυνατότητα άµεσης διαθεσιµότητας πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
2. ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Ι. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον η κάθε µία έχει χωρητικότητα µεγαλύτερη των 30 κυβ. µέτρων ή η συνολική χωρητικότητα της εγκατάστασης είναι µεγαλύτερη των 200 κυβ. µέτρων.
ΙΙ. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ δεν απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον ικανοποιούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Οι αποστάσεις ασφάλειας είναι οι προβλεπόµενες ή ισχύουν τα αναφερόµενα στην παράγραφο 4.4.5.
- ∆ιαθέτουν λεκάνη ασφάλειας ή σύστηµα περισυλλογής επαρκούς χωρητικότητας.
- ∆εν πρόκειται εναλλακτικά να δεχθούν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν βρίσκονται στην ίδια λεκάνη ασφάλειας µε δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν έχουν διάµετρο µεγαλύτερη των 48 µέτρων.
- Υπάρχει πρόβλεψη για χρήση άλλων αφροποιητικών µέσων σε επάρκεια.
Με τον όρο άλλα αφροποιητικά µέσα εννοούµε:
Κανόνια αφρού
Πύργου αφρού
Αφρογεννήτριες χειρός
Τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 18 µέτρα, εκτός αν πρόκειται για δεξαµενές µαζούτ οπότε τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές µε διάµετρο µέχρι 48 µέτρα.
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεταξύ 18 και 48 µέτρων, απαιτούνται πύργοι αφρού ή µόνιµα συστήµατα.
Οι αφρογεννήτριες χειρός θεωρούνται επαρκείς για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 9 µέτρα και ύψους µέχρι 6 µέτρα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ενδεδειγµένος τρόπος προστασίας των δεξαµενών σταθερής οροφής είναι η αφροκάλυψη της φλεγόµενης επιφάνειας. Εάν η σωστή διαδικασία αφροκάλυψης αρχίσει έγκαιρα, πριν υπερθερµανθούν οι µεταλλικές επιφάνειες και το περιεχόµενο προϊόν, η καταστολή της φωτιάς µπορεί να θεωρείται βέβαιη. Καθυστέρηση της επέµβασης ή µη ενδεδειγµένος τρόπος καταστολής, δηµιουργούν συνήθως εκτίναξη της οροφής (έκρηξη) κατάρρευση των µεταλλικών τοιχωµάτων και αχρήστευση του αφροποιητικού συστήµατος.
Η παράλληλη ψύξη της καιόµενης δεξαµενής (εφόσον βέβαια δεν είναι µονωµένη), θεωρείται προϋπόθεση για τη σωστή και ασφαλή αντιµετώπιση της κατάστασης. Η ψύξη επιµηκύνει το χρόνο αντοχής των τοιχωµάτων, άρα του αφροποιητικού συστήµατος.
Οι υποχρεωτικοί τρόποι προστασίας των δεξαµενών αυτών µε σύστηµα αφρού, εφόσον απαιτείται από την παρούσα Απόφαση, είναι:
- Επιφανειακή εφαρµογή
Έκχυση του αφρού πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια του περιεχοµένου προϊόντος, µε σύστηµα αφρογεννητριών χαµηλής πίεσης και αφροκεφαλών, που είναι τοποθετηµένες στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής (50 εκατοστά από τον πυθµένα), µε σύστηµα αφρογεννητριών υψηλής πίεσης που βρίσκονται συνήθως εκτός λεκάνης ασφαλείας.
Ο αφρός, εισερχόµενος εντός της µάζας του περιεχόµενου προϊόντος, ανεβαίνει στην επιφάνειά του και απλώνεται καλύπτοντάς την.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Η ελάχιστη απόσταση των βαννών χειρισµού και του σηµείου προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού από τη δεξαµενή, πρέπει να είναι το µεγαλύτερο µεταξύ των 15 µέτρων και µιας διαµέτρου της υπό προστασία δεξαµενής, οπωσδήποτε όµως εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
Εάν οι βάννες είναι τηλεχειριζόµενες ή µεταξύ αυτών και της υπό προστασία δεξαµενής υπάρχει αντιπυρικός τοίχος ύψους τουλάχιστον 2 µέτρων, τότε η ελάχιστη απόσταση ασφάλειας µπορεί να µειωθεί στα 5 µέτρα το πολύ.
Ο υπολογισµός των αγωγών πρέπει να γίνεται µε πιστή εφαρµογή των νόµων και των κανόνων της υδραυλικής, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούµενη πίεση λειτουργίας.
Οι υδρολήψεις, στον απαιτούµενο αριθµό, πρέπει να είναι σε αποστάσεις 15 έως 40 µέτρων από το σηµείο σύνδεσης του πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Ι. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Οι πίνακες που ακολουθούν δίνουν την απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος ανά µονάδα ελεύθερης επιφάνειας περιεχόµενου προϊόντος της δεξαµενής και τον απαιτούµενο χρόνο εφαρµογής, περιλαµβάνουν δε εκτός της επιφανειακής εφαρµογής και την εισαγωγή από τον πυθµένα.
ΠΑΡΟΧΗ
Προϊόν Παροχή αφροδιαλύµατος
Υδρογονάνθρακες 4,1 LIT/MIN/M2
Υδρογονάνθρακες και Αλκοόλη
10% (GASOHOLS) 6,5 «
Αλκοόλες (Μεθυλική ή αιθυλική) 6,5 «
Ακρυλονιτρίλιο 6,5 «
Αιθυλική αλδεϋδη 6,5 «
Κετόνες (Αιθυλικές ή µεθυλικές) 6,5 «
Ακετόνες 9,8 «
Βουτυλική αλκοόλη 9,8 «
Ισοπροπυλικός αιθέρας κ.τ.λ. 9,8 «
Σηµείωση:
Για όλα τα προϊόντα του παραπάνω πίνακα, εκτός των υδρογονανθράκων, χρησιµοποιείται αφρός αλκοολικού τύπου. ∆ηλαδή, ακόµη και υδρογονάνθρακες µε αλκοόλη 10% αντιµετωπίζονται µε αφρό αλκοολικού τύπου, όπως οι διάφορες πολικές ενώσεις που ακολουθούν στη στήλη «προϊόν» του πίνακα.
Η εισαγωγή αφρού γίνεται µε έκχυση πάνω από την επιφάνεια του καυσίµου και χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες χαµηλής πίεσης.
Οι αφρογεννήτριες αυτές πρέπει να εισάγουν τον αφρό στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους και σε απόσταση περίπου 40 εκατοστών κάτω από την οροφή της δεξαµενής.
Απαγορεύεται η εισαγωγή του αφρού από την οροφή (ενδεχόµενη έκρηξη θα καταστρέψει το αφροποιητικό σύστηµα, µε την εκτίναξη της οροφής).
Κάθε τέτοια αφρογεννήτρια πρέπει να συνδυάζεται µε:
- Την αντίστοιχη σε παροχή αφροκεφαλή, που περιέχει τη µεµβράνη ή το γυαλί αποµόνωσης.
- Το αντίστοιχο σε παροχή εσωτερικό ράµφος.
- Το κατάλληλο δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος στην απαιτούµενη παροχή.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης και δυσµενούς αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η διανοµή του αφρού γίνεται µε κατακόρυφους αγωγούς και ενδεχοµένως µε οριζόντιους ηµιδακτύλιους κατανοµής, µετά από την απαραίτητη υδραυλική µελέτη του συστήµατος.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Ο ελάχιστος απαιτούµενος αριθµός αφρογεννητριών καθορίζεται µε βάση το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής. Εξυπακούεται ότι το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφροδιαλύµατος που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης αφροκάλυψης. Έτσι έχουµε:
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεγαλύτερη των 60 µέτρων πρέπει να τίθεται µια επιπλέον αφρογεννήτρια ανά 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας.
Σε όλες τις αφρογεννήτριες πρέπει να διασφαλίζεται ισόποση παροχή αφροδιαλύµατος.
Η εγκατάσταση συστηµάτων κατάσβεσης µε µέσα διάφορα του αφρού, είναι δυνατή εφόσον εγκρίνεται από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΠΥΘΜΕΝΑ
Το σύστηµα αυτό εφαρµόζεται µόνο σε δεξαµενές σταθερής οροφής.
Κατ’ εξαίρεση δεν εφαρµόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Σε δεξαµενές που έχουν εσωτερικό πλωτό διάφραγµα µη ενδεδειγµένου τύπου.
- Σε δεξαµενές που περιέχουν βαρέα κλάσµατα υδρογονανθράκων, δηλαδή αταξινόµητα προϊόντα µε σηµείο ανάφλεξης πάνω από 100°C.
Η εφαρµογή του συστήµατος αυτού σε δεξαµενές που περιέχουν πολύ ελαφρείς υδρογονάνθρακες κατηγορίας Ι, γίνεται αποδεκτή εφόσον:
- Η παροχή του αφρού είναι αυξηµένη µέχρι 8,1 LIT/MIN/M2
- Υπάρχει έγκριση των αρµόδιων αρχών.
Η εισαγωγή αφρού στον πυθµένα βρίσκει άριστη εφαρµογή σε δεξαµενές που περιέχουν κλάσµατα πετρελαίου όπως: βαρείς νάφθες, κηροζίνη, ντήζελ, µέχρι V.G.OIL και ελαφρό µαζούτ.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος και ο απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, προκύπτουν από τους πίνακες της προηγούµενης παρ.Ι.
Ο χρόνος εφαρµογής είναι µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της επιφανειακής εφαρµογής, επειδή η διόγκωση του αφροδιαλύµατος είναι στο σύστηµα αυτό µικρότερη.
Η εισαγωγή του αφρού γίνεται µε µεγάλη πίεση κάτω από την επιφάνεια του περιεχόµενου καυσίµου της δεξαµενής. Χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες υψηλής πίεσης, που έχουν ελάχιστη πίεση λειτουργίας στην είσοδο τους προδιαγραφόµενη από τον κατασκευαστή τους.
Κάθε αφρογεννήτρια ή συστοιχία αφρογεννητριών µέσω κεντρικού αγωγού κατάλληλης διαµέτρου, εισάγει τον αφρό στο κάτω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, ύψος περίπου 50 εκατοστών πάνω από τον πυθµένα και σε ένα ή περισσότερα σηµεία.
Το σύστηµα αυτό λειτουργεί µε αφρογόνα κατάλληλα για τέτοια εισαγωγή. Το αφρογόνο πρωτεΐνη δεν είναι κατάλληλο, γιατί συµπαρασύρει σταγονίδια καυσίµου προς τη φλεγόµενη επιφάνεια.
Ο δηµιουργούµενος στις αφρογεννήτριες αφρός, λόγω της µεγαλύτερης πίεσης του συστήµατος, εµφανίζει διόγκωση 1:4.
Στις εξόδους των αφρογεννητριών τοποθετούνται εσωτερικά πτυσσόµενοι ανοξείδωτοι δίσκοι, που ανοίγουν µε την πίεση του εισερχόµενου αφρού. Το σύστηµα αυτό, που καλύπτεται από απρόσβλητη και άκαυστη µεµβράνη (συνήθως µίκα), διατηρεί κενούς τους αγωγούς διανοµής αφρού. Τελευταία, τα συστήµατα αυτά έχουν µια µόνο κεντρική βαλβίδα αντεπιστροφής. Στο σηµείο αυτό τοποθετείται ένας κεντρικός πτυσσόµενος δίσκος αντεπιστροφής (METALLIC RURTURE DISC).
Η µέγιστη επιτρεπτή ταχύτης εισόδου του αφρού στη δεξαµενή είναι 3 µέτρα/SEC για προϊόντα κατηγορίας 1 και 6 µέτρα SEC για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Η είσοδος του αφρού δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να γίνεται σε ύψος χαµηλότερο από την πιθανή στάθµη νερού στη δεξαµενή.
Σε δεξαµενές που λειτουργούν, υπάρχει η δυνατότητα εισαγωγής του αφρού από την είσοδο του προϊόντος, εφόσον καλύπτονται οι απαιτούµενες προδιαγραφές.
Ανάλογα µε το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής, καθορίζεται ο ελάχιστος επιτρεπτός αριθµός εισόδων αφρού στη δεξαµενή, σύµφωνα µε τον ακόλουθο πίνακα:
Για δεξαµενή διαµέτρου µεγαλύτερης των 60 µέτρων, πρέπει να προστίθεται ένα επί πλέον σηµείο εισόδου για κάθε 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας Ι ή για κάθε 697 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφρού, που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης επιτρεπτής αφροκάλυψης.
3. ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΛΩΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Γενικά απαιτούνται µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Με τον όρο δεξαµενές πλωτής οροφής, εννοούµε όλες τις δεξαµενές ανοικτού τύπου µε κινητή επιπλέουσα οροφή. Η οροφή είναι είτε κατασκευής κοίλου δίσκου µε περιφερειακούς στεγανούς επισκέψιµους χώρους, είτε κατασκευής διπλού καταστρώµατος. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διαθέτουν στο κέντρο σύστηµα περισυλλογής και αποµάκρυνσης του νερού της βροχής, των υπερχειλίσεων και του νερού πυρόσβεσης.
Οι οροφές αυτές είναι εφοδιασµένες µε σύστηµα εσωτερικών ποδαρικών, ώστε να τερµατίζουν κατά την εκκένωση της δεξαµενής σε κατάλληλο ύψος από τον πυθµένα της δεξαµενής (θέσεις λειτουργίας και επιθεώρησης).
Κάτω από το ύψος αυτό, δεν συνιστάται να κατέρχεται η στάθµη του προϊόντος κατά την κανονική λειτουργία της δεξαµενής. Το σύστηµα προστασίας των δεξαµενών πλωτής οροφής περιλαµβάνει.
- Καλή στεγανότητα (φραγή) του διάκενου, πλάτους περίπου 30 εκατοστών, µεταξύ πλωτής οροφής και περιφερειακού κελύφους, που επιτυγχάνεται:
Με µηχανικό σύστηµα µεµβράνης και αντίβαρων, τύπου παντογράφου.
Με περιφερειακούς δακτύλιους µεµβράνης και ελαστικούς σωλήνες, που έχουν διογκωθεί µε κηροζίνη ή άλλο καύσιµο ή πολυουραιθάνη, ώστε να επιτυγχάνεται στεγανότητα.
Και τα δύο συστήµατα πρέπει να έχουν και δευτερεύουσα προστασία στεγανότητας µε ελαστική επικαλύπτουσα περιφερειακή µεµβράνη (µόνο για τις δεξαµενές). Όλα τα ανωτέρω ελαστικά ή συνθετικά υλικά πρέπει να είναι άκαυστα.
- Σύστηµα καιρικής προστασίας της φραγής µε υπερκείµενη κάλυψη από επιµήκη αλληλοεπικαλυπτόµενα µεταλλικά ελάσµατα, που στηρίζονται περιφερειακά στο άκρο της πλωτής οροφής και ολισθαίνουν επί της εσωτερικής επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής.
- Ελάσµατα απαγωγής στατικού ηλεκτρισµού.
- Περιφερειακά επί της πλωτής οροφής πρέπει να υπάρχει µεταλλικός δακτύλιος συγκράτησης του αφρού (DAM). Αυτός πρέπει να είναι καλά κολληµένος ή στεγανά συγκρατηµένος επί της οροφής και να έχει στο κάτω µέρος οπές εκροής του νερού.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Οι προδιαγραφές του δακτύλιου συγκράτησης αφρού είναι:
- Ελάχιστο ύψος:
30 εκατοστά για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 15 µέτρα
60 εκατοστά για δεξαµενές µεγαλύτερης διαµέτρου
Το ύψος του δακτυλίου πρέπει να είναι τουλάχιστον 5 εκατοστά πάνω από το άνω µέρος των µεταλλικών ελασµάτων καιρικής προστασίας.
- Ελάχιστο πάχος: 3,5 χιλιοστά.
- Απόσταση από περιφερειακό κέλυφος δεξαµενής 60 έως 90 εκατοστά
- Οι οπές εκροής έχουν ύψος 1-2 εκατοστά και πλάτος 6-8 εκατοστά και βρίσκονται συνήθως στο µέσον µεταξύ δύο διαδοχικών αφρογεννητριών (διευκολύνεται έτσι το άπλωµα του αφρού).
Για τον καθορισµό του αριθµού και του µεγέθους των οπών εκροής, λαµβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται 3 τετρ. εκατοστά επιφάνειας εκροής για κάθε 1 τετρ. µέτρο επιφάνειας του εσωτερικού δακτύλιου.
Το σύστηµα αφρού µπορεί να στέλνει αφρό χαµηλής διόγκωσης είτε επί του συστήµατος στεγανοποίησης και του συστήµατος καιρικής προστασίας µέσα στον δακτύλιο (πλέον συνήθης τρόπος) είτε κατ’ ευθείαν κάτω από το σύστηµα καιρικής προστασίας και δευτερεύουσας στεγανότητας, επί του πρωτεύοντος δακτυλίου φραγής.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 12,2 LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού δακτυλίου συγκράτησης αφρού.
Ο χρόνος εφαρµογής του αφρού είναι 20 ΜΙΝ.
Οι αφρογεννήτριες περιλαµβάνουν την κυρίως αφρογεννήτρια, συνήθως κατακόρυφης τοποθέτησης, τον αγωγό εξόδου αφρού µε ελάχιστο µήκος 70 εκατοστά και το ράµφος εκροής, αντίστοιχης παροχής µε την αφρογεννήτρια.
Όλες οι αφρογεννήτριες πρέπει να βρίσκονται σε περιφερειακή διάταξη µε τροφοδοσία από κατακόρυφο αγωγό και περιφερειακό δακτύλιο διανοµής του αφρού, να τοποθετούνται δε σε κορυφές κανονικού εγγεγραµµένου σχήµατος, ώστε η κατανοµή του αφρού να είναι οµοιόµορφη µεταξύ τους.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η µέγιστη απόσταση µεταξύ διαδοχικών αφρογεννητριών, πρέπει να είναι:
12,2 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 30 εκατοστά
24,4 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 60 εκατοστά
Κάθε έξοδος αφρογεννήτριας εκβάλλει τον αφρό σε µεταλλικό έλασµα εκτροπής (ανακλαστήρα). Αυτά τοποθετούνται εφαπτοµενικά στην προέκταση του περιβλήµατος στο άνω µέρος της δεξαµενής και έχουν σχήµα τραπεζίου. Ο αγωγός εξόδου της αφρογεννήτριας, διαπερνά το άνω µέρος ή διέρχεται πάνω από τον ανακλαστήρα, σχηµατίζοντας κατάλληλη καµπύλη. Το πάχος του ανακλαστήρα πρέπει να είναι 5-8 χιλιοστά.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Τα παραπάνω ισχύουν για δεξαµενές που έχουν δακτύλιο συγκράτησης αφρού. Για δεξαµενές που δεν έχουν, µπορεί ο αφρός να εκβάλει µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής µε παροχή 20,4LIT/MIN/M2 και για 10 ΜΙΝ τουλάχιστον. Σαν επιφάνεια λαµβάνεται ο χώρος του δακτυλιοειδούς διακένου µεταξύ κελύφους και πλωτής οροφής. Τέτοια συστήµατα πρέπει να κατασκευάζονται βάσει επίσηµων προδιαγραφών και να διαθέτουν κατάλληλο πέλµα επαφής στο κέλυφος. Ειδικότερα, για τα συστήµατα αυτά προβλέπονται τα ακόλουθα:
- Συστήµατα φραγής µε πέλµα επαφής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 39 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µεγαλύτερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µικρότερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: Απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
Λόγω της µεγαλύτερης ασφάλειας που εξασφαλίζουν οι δεξαµενές αυτές σε περίπτωση πυρκαγιάς, δεν προβλέπονται περιορισµοί στην απόσταση των βαννών χειρισµού ή προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου. Η ανάβαση στην δεξαµενή για πιθανή πυρόσβεση είναι επιτρεπτή.
4.4.3. ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
1. ΓΕΝΙΚΑ
Η ψύξη των δεξαµενών ατµοσφαιρικής πίεσης κατά τη διάρκεια της πυρόσβεσης είναι επιβεβληµένη προκειµένου να αυξηθεί η ικανότητα αντοχής των µετάλλων, να δοθεί χρόνος για την επέµβαση και να κρατηθούν τα πυροσβεστικά συστήµατα σε καλή κατάσταση.
Ειδικότερα, η ψύξη της δεξαµενής κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς µας παρέχει τις πιο κάτω περιπτώσεις προστασίας:
∆εξαµενές σταθερής οροφής
Αυξάνεται ο χρόνος αντοχής των µετάλλων, ειδικά στην περιοχή πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια και αποφεύγεται η σύντοµη κατάρρευση των τοιχωµάτων που θα συµπαρασύρουν και θα καταστρέψουν το αφροποιητικό σύστηµα της δεξαµενής.
∆εξαµενές πλωτής οροφής.
Περιορίζονται οι διογκώσεις και παραµορφώσεις του κελύφους από τη θερµική διαστολή λόγω πιθανής εσωτερικής ανάφλεξης. Αυτό έχει αποτέλεσµα την περιορισµένη εκροή αναφλέξιµου προϊόντος ή αερίου και τη διατήρηση της πυρκαγιάς υπό έλεγχο, µέχρι την τελική κατάσβεση.
∆εξαµενές σταθερής ή πλωτής οροφής (παρακείµενες).
Προστατεύεται η δεξαµενή από ανάφλεξη που έχει εκδηλωθεί σε παρακείµενη δεξαµενή. Σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς σε µια δεξαµενή είναι υποχρεωτικό να ψυχθεί η ίδια η δεξαµενή και αναγκαίο να ψυχθούν οι παρακείµενες. Η επιλογή ψύξης των γειτονικών δεξαµενών γίνεται µε κριτήρια την απόσταση, την φορά του ανέµου και την ικανότητα της συνολικής παροχής νερού του δικτύου.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΟΝΙΜΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ
∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, καθώς και δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, που δεν έχουν θερµική µόνωση και βρίσκονται σε απόσταση µικρότερη των 20 µέτρων από δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, απαιτούν µόνιµα συστήµατα νερού ψύξης, σύµφωνα µε τα περιγραφόµενα στη συνέχεια.
3. ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Το σύστηµα υποχρεωτικά περιλαµβάνει περιφερειακή ψύξη του κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από:
- Κεντρικό αγωγό νερού, που έχει λήψη από το κεντρικό υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο µέσω βάννας, που βρίσκεται εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
- Κυκλικό διανοµέα παροχής νερού, µε µορφή 2 ηµιδακτυλίων ή 1 δακτυλίου, που περικλείει τη δεξαµενή στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της, σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστά κάτω από την οροφή της.
- Ακροφύσια (sprinklers) διατεταγµένα επί του διανοµέα και τοποθετηµένα υπό σταθερή γωνία εκροής ως προς το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, ώστε να διαβρέχεται όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής οµοιόµορφα. Συνιστώνται ακροφύσια τύπου ριπιδίου.
- Στην περίπτωση διανοµέα µε δύο ηµιδακτύλιους, σύστηµα έκπλυσης και αποστράγγισης των αγωγών.
Το σύστηµα κατάκλυσης της οροφής της δεξαµενής µε νερό είναι προαιρετικό.
Η ψύξη της οροφής δεν είναι ζωτικής σηµασίας, γιατί γενικά δεν δέχεται η οροφή σηµαντικό ποσοστό θερµότητας από ακτινοβολία. Σε περίπτωση δε ανάφλεξης της ίδιας της δεξαµενής, συνήθως, η οροφή εκτινάσσεται και καταστρέφεται το σύστηµα ψύξης που βρίσκεται από πάνω της.
- Εάν υπάρχει εγκατεστηµένο τέτοιο σύστηµα, αυτό πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητο της περιφερειακής ψύξης του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, µε ανεξάρτητες βάννες ενεργοποίησης και αποµόνωσης.
4. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΛΩΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Το σύστηµα υποχρεωτικά εκτελεί περιφερειακή ψύξη του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από τα βασικά µέρη που περιγράφονται στην προηγούµενη παρ. 3.
Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται έτσι ώστε να διαβρέχεται οµοιόµορφα όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό ύψος πλήρωσης της δεξαµενής.
5. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Τα πιο κάτω στοιχεία αφορούν στις δεξαµενές σταθερής αλλά και πλωτής οροφής.
- Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται σε απόσταση 40-50 εκατοστών από το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, παρακάµπτοντας τις αφρογεννήτριες και τους αγωγούς.
- Η τοποθέτηση του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού γίνεται:
Πάνω στα αντερίσµατα των δεξαµενών πλωτής οροφής και σε απόσταση 50-70 εκατοστών από το κάτω µέρος της πλατφόρµας.
Πάνω σε ειδικές µεταλλικές βάσεις, στηριγµένες ή κολληµένες στη δεξαµενή σταθερής οροφής και σε απόσταση 50-60 εκατοστών από το άνω άκρο του περιφερειακού κελύφους.
- Τα ακροφύσια του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού είναι τυποποιηµένα µε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Υλικό: Ορείχαλκος επινικελωµένος ή ανοξείδωτο µέταλλο.
Ονοµαστική παροχή: 7LIT/MIN, 14LIT/MIN, 28LIT/MIN σε 5 BAR. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Σχήµα εκτόξευσης: Μορφή βεντάλιας µε άνοιγµα 160°
Βάση: Αρσενικό σπείρωµα ½ ή ¾. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Γωνία τοποθέτησης: Περίπου 70° πάνω από τον ορίζοντα.
Απαιτούµενη παροχή νερού: 2LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους.
Η συνολική απαίτηση σε νερό ψύξης κάθε δεξαµενής, είναι ο παράγων που θα καθορίσει την παροχή των ακροφυσίων, την απόσταση µεταξύ δύο διαδοχικών ακροφυσίων και το συνολικό τους αριθµό.
Ειδικά για το σύστηµα κατάκλυσης µε νερό της οροφής δεξαµενών σταθερής οροφής:
- Το ακροφύσιο τοποθετείται στο κέντρο της οροφής και έχει γωνία εκτόξευσης 150°.
- Η απαιτούµενη παροχή είναι 50 λίτρα ανά ώρα και τετρ. µέτρο επιφάνειας οροφής.
4.4.4. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΕΚΑΝΩΝ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΜΕ ΑΦΡΟ
Απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις όπου η λεκάνη περιέχει έστω και µια δεξαµενή µε προϊόν Ι ή ΙΙ.
Η προστασία γίνεται µε αφρογεννήτριες χειρός, παροχής 200-250 LIT/MIN που λειτουργούν µε ένα από τους εξής δυό τρόπους:
- Η παροχή του αφροδιαλύµατος λαµβάνεται από το εγκατεστηµένο για την προστασία των δεξαµενών µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, µε ελαστικούς σωλήνες συνδεόµενους σε κατάλληλες λήψεις.
- Η παροχή νερού λαµβάνεται από το υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο µε ελαστικούς σωλήνες συνδεόµενους σε κατάλληλες θέσεις και υπάρχει σε ετοιµότητα η απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου σε δοχεία φορητά, αλλά και το κατάλληλο προσωπικό χειρισµού όλων αυτών.
Ο αριθµός των αφρογεννητριών και ο ελάχιστος απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, φαίνονται στους παρακάτω πίνακες:
Οι παροχές αυτές είναι επιπλέον των παροχών αφρού που απαιτούν οι δεξαµενές για την πυρόσβεσή τους.
Σε περίπτωση που δεν έχουν προβλεφθεί οι παραπάνω αφρογεννήτριες χειρός, µπορούν εναλλακτικά να εγκατασταθούν µόνιµα συστήµατα αφρογεννητριών.
Οι αφρογεννήτριες αυτές τοποθετούνται περιφερειακά της λεκάνης, 1 ή 2 σε κάθε πλευρά και λαµβάνουν αφροδιάλυµα από αυτόνοµο αφροποιητικό σύστηµα (συνήθως το σύστηµα που προστατεύει τις δεξαµενές).
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 4,1 LIT/MIN/M2 ελεύθερης επιφάνειας της λεκάνης.
Ο ελάχιστος χρόνος εφαρµογής είναι 30 ΜΙΝ.
4.4.5. ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Με τον όρο πρόσθετα µέτρα, εννοούµε σειρά προστατευτικών µέτρων, που αυξάνουν το βαθµό ασφάλειας της περιοχής.
Τα µέτρα αυτά είναι:
- Αφροποιητικό σύστηµα των δεξαµενών ανεξάρτητα των προϋποθέσεων των παρ. 4.4.2.2.Α και 4.4.2.3.Α.
- Μόνιµο σύστηµα ψύξης των δεξαµενών ανεξάρτητο των προϋποθέσεων της παρ. 4.4.3.2.
- Εγκατάσταση αντιπυρικού τοιχείου (FIRE WALL).
Η επιβολή πρόσθετων µέτρων προστασίας καθώς και οι περιπτώσεις που αυτά απαιτούνται, αποφασίζονται από τον Υπουργό ΒΕΤ.
Ο Υπουργός ΒΕΤ, επίσης µπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επιβάλει πρόσθετα µέτρα προστασίας πέραν των παραπάνω αναφεροµένων.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις εγκαταστάσεων που υφίστανται και λειτουργούν νόµιµα από χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του Ν. 1571/85, εφόσον οι αποστάσεις ορισµένων δεξαµενών τους δεν πληρούν τις απαιτήσεις της Υπ. Απόφασης 34628/85, τους επιβάλλονται τα παρακάτω πρόσθετα µέτρα και για να συνεχισθεί η λειτουργία τους απαιτείται η πλήρης συµµόρφωσή τους σ’ αυτά µέσα στα χρονικά όρια της παρ. 2 της παρούσας.
1. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆εξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, απέχουσες µεταξύ τους αποστάσεις µικρότερες των καθοριζοµένων στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και εφόσον το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 8.000 κυβ. µέτρα, θεωρούνται σαν µια δεξαµενή κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6.
Εάν το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα και η απόσταση της οποιασδήποτε ακραίας δεξαµενής της οµάδας από την πλησιέστερη γειτονική εκτός οµάδας, είναι µεγαλύτερη ή ίση των 8 µέτρων, καθώς και αν το σύνολο της χωρητικότητάς τους υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα (µέχρι 8.000 κυβ. µέτρα) και η παραπάνω απόσταση είναι µεγαλύτερη ή ίση των 13 µέτρων, δεν απαιτείται για την οµάδα των δεξαµενών άλλο πρόσθετο µέτρο πυρασφάλειας.
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 8 ή των 13 µέτρων αντίστοιχα και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται η ακραία δεξαµενή της οµάδας από την πλησιέστερη εκτός οµάδας, µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε η πλησιέστερη γειτονική δεξαµενή θα λαµβάνεται προσθετικά υπόψη κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6. Σ’ αυτή την περίπτωση και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
∆εξαµενές διαµέτρου µεγαλύτερης των 10 µέτρων καθώς και δεξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, που δεν µπορούν όµως να συµπεριληφθούν σε κάποια οµάδα δεξαµενών, θεωρούνται µεµονωµένες.
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει προϊόν κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από γειτονικές της δεξαµενές αποστάσεις µικρότερες από τις καθοριζόµενες στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται από αυτές µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους καθώς και σε περίπτωση που οι αποστάσεις αυτές είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε οι δεξαµενές αντιµετωπίζονται αντίστοιχα όπως στην παραπάνω παρ. Α.
2. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕ∆ΟΥ
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή της οµάδας περιέχει πετρελαιοειδές κατηγορίας Ι ή ΙΙ και η οποιαδήποτε ακραία δεξαµενή της οµάδας απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει η ακραία δεξαµενή να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.) καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
3. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΩΝ
Εάν σε οποιοδήποτε αντλιοστάσιο ή γεµιστήριο δεν τηρούνται οι αποστάσεις που καθορίζονται στην Υπ. Απόφαση 34628/85 πρέπει να υπάρχουν, επιπλέον των καθοριζοµένων µε την παρούσα απόφαση µέτρων πυροπροστασίας και τα ακόλουθα:
Γεµιστήρια
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50 KGS για κάθε 4 νησίδες (διπλές θέσεις φόρτωσης).
Αντλιοστάσια.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50KGS ανά 200 τετρ. µέτρα επιφάνειας, για αντλιοστάσια που περιλαµβάνουν αντλίες προϊόντων Ι ή ΙΙ.
4.4.6. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΑΘΜΩΝ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
1. ΓΕΝΙΚΑ
Το κεφάλαιο αυτό αφορά στους σταθµούς φόρτωσης (γεµιστήρια) βυτιοφόρων αυτοκινήτων και φορτοεκφόρτωσης σιδηροδροµικών βαγονιών.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Τα αφροποιητικά µέσα απαιτούνται σε κάθε περίπτωση που µεταξύ των διακινουµένων από το σταθµό προϊόντων περιλαµβάνονται και προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
Το είδος των απαιτουµένων αφροποιητικών µέσων εξαρτάται από το µέγεθος του σταθµού.
Η απαιτούµενη ελάχιστη ποσότητα αφρού πρέπει να επαρκεί για λειτουργία των αφροποιητικών µέσων για 30 λεπτά τουλάχιστον.
3. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Το τυπικό γεµιστήριο βυτιοφόρων αυτοκινήτων αποτελείται από αριθµό παραλλήλων επιµήκων νησίδων, που κάθε µια έχει από δύο θέσεις βυτίων προς φόρτωση, µια από κάθε πλευρά της νησίδας.
Μεγάλα γεµιστήρια, µε πάνω από 6 νησίδες, πρέπει να έχουν µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού, που προστατεύει όλη την έκταση των γεµιστηρίων ή µόνιµα εγκατεστηµένα κανόνια αφρού.
Ελάχιστη παροχή αφροκάλυψης: 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας θέσεων φόρτωσης.
Προκειµένου περί µονίµων συστηµάτων:
Το σύστηµα αφροκάλυψης είναι χωρισµένο σε ζώνες που κάθε µια προστατεύει σε επάρκεια µια νησίδα και τις δυο γειτονικές θέσεις φόρτωσης.
Ο αφρός διανέµεται επιλεκτικά στις διάφορες ζώνες, ανάλογα µε τη θέση που χρειάζεται προστασία.
Απαιτείται ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση.
Για τα µικρότερα γεµιστήρια, απαιτείται η προστασία µε κανόνι αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής 1.200 LIT/MIN και εµβέλειας 35-40 µέτρων περίπου. Αυτό µπορεί να είναι µόνιµα εγκατεστηµένο ή κινητό, ανάλογα µε τις συγκεκριµένες συνθήκες λειτουργίας. Στην περίπτωση που είναι κινητό, σταθµεύει υποχρεωτικά στην περιοχή του γεµιστηρίου.
4. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ο τυπικός σταθµός φορτοεκφόρτωσης σιδηροδροµικών βυτίων είναι εγκατεστηµένος δίπλα σε παρακαµπτήρια σιδηροδροµική γραµµή, που αποµονώνεται από τις άλλες γραµµές. Το µέγεθος του σταθµού χαρακτηρίζεται από τον αριθµό των βυτίων βαγονιών που εξυπηρετούνται ταυτόχρονα.
Για τους µεγάλους σταθµούς, αυτούς δηλαδή πού έχουν τη δυνατότητα ταυτόχρονης πλήρωσης 3 διαδοχικών βαγονιών και άνω, απαιτείται µόνιµο σύστηµα που προστατεύει το σταθµό σε µήκος 3 διαδοχικών βυτίων, δηλαδή µια έκταση µήκους 40-45 µέτρων και πλάτους 6-7 µέτρων.
Το σύστηµα είναι κατάκλισης αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής αφροκάλυψης 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας. Πρόσθετη αφροπροστασία, κάτω από το βαγόνι, µε 4-6 ακροφύσια αφρού των 100 LIT/MIN, µε ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση, είναι απαραίτητη.
Για τους µικρούς σταθµούς, απαιτούνται αφροποιητικά µέσα, π.χ. κανόνια, µε την ίδια ικανότητα αφροκάλυψης.
4.4.7. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΜΕ ΑΦΡΟ
Απαιτείται προστασία µε αφρό, παράλληλα µε την ύπαρξη φορητών πυροσβεστήρων κατάλληλου τύπου, σε όλες τις περιπτώσεις όπου σε ενιαίο συγκρότηµα αντλιοστασίου/βανοστασίου, περιλαµβάνονται αντλίες προϊόντων Ι ή ΙΙ.
Ελάχιστη παροχή αφροκάλυψης: 4,1 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας.
Η προστασία γίνεται µε ακροφύσια αφρού παροχής 200-250 LIT/MIN ή αφρογεννήτριες χειρός, όπως κατά τα λοιπά περιγράφονται στην παρ. 4.4.4.
Παρόµοια προστασία µπορεί να επιβληθεί, κατά την εύλογη κρίση της αρµόδιας Πυροσβεστικής Αρχής και σε άλλες περιοχές, όπως λεβητοστάσια θέρµανσης µαζούτ κ.λπ.
Για την προστασία των παραπάνω χώρων, εκτός από αφρό, η Πυροσβεστική Αρχή δύναται κατά την κρίση της να κάνει δεκτά και άλλα κατασβεστικά υλικά.
4.4.8. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΒΛΗΤΩΝ ΜΕ ΑΦΡΟ ΚΑΙ ΝΕΡΟ
Στις προβλήτες διενεργούνται εκφορτώσεις δεξαµενοπλοίων, για την πλήρωση των δεξαµενών των εγκαταστάσεων, αλλά και, σε ορισµένες περιπτώσεις, φορτώσεις µικρών δεξαµενοπλοίων που διενεργούν ανεφοδιασµούς.
Αφροποιητικά µέσα απαιτούνται σε κάθε περίπτωση που µεταξύ των διακινουµένων προϊόντων περιλαµβάνονται προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
Τα µέσα αυτά απαιτούνται ανεξάρτητα από την τυχόν προβλεπόµενη παρουσία πλοιαρίου (π.χ. ρυµουλκού επιφυλακής), που µπορεί να είναι εφοδιασµένο µε αντίστοιχα ισοδύναµα µέσα.
Ο απαιτούµενος πυροσβεστικός εξοπλισµός εξαρτάται από:
- Το µέγιστο µέγεθος των πλευριζόντων δεξαµενοπλοίων.
- Το µέγεθος του προβλήτα
- Τον τύπο κατασκευής και το υλικό κατασκευής του προβλήτα.
- Άλλους παράγοντες π.χ. ειδικές συνθήκες γειτνίασης κ.τ.λ.
Ο εξοπλισµός προορίζεται για την προστασία και του ίδιου του προβλήτα, µαζί µε τις πάνω σ’ αυτόν ευρισκόµενες εγκαταστάσεις, αλλά και των δεξαµενοπλοίων που πλευρίζουν σ’ αυτόν.
Η προστασία του ίδιου του προβλήτα είναι απαραίτητη όταν είναι µεταλλικής κατασκευής.
Σαν βάση του υπολογισµού θεωρούµε την περίπτωση που αντιµετωπίζεται πυρκαγιά στο µεγαλύτερου µεγέθους πλευρίζον δεξαµενόπλοιο, που εξυπηρετεί ο προβλήτας, αγνοώντας την ενδεχόµενη ταυτόχρονη παρουσία άλλων πλοίων. Αν απαιτείται ιδιοπροστασία του προβλήτα, αυτή επιπροστίθεται.
1. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕ ΑΦΡΟ
Ελάχιστη παροχή αφροδιαλύµατος.
Για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης, πρέπει να είναι 100 κυβ. µέτρα ανά ώρα και ανά 30 µέτρα µήκους του µεγαλύτερου πλευρίζοντας δεξαµενόπλοίου που µπορεί να δεχθεί ο προβλήτας, µε µέγιστο 500 κυβ. µέτρα ανά ώρα.
Η πίεση στα υδροστόµια πρέπει να είναι 5 BAR τουλάχιστον στη δυσµενέστερη περίπτωση.
Ελάχιστος χρόνος εφαρµογής: 30 λεπτά.
Η συνολική απαιτούµενη προσοχή επιτυγχάνεται µε σταθερά κανόνια 1 ή 2, τοποθετηµένα σε κατάλληλους πύργους.
Απαιτείται η χρήση κατάλληλου αφρογόνου, π.χ. AFIF ή παρόµοιου.
2. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕ ΝΕΡΟ
Απαιτείται αριθµός σηµείων υδροληψίας από το υδροδοτικό σύστηµα, που προκύπτει ανάλογα µε το µέγεθος και τη διάταξη του προβλήτα.
Το υδροδοτικό σύστηµα πυρόσβεσης αποτελείται από κεντρικό αγωγό νερού µε κατάλληλο εξοπλισµό, που απολήγει σε διπλά υδροστόµια 2,5’’ τουλάχιστον ανά 30 µέτρα µήκους του µεγαλύτερου πλευρίζοντος δεξαµενοπλοίου που µπορεί να δεχθεί ο προβλήτας.
Η τροφοδότηση του δικτύου του προβλήτα µε νερό πυρόσβεσης, ανεξάρτητα από τη θέση του προβλήτα σε σχέση µε την υπόλοιπη εγκατάσταση, να γίνεται µε αντλητικό συγκρότηµα που µπορεί να είναι κοινό και για τις ανάγκες του δικτύου πυρόσβεσης της όλης εγκατάστασης.
Σε προβλήτες µεταλλικούς, που απαιτούν ιδιοπροστασία, υπολογίζεται µια επιπρόσθετη παροχή νερού µε παροχή 8 LIT/MIN/M2 επιφάνειας πλατφόρµας, για τη λειτουργία µόνιµου συστήµατος ψεκασµού στα υποστυλώµατα και τα άλλα ενδεδειγµένα σηµεία της µεταλλικής κατασκευής.
Σηµεία υδροληψίας προβλητών.
Σε κατάλληλες θέσεις του προβλήτα απαιτείται να υπάρχουν σηµεία λήψης, στα οποία να µπορούν να προσαρµοσθούν «σύνδεσµοι», που να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές διεθνούς συνδέσµου «ξηράς/πλοίου» (International ship/shore connection), για τη δυνατότητα υδροδότησης του οποιουδήποτε πλευρίζοντος πλοίου, µέσω ελαστικών σωλήνων, σε περίπτωση ανάγκης.
Ο διεθνής αυτός σύνδεσµος περιγράφεται στο I.O.T.T.S.G. (International Oil Tanker and Terminal Safety Guide).
Ο απαιτούµενος αριθµός και οι απαιτούµενες θέσεις των παραπάνω διεθνών συνδέσµων, επιβάλλονται κατά την κρίση των αρµοδίων Αρχών.
4.4.9. Υ∆ΡΟ∆ΟΤΙΚΟ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το υδροδοτικό πυροσβεστικό σύστηµα πρέπει να περιλαµβάνει:
- Την πηγή τροφοδοσίας νερού
- Το σύστηµα αντλιών
- Το δίκτυο διανοµής
- Τις υδρολήψεις και τις παροχές
2. ΠΗΓΗ ΤΡΟΦΟ∆ΟΣΙΑΣ ΝΕΡΟΥ
Η πηγή τροφοδοσίας πρέπει να είναι επαρκής για συνεχή πυρόσβεση τουλάχιστον επί τρεις ώρες µε τη «µέγιστη απαιτούµενη παροχή». Μπορεί να χρησιµοποιείται είτε γλυκό είτε θαλασσινό νερό. Σαν πηγή τροφοδοσίας χρησιµοποιούνται:
(α) Ανεξάντλητη πηγή, όπως θάλασσα, λίµνη ή ποτάµι, φυσικά ή τεχνητά, απ’ όπου γίνεται απευθείας άντληση.
(β) ∆εξαµενές µεταλλικές ή από οπλισµένο σκυρόδεµα υπόγειες ή υπέργειες.
Αν το νερό που αντιστοιχεί στη συνολική χωρητικότητα των δεξαµενών της περίπτωσης (β) δεν επαρκεί για 3 ώρες, επιτρέπεται η ταυτόχρονη µετάγγιση νερού προς τις δεξαµενές αυτές µε απευθείας άντληση από ανεξάντλητη πηγή ώστε να επιτυγχάνεται τελικά η απαιτούµενη συνεχής 3ωρη λειτουργία. Προϋπόθεση είναι τότε η ύπαρξη ενός άλλου ανεξάρτητου (από τις κύριες αντλίες πυρόσβεσης) και αξιόπιστου αντλιοστασίου µετάγγισης που θα συνεκτιµηθεί µαζί µε τις υπόλοιπες συνθήκες για τη σχετική έγκριση από τις αρµόδιες αρχές.
3. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΤΛΙΩΝ
Οι πυροσβεστικές αντλίες, 2 ή 3 σε αριθµό, πρέπει να είναι συγκεντρωµένες στον ίδιο χώρο και να έχουν κατάθλιψη σε κοινό διανοµέα.
Ειδικότερα:
- Εάν αυτές είναι 2, τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή σε νερό.
Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας τουλάχιστον παροχής και πίεσης και θεωρείται εφεδρική. Αυτή πρέπει να είναι εφοδιασµένη µε την απαραίτητη δεξαµενή καυσίµου για 8 ώρες, ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 100% εφεδρεία.
- Εάν αυτές είναι 3 τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει το 50% της µέγιστης απαιτούµενης παροχής σε νερό. Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας παροχής και πίεσης µε την πρώτη.
Οι παραπάνω 2 αντλίες εξασφαλίζουν, σε σύγχρονη παράλληλη λειτουργία, τη συνολική µέγιστη απαίτηση σε νερό. Η τρίτη πυροσβεστική αντλία, αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης επίσης, χαρακτηρίζεται σαν εφεδρική και έχει τις ίδιες τουλάχιστον προδιαγραφές σε παροχή και πίεση και µε τις δύο προηγούµενες.
∆εξαµενές καυσίµου για 8 ώρες και για τις 2 ντηζελοκίνητες αντλίες εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 50% εφεδρεία.
Οι πιο κατάλληλες πυροσβεστικές αντλίες είναι φυγοκεντρικού τύπου µε πεπλατυσµένη χαρακτηριστική καµπύλη λειτουργίας. Οι πυροσβεστικές αντλίες πρέπει να έχουν δυνατότητα λειτουργίας µε κλειστή κατάθλιψη για αρκετό χρόνο χωρίς εκδήλωση ζηµιάς. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην επιλογή του συγκεκριµένου τύπου αντλίας και τρόπου εγκατάστασης µε βάση τα στοιχεία γενικής διάταξης και υπολογισµού.
Για το λόγο αυτό πρέπει να δηλώνεται ο τύπος της πυροσβεστικής αντλίας που θα χρησιµοποιηθεί και να εγκρίνεται από την αρµόδια αρχή.
Παροχή και πίεση σχεδιασµού των αντλιών:
Η παροχή σχεδιασµού προκύπτει από τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή πυρόσβεσης της εγκατάστασης (βλέπε κατωτέρω) και είναι ίση προς το 100% ή 50% ανάλογα, αν επιλέγεται αντίστοιχα σύστηµα 2 ή 3 αντλιών.
Η πίεση σχεδιασµού καθορίζεται κατόπιν υδραυλικών υπολογισµών έτσι ώστε, όταν το σύστηµα των αντλιών αποδίδει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή, οι πιέσεις σε όλα τα σηµεία του δικτύου διανοµής ακόµη και στα πιο αποµακρυσµένα να διατηρούνται στα απαραίτητα επίπεδα λειτουργίας.
Παίρνοντας υπόψη την απαιτούµενη πίεση λειτουργίας των διαφόρων εγκατεστηµένων συστηµάτων ή του φορητού εξοπλισµού πυρόσβεσης, προκύπτει σαν γενικός κανόνας, που ισχύει ακόµα και για τις πολύ µικρής έκτασης επίπεδες εγκαταστάσεις µε επαρκούς διαµέτρου δίκτυο διανοµής, ότι απαιτούνται αντλίες µε πίεση κατάθλιψης τουλάχιστον 8 BAR.
Σύστηµα ενεργοποίησης:
Οι αντλίες πυρόσβεσης µπορούν να ενεργοποιούνται µε διάφορους τρόπους, την απλούστερη περίπτωση της θέσης σε λειτουργία µέσα από το αντλιοστάσιο, τον τηλεχειρισµό µε τη βοήθεια ηλεκτρικής σύνδεσης από διάφορα επιλεγµένα αποµακρυσµένα σηµεία ελέγχου ως τέλος την πιο εξελειγµένη περίπτωση πλήρους αυτοµατοποίησης, οπότε η θέση σε λειτουργία γίνεται αυτόµατα µε το άνοιγµα των βανών ή κρουνών του δικτύου ή τέλος µε πιο περίπλοκα συστήµατα πυρανίχνευσης – πυρόσβεσης.
Καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή της µεθόδου ενεργοποίησης και τον καθορισµό των σχετικών λεπτοµερειών αποτελεί η δυνατότητα επίτευξης ενός ικανοποιητικού χρόνου αντίδρασης µεταξύ της χρονικής στιγµής που διαπιστώνεται κάποιο περιστατικό και της χρονικής στιγµής που το σύστηµα είναι σε θέση να αρχίσει να αποδίδει αξιόπιστα τις απαιτούµενες πιέσεις και παροχές.
Με την προϋπόθεση ότι η εγκατάσταση του αντλιοστασίου είναι σωστή, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ικανοποιητικές συνθήκες λειτουργίας των αντλιών, για τα συνηθισµένα µεγέθη εγκαταστάσεων (κατηγορίας Α και Β) θεωρείται επαρκής η εγκατάσταση ενός συστήµατος τηλεχειρισµού που συνδέει το αντλιοστάσιο µε όλα τα αποµακρυσµένα στρατηγικά σηµεία της εγκατάστασης.
Τα σηµεία αυτά µπορεί να είναι οι προσπελάσεις προσωπικού προς τα γεµιστήρια βυτιοφόρων, προς αντλιοστάσιο προϊόντων, προς δεξαµενές, προς προβλήτα, τα τυχόν φυλάκια κ.α.
Με την έγκριση των αρµοδίων αρχών για πολύ µικρές και συγκεντρωµένες εγκαταστάσεις, κατηγορίας Β, µπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση σε λειτουργία των αντλιών από το αντλιοστάσιο µόνο.
Για µεγάλες εγκαταστάσεις αποθηκευτικής ικανότητας πάνω από 70.000 µ3 είναι δυνατόν, εφόσον δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή για άλλους συγκεκριµένους λόγους για τους οποίους κατά την κρίση των αρµοδίων αρχών το σύστηµα τηλεχειρισµού δεν θεωρείται επαρκές, να απαιτείται η εγκατάσταση αυτοµατοποιηµένου συστήµατος ενεργοποίησης µέσω «αντλιών διατήρησης πίεσης» (Jockey Rumps) δηλαδή αντλιών µικρής παροχής που λειτουργώντας αυτόµατα διατηρούν το δίκτυο υπό πίεση (π.χ. 6-9 BARS) συνεχώς.
Οποιαδήποτε πτώση πιέσεως σηµειωθεί στο δίκτυο σε βαθµό που δεν µπορεί να αντισταθµιστεί από τη λειτουργία των αντλιών διατήρησης πίεσης (λ.χ. άνοιγµα βανών ή κρουνών) προκαλεί την αυτόµατη ενεργοποίηση των «κυρίων αντλιών». Ο όρος «κύριες αντλίες» χρησιµοποιείται εδώ για να γίνεται διάκριση µεταξύ αυτών και των αντλιών διατήρησης πίεσης.
Οι αντλίες προϊόντων ή άλλων χρήσεων σε καµία περίπτωση δε θα χρησιµοποιούνται σαν αντλίες πυρόσβεσης.
4. ∆ΙΚΤΥΟ ∆ΙΑΝΟΜΗΣ
Το δίκτυο διανοµής είναι σύστηµα αγωγών που έχει υπολογισθεί υδραυλικά ώστε να µεταφέρει τις απαιτούµενες παροχές νερού στις διάφορες περιοχές.
Οι κεντρικοί αγωγοί, υπέργειοι ή υπόγειοι, πρέπει να είναι διαµέτρου επαρκούς για να αποδώσουν το απαιτούµενο νερό.
Εξωτερικά οι αγωγοί πρέπει να είναι προστατευµένοι είτε µε κατάλληλα χρώµατα για τα υπέργεια µέρη, είτε µε µονωτική ταινία για τα υπόγεια µέρη και κατάλληλη αντιδιαβρωτική προστασία.
Γενικά υπόγειο δίκτυο πρέπει να προβλεφθεί σε χώρους που υπάρχουν έντονες λειτουργικές δραστηριότητες (π.χ. Μονάδες κ.τ.λ.) και διελεύσεις δρόµων. Η υπόγεια ανάπτυξη εξασφαλίζει για τις περιοχές άνετη προσπέλαση και δυνατότητα πυροσβεστικής επέµβασης. Αντίθετα σε περιοχές δεξαµενών και άλλων εγκαταστάσεων οι υπέργειοι κλάδοι παρουσιάζουν το πλεονέκτηµα του συνεχούς οπτικού ελέγχου. Σοβαρός παράγοντας για την επιλογή είναι οι κλιµατολογικές συνθήκες.
Για ψυχρά κλίµατα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα συστήµατα αντιµετώπισης παγετού, θα πρέπει όλο το σύστηµα να είναι υπόγειο, σε βάθος 1-2 µέτρα, προκειµένου το χειµώνα να αποφευχθούν ρήξεις των αγωγών από το πάγωµα του νερού.
Το πυροσβεστικό δίκτυο πρέπει να είναι ορθογωνικής διάταξης (σχηµατισµός βρόγχων ή κυψελωτό) ή κατανοµής δένδρου µε κλάδους προς διάφορες περιοχές.
Η πρώτη διάταξη εξασφαλίζει παροχή εκ δύο αντιθέτων διευθύνσεων για κάθε σηµείο απόληψης και συνίσταται για τις µεγάλες εγκαταστάσεις, όπου τούτο είναι τεχνικά εφικτό.
Ανεξάρτητα από τον τύπο του δικτύου αυτό πρέπει να έχει βάνες αποµόνωσης, υπέργειες ή υπόγειες (σε φρεάτια) για την τοπική αποµόνωση των κλάδων και αγωγών βρόγχων σε έκτακτες περιπτώσεις ή για συντήρηση. Οι βάνες αυτές τύπου γλώσσας ή άλλου κατάλληλου τύπου χωρίς ανεπιθύµητες υδραυλικές αντιστάσεις πρέπει να µην απέχουν µεταξύ των υπερβολικά ώστε να αποφεύγονται αποµονώσεις µεγάλων τµηµάτων και παντελής έλλειψη νερού στην περιοχή. Επίσης η διάταξη των βανών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να µην αποκλείεται τελείως η υδροδότηση της περιοχής από το δίκτυο.
Για περιοχές µεγάλου κινδύνου ισχύει η γενική αρχή ότι η διάταξη του δικτύου πρέπει να είναι ορθογωνική.
Οι αγωγοί του πυροσβεστικού δικτύου απαγορεύεται να διέρχονται κάτω από τα κτίρια, αποθήκες, υποσταθµούς κ.λπ.
Ειδικά τα µέρη του δικτύου που διατρέχουν αποστάσεις και φέρουν τις υδρολήψεις πρέπει να είναι στο εσωτερικό µέρος των γραµµών των άλλων προϊόντων δηλ. προς την πλευρά του εσωτερικού δρόµου. Για πολύ ψυχρά κλίµατα πρέπει να προβλεφθούν συστήµατα εκκένωσης και αποστράγγισης των υπέργειων αγωγών.
Σηµεία εκτόνωσης υπό πίεση νερού για τον καθαρισµό των αγωγών πρέπει να προβλεφθούν.
5. Υ∆ΡΟΛΗΨΕΙΣ –ΠΑΡΟΧΕΣ
Το υδροδοτικό σύστηµα πρέπει να είναι κατάλληλο ώστε να ικανοποιεί αποτελεσµατικά τις απαιτούµενες ανάγκες νερού στις διάφορες περιοχές. Αυτό γίνεται µε τις υδρολήψεις και τις διάφορες άλλες παροχές.
Αναλυτικά έχουµε:
- Παροχές προς εγκατεστηµένα µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
- Παροχές προς συστήµατα νερού ψύξης δεξαµενών.
- Παροχές προς σταθερά κανόνια αφρού /νερού.
- Παροχές προς µόνιµα συστήµατα καταιωνισµού ή ψεκασµού.
- Υδρολήψεις για την τροφοδότηση ηµιµόνιµων συστηµάτων αφρού, κινητών κανονιών αφρού/νερού, αφρογεννητριών χειρός, ακροφυσίων εκτόξευσης νερού πυροσβεστικών αυτοκινήτων.
Οι χειροκίνητες βάνες τροφοδότησης των διαφόρων παροχών πρέπει να είναι υπέργειες σε απόσταση 15 µέτρων από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας.
Οι υδρολήψεις πρέπει να είναι ανεπτυγµένες περιφερειακά των υπό προστασία εγκαταστάσεων και να απέχουν περίπου 10-15 µέτρα από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας. Αυτές πρέπει να τοποθετούνται πάντα στο άνω µέρος των αγωγών του πυροσβεστικού δικτύου για να αποφεύγονται οι αποφράξεις, σε εσωτερικό (προς την πλευρά των δρόµων) και προσιτό µέρος σε σχέση µε άλλους αγωγούς και σωληνώσεις, το ύψος από το έδαφος πρέπει να είναι περίπου 1 µέτρο.
Οι υδρολήψεις έχουν κρουνούς τυποποιηµένου µεγέθους 2 1/2'’.
Οι κρουνοί και βάνες των υδροληψιών πρέπει να φέρουν Ευρωπαϊκούς συνδέσµους τύπου STORZ αντιστοίχων διαστάσεων.
Κάθε εγκατάσταση πρέπει τελικά να διαθέτει ανά περιοχή τόσο αριθµό κύριων υδροληψιών ώστε να καλύπτεται η απαίτηση σε νερό από το 1/2 των υδρολήψεων που περικλείουν την περιοχή (γιατί η προσβολή θα γίνει µόνο από τη µια πλευρά του εξοπλισµού).
Για την εκτίµηση της απαίτησης σε νερό από βοηθητικές υδρολήψεις σε περιοχές που δεν συµπεριλαµβάνονται στο παραπάνω και ειδικά σε υπαίθριους χώρους όπου υπάρχουν αναφλέξιµα υλικά χρησιµοποιούνται µικρές υδρολήψεις παροχής τουλάχιστον 380 1/min.
(Ακτίνα κάλυψης 30 µ. και ελάχιστη πίεση 4,4 BAR).
Γενικά ικανοποιητικές αποστάσεις των κυρίων υδρολήψεων µεταξύ τους είναι περίπου 50 µέτρα µε µέγιστο 70 µέτρα.
6. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ
Το υδροδοτικό σύστηµα µιας βιοµηχανίας ή περιοχής µε λειτουργίες που απαιτούν πυροσβεστική προστασία θεωρείται ο κύριος παράγοντας ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Σαν βάση υπολογισµού του υδροδοτικού συστήµατος θα ληφθεί υπόψη η επάρκεια του νερού για την ταυτόχρονη λειτουργία όλων των συστηµάτων πυροπροστασίας (αφροποιητικό, ψύξης, πυρόσβεσης) για την αντιµετώπιση της πλέον επικίνδυνης και δυσµενέστερης κατάστασης που είναι ενδεχόµενο να εκδηλωθεί στις εγκαταστάσεις, µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτή θα είναι µοναδική, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και δεύτερης κατάστασης στην ίδια ή διαφορετική περιοχή της εγκατάστασης.
4.4.10. ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΑΦΡΟΓΟΝΟΥ
Κάθε εγκατάσταση πρέπει να έχει:
- Τις ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες αφρογόνου για άµεση λειτουργία των αφροποιητικών µέσων της κάθε περιοχής, και
- Τα ελάχιστα απαιτούµενα αποθέµατα αφρογόνου
1. ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Για κάθε περιοχή της εγκατάστασης και κάθε αφροποιητικό µέσο που ανήκει στην περιοχή υπολογίζονται οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες αφρογόνου για άµεση και πλήρη αντιµετώπιση των πλέον επικινδύνων καταστάσεων που είναι ενδεχόµενα να εκδηλωθούν στην περιοχή µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι οι µοναδικές, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και άλλων παρόµοιων καταστάσεων στην ίδια περιοχή.
Σε κάθε εγκατάσταση αφού καθορισθούν για κάθε περιοχή και για κάθε είδος αφρογόνου που τυχόν χρησιµοποιείται (φλουροπρωτεΐνη, A.FFF, αλκοολικού τύπου) οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες για άµεση λειτουργία, αθροίζονται αυτές ανά τύπο αφρογόνου, πλην της περίπτωσης κεντρικού αφροποιητικού συστήµατος, οπότε λαµβάνεται υπ’ όψη η δυσµενέστερη περίπτωση.
Τα προκύπτοντα αυτά αθροίσµατα αποτελούν τις ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες άµεσης λειτουργίας της όλης εγκατάστασης σαν τύπο αφρογόνου.
2. ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΦΡΟΓΟΝΟΥ
Εκτός των ανωτέρω ποσοτήτων απαιτείται η ύπαρξη αποθεµάτων για κάθε χρησιµοποιούµενο τύπο αφρογόνου σε κατάλληλη συσκευασία (βαρέλια, δοχεία) φυλασσόµενα σε εύκολα προσιτούς αποθηκευτικούς χώρους (υπόστεγα ή αποθήκες).
Τα αποθέµατα αυτά ανέρχονται σε 100% των αντιστοίχων ελαχίστων ποσοτήτων άµεσης λειτουργίας.
4.4.11. ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ
1. ΓΕΝΙΚΑ
Οι πυροσβεστήρες πρέπει να καλύπτουν τις εθνικές ή διεθνείς προδιαγραφές κατασκευής και λειτουργίας και να είναι παραγωγής από αναγνωρισµένους οίκους του εσωτερικού ή του εξωτερικού.
Όλοι οι πυροσβεστήρες θα πρέπει να αναγράφουν σε κατάλληλη πινακίδα:
- Το είδος του πυροσβεστικού µέσου.
- Την ποσότητα του πυροσβεστικού µέσου.
- Το είδος των πυρκαγιών για τις οποίες είναι κατάλληλοι.
2. ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Η επιλογή των πυροσβεστήρων γίνεται από:
Πυροσβεστήρες νερού, σκόνης, αφρού, A.FFF, διοξείδιο του άνθρακα, HALON 1211 ή 1301 κ.τ.λ.
Χρησιµοποιούνται:
Για στερεά καύσιµα: Νερό, πυροσβεστήρες νερού.
Για υγρά καύσιµα σε δεξαµενές ή χυµένα σε επιφάνεια: Αφρός ή A.FFF.
Για µηχανολογικό εξοπλισµό: Σκόνη.
Για ηλεκτρικό εξοπλισµό: ∆ιοξείδιο του άνθρακα.
Για ηλεκτρονικό εξοπλισµό: HALON 1211 ή 1301.
∆εν αποκλείεται η χρήση και των άλλων τύπων πυροσβεστήρων για τα διάφορα καύσιµα, όµως πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι:
(α) Η σκόνη σβήνει τις φωτιές σε ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισµό αλλά ενδέχεται να καταστρέψει τις λεπτές επαφές και συνδέσεις.
(β) Το διοξείδιο του άνθρακα µε την εκτόνωση και ψύξη καταστρέφει τα τρανζίστορ, τις επαφές και συρµατώσεις στον ηλεκτρονικό εξοπλισµό δηµιουργώντας αποκοπές και αποκολλήσεις µε την απότοµη ψύξη.
(γ) Νερό και αφρός A.FFF απαγορεύονται σε ενεργά ηλεκτρικά φορτία.
3. ΜΕΓΕΘΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Οι διάφοροι φορητοί, τροχήλατοι ή ρυµουλκούµενοι πυροσβεστήρες πρέπει να είναι:
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΝΕΡΟΥ
Φορητοί των 6kgr και 12kgr.
Τροχήλατοι των 50kgr, 100kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΣΚΟΝΗΣ
Φορητοί των 3kgr, 6kgr, 12kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr.
Ρυµουλκούµενοι των 100kgr, 200kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ A.FFF
Φορητοί των 6kgr, και 12kgr
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ
Φορητοί των 3kgr, και 6kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr, 100kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ HALON
Φορητοί ή Τροχήλατοι των 3kgr, 6kgr, 50kgr, 100kgr.
Μπορούν να χρησιµοποιούνται και πυροσβεστήρες άλλων µεγεθών των παραπάνω τύπων, εφ’ όσον είναι αναγνωρισµένης προέλευσης.
Οι φορητοί πυροσβεστήρες πρέπει να είναι αναρτηµένοι σε εµφανή και προσιτά σηµεία και το ανώτατο µέρος του πυροσβεστήρα να είναι σε ύψος 1,5 µέτρο από το έδαφος.
Οι πυροσβεστήρες σε υπαίθριους χώρους θα πρέπει να έχουν προστατευτική θήκη οι φορητοί και προστατευτικά καλύµµατα των µηχανισµών λειτουργίας οι τροχήλατοι και οι ρυµουλκούµενοι.
Φορητός πυροσβεστήρας θεωρείται εκείνος του οποίου το συνολικό βάρος (γεµάτος πυροσβεστήρας) δεν υπερβαίνει τα 18,5KG.
4. ΙΣΟ∆ΥΝΑΜΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Όλοι οι πυροσβεστήρες ανάλογα µε τον τύπο, το µέγεθος και την καταλληλότητα για πυρόσβεση έχουν υπολογισθεί σε µονάδες ισοδυναµίας, όπως αυτές καθορίστηκαν από τα UL (UNTERWRITERS LABORATORIES, CANADA). Σαν βασική µονάδα είναι ο συντελεστής 1 από τον οποίο προκύπτουν τα πολλαπλάσια.
Συνήθως το κεφαλαίο γράµµα που ακολουθεί την ισοδυναµία κάθε πυροσβεστήρα ορίζει την κατηγορία του καυσίµου (πυρκαγιάς) που ισχύει η ισοδυναµία για πυρόσβεση (π.χ. πυροσβεστήρας µε ισοδυναµία 20.Β σηµαίνει 20 µονάδες ισοδυναµίας για υγρά καύσιµα).
Παρατηρήσεις:
- Για τις σκόνες ανάλογα µε την ποιότητα και την σύσταση αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των πυροσβεστήρων έχουµε µικρές αποκλίσεις ως προς τον βαθµό ισοδυναµίας των πυροσβεστήρων.
- Γενικά οι σκόνες δεν είναι κατάλληλες για στερεά καύσιµα Α΄ κατηγορίας και αέρια καύσιµα Γ΄ κατηγορίας. Σχετική καταλληλότητα για αέρια καύσιµα παρέχει µόνο ο τύπος σκόνης ΜΟΝΕΧ.
- Γενικά η χρησιµοποίηση πυροσβεστήρων µε µεγαλύτερη ισοδυναµία δεν µεταβάλλει τις προβλεπόµενες αποστάσεις, αυξάνει όµως την προστατευόµενη επιφάνεια, γιατί οι µεγαλύτεροι πυροσβεστήρες έχουν περισσότερη διάρκεια παροχής και µεγαλύτερο βέλος εκτόξευσης.
5. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Οι βασικές αρχές ανάπτυξης είναι:
Οµοιόµορφη και συµµετρική κατανοµή.
Εύκολη προσέγγιση και ανεµπόδιστη προσπέλαση.
Ανάπτυξη πλησίον διαδρόµων, διόδων και κλιµάκων.
Ανάπτυξη κοντά σε πόρτες και διόδους διαφυγής.
Εύκολη ορατότητα.
Ανάπτυξη σε περιοχές προστατευόµενες από ενδεχόµενες ζηµιές.
Άµεση ετοιµότητα λειτουργίας.
Εξασφαλισµένη ετήσια συντήρηση και περιοδικός έλεγχος επιβεβαιούµενος µε αναρτηµένη κάρτα.
Για µικρούς χώρους εφ’ όσον αυτοί είναι µέσου ή µεγάλου κινδύνου χρειάζεται απαραίτητα η τοποθέτηση 1 πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου. Για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων σε πατώµατα ή υπερυψωµένες επιφάνειες θα χρειαστεί πρόσθετος αριθµός πυροσβεστήρων.
Α’ κατηγορίας:
Η απόσταση προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 23 µέτρα ή πυροσβεστήρας από πυροσβεστήρα 45 µέτρα.
Για εγκαταστάσεις µικρού κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 500 τετ. µετ.
Για εγκαταστάσεις µέσου κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 250 τετ. µετ.
Β. Για προστασία χώρων και περιοχών που υπάρχουν καύσιµα υγρά ή αέρια Β’ ή Γ’ κατηγορίας και ηλεκτρικός εξοπλισµός Ε’ κατηγορίας:
Πρέπει να εγκατασταθούν οι κατάλληλοι πυροσβεστήρες ανάλογα µε την κατηγορία του προϊόντος.
Σκόνης για µηχανολογικό εξοπλισµό.
Αφρός ή A.FFF για δεξαµενές και επιφάνειες.
∆ιοξειδίου του άνθρακα για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
HALON για ηλεκτρονικό εξοπλισµό.
Οι αποστάσεις προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 10 µέτρα ή 16 µέτρα για µεγαλύτερους.
Οι αντίστοιχες αποστάσεις µεταξύ τους να µην υπερβαίνουν τα 20 και 32 µέτρα.
Για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις απαιτούνται 2 πυροσβεστήρες CO2 των 6KG ανά 250 µέτρα.
Λεπτοµερώς η ανάπτυξη και η τοποθέτηση των πυροσβεστήρων γίνεται µε βάση τους ανωτέρω κανόνες, τους δύο πίνακες υπολογισµού των µονάδων ισοδυναµίας που ακολουθούν αµέσως πιο κάτω.
Ο πίνακας αυτός ισχύει γενικά για περιοχές που δεν υπάρχουν καύσιµα σε µεγάλες ανοιχτές δεξαµενές, αλλά σε λεπτό στρώµα, όπως είναι διαρροές εδάφους και λεπτές επιπλέουσες στιβάδες, επίσης σε ειδικές περιπτώσεις ισχύει και για τις πλωτής ή σταθερής οροφής δεξαµενές.
Σε εγκαταστάσεις µε µεγάλες ποσότητες καυσίµων σε δεξαµενές ανοιχτές σε αποστάσεις διατηρούνται οι ίδιες αλλά οι συντελεστές ισοδυναµίας αυξάνουν λαµβάνοντας υπόψη ότι ο συνολικός αριθµός ισοδυναµίας της περιοχής που θα προκύψει από τον παραπάνω πίνακα θα πρέπει να αυξηθεί κατά 20 µονάδες ισοδυναµίες (20Β) για κάθε 1 τετρ. Μέτρο ελεύθερης επιφάνειας καυσίµου που βρίσκεται στην µεγαλύτερη δεξαµενή.
Φανερό είναι ότι ο συνολικός βαθµός ισοδυναµίας για µια περιοχή µπορεί να καλυφθεί τόσο µε διάφορα µεγέθη πυροσβεστήρων όσο και µε διαφορετικούς τύπους πυροσβεστήρων, εφόσον αυτοί είναι κατάλληλοι για το είδος του καυσίµου της περιοχής.
Η διάταξη των πυροσβεστήρων ακολουθεί όλους τους παραπάνω κανόνες εφόσον αυτοί προβλέπονται για κύρια προστασία της περιοχής. Σε περιπτώσεις όπου το κύριο πυροσβεστικό µέσο είναι άλλου τύπου και έχει εγκατασταθεί στην περιοχή, τότε οι πυροσβεστήρες είναι απαραίτητοι σαν επικουρική προστασία. Αυτό συµβαίνει π.χ. σε δεξαµενές, σταθµούς φόρτωσης κλπ. Όπου υπάρχουν µόνιµα-πυροσβεστικά συστήµατα νερού ή αφρού. Αντίθετα σε αντλιοστάσια, µηχανολογικό εξοπλισµό κλπ. οι πυροσβεστήρες θεωρούνται το κύριο µέσο άµεσης προσβολής.
Οι αποστάσεις µεταξύ των πυροσβεστήρων που αναγράφονται στον πίνακα δεν αντιπροσωπεύουν ευθεία απόσταση αλλά πραγµατική και εξαρτώνται από τη διαρρύθµιση του χώρου και τα εµπόδια που υπάρχουν. Πρακτικά οι ευθείες αποστάσεις 2 Χ 10 = 20 µέτρα και 2
Χ 16 = 32 µέτρα µειώνονται στο 60% και είναι 12 µέτρα και 20 µέτρα αντίστοιχα.
Χώροι κλειστοί περιορισµένοι ανεξάρτητοι ή υπαίθριοι πολύ µικροί, της τάξης µέχρι 50 τετρ. µέτρα που δεν περιλαµβάνονται σε ευρύτερο προστατευόµενο χώρο πρέπει να έχουν απαραίτητα τουλάχιστον ένα πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου.
Για περιοχές διαφόρων κατηγοριών όπως χώροι µε µηχανολογικό εξοπλισµό, θερµές λειτουργίες, αποθήκες, επεξεργασίες, υγρά ή αέρια καύσιµα, ηλεκτρολογικό εξοπλισµό κλπ. αντιστοιχεί ένας ελάχιστος αριθµός πυροσβεστήρων που πρέπει να τοποθετηθεί ανεξάρτητα από την έκταση της εγκατάστασης.
Εποµένως η ανάπτυξη των πυροσβεστήρων γίνεται αφενός µε κάλυψη του ελάχιστου απαραίτητου αριθµού πυροσβεστήρων που πρέπει να υπάρχουν στην περιοχή έστω και αν αυτή είναι περιορισµένη και αφετέρου µε πρόσθετο αριθµό πυροσβεστήρων που αυξάνει ανάλογα µε τον βαθµό κινδύνου, το είδος της εγκατάστασης, τις αποστάσεις ανάπτυξης κλπ.
Ο άµεσος επόµενος ενδεικτικός πίνακας προσδιορίζει τη βάση ανάπτυξης των πυροσβεστήρων σε συγκεκριµένες περιπτώσεις.
∆ηλαδή ορίζεται ο ελάχιστος απαραίτητος αριθµός πυροσβεστήρων και αυξάνεται ανάλογα µε τις πρόσθετες µονάδες ισοδυναµίας.
6. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ ΣΕΙ ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Οι οδηγίες και πίνακες για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων που περιέχονται στο Κεφάλαιο 4.4.11.4. απευθύνονται σε περιοχές όπου οι πυροσβεστήρες αποτελούν το κύριο µέσο προστασίας. Όµως σε περιοχές όπως δεξαµενές µε τις λεκάνες ασφαλείας αυτών, σταθµοί
φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων οχηµάτων, προβλήτα κ.λπ. απαιτείται η ύπαρξη άλλων µόνιµων µέσων κύριας προστασίας και οι πυροσβεστήρες τοποθετούνται εκεί σαν επικουρική προστασία. Ειδικά για τις περιοχές αυτές ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
Α. ΠΕΡΙΟΧΗ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg σε κάθε δίοδο προσπέλασης του αναχώµατος ή τοιχείου της λεκάνης ασφαλείας.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg στο βανοστάσιο κάθε δεξαµενής σταθερής ή πλωτής οροφής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg στην πλατφόρµα εισόδου της οροφής κάθε δεξαµενής πλωτής οροφής.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας ξηράς σκόνης των 50kg για την προστασία των λεκανών των δεξαµενών εφ’ όσον δεν προβλέπονται συστήµατα πυροπροστασίας.
Β. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Ι. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης τροχήλατος των 50kg για κάθε 4 νησίδες (2-πλές θέσεις φόρτωσης).
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωση) σε γεµιστρήρια τα οποία δεν απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωσης) σε γεµιστήρια τα οποία απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού /νερού.
Στην περίπτωση ύπαρξης µιας µόνο νησίδας τοποθετούνται 2 πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg.
ΙΙ. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ισχύουν γενικά οι ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg που τοποθετούνται ένας σε κάθε πλευρά της σιδηροδροµικής γραµµής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία θέση εξυπηρετούµενων βαγονιών.
Οι αρµόδιες αρχές κατά την κρίση τους µπορούν να απαιτήσουν την επαύξηση του αριθµού των πυροσβεστήρων λαµβάνοντας υπόψη τους συγκεκριµένες κατά περίπτωση συνθήκες.
Γ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Ι. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Ι Ή ΙΙ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 200 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg για κάθε επιπλέον 200 τετρ. Μέτρα.
ΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΙΙΙ (ΜΕΣΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 400 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg είναι τρεις.
Για έκταση αντλιοστασίου πάνω από 400 τετρ. µέτρα προστίθεται ένας ακόµη πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε επιπλέον 400 τετρ. µέτρα.
ΙΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΚΤΑ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Μικτά είναι τα αντλιοστάσια που διακινούν προϊόντα κατηγοριών Ι ή ΙΙ µαζί µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ. Αυτά προστατεύονται µε πυροσβεστήρες όπως τα αντλιοστάσια κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
∆. ΠΡΟΒΛΗΤΕΣ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΕΩΝ
Ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων της περιοχής είναι:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης πλοίου.
Ο αριθµός των συνολικά αναπτυσσόµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12kg επαυξάνεται ανάλογα µε την επιφάνεια της προβλήτας σύµφωνα µε το σχετικό πίνακα του παραρτήµατος Κεφάλαιο 4.4.11.4. προσθέτοντας από ένα πυροσβεστήρα για κάθε 200 τετρ. Μέτρα.
4.4.12. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΤΙΡΙΩΝ
Τα κτίρια των εγκαταστάσεων αποθήκευσης και διακίνησης καυσίµων ανάλογα µε τη χρήση τους χαρακτηρίζονται ως γραφεία, αίθουσες προσωπικού, αποθήκες, κτίρια λειτουργιών και διάφορα βοηθητικά κτίρια όπως ηλεκτροστάσια, λεβητοστάσια κ.λπ.
Γενικά για την πυροσβεστική προστασία των κτιρίων αυτών µπορεί να χρησιµοποιηθούν:
- Υδροδοτικό πυροσβεστικό σύστηµα µε τον απαιτούµενο φορητό εξοπλισµό.
- Πυροσβεστήρες κατάλληλων τύπων και µεγεθών
- Εργαλεία και µέσα ατοµικής προστασίας
- Συστήµατα καταιονισµού ή κατάκλισης
Οι απαιτήσεις οι οποίες τίθενται σχετικά είναι:
1. Υ∆ΡΟ∆ΟΤΙΚΟ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κάθε κτίριο συνολικής επιφάνειας των ορόφων άνω των 400 τετρ. µέτρων πρέπει να προστατεύεται µε µόνιµο υδροδοτικό σύστηµα.
Εποµένως το υδροδοτικό δίκτυο διανοµής της εγκατάστασης πρέπει να επεκτείνεται στις αντίστοιχες περιοχές ώστε να προστατεύει και τα ανωτέρω κτίρια που υπάρχουν στην εγκατάσταση και να καλύπτει ταυτόχρονα και τυχόν υπαίθριους χώρους που χρησιµοποιούνται για αποθήκευση προϊόντων και υλικών που µπορούν να αναφλεγούν ή να τροφοδοτήσουν µια πυρκαγιά. ∆ιαφορετικά απαιτείται η εγκατάσταση ιδιαίτερου υδροδοτικού πυροσβεστικού συστήµατος για κάθε µη προστατευόµενο κτίριο το οποίο θα εκπληρώνει και τις εξής προδιαγραφές:
Οι φωλιές πρέπει να αναπτυχθούν 1 για κάθε 300 τετρ. µέτρα και να µην είναι λιγότερες από 2.
Κάθε όροφος θα έχει 1 φωλιά για κάθε 300 τετρ. µέτρα.
Σε ειδικές περιπτώσεις οι αρµόδιες αρχές µπορεί να απαιτήσουν την ύπαρξη και ορισµένων αφρογεννητριών χειρός.
Το σύστηµα µπορεί να τροφοδοτείται από µία µόνο αντλία πυρόσβεσης που πρέπει να είναι ντηζελοκίνητη.
Απαιτείται η πρόβλεψη κατάλληλου συνδέσµου π.χ. 2 λήψεις των 2 1/2'’ STORZ για τη σύνδεση πυροσβεστικού αυτοκινήτου.
2. ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ
Βλ. Παράγραφο 4.4.11.
3. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Ανά 1500 τετρ. µέτρα συνολικής επιφάνειας ορόφων των εγκαταστάσεων πρέπει να υπάρχει σε επίκαιρη θέση, ειδικό ερµάριο, µέσα στο οποίο θα βρίσκονται:
- Ένας (1) λοστός διάρρηξης
- Ένας (1) πέλεκυς µεγάλος
- Ένα (1) φτυάρι
- Μία (1) δύσφλεκτη κουβέρτα διάσωσης
- Μία (1) αναπνευστική συσκευή µε πεπιεσµένο αέρα
- ∆ύο (2) ατοµικές προσωπίδες µε σειρά φίλτρων
- ∆ύο (2) προστατευτικά κράνη
Το ερµάριο πρέπει να βρίσκεται οπωσδήποτε στον εξωτερικό ως προς τα κτίρια χώρο.
4. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ
Η επιβολή τους προβλέπεται για τις εξής περιπτώσεις και υπόκειται στη δικαιοδοσία της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας:
Περιπτώσεις αποθηκών λόγω του είδους και της ποσότητας των αποθηκευµένων υλικών σε συνδυασµό µε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν.
Περιπτώσεις κτιρίων ιδιαίτερων λειτουργιών που λόγω της φύσης και της επικινδυνότητας των λειτουργιών αυτών απαιτούν ειδική προστασία (π.χ. Ηλεκτρικοί υποσταθµοί, χηµεία, αποθήκες, κ.τ.λ.).
∆ιάφορες άλλες ειδικές περιπτώσεις.
Α. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΥ
Τα συστήµατα καταιονισµού χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών ή και ανοικτών χώρων από τη φωτιά. Συνήθως αυτά είναι αποτελεσµατικά:
- Για στερεά καύσιµα (Κατηγορία Α)
- Για βαριά υγρά καύσιµα Κλάσης ΙΙ και ΙΙΙ (Κατηγορία Β)
- Για προστασία µηχανολογικού εξοπλισµού (Κατηγορία Β)
- Για προστασία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων (µετασχηµατιστές κ.λπ.) (Κατηγορία Ε)
- Για αποθήκες και αποθηκευτικούς χώρους (Κατηγορίες Α ή Β)
- Για εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης υγραερίου (Κατηγορία Γ)
- Για προστασία εξοπλισµού από έκθεση στη φωτιά
Ανάλογα µε το βαθµό επικινδυνότητας (οµάδα κινδύνου) και την έκταση και διάταξη του χώρου γίνεται ο υδραυλικός υπολογισµός του συστήµατος κατά τον ακόλουθε τρόπο:
Ι. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ ΑΚΡΟΦΥΣΙΩΝ (ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ SRRINGLERS)
Αυτά είναι ακροφύσια µε ειδικό µηχανισµό ή αµπούλα θερµικής ενεργοποίησης.
Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που βρίσκεται υπό πίεση νερού και ενεργοποιούνται στη θερµοκρασία των 70°C περίπου µε τοπική υπερθέρµανση. Ο αριθµός των ακροφυσίων που ενεργοποιούνται είναι περιορισµένος και καλύπτει µόνο την περιοχή που εκδηλώθηκε η υπερθέρµανση. Η εκροή γίνεται µε µορφή οµπρέλας ή σταγονιδίων. Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό ενδείκνυται για υλικά Κατηγορίας Α σε µικρού κινδύνου χώρους και έχει πάντοτε τοπική περιορισµένη εφαρµογή.
Στα πλεονεκτήµατα του περιλαµβάνονται η αυτόµατη θερµική ενεργοποίηση. Εφαρµόζεται σε αποθήκες και άλλους χώρους όπου δεν υπάρχει συχνή παρουσία προσωπικού.
ΙΙ. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΜΕ ΝΕΡΟ (ΣΥΣΤΗΜΑ DELUGE)
Αποτελείται από ακροφύσια ανοικτού τύπου µε ελεύθερη εκροή. Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που είναι αποµονωµένο µε βάνα και δεν βρίσκεται υπό πίεση νερού.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει είτε χειροκίνητα επί της κεντρικής βάνας είτε αυτόµατα εάν το σύστηµα συνδυάζεται µε κύκλωµα πυρανιχνευτών. Με την ενεργοποίηση τίθενται σε λειτουργία όλα µαζί τα ακροφύσια και κατακλύζεται πλήρως η περιοχή. Η εκροή γίνεται σε µορφή οµπρέλλας ή σταγονιδίων.
Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό επιβάλλεται για τις κατηγορίες υλικών Β και Γ σε χώρους όλων των βαθµών επικινδυνότητας.
Το σύστηµα αυτό συνίσταται για προστασία επικίνδυνων χώρων και πρέπει να συνδυάζεται µε αυτόµατη ενεργοποίηση από πυρανιχνευτές εάν δεν υπάρχει συνεχής παρουσία προσωπικού.
ΙΙΙ. ΤΡΟΠΟΣ ∆ΡΑΣΗΣ – ΠΑΡΟΧΕΣ
Τα συστήµατα καταιονισµού µπορούν να χρησιµοποιηθούν:
- Για κατάσβεση φωτιάς
- Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς
- Για προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς
Γενικά η παροχή νερού εξασφαλίζεται από:
- Κεντρικό υδροδοτικό σύστηµα
- Από δεξαµενή και αντλίες
- Από δεξαµενή σε επαρκές υψόµετρο
Τα συστήµατα των αυτοµάτων ακροφυσίων µπορούν να λειτουργήσουν µε πιέσεις 1,5 BAR και πάνω. Πάντως η πίεση των 5 BAR θεωρείται η πλέον κατάλληλη.
Τα συστήµατα κατάκλισης επειδή συγχρόνως ενεργοποιείται το σύνολο των εκτοξευτών απαιτούν µεγαλύτερες πιέσεις λειτουργίας, από 3 έως 8 BAR.
Ο χρόνος λειτουργίας γενικά των συστηµάτων καταιονισµού σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερος από 30 λεπτά µε όλα τα ακροφύσια του συστήµατος σε λειτουργία.
Σύστηµα επαρκές για την αποχέτευση και αποµάκρυνση του νερού είναι απαραίτητο.
Ο παρακάτω πίνακας καθορίζει τις παροχές και άλλα στοιχεία που απαιτούνται στα συστήµατα καταιονισµού ανάλογα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Έτσι έχουµε:
α. Για κατάσβεση στερεών καυσίµων, υγρών καυσίµων, υγραερίων, από 8,1 LIT/MIN/M2 έως 20,4 LIT/MIN/M2.
Η επιλογή γίνεται ανάλογα µε το καύσιµο και το βαθµό κινδύνου της εγκατάστασης.
β. Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς.
Σε χώρους όπου η ενδέχεται να υπάρχουν διαρροές καυσίµων σε δάπεδα και πιθανή ανάφλεξη, απαιτείται προστασία διαβροχής της τάξης των 20,4 LIT/MIN/M2.
γ. Προστασία από έκθεση (ισχύει σε µη µονωµένα δοχεία και εξοπλισµό).
Γενικά για δοχεία πίεσης 10,2 LIT/MIN/M2 της εκτιθέµενης επιφάνειας.
Για δοχεία πίεσης γενικά (κυλίνδρους και σφαίρες) εκτιθέµενη επιφάνεια θεωρείται το άνω ήµισυ του κυλίνδρου ή της σφαίρας.
Η απόσταση των ακροφυσίων από τον εξοπλισµό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3,7 µέτρα.
Για κατακόρυφες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια επίπεδης δέσµης σχήµατος ριπιδίου (Βεντάγιας).
Για οριζόντιες ή κεκλιµένες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια κωνικής δέσµης.
Σε µηχανολογικό εξοπλισµό όπου υπάρχουν επικίνδυνες ανθρωποθυρίδες, φλάντζες, βάνες κ.λπ. και υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη τοπική διάταξη ακροφυσίων (π.χ. σε εγκαταστάσεις διακίνησης υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων) ή επαρκής αριθµός φορητών µέσων.
Για δεξαµενές απαιτούνται για ψύξη της εκτιθέµενης επιφάνειας 4,1 LIT/MIN/M2 στη µισή παράπλευρη επιφάνεια ή 2 LIT/MIN/M2 σε όλη την παραπάνω επιφάνεια.
δ. Προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς.
Σε ορισµένες περιπτώσεις η ύπαρξη συστήµατος καταιονισµού θεωρείται απαραίτητη και προκειµένου να κρατηθούν χαµηλά οι θερµοκρασίες ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση τοπικής ανάφλεξης. Τα συστήµατα αυτά που πρέπει να είναι υπολογισµένα για την προστασία του χώρου απαιτούν ιδιαίτερο υπολογισµό ως προς τη χρονική λειτουργία.
Ο πίνακας αυτός και οι προτεινόµενες παροχές θα εφαρµόζεται εφ’ όσον επιλεγεί ως κατασβεστικό µέσο το νερό και όχι άλλα κατάλληλα συστήµατα καταιονισµού. Εξυπακούεται ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις εφαρµογής κατασβεστικού µέσου πρέπει να λαµβάνονται τα ενδεδειγµένα προληπτικά µέτρα προς αποφυγήν ατυχήµατος.
Β. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΧΩΡΩΝ
Τα συστήµατα κατάκλυσης προορίζονται για την προστασία κλειστών χώρων.
Μπορεί να είναι χειροκίνητης ενεργοποίησης της λειτουργίας τους ή αυτόµατης εφ’ όσον συνδυάζονται µε συστήµατα πυρανιχνευτών.
Θεωρούνται απαραίτητα για την προστασία χώρων που αποθηκεύουν ή διακινούν εύφλεκτα προϊόντα και χαρακτηρίζονται µεγάλου κινδύνου.
Η κατάκλιση µπορεί να γίνει:
- Με νερό
- Με αφρό
- Με διοξείδιο του άνθρακα
- Με HALON
- Με σκόνη
Ι. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΝΕΡΟ
Αυτή βασικά ακολουθεί τις αρχές λειτουργίας των συστηµάτων καταιονισµού. Αποβλέπει στην προστασία αποθηκών και κλειστών χώρων από ενδεχόµενες αναφλέξεις στερεών, υγρών και αερίων προϊόντων. Σύστηµα επαρκούς αποχέτευσης είναι απαραίτητο.
ΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΑΦΡΟ
Αυτή ακολουθεί τις βασικές αρχές λειτουργίας των αφροποιητικών συστηµάτων.
Η κατάκλυση του χώρου πρέπει να γίνει µε αφρό χαµηλής ή µέσης διόγκωσης εάν περιέχονται υγρά καύσιµα (Β Κατηγορίας) ή µε αφρό µεγάλης διόγκωσης εάν πρόκειται µε πιθανή ανάφλεξη υγραερίου ή φυσικού αερίου (Γ Κατηγορία).
Χρόνος λειτουργίας ελάχιστος: 30 λεπτά
Παροχή σε επίπεδη επιφάνεια: 4,1 λίτρα/λεπτό/µ2
Παροχή σε επιφάνεια µε εξοπλισµό (π.χ. γεµιστήρα κ.τ.λ.): 6,5 λίτρα/λεπτό/µ2
ΙΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (CO2)
Η προστασία χώρων µε διοξείδιο του άνθρακα απαιτείται σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, περιορισµένους χώρους υγρών καυσίµων (δεξαµενές, δεξαµενόπλοια, λεβητοστάσια κ.λπ.) και γενικά σε κλειστούς ή περιορισµένους ηµιυπαίθριους χώρους (ηλεκτρικοί υποσταθµοί, µετασχηµατιστές).
IV. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ HALON
Το HALON είναι κατάλληλο πυροσβεστικό µέσο προστασίας χώρων µε ηλεκτρονικό εξοπλισµό, αίθουσες ελέγχου, χηµεία, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
Για κατάκλυση ειδικά των περιορισµένων χώρων όπου παρευρίσκεται προσωπικό λειτουργίας χρησιµοποιείται υποχρεωτικά ο λιγότερο τοξικός τύπος HALON (HALON 1301).
V. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΣΚΟΝΗ
Τα µόνιµα συστήµατα πυρόσβεσης µε εκτόξευση σκόνης δεν υπάγονται κανονικά στα συστήµατα κατάκλυσης, συγκαταλέγονται όµως στο κεφάλαιο αυτό για να υπάρχει ολοκληρωµένη εικόνα για όλα τα µόνιµα συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών χώρων.
Αυτά πρέπει να υπολογίζονται σε εκτόξευση σκόνης από µόνιµα ακροφύσια µε τη βοήθεια συστοιχίας φιαλών αζώτου που αποτελεί το προωθητικό σύστηµα της σκόνης που περιέχεται σε κατάλληλο δοχείο.
4.4.13. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΛΩΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ ΜΕ HALON
Προϋπόθεση αποδοχής ενός τέτοιου συστήµατος:
1. Η περιορισµένη ποσότητα νερού.
2. Η ανάγκη τοποθέτησης συστήµατος πυροπροστασίας σε λειτουργούσα πλωτή δεξαµενή.
3. Απαραίτητα απαιτείται για την εγκατάσταση τέτοιου συστήµατος η έγκριση των αρµοδίων αρχών.
Ο συνδυασµός εγκατάστασης HALON µε αυτόµατη ενεργοποίηση παρέχει άµεση ανταπόκριση και τοπική κατάκλυση συντοµεύοντας δραστικά το χρόνο επέµβασης.
Για τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήµατος απαιτούνται:
1. ∆οχεία HALON επί της οροφής διατηρούµενα σε σταθερή πίεση µε Ν2
2. Σύστηµα σωληνώσεων και αγωγών
3. Ακροφύσια εκροής σωστά αναπτυγµένα κατά µήκος των αγωγών.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει, είτε µέσω πυρανιχνευτών είτε µέσω ακροφυσίων που φέρουν αµπούλες θερµικής ρήξης.
Και στις δύο περιπτώσεις σήµα ένδειξης της ενεργοποίησης είναι απαραίτητο.
Τα πλεονεκτήµατα αυτού του συστήµατος είναι:
- Απλή και εύκολη κατασκευή
- Αυτόµατη ενεργοποίηση
- Τοπική εφαρµογή χωρίς ολοκληρωµένη ενεργοποίηση του συστήµατος.
- Εύκολη τοποθέτηση ακόµη και σε λειτουργούσες δεξαµενές.
Κάθε αυτόνοµη συσκευή µπορεί να καλύψει ανάπτυγµα στεφάνης µήκους µέχρι 40 µέτρα.
Ο µηχανολογικός εξοπλισµός και ο τρόπος εγκατάστασης πρέπει να είναι σύµφωνος µε τις οδηγίες του κατασκευαστή, προκειµένου να επιτευχθεί η αρτιότητα της εγκατάστασης και να τύχει της έγκρισης της αρµόδιας αρχής.
Για κάθε αυτόνοµη συσκευή µεταφέρονται οι παρακάτω ενδείξεις στο κέντρο ελέγχου:
- Στάθµη δοχείου, συσκευής
- Πίεση δοχείου
- Ενδεικτικό ενεργοποίησης.
Η µέγιστη επιτρεπτή απόσταση ακροφυσίου από ακροφύσιο πρέπει να είναι µέχρι 2 µέτρα.
Η επιθυµητή θερµοκρασία ενεργοποίησης ρυθµίζεται µε τον κατάλληλο τύπο αµπούλας στα ακροφύσια. Έτσι έχουµε:
Κόκκινη αµπούλα 68°C
Κίτρινη αµπούλα 79°C
Πράσινη αµπούλα 93°C
Σε θερµές περιοχές πρέπει να χρησιµοποιείται η κίτρινη ή πράσινη αµπούλα.
Εφ’όσον τέτοια συστήµατα γίνουν αποδεκτά από τις αρµόδιες αρχές, πρέπει να επιβάλλεται περιοδικός έλεγχος για τυχόν ανάγκη πλήρωσης των δοχείων.
Η παροχή ενός εκάστου ακροφυσίου, η συνολική παροχή και η ποσότητα κάθε συσκευής και οι άλλες λεπτοµέρειες καθορίζονται από τον κατασκευαστή της συσκευής.
Γενικά η εφαρµογή του HALON γίνεται επί του ελαστικού δακτυλίου φραγής ακριβώς κάτω από τα µεταλλικά ελάσµατα καιρικής προστασίας. Λεπτοµέρειες για την εγκατάσταση στα σχετικά σχήµατα
Τεχνικά στοιχεία:
∆οχεία µονάδας περίπου 20-60 λίτρα
Πίεση λειτουργίας δοχείου 19 BAR.
Απόσταση διαδοχικών ακροφυσίων 2 µέτρα
∆ιάµετρος ακροφυσίου 5 χιλιοστά
∆ιάµετρος βάσης ακροφυσίου 3/4'’
Αγωγοί διανοµής 16 χιλιοστών, 20 χιλιοστών, 25 χιλιοστών διαµέτρου (Τύπος HALON 1211)
Η εγκατάσταση τέτοιου συστήµατος επιβάλλεται µόνον εφ’όσον δεν εξασφαλίζεται επάρκεια νερού.
4.4.14. ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
α. Ο εξοπλισµός µε βοηθητικά εργαλεία και µέσα πρέπει να είναι όπως καθορίζεται στην παρ. 4.4.12.3. παραπάνω.
β. Είναι επίσης απαραίτητη η ύπαρξη:
- Μιας (1) τουλάχιστον αντιπυρικής στολής, σε εγκαταστάσεις µε χωρητικότητα µέχρι 7.000 µ3 και στους προβλήτες.
- ∆ύο (2) τουλάχιστον αντιπυρικών στολών σε µεγαλύτερες εγκαταστάσεις.
4.4.15. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ
1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Όλες οι εγκαταστάσεις πρέπει να διαθέτουν άριστο εσωτερικό και εξωτερικό σύστηµα επικοινωνίας. Τα συστήµατα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν ασφαλή λειτουργία και άµεση επικοινωνία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, καθοριστικές παράµετροι για το είδος της εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας είναι το µέγεθος και ο βαθµός κινδύνου της εγκατάστασης.
Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η εγκατάσταση όσο µικρή και αν είναι υποχρεούται να έχει τουλάχιστον 2 ανεξάρτητες εξωτερικές γραµµές για άµεση επικοινωνία µέσω του Εθνικού τηλεφωνικού δικτύου.
Πίνακες ή καταστάσεις σε εµφανή µέρη δίπλα στα τηλέφωνα, πρέπει να αναγράφουν όλους τους απαραίτητους αριθµούς σε περιπτώσεις ανάγκης. Αυτοί είναι:
- Πυροσβεστική Υπηρεσία περιοχής
- Αστυνοµικές αρχές
- Σταθµός Α Βοηθειών της περιοχής
- Γειτονικές επιχειρήσεις
- Κατάλογος προσωπικού κινητοποίησης της επιχείρησης
Ορισµένες µεγάλες εγκαταστάσεις ενδέχεται να διαθέτουν και πρόσθετη εξωτερική επικοινωνία µέσω ασυρµάτου συστήµατος.
Β. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Για τις πολύ µικρές εγκαταστάσεις η εσωτερική επικοινωνία δεν είναι υποχρεωτική.
Για όλες τις εγκαταστάσεις κατηγορίας Α µε αριθµό δεξαµενών πάνω από δέκα (10) απαιτείται να υπάρχει κεντρικό εσωτερικό σύστηµα τηλεφωνικής επικοινωνίας κατάλληλα συνδεδεµένο µε το εξωτερικό εθνικό δίκτυο. Τοπικοί εσωτερικοί αριθµοί πρέπει να εξασφαλίζουν κλίση σε ορισµένους χώρους, περιοχές, κτίρια, κ.λπ. Στις προβλήτες που είναι αποµακρυσµένες από την υπόλοιπη εγκατάσταση, πρέπει να υπάρχει ενσύρµατη ή ασύρµατη επικοινωνία.
Οι παραπάνω απαιτήσεις θεωρούνται υποχρεωτικές για την ασφάλεια της επιχείρησης.
Προαιρετικά οι επιχειρήσεις ή τα Συγκροτήµατα µπορεί να διαθέτουν επί πλέον:
- Ασύρµατο εσωτερική επικοινωνία µε φορητούς ποµπούς/ δέκτες
- Εσωτερική επικοινωνία µε µαγνητικά τηλέφωνα
- Μεγαφωνικό εσωτερικό σύστηµα αναγγελιών
- Κωδικό σύστηµα για ειδικές κλήσεις
- Κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς ή έκτακτης κατάστασης τα συστήµατα εσωτερικής και εξωτερικής κλήσης πρέπει να έχουν απόλυτη προτεραιότητα κλήσεις που έχουν σχέση µε το περιστατικό.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ
Ανάγκη ύπαρξης κεντρικού συστήµατος συναγερµού, όπως στη συνέχεια περιγράφεται, σε µια εγκατάσταση εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που την χαρακτηρίζουν όπως:
-Έκταση και µέγεθος της εγκατάστασης
-Απόσταση των πλέον αποµακρυσµένων σηµείων της ίδιας εγκατάστασης
-Αριθµός προσωπικού και κατανοµή σε βάρδιες και σε περιοχές
-Βαθµός εξοπλισµού µε πρόσθετα (πέραν των ελάχιστων απαιτούµενων) µέσα εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας
-Ειδικές συνθήκες και αποστάσεις γειτνίασης
Ένα πλήρες σύστηµα κεντρικού συναγερµού βασικά πρέπει να περιλαµβάνει:
-Μια ή ενδεχόµενα περισσότερες συνεργαζόµενες κεντρικές σειρήνες παράλληλων χαρακτηριστικών και σε κατάλληλη διάταξη ώστε να κάθεται πλήρως η εγκατάσταση και η ευρύτερη περιοχή που ενδιαφέρει.
-Αριθµό κοµβίων συναγερµού σε κατάλληλη διάταξη µε µέγιστη απόσταση προσέγγισης 60 µέτρα ή µεταξύ τους απόσταση 120 µέτρα.
-Ανεξάρτητη γραµµή ηλεκτρικής τροφοδότησης από το γενικό πίνακα ηλεκτρικής διανοµής της εγκατάστασης. Για τη λειτουργία και σε περίπτωση διακοπής προβλέπεται η αυτόµατη εφεδρική τροφοδότηση µε συσσωρευτές.
Οι αρµόδιες αρχές καθορίζουν λαµβανοµένων υπόψη των διαφόρων παραγόντων και συνθηκών την υποχρέωση ή όχι της εγκατάστασης ενός τέτοιου κεντρικού συστήµατος συναγερµού και την εµβέλειά του (ελάχιστη απαιτούµενη ένταση σε DECIBEL σε καθορισµένη ελάχιστη απόσταση 60 DB σε 3 χιλιόµετρα µε αντίθετο άνεµο) κ.λπ. προδιαγραφές για διάφορες εγκαταστάσεις.
Σε περίπτωση που η εγκατάσταση κεντρικού συστήµατος µεγάλης εµβέλειας όπως το ανωτέρω δεν κρίνεται αναγκαία από τις αρµόδιες αρχές, παραµένει η υποχρέωση του εφοδιασµού της εγκατάστασης µε σύστηµα τοπικού συναγερµού που µε ηχητικά µέσα µικρότερης εµβέλειας δηλαδή µικρές σειρήνες και βοµβητές καλύπτει επαρκώς την έκταση της εγκατάστασης. Η εφεδρική ηλεκτρική τροφοδότηση είναι και τότε υποχρεωτική.
Βασική προϋπόθεση είναι η κανονική συντήρηση και δοκιµή λειτουργίας του οποιουδήποτε συστήµατος τελικά επιλέγεται µαζί µε όλα τα υπόλοιπα πυροσβεστικά µέσα.
Τα κοµβία συναγερµού τοποθετούνται ως εξής:
Ορισµένα επιλεγµένα στρατηγικά σηµεία των υπαίθριων περιοχών της εγκατάστασης όπως προσπελάσεις προσωπικού προς γεµιστήρια, αντλιοστάσια, δεξαµενές, προβλήτα, τυχόν φυλάκια αλλά και εισόδους, διαδρόµους κ.λπ. κλιµακοστάσια των κτιρίων της εγκατάστασης.
Πρέπει η τοποθέτηση να γίνεται στην ίδια θέση των κοµβίων τηλεχειρισµού των πυροσβεστικών αντλιών µε τα αντίστοιχα του συναγερµού στο βαθµό που προσεγγίζουν µεταξύ τους σε εγκαταστάσεις µε σύστηµα τηλεχειρισµού του συστήµατος των αντλιών.
Ύψος τοποθέτησης από το δάπεδο 1,10 έως 1,40 µέτρα και σε τρόπο ώστε να είναι ευδιάκριτα.
Οι προαναφερόµενες αποστάσεις προσέγγισης και µεταξύ τους (κοµβίο από κοµβίο) των 60 και 120 µέτρων, αντίστοιχα, ισχύουν για υπαίθριους χώρους και χώρους εκτός των κτιρίων.
Κάθε κτίριο συνολικής επιφάνειας όλων των ορόφων µεγαλύτερης των 900 τετρ. µέτρων πρέπει να έχει ανεξάρτητα κοµβία συναγερµού, ένα τουλάχιστον για κάθε όροφο.
Κάθε κτίριο καλυπτόµενης επιφάνειας από 400 έως 900 τετρ. µέτρα πρέπει να έχει ανεξάρτητα κοµβία συναγερµού, ένα στο ισόγειο και στη συνέχεια ένα ανά δύο ορόφους.
Τα διάφορα τεχνικά χαρακτηριστικά στοιχεία σειρήνας περιέχονται ενδεικτικά για κάποιο συγκεκριµένο τύπο σειρήνας στο επόµενο ∆ιάγραµµα / Πίνακα.
Πέρα από τη βασική µορφή που περιγράφηκε πιο πάνω, το κεντρικό σύστηµα συναγερµού µπορεί να επεκταθεί µε πρόσθετα στοιχεία εξοπλισµού και αντίστοιχες δυνατότητες όπως:
- Πίνακες ένδειξης της θέσης ενεργοποίησης.
- Συστήµατα πυρανίχνευσης για αυτόµατη ενεργοποίηση του συναγερµού.
4.4.16 Πυρανίχνευση - Εφαρμογή
Κατάλληλα ανιχνευτικά συστήµατα, όπως περιγράφονται στο παράρτηµα ΙΙΙ, επιβάλλεται να τοποθετούνται στους παρακάτω χώρους:
- Χηµεία, εργαστήρια, αποθήκες ευφλέκτων, γραφεία κ.λπ. εφ’ όσον αυτά βρίσκονται σε εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου και σε αποστάσεις µικρότερες από 7,5 µέτρα από δεξαµενές, αντλιοστάσια, γεµιστήρια και άλλους χώρους διακίνησης πετρελαιοειδών.
- Ηλεκτρικοί υποσταθµοί, θερµικοί σταθµοί, λεβητοστάσια, εφ’ όσον βρίσκονται σε εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου ή χρησιµοποιούν υψηλή τάση και ο χώρος δεν επιτηρείται συνεχώς, αλλά ενδεχόµενα και σε εγκαταστάσεις µέσου κινδύνου.
- Σε αίθουσες ελέγχου, αίθουσες ηλεκτρονικού εξοπλισµού, χώρους καλωδιώσεων και ηλεκτρικού εξοπλισµού, εφ’ όσον αυτοί βρίσκονται σε ζώνες υψηλού κινδύνου ή γειτνιάζουν µε περιοχές που χρησιµοποιούν υψηλή τάση.
- Σε µετασχηµατιστές υψηλής τάσης, κλειστών ή υπαίθριων χώρων (τάση 6300 V και άνω)
- Σε δεξαµενές πλωτής οροφής για την έγκαιρη ειδοποίηση
- Σε στεγασµένα αντλιοστάσια διακίνησης καυσίµων κατηγορίας Ι ή ΙΙ, κλειστού τύπου ή υποβαθµισµένου δαπέδου.
- Στις κλειστές αποθήκες που περιέχουν εκρηκτικά, εύφλεκτα ή εξόχως εύφλεκτα υλικά.
4.4.17. ΒΑΡΕΑ ΦΟΡΗΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ (ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ)
Εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων χωρητικότητας άνω των 150.000 µ3 υποχρεούνται να διαθέτουν κατάλληλο πυροσβεστικό όχηµα εκτόξευσης νερού – αφρού ή σκόνης ή αφρού υψηλής διαστολής.
Εγκαταστάσεις άνω των 250.000 µ3 υποχρεούνται να διαθέτουν δύο (2) οχήµατα του παραπάνω τύπου.
1. ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
Α. ΓΕΝΙΚΑ
Ο όρος αφροποιητικά συστήµατα δεξαµενών χαρακτηρίζει τα συστήµατα που έχουν:
- Μόνιµα εγκατεστηµένες αφρογεννήτριες όπου γίνεται η παρασκευή του τελικού αφρού µε ανάµιξη του αφροδιαλύµατος µε την απαιτούµενη ποσότητα αέρα.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του τελικού αφρού από τις αφρογεννήτριες προς το στόµιο εξόδου του αφρού στο εσωτερικό της δεξαµενής, για δεξαµενές σταθερής οροφής ή προς τον δακτύλιο για δεξαµενές πλωτής οροφής.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του αφροδιαλύµατος (δηλαδή του υπό κατάλληλη αναλογία διαλύµατος νερού και αφρογόνου, που δηµιουργείται στον ειδικό για το σκοπό αυτό αφροαναµίκτη) από ασφαλή θέση, ευρισκόµενη έξω από τη λεκάνη ασφαλείας της δεξαµενής, µέχρι τις αφρογεννήτριες.
Η ανωτέρω αναφερόµενη «ασφαλής» θέση, ευρίσκεται σε απόσταση από το περίβληµα της δεξαµενής τουλάχιστον ίση µε την προβλεπόµενη στις παρ. 4.4.2.2.Γ. και 4.4.2.3.Γ. αντίστοιχα για δεξαµενές σταθερής και πλωτής οροφής.
Ανάλογα µε την κατασκευή του υπόλοιπου συστήµατος, δηλαδή του τµήµατος που προηγείται της ανωτέρω οριζόµενης «ασφαλούς» θέσης, σχετικά µε την κατεύθυνση της ροής, τα εγκατεστηµένα συστήµατα, διακρίνονται σε:
- ΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
- ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Η διάκριση δηλαδή αυτή, αφορά στο συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης µε το νερό του αφρογόνου, για την παρασκευή του επιθυµητού αφροδιαλύµατος, που οδεύει προς τις αφρογεννήτριες.
Σχεδόν παρόµοια µε τα περιγραφόµενα παραπάνω αφροποιητικά συστήµατα είναι και τα εγκατεστηµένα αφροποιητικά συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία άλλων κατασκευών και χώρων, όπως οι σταθµοί φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων κ.λπ.
Β. ΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, όλα τα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης του αφρογόνου είναι επίσης µόνιµα εγκατεστηµένα και συνδέονται µεταξύ τους και προς το υδροδοτικό δίκτυο και το δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος/αφρού µε µόνιµες σωληνώσεις.
Γενικά, η κατασκευή των µονίµων σωληνώσεων, που χρησιµοποιούνται σε όλη την έκταση των εγκατεστηµένων συστηµάτων, ακολουθεί τις προδιαγραφές κατασκευής του υδροδοτικού δικτύου διανοµής.
Ένα µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα µπορεί να προστατεύει µια µόνο δεξαµενή ή µια οµάδα δεξαµενών που είναι συγκεντρωµένες στην ίδια περιοχή και ανήκουν σε µια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες ασφάλειας. Ακόµη, µπορεί το ίδιο σύστηµα να παρέχει προστασία µε αφρό των αντίστοιχων λεκανών ασφάλειας και επίσης, σε ορισµένες περιπτώσεις, εφόσον το επιτρέπουν οι υπάρχουσες αποστάσεις, να επεκτείνεται για προστασία και άλλων κατασκευών και χώρων της περιοχής.
Το συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης αφρογόνου ενός τυπικού µόνιµου συστήµατος αποτελείται από:
- Την δεξαµενή αφρογόνου µε χωρητικότητα που υπερκαλύπτει την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου για άµεση και πλήρη λειτουργία (βλ. παρ. 4.4.10) και είναι µεταλλική ή πλαστική ελεύθερης αναπνοής.
- Τον αναµίκτη ρυθµιζόµενης αναλογίας αφροανάµιξης, συνήθως 1 – 6%. Αναµίκτης σταθερής αφροανάµιξης θεωρείται επίσης κατάλληλος αποδεκτός, εφόσον έχει ρυθµισθεί στην απαιτούµενη αναλογία (3, 4, ή 5%).
- 2 αντλίες (ηλεκτροκίνητη και αυτόνοµης κίνησης εφεδρική) για την προώθηση του αφρογόνου προς τον αναµίκτη.
Η παροχή κάθε αντλίας πρέπει να υπερκαλύπτει κατά 20% τη µέγιστη απαίτηση του αφροαναµίκτη. Η πίεση κατάθλιψης των αντλιών αυτών πρέπει να είναι κατά 1 – 2BAR µεγαλύτερη της µέγιστης πίεσης λειτουργίας νερού στο πυροσβεστικό δίκτυο διανοµής.
Σύστηµα αγωγών, διανοµέων, βαννών κ.τ.λ., προκειµένου να κατευθυνθεί η παροχή του αφροδιαλύµατος προς την επιθυµητή δεξαµενή, εφόσον το σύστηµα προστατεύει οµάδα δεξαµενών ή άλλο προστατευόµενο χώρο.
Ο χρόνος εµφάνισης του αφροδιαλύµατος στη δεξαµενή ή στους άλλους προστατευόµενους χώρους και έναρξης αφροπαραγωγής, σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερος των 3 λεπτών.
Η διατήρηση των γραµµών του αφροδιαλύµατος γεµάτων µε αφροδιάλυµα, συντοµεύει το χρόνο έναρξης αφροπαραγωγής και επιτρέπει την κάλυψη δεξαµενών σε ικανές αποστάσεις.
Εναλλακτικά, µπορούν να χρησιµοποιούνται στα µόνιµα αφροποιητικά συστήµατα κατάλληλοι αναµίκτες µε δυνατότητα ταυτόχρονης εισρόφησης του αφρογόνου, καταργώντας τις αντλίες προώθησης αφρογόνου. Οι αναµίκτες αυτοί είναι γνωστοί σαν «τζιφάρια» και αναρροφούν την αναγκαία ποσότητα αφρογόνου δηµιουργώντας τοπική υποπίεση σε ειδικό ακροφύσιο που
περιέχουν.
Γ. ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, τα διάφορα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης και οι συνδέσεις τους, δεν είναι (εξ ολοκλήρου ή εν µέρει) µόνιµα.
∆ηλαδή χρησιµοποιούνται π.χ. δοχεία αφρογόνου αντί δεξαµενών, κινητοί αναµίκτες και ελαστικοί σωλήνες µε ταχυσυνδέσµους στα άκρα κ.τ.λ.
Στα συστήµατα αυτά µπορούν να χρησιµοποιούνται αναµίκτες/ τζιφάρια.
Όλες οι µονάδες του εξοπλισµού πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες σηµασµένες θέσεις της περιοχής άµεσα προσπελάσιµες, µαζί µε την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου (για άµεση και πλήρη λειτουργία) στα κατάλληλα δοχεία.
Τα ηµιµόνιµα συστήµατα είναι απόλυτα συµβατά µε την δυνατότητα άµεσης διαθεσιµότητας πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
2. ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Ι. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον η κάθε µία έχει χωρητικότητα µεγαλύτερη των 30 κυβ. µέτρων ή η συνολική χωρητικότητα της εγκατάστασης είναι µεγαλύτερη των 200 κυβ. µέτρων.
ΙΙ. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ δεν απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον ικανοποιούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Οι αποστάσεις ασφάλειας είναι οι προβλεπόµενες ή ισχύουν τα αναφερόµενα στην παράγραφο 4.4.5.
- ∆ιαθέτουν λεκάνη ασφάλειας ή σύστηµα περισυλλογής επαρκούς χωρητικότητας.
- ∆εν πρόκειται εναλλακτικά να δεχθούν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν βρίσκονται στην ίδια λεκάνη ασφάλειας µε δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν έχουν διάµετρο µεγαλύτερη των 48 µέτρων.
- Υπάρχει πρόβλεψη για χρήση άλλων αφροποιητικών µέσων σε επάρκεια.
Με τον όρο άλλα αφροποιητικά µέσα εννοούµε:
Κανόνια αφρού
Πύργου αφρού
Αφρογεννήτριες χειρός
Τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 18 µέτρα, εκτός αν πρόκειται για δεξαµενές µαζούτ οπότε τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές µε διάµετρο µέχρι 48 µέτρα.
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεταξύ 18 και 48 µέτρων, απαιτούνται πύργοι αφρού ή µόνιµα συστήµατα.
Οι αφρογεννήτριες χειρός θεωρούνται επαρκείς για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 9 µέτρα και ύψους µέχρι 6 µέτρα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ενδεδειγµένος τρόπος προστασίας των δεξαµενών σταθερής οροφής είναι η αφροκάλυψη της φλεγόµενης επιφάνειας. Εάν η σωστή διαδικασία αφροκάλυψης αρχίσει έγκαιρα, πριν υπερθερµανθούν οι µεταλλικές επιφάνειες και το περιεχόµενο προϊόν, η καταστολή της φωτιάς µπορεί να θεωρείται βέβαιη. Καθυστέρηση της επέµβασης ή µη ενδεδειγµένος τρόπος καταστολής, δηµιουργούν συνήθως εκτίναξη της οροφής (έκρηξη) κατάρρευση των µεταλλικών τοιχωµάτων και αχρήστευση του αφροποιητικού συστήµατος.
Η παράλληλη ψύξη της καιόµενης δεξαµενής (εφόσον βέβαια δεν είναι µονωµένη), θεωρείται προϋπόθεση για τη σωστή και ασφαλή αντιµετώπιση της κατάστασης. Η ψύξη επιµηκύνει το χρόνο αντοχής των τοιχωµάτων, άρα του αφροποιητικού συστήµατος.
Οι υποχρεωτικοί τρόποι προστασίας των δεξαµενών αυτών µε σύστηµα αφρού, εφόσον απαιτείται από την παρούσα Απόφαση, είναι:
- Επιφανειακή εφαρµογή
Έκχυση του αφρού πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια του περιεχοµένου προϊόντος, µε σύστηµα αφρογεννητριών χαµηλής πίεσης και αφροκεφαλών, που είναι τοποθετηµένες στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής (50 εκατοστά από τον πυθµένα), µε σύστηµα αφρογεννητριών υψηλής πίεσης που βρίσκονται συνήθως εκτός λεκάνης ασφαλείας.
Ο αφρός, εισερχόµενος εντός της µάζας του περιεχόµενου προϊόντος, ανεβαίνει στην επιφάνειά του και απλώνεται καλύπτοντάς την.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Η ελάχιστη απόσταση των βαννών χειρισµού και του σηµείου προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού από τη δεξαµενή, πρέπει να είναι το µεγαλύτερο µεταξύ των 15 µέτρων και µιας διαµέτρου της υπό προστασία δεξαµενής, οπωσδήποτε όµως εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
Εάν οι βάννες είναι τηλεχειριζόµενες ή µεταξύ αυτών και της υπό προστασία δεξαµενής υπάρχει αντιπυρικός τοίχος ύψους τουλάχιστον 2 µέτρων, τότε η ελάχιστη απόσταση ασφάλειας µπορεί να µειωθεί στα 5 µέτρα το πολύ.
Ο υπολογισµός των αγωγών πρέπει να γίνεται µε πιστή εφαρµογή των νόµων και των κανόνων της υδραυλικής, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούµενη πίεση λειτουργίας.
Οι υδρολήψεις, στον απαιτούµενο αριθµό, πρέπει να είναι σε αποστάσεις 15 έως 40 µέτρων από το σηµείο σύνδεσης του πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Ι. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Οι πίνακες που ακολουθούν δίνουν την απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος ανά µονάδα ελεύθερης επιφάνειας περιεχόµενου προϊόντος της δεξαµενής και τον απαιτούµενο χρόνο εφαρµογής, περιλαµβάνουν δε εκτός της επιφανειακής εφαρµογής και την εισαγωγή από τον πυθµένα.
ΠΑΡΟΧΗ
Προϊόν Παροχή αφροδιαλύµατος
Υδρογονάνθρακες 4,1 LIT/MIN/M2
Υδρογονάνθρακες και Αλκοόλη
10% (GASOHOLS) 6,5 «
Αλκοόλες (Μεθυλική ή αιθυλική) 6,5 «
Ακρυλονιτρίλιο 6,5 «
Αιθυλική αλδεϋδη 6,5 «
Κετόνες (Αιθυλικές ή µεθυλικές) 6,5 «
Ακετόνες 9,8 «
Βουτυλική αλκοόλη 9,8 «
Ισοπροπυλικός αιθέρας κ.τ.λ. 9,8 «
Σηµείωση:
Για όλα τα προϊόντα του παραπάνω πίνακα, εκτός των υδρογονανθράκων, χρησιµοποιείται αφρός αλκοολικού τύπου. ∆ηλαδή, ακόµη και υδρογονάνθρακες µε αλκοόλη 10% αντιµετωπίζονται µε αφρό αλκοολικού τύπου, όπως οι διάφορες πολικές ενώσεις που ακολουθούν στη στήλη «προϊόν» του πίνακα.
Η εισαγωγή αφρού γίνεται µε έκχυση πάνω από την επιφάνεια του καυσίµου και χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες χαµηλής πίεσης.
Οι αφρογεννήτριες αυτές πρέπει να εισάγουν τον αφρό στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους και σε απόσταση περίπου 40 εκατοστών κάτω από την οροφή της δεξαµενής.
Απαγορεύεται η εισαγωγή του αφρού από την οροφή (ενδεχόµενη έκρηξη θα καταστρέψει το αφροποιητικό σύστηµα, µε την εκτίναξη της οροφής).
Κάθε τέτοια αφρογεννήτρια πρέπει να συνδυάζεται µε:
- Την αντίστοιχη σε παροχή αφροκεφαλή, που περιέχει τη µεµβράνη ή το γυαλί αποµόνωσης.
- Το αντίστοιχο σε παροχή εσωτερικό ράµφος.
- Το κατάλληλο δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος στην απαιτούµενη παροχή.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης και δυσµενούς αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η διανοµή του αφρού γίνεται µε κατακόρυφους αγωγούς και ενδεχοµένως µε οριζόντιους ηµιδακτύλιους κατανοµής, µετά από την απαραίτητη υδραυλική µελέτη του συστήµατος.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Ο ελάχιστος απαιτούµενος αριθµός αφρογεννητριών καθορίζεται µε βάση το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής. Εξυπακούεται ότι το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφροδιαλύµατος που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης αφροκάλυψης. Έτσι έχουµε:
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεγαλύτερη των 60 µέτρων πρέπει να τίθεται µια επιπλέον αφρογεννήτρια ανά 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας.
Σε όλες τις αφρογεννήτριες πρέπει να διασφαλίζεται ισόποση παροχή αφροδιαλύµατος.
Η εγκατάσταση συστηµάτων κατάσβεσης µε µέσα διάφορα του αφρού, είναι δυνατή εφόσον εγκρίνεται από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΠΥΘΜΕΝΑ
Το σύστηµα αυτό εφαρµόζεται µόνο σε δεξαµενές σταθερής οροφής.
Κατ’ εξαίρεση δεν εφαρµόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Σε δεξαµενές που έχουν εσωτερικό πλωτό διάφραγµα µη ενδεδειγµένου τύπου.
- Σε δεξαµενές που περιέχουν βαρέα κλάσµατα υδρογονανθράκων, δηλαδή αταξινόµητα προϊόντα µε σηµείο ανάφλεξης πάνω από 100°C.
Η εφαρµογή του συστήµατος αυτού σε δεξαµενές που περιέχουν πολύ ελαφρείς υδρογονάνθρακες κατηγορίας Ι, γίνεται αποδεκτή εφόσον:
- Η παροχή του αφρού είναι αυξηµένη µέχρι 8,1 LIT/MIN/M2
- Υπάρχει έγκριση των αρµόδιων αρχών.
Η εισαγωγή αφρού στον πυθµένα βρίσκει άριστη εφαρµογή σε δεξαµενές που περιέχουν κλάσµατα πετρελαίου όπως: βαρείς νάφθες, κηροζίνη, ντήζελ, µέχρι V.G.OIL και ελαφρό µαζούτ.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος και ο απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, προκύπτουν από τους πίνακες της προηγούµενης παρ.Ι.
Ο χρόνος εφαρµογής είναι µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της επιφανειακής εφαρµογής, επειδή η διόγκωση του αφροδιαλύµατος είναι στο σύστηµα αυτό µικρότερη.
Η εισαγωγή του αφρού γίνεται µε µεγάλη πίεση κάτω από την επιφάνεια του περιεχόµενου καυσίµου της δεξαµενής. Χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες υψηλής πίεσης, που έχουν ελάχιστη πίεση λειτουργίας στην είσοδο τους προδιαγραφόµενη από τον κατασκευαστή τους.
Κάθε αφρογεννήτρια ή συστοιχία αφρογεννητριών µέσω κεντρικού αγωγού κατάλληλης διαµέτρου, εισάγει τον αφρό στο κάτω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, ύψος περίπου 50 εκατοστών πάνω από τον πυθµένα και σε ένα ή περισσότερα σηµεία.
Το σύστηµα αυτό λειτουργεί µε αφρογόνα κατάλληλα για τέτοια εισαγωγή. Το αφρογόνο πρωτεΐνη δεν είναι κατάλληλο, γιατί συµπαρασύρει σταγονίδια καυσίµου προς τη φλεγόµενη επιφάνεια.
Ο δηµιουργούµενος στις αφρογεννήτριες αφρός, λόγω της µεγαλύτερης πίεσης του συστήµατος, εµφανίζει διόγκωση 1:4.
Στις εξόδους των αφρογεννητριών τοποθετούνται εσωτερικά πτυσσόµενοι ανοξείδωτοι δίσκοι, που ανοίγουν µε την πίεση του εισερχόµενου αφρού. Το σύστηµα αυτό, που καλύπτεται από απρόσβλητη και άκαυστη µεµβράνη (συνήθως µίκα), διατηρεί κενούς τους αγωγούς διανοµής αφρού. Τελευταία, τα συστήµατα αυτά έχουν µια µόνο κεντρική βαλβίδα αντεπιστροφής. Στο σηµείο αυτό τοποθετείται ένας κεντρικός πτυσσόµενος δίσκος αντεπιστροφής (METALLIC RURTURE DISC).
Η µέγιστη επιτρεπτή ταχύτης εισόδου του αφρού στη δεξαµενή είναι 3 µέτρα/SEC για προϊόντα κατηγορίας 1 και 6 µέτρα SEC για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Η είσοδος του αφρού δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να γίνεται σε ύψος χαµηλότερο από την πιθανή στάθµη νερού στη δεξαµενή.
Σε δεξαµενές που λειτουργούν, υπάρχει η δυνατότητα εισαγωγής του αφρού από την είσοδο του προϊόντος, εφόσον καλύπτονται οι απαιτούµενες προδιαγραφές.
Ανάλογα µε το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής, καθορίζεται ο ελάχιστος επιτρεπτός αριθµός εισόδων αφρού στη δεξαµενή, σύµφωνα µε τον ακόλουθο πίνακα:
Για δεξαµενή διαµέτρου µεγαλύτερης των 60 µέτρων, πρέπει να προστίθεται ένα επί πλέον σηµείο εισόδου για κάθε 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας Ι ή για κάθε 697 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφρού, που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης επιτρεπτής αφροκάλυψης.
3. ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΛΩΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Γενικά απαιτούνται µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Με τον όρο δεξαµενές πλωτής οροφής, εννοούµε όλες τις δεξαµενές ανοικτού τύπου µε κινητή επιπλέουσα οροφή. Η οροφή είναι είτε κατασκευής κοίλου δίσκου µε περιφερειακούς στεγανούς επισκέψιµους χώρους, είτε κατασκευής διπλού καταστρώµατος. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διαθέτουν στο κέντρο σύστηµα περισυλλογής και αποµάκρυνσης του νερού της βροχής, των υπερχειλίσεων και του νερού πυρόσβεσης.
Οι οροφές αυτές είναι εφοδιασµένες µε σύστηµα εσωτερικών ποδαρικών, ώστε να τερµατίζουν κατά την εκκένωση της δεξαµενής σε κατάλληλο ύψος από τον πυθµένα της δεξαµενής (θέσεις λειτουργίας και επιθεώρησης).
Κάτω από το ύψος αυτό, δεν συνιστάται να κατέρχεται η στάθµη του προϊόντος κατά την κανονική λειτουργία της δεξαµενής. Το σύστηµα προστασίας των δεξαµενών πλωτής οροφής περιλαµβάνει.
- Καλή στεγανότητα (φραγή) του διάκενου, πλάτους περίπου 30 εκατοστών, µεταξύ πλωτής οροφής και περιφερειακού κελύφους, που επιτυγχάνεται:
Με µηχανικό σύστηµα µεµβράνης και αντίβαρων, τύπου παντογράφου.
Με περιφερειακούς δακτύλιους µεµβράνης και ελαστικούς σωλήνες, που έχουν διογκωθεί µε κηροζίνη ή άλλο καύσιµο ή πολυουραιθάνη, ώστε να επιτυγχάνεται στεγανότητα.
Και τα δύο συστήµατα πρέπει να έχουν και δευτερεύουσα προστασία στεγανότητας µε ελαστική επικαλύπτουσα περιφερειακή µεµβράνη (µόνο για τις δεξαµενές). Όλα τα ανωτέρω ελαστικά ή συνθετικά υλικά πρέπει να είναι άκαυστα.
- Σύστηµα καιρικής προστασίας της φραγής µε υπερκείµενη κάλυψη από επιµήκη αλληλοεπικαλυπτόµενα µεταλλικά ελάσµατα, που στηρίζονται περιφερειακά στο άκρο της πλωτής οροφής και ολισθαίνουν επί της εσωτερικής επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής.
- Ελάσµατα απαγωγής στατικού ηλεκτρισµού.
- Περιφερειακά επί της πλωτής οροφής πρέπει να υπάρχει µεταλλικός δακτύλιος συγκράτησης του αφρού (DAM). Αυτός πρέπει να είναι καλά κολληµένος ή στεγανά συγκρατηµένος επί της οροφής και να έχει στο κάτω µέρος οπές εκροής του νερού.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Οι προδιαγραφές του δακτύλιου συγκράτησης αφρού είναι:
- Ελάχιστο ύψος:
30 εκατοστά για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 15 µέτρα
60 εκατοστά για δεξαµενές µεγαλύτερης διαµέτρου
Το ύψος του δακτυλίου πρέπει να είναι τουλάχιστον 5 εκατοστά πάνω από το άνω µέρος των µεταλλικών ελασµάτων καιρικής προστασίας.
- Ελάχιστο πάχος: 3,5 χιλιοστά.
- Απόσταση από περιφερειακό κέλυφος δεξαµενής 60 έως 90 εκατοστά
- Οι οπές εκροής έχουν ύψος 1-2 εκατοστά και πλάτος 6-8 εκατοστά και βρίσκονται συνήθως στο µέσον µεταξύ δύο διαδοχικών αφρογεννητριών (διευκολύνεται έτσι το άπλωµα του αφρού).
Για τον καθορισµό του αριθµού και του µεγέθους των οπών εκροής, λαµβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται 3 τετρ. εκατοστά επιφάνειας εκροής για κάθε 1 τετρ. µέτρο επιφάνειας του εσωτερικού δακτύλιου.
Το σύστηµα αφρού µπορεί να στέλνει αφρό χαµηλής διόγκωσης είτε επί του συστήµατος στεγανοποίησης και του συστήµατος καιρικής προστασίας µέσα στον δακτύλιο (πλέον συνήθης τρόπος) είτε κατ’ ευθείαν κάτω από το σύστηµα καιρικής προστασίας και δευτερεύουσας στεγανότητας, επί του πρωτεύοντος δακτυλίου φραγής.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 12,2 LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού δακτυλίου συγκράτησης αφρού.
Ο χρόνος εφαρµογής του αφρού είναι 20 ΜΙΝ.
Οι αφρογεννήτριες περιλαµβάνουν την κυρίως αφρογεννήτρια, συνήθως κατακόρυφης τοποθέτησης, τον αγωγό εξόδου αφρού µε ελάχιστο µήκος 70 εκατοστά και το ράµφος εκροής, αντίστοιχης παροχής µε την αφρογεννήτρια.
Όλες οι αφρογεννήτριες πρέπει να βρίσκονται σε περιφερειακή διάταξη µε τροφοδοσία από κατακόρυφο αγωγό και περιφερειακό δακτύλιο διανοµής του αφρού, να τοποθετούνται δε σε κορυφές κανονικού εγγεγραµµένου σχήµατος, ώστε η κατανοµή του αφρού να είναι οµοιόµορφη µεταξύ τους.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η µέγιστη απόσταση µεταξύ διαδοχικών αφρογεννητριών, πρέπει να είναι:
12,2 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 30 εκατοστά
24,4 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 60 εκατοστά
Κάθε έξοδος αφρογεννήτριας εκβάλλει τον αφρό σε µεταλλικό έλασµα εκτροπής (ανακλαστήρα). Αυτά τοποθετούνται εφαπτοµενικά στην προέκταση του περιβλήµατος στο άνω µέρος της δεξαµενής και έχουν σχήµα τραπεζίου. Ο αγωγός εξόδου της αφρογεννήτριας, διαπερνά το άνω µέρος ή διέρχεται πάνω από τον ανακλαστήρα, σχηµατίζοντας κατάλληλη καµπύλη. Το πάχος του ανακλαστήρα πρέπει να είναι 5-8 χιλιοστά.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Τα παραπάνω ισχύουν για δεξαµενές που έχουν δακτύλιο συγκράτησης αφρού. Για δεξαµενές που δεν έχουν, µπορεί ο αφρός να εκβάλει µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής µε παροχή 20,4LIT/MIN/M2 και για 10 ΜΙΝ τουλάχιστον. Σαν επιφάνεια λαµβάνεται ο χώρος του δακτυλιοειδούς διακένου µεταξύ κελύφους και πλωτής οροφής. Τέτοια συστήµατα πρέπει να κατασκευάζονται βάσει επίσηµων προδιαγραφών και να διαθέτουν κατάλληλο πέλµα επαφής στο κέλυφος. Ειδικότερα, για τα συστήµατα αυτά προβλέπονται τα ακόλουθα:
- Συστήµατα φραγής µε πέλµα επαφής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 39 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µεγαλύτερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µικρότερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: Απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
Λόγω της µεγαλύτερης ασφάλειας που εξασφαλίζουν οι δεξαµενές αυτές σε περίπτωση πυρκαγιάς, δεν προβλέπονται περιορισµοί στην απόσταση των βαννών χειρισµού ή προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου. Η ανάβαση στην δεξαµενή για πιθανή πυρόσβεση είναι επιτρεπτή.
Α. ΓΕΝΙΚΑ
Ο όρος αφροποιητικά συστήµατα δεξαµενών χαρακτηρίζει τα συστήµατα που έχουν:
- Μόνιµα εγκατεστηµένες αφρογεννήτριες όπου γίνεται η παρασκευή του τελικού αφρού µε ανάµιξη του αφροδιαλύµατος µε την απαιτούµενη ποσότητα αέρα.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του τελικού αφρού από τις αφρογεννήτριες προς το στόµιο εξόδου του αφρού στο εσωτερικό της δεξαµενής, για δεξαµενές σταθερής οροφής ή προς τον δακτύλιο για δεξαµενές πλωτής οροφής.
- Μόνιµα εγκατεστηµένες σωληνώσεις µεταφοράς του αφροδιαλύµατος (δηλαδή του υπό κατάλληλη αναλογία διαλύµατος νερού και αφρογόνου, που δηµιουργείται στον ειδικό για το σκοπό αυτό αφροαναµίκτη) από ασφαλή θέση, ευρισκόµενη έξω από τη λεκάνη ασφαλείας της δεξαµενής, µέχρι τις αφρογεννήτριες.
Η ανωτέρω αναφερόµενη «ασφαλής» θέση, ευρίσκεται σε απόσταση από το περίβληµα της δεξαµενής τουλάχιστον ίση µε την προβλεπόµενη στις παρ. 4.4.2.2.Γ. και 4.4.2.3.Γ. αντίστοιχα για δεξαµενές σταθερής και πλωτής οροφής.
Ανάλογα µε την κατασκευή του υπόλοιπου συστήµατος, δηλαδή του τµήµατος που προηγείται της ανωτέρω οριζόµενης «ασφαλούς» θέσης, σχετικά µε την κατεύθυνση της ροής, τα εγκατεστηµένα συστήµατα, διακρίνονται σε:
- ΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
- ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Η διάκριση δηλαδή αυτή, αφορά στο συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης µε το νερό του αφρογόνου, για την παρασκευή του επιθυµητού αφροδιαλύµατος, που οδεύει προς τις αφρογεννήτριες.
Σχεδόν παρόµοια µε τα περιγραφόµενα παραπάνω αφροποιητικά συστήµατα είναι και τα εγκατεστηµένα αφροποιητικά συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία άλλων κατασκευών και χώρων, όπως οι σταθµοί φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων κ.λπ.
Β. ΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, όλα τα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης του αφρογόνου είναι επίσης µόνιµα εγκατεστηµένα και συνδέονται µεταξύ τους και προς το υδροδοτικό δίκτυο και το δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος/αφρού µε µόνιµες σωληνώσεις.
Γενικά, η κατασκευή των µονίµων σωληνώσεων, που χρησιµοποιούνται σε όλη την έκταση των εγκατεστηµένων συστηµάτων, ακολουθεί τις προδιαγραφές κατασκευής του υδροδοτικού δικτύου διανοµής.
Ένα µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα µπορεί να προστατεύει µια µόνο δεξαµενή ή µια οµάδα δεξαµενών που είναι συγκεντρωµένες στην ίδια περιοχή και ανήκουν σε µια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες ασφάλειας. Ακόµη, µπορεί το ίδιο σύστηµα να παρέχει προστασία µε αφρό των αντίστοιχων λεκανών ασφάλειας και επίσης, σε ορισµένες περιπτώσεις, εφόσον το επιτρέπουν οι υπάρχουσες αποστάσεις, να επεκτείνεται για προστασία και άλλων κατασκευών και χώρων της περιοχής.
Το συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης αφρογόνου ενός τυπικού µόνιµου συστήµατος αποτελείται από:
- Την δεξαµενή αφρογόνου µε χωρητικότητα που υπερκαλύπτει την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου για άµεση και πλήρη λειτουργία (βλ. παρ. 4.4.10) και είναι µεταλλική ή πλαστική ελεύθερης αναπνοής.
- Τον αναµίκτη ρυθµιζόµενης αναλογίας αφροανάµιξης, συνήθως 1 – 6%. Αναµίκτης σταθερής αφροανάµιξης θεωρείται επίσης κατάλληλος αποδεκτός, εφόσον έχει ρυθµισθεί στην απαιτούµενη αναλογία (3, 4, ή 5%).
- 2 αντλίες (ηλεκτροκίνητη και αυτόνοµης κίνησης εφεδρική) για την προώθηση του αφρογόνου προς τον αναµίκτη.
Η παροχή κάθε αντλίας πρέπει να υπερκαλύπτει κατά 20% τη µέγιστη απαίτηση του αφροαναµίκτη. Η πίεση κατάθλιψης των αντλιών αυτών πρέπει να είναι κατά 1 – 2BAR µεγαλύτερη της µέγιστης πίεσης λειτουργίας νερού στο πυροσβεστικό δίκτυο διανοµής.
Σύστηµα αγωγών, διανοµέων, βαννών κ.τ.λ., προκειµένου να κατευθυνθεί η παροχή του αφροδιαλύµατος προς την επιθυµητή δεξαµενή, εφόσον το σύστηµα προστατεύει οµάδα δεξαµενών ή άλλο προστατευόµενο χώρο.
Ο χρόνος εµφάνισης του αφροδιαλύµατος στη δεξαµενή ή στους άλλους προστατευόµενους χώρους και έναρξης αφροπαραγωγής, σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερος των 3 λεπτών.
Η διατήρηση των γραµµών του αφροδιαλύµατος γεµάτων µε αφροδιάλυµα, συντοµεύει το χρόνο έναρξης αφροπαραγωγής και επιτρέπει την κάλυψη δεξαµενών σε ικανές αποστάσεις.
Εναλλακτικά, µπορούν να χρησιµοποιούνται στα µόνιµα αφροποιητικά συστήµατα κατάλληλοι αναµίκτες µε δυνατότητα ταυτόχρονης εισρόφησης του αφρογόνου, καταργώντας τις αντλίες προώθησης αφρογόνου. Οι αναµίκτες αυτοί είναι γνωστοί σαν «τζιφάρια» και αναρροφούν την αναγκαία ποσότητα αφρογόνου δηµιουργώντας τοπική υποπίεση σε ειδικό ακροφύσιο που
περιέχουν.
Γ. ΗΜΙΜΟΝΙΜΑ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στο ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, τα διάφορα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης και οι συνδέσεις τους, δεν είναι (εξ ολοκλήρου ή εν µέρει) µόνιµα.
∆ηλαδή χρησιµοποιούνται π.χ. δοχεία αφρογόνου αντί δεξαµενών, κινητοί αναµίκτες και ελαστικοί σωλήνες µε ταχυσυνδέσµους στα άκρα κ.τ.λ.
Στα συστήµατα αυτά µπορούν να χρησιµοποιούνται αναµίκτες/ τζιφάρια.
Όλες οι µονάδες του εξοπλισµού πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες σηµασµένες θέσεις της περιοχής άµεσα προσπελάσιµες, µαζί µε την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου (για άµεση και πλήρη λειτουργία) στα κατάλληλα δοχεία.
Τα ηµιµόνιµα συστήµατα είναι απόλυτα συµβατά µε την δυνατότητα άµεσης διαθεσιµότητας πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Στο µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, όλα τα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης του αφρογόνου είναι επίσης µόνιµα εγκατεστηµένα και συνδέονται µεταξύ τους και προς το υδροδοτικό δίκτυο και το δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος/αφρού µε µόνιµες σωληνώσεις.
Γενικά, η κατασκευή των µονίµων σωληνώσεων, που χρησιµοποιούνται σε όλη την έκταση των εγκατεστηµένων συστηµάτων, ακολουθεί τις προδιαγραφές κατασκευής του υδροδοτικού δικτύου διανοµής.
Ένα µόνιµο αφροποιητικό σύστηµα µπορεί να προστατεύει µια µόνο δεξαµενή ή µια οµάδα δεξαµενών που είναι συγκεντρωµένες στην ίδια περιοχή και ανήκουν σε µια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες ασφάλειας. Ακόµη, µπορεί το ίδιο σύστηµα να παρέχει προστασία µε αφρό των αντίστοιχων λεκανών ασφάλειας και επίσης, σε ορισµένες περιπτώσεις, εφόσον το επιτρέπουν οι υπάρχουσες αποστάσεις, να επεκτείνεται για προστασία και άλλων κατασκευών και χώρων της περιοχής.
Το συγκρότηµα αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης αφρογόνου ενός τυπικού µόνιµου συστήµατος αποτελείται από:
- Την δεξαµενή αφρογόνου µε χωρητικότητα που υπερκαλύπτει την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου για άµεση και πλήρη λειτουργία (βλ. παρ. 4.4.10) και είναι µεταλλική ή πλαστική ελεύθερης αναπνοής.
- Τον αναµίκτη ρυθµιζόµενης αναλογίας αφροανάµιξης, συνήθως 1 – 6%. Αναµίκτης σταθερής αφροανάµιξης θεωρείται επίσης κατάλληλος αποδεκτός, εφόσον έχει ρυθµισθεί στην απαιτούµενη αναλογία (3, 4, ή 5%).
- 2 αντλίες (ηλεκτροκίνητη και αυτόνοµης κίνησης εφεδρική) για την προώθηση του αφρογόνου προς τον αναµίκτη.
Η παροχή κάθε αντλίας πρέπει να υπερκαλύπτει κατά 20% τη µέγιστη απαίτηση του αφροαναµίκτη. Η πίεση κατάθλιψης των αντλιών αυτών πρέπει να είναι κατά 1 – 2BAR µεγαλύτερη της µέγιστης πίεσης λειτουργίας νερού στο πυροσβεστικό δίκτυο διανοµής.
Σύστηµα αγωγών, διανοµέων, βαννών κ.τ.λ., προκειµένου να κατευθυνθεί η παροχή του αφροδιαλύµατος προς την επιθυµητή δεξαµενή, εφόσον το σύστηµα προστατεύει οµάδα δεξαµενών ή άλλο προστατευόµενο χώρο.
Ο χρόνος εµφάνισης του αφροδιαλύµατος στη δεξαµενή ή στους άλλους προστατευόµενους χώρους και έναρξης αφροπαραγωγής, σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερος των 3 λεπτών.
Η διατήρηση των γραµµών του αφροδιαλύµατος γεµάτων µε αφροδιάλυµα, συντοµεύει το χρόνο έναρξης αφροπαραγωγής και επιτρέπει την κάλυψη δεξαµενών σε ικανές αποστάσεις.
Εναλλακτικά, µπορούν να χρησιµοποιούνται στα µόνιµα αφροποιητικά συστήµατα κατάλληλοι αναµίκτες µε δυνατότητα ταυτόχρονης εισρόφησης του αφρογόνου, καταργώντας τις αντλίες προώθησης αφρογόνου. Οι αναµίκτες αυτοί είναι γνωστοί σαν «τζιφάρια» και αναρροφούν την αναγκαία ποσότητα αφρογόνου δηµιουργώντας τοπική υποπίεση σε ειδικό ακροφύσιο που
περιέχουν.
Στο ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, τα διάφορα µέρη του συγκροτήµατος αποθήκευσης, προώθησης και ανάµιξης και οι συνδέσεις τους, δεν είναι (εξ ολοκλήρου ή εν µέρει) µόνιµα.
∆ηλαδή χρησιµοποιούνται π.χ. δοχεία αφρογόνου αντί δεξαµενών, κινητοί αναµίκτες και ελαστικοί σωλήνες µε ταχυσυνδέσµους στα άκρα κ.τ.λ.
Στα συστήµατα αυτά µπορούν να χρησιµοποιούνται αναµίκτες/ τζιφάρια.
Όλες οι µονάδες του εξοπλισµού πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες σηµασµένες θέσεις της περιοχής άµεσα προσπελάσιµες, µαζί µε την ελάχιστη απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου (για άµεση και πλήρη λειτουργία) στα κατάλληλα δοχεία.
Τα ηµιµόνιµα συστήµατα είναι απόλυτα συµβατά µε την δυνατότητα άµεσης διαθεσιµότητας πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Ι. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον η κάθε µία έχει χωρητικότητα µεγαλύτερη των 30 κυβ. µέτρων ή η συνολική χωρητικότητα της εγκατάστασης είναι µεγαλύτερη των 200 κυβ. µέτρων.
ΙΙ. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ δεν απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον ικανοποιούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Οι αποστάσεις ασφάλειας είναι οι προβλεπόµενες ή ισχύουν τα αναφερόµενα στην παράγραφο 4.4.5.
- ∆ιαθέτουν λεκάνη ασφάλειας ή σύστηµα περισυλλογής επαρκούς χωρητικότητας.
- ∆εν πρόκειται εναλλακτικά να δεχθούν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν βρίσκονται στην ίδια λεκάνη ασφάλειας µε δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν έχουν διάµετρο µεγαλύτερη των 48 µέτρων.
- Υπάρχει πρόβλεψη για χρήση άλλων αφροποιητικών µέσων σε επάρκεια.
Με τον όρο άλλα αφροποιητικά µέσα εννοούµε:
Κανόνια αφρού
Πύργου αφρού
Αφρογεννήτριες χειρός
Τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 18 µέτρα, εκτός αν πρόκειται για δεξαµενές µαζούτ οπότε τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές µε διάµετρο µέχρι 48 µέτρα.
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεταξύ 18 και 48 µέτρων, απαιτούνται πύργοι αφρού ή µόνιµα συστήµατα.
Οι αφρογεννήτριες χειρός θεωρούνται επαρκείς για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 9 µέτρα και ύψους µέχρι 6 µέτρα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ενδεδειγµένος τρόπος προστασίας των δεξαµενών σταθερής οροφής είναι η αφροκάλυψη της φλεγόµενης επιφάνειας. Εάν η σωστή διαδικασία αφροκάλυψης αρχίσει έγκαιρα, πριν υπερθερµανθούν οι µεταλλικές επιφάνειες και το περιεχόµενο προϊόν, η καταστολή της φωτιάς µπορεί να θεωρείται βέβαιη. Καθυστέρηση της επέµβασης ή µη ενδεδειγµένος τρόπος καταστολής, δηµιουργούν συνήθως εκτίναξη της οροφής (έκρηξη) κατάρρευση των µεταλλικών τοιχωµάτων και αχρήστευση του αφροποιητικού συστήµατος.
Η παράλληλη ψύξη της καιόµενης δεξαµενής (εφόσον βέβαια δεν είναι µονωµένη), θεωρείται προϋπόθεση για τη σωστή και ασφαλή αντιµετώπιση της κατάστασης. Η ψύξη επιµηκύνει το χρόνο αντοχής των τοιχωµάτων, άρα του αφροποιητικού συστήµατος.
Οι υποχρεωτικοί τρόποι προστασίας των δεξαµενών αυτών µε σύστηµα αφρού, εφόσον απαιτείται από την παρούσα Απόφαση, είναι:
- Επιφανειακή εφαρµογή
Έκχυση του αφρού πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια του περιεχοµένου προϊόντος, µε σύστηµα αφρογεννητριών χαµηλής πίεσης και αφροκεφαλών, που είναι τοποθετηµένες στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής (50 εκατοστά από τον πυθµένα), µε σύστηµα αφρογεννητριών υψηλής πίεσης που βρίσκονται συνήθως εκτός λεκάνης ασφαλείας.
Ο αφρός, εισερχόµενος εντός της µάζας του περιεχόµενου προϊόντος, ανεβαίνει στην επιφάνειά του και απλώνεται καλύπτοντάς την.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Η ελάχιστη απόσταση των βαννών χειρισµού και του σηµείου προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού από τη δεξαµενή, πρέπει να είναι το µεγαλύτερο µεταξύ των 15 µέτρων και µιας διαµέτρου της υπό προστασία δεξαµενής, οπωσδήποτε όµως εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
Εάν οι βάννες είναι τηλεχειριζόµενες ή µεταξύ αυτών και της υπό προστασία δεξαµενής υπάρχει αντιπυρικός τοίχος ύψους τουλάχιστον 2 µέτρων, τότε η ελάχιστη απόσταση ασφάλειας µπορεί να µειωθεί στα 5 µέτρα το πολύ.
Ο υπολογισµός των αγωγών πρέπει να γίνεται µε πιστή εφαρµογή των νόµων και των κανόνων της υδραυλικής, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούµενη πίεση λειτουργίας.
Οι υδρολήψεις, στον απαιτούµενο αριθµό, πρέπει να είναι σε αποστάσεις 15 έως 40 µέτρων από το σηµείο σύνδεσης του πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Ι. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Οι πίνακες που ακολουθούν δίνουν την απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος ανά µονάδα ελεύθερης επιφάνειας περιεχόµενου προϊόντος της δεξαµενής και τον απαιτούµενο χρόνο εφαρµογής, περιλαµβάνουν δε εκτός της επιφανειακής εφαρµογής και την εισαγωγή από τον πυθµένα.
ΠΑΡΟΧΗ
Προϊόν Παροχή αφροδιαλύµατος
Υδρογονάνθρακες 4,1 LIT/MIN/M2
Υδρογονάνθρακες και Αλκοόλη
10% (GASOHOLS) 6,5 «
Αλκοόλες (Μεθυλική ή αιθυλική) 6,5 «
Ακρυλονιτρίλιο 6,5 «
Αιθυλική αλδεϋδη 6,5 «
Κετόνες (Αιθυλικές ή µεθυλικές) 6,5 «
Ακετόνες 9,8 «
Βουτυλική αλκοόλη 9,8 «
Ισοπροπυλικός αιθέρας κ.τ.λ. 9,8 «
Σηµείωση:
Για όλα τα προϊόντα του παραπάνω πίνακα, εκτός των υδρογονανθράκων, χρησιµοποιείται αφρός αλκοολικού τύπου. ∆ηλαδή, ακόµη και υδρογονάνθρακες µε αλκοόλη 10% αντιµετωπίζονται µε αφρό αλκοολικού τύπου, όπως οι διάφορες πολικές ενώσεις που ακολουθούν στη στήλη «προϊόν» του πίνακα.
Η εισαγωγή αφρού γίνεται µε έκχυση πάνω από την επιφάνεια του καυσίµου και χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες χαµηλής πίεσης.
Οι αφρογεννήτριες αυτές πρέπει να εισάγουν τον αφρό στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους και σε απόσταση περίπου 40 εκατοστών κάτω από την οροφή της δεξαµενής.
Απαγορεύεται η εισαγωγή του αφρού από την οροφή (ενδεχόµενη έκρηξη θα καταστρέψει το αφροποιητικό σύστηµα, µε την εκτίναξη της οροφής).
Κάθε τέτοια αφρογεννήτρια πρέπει να συνδυάζεται µε:
- Την αντίστοιχη σε παροχή αφροκεφαλή, που περιέχει τη µεµβράνη ή το γυαλί αποµόνωσης.
- Το αντίστοιχο σε παροχή εσωτερικό ράµφος.
- Το κατάλληλο δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος στην απαιτούµενη παροχή.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης και δυσµενούς αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η διανοµή του αφρού γίνεται µε κατακόρυφους αγωγούς και ενδεχοµένως µε οριζόντιους ηµιδακτύλιους κατανοµής, µετά από την απαραίτητη υδραυλική µελέτη του συστήµατος.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Ο ελάχιστος απαιτούµενος αριθµός αφρογεννητριών καθορίζεται µε βάση το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής. Εξυπακούεται ότι το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφροδιαλύµατος που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης αφροκάλυψης. Έτσι έχουµε:
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεγαλύτερη των 60 µέτρων πρέπει να τίθεται µια επιπλέον αφρογεννήτρια ανά 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας.
Σε όλες τις αφρογεννήτριες πρέπει να διασφαλίζεται ισόποση παροχή αφροδιαλύµατος.
Η εγκατάσταση συστηµάτων κατάσβεσης µε µέσα διάφορα του αφρού, είναι δυνατή εφόσον εγκρίνεται από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΠΥΘΜΕΝΑ
Το σύστηµα αυτό εφαρµόζεται µόνο σε δεξαµενές σταθερής οροφής.
Κατ’ εξαίρεση δεν εφαρµόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Σε δεξαµενές που έχουν εσωτερικό πλωτό διάφραγµα µη ενδεδειγµένου τύπου.
- Σε δεξαµενές που περιέχουν βαρέα κλάσµατα υδρογονανθράκων, δηλαδή αταξινόµητα προϊόντα µε σηµείο ανάφλεξης πάνω από 100°C.
Η εφαρµογή του συστήµατος αυτού σε δεξαµενές που περιέχουν πολύ ελαφρείς υδρογονάνθρακες κατηγορίας Ι, γίνεται αποδεκτή εφόσον:
- Η παροχή του αφρού είναι αυξηµένη µέχρι 8,1 LIT/MIN/M2
- Υπάρχει έγκριση των αρµόδιων αρχών.
Η εισαγωγή αφρού στον πυθµένα βρίσκει άριστη εφαρµογή σε δεξαµενές που περιέχουν κλάσµατα πετρελαίου όπως: βαρείς νάφθες, κηροζίνη, ντήζελ, µέχρι V.G.OIL και ελαφρό µαζούτ.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος και ο απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, προκύπτουν από τους πίνακες της προηγούµενης παρ.Ι.
Ο χρόνος εφαρµογής είναι µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της επιφανειακής εφαρµογής, επειδή η διόγκωση του αφροδιαλύµατος είναι στο σύστηµα αυτό µικρότερη.
Η εισαγωγή του αφρού γίνεται µε µεγάλη πίεση κάτω από την επιφάνεια του περιεχόµενου καυσίµου της δεξαµενής. Χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες υψηλής πίεσης, που έχουν ελάχιστη πίεση λειτουργίας στην είσοδο τους προδιαγραφόµενη από τον κατασκευαστή τους.
Κάθε αφρογεννήτρια ή συστοιχία αφρογεννητριών µέσω κεντρικού αγωγού κατάλληλης διαµέτρου, εισάγει τον αφρό στο κάτω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, ύψος περίπου 50 εκατοστών πάνω από τον πυθµένα και σε ένα ή περισσότερα σηµεία.
Το σύστηµα αυτό λειτουργεί µε αφρογόνα κατάλληλα για τέτοια εισαγωγή. Το αφρογόνο πρωτεΐνη δεν είναι κατάλληλο, γιατί συµπαρασύρει σταγονίδια καυσίµου προς τη φλεγόµενη επιφάνεια.
Ο δηµιουργούµενος στις αφρογεννήτριες αφρός, λόγω της µεγαλύτερης πίεσης του συστήµατος, εµφανίζει διόγκωση 1:4.
Στις εξόδους των αφρογεννητριών τοποθετούνται εσωτερικά πτυσσόµενοι ανοξείδωτοι δίσκοι, που ανοίγουν µε την πίεση του εισερχόµενου αφρού. Το σύστηµα αυτό, που καλύπτεται από απρόσβλητη και άκαυστη µεµβράνη (συνήθως µίκα), διατηρεί κενούς τους αγωγούς διανοµής αφρού. Τελευταία, τα συστήµατα αυτά έχουν µια µόνο κεντρική βαλβίδα αντεπιστροφής. Στο σηµείο αυτό τοποθετείται ένας κεντρικός πτυσσόµενος δίσκος αντεπιστροφής (METALLIC RURTURE DISC).
Η µέγιστη επιτρεπτή ταχύτης εισόδου του αφρού στη δεξαµενή είναι 3 µέτρα/SEC για προϊόντα κατηγορίας 1 και 6 µέτρα SEC για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Η είσοδος του αφρού δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να γίνεται σε ύψος χαµηλότερο από την πιθανή στάθµη νερού στη δεξαµενή.
Σε δεξαµενές που λειτουργούν, υπάρχει η δυνατότητα εισαγωγής του αφρού από την είσοδο του προϊόντος, εφόσον καλύπτονται οι απαιτούµενες προδιαγραφές.
Ανάλογα µε το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής, καθορίζεται ο ελάχιστος επιτρεπτός αριθµός εισόδων αφρού στη δεξαµενή, σύµφωνα µε τον ακόλουθο πίνακα:
Για δεξαµενή διαµέτρου µεγαλύτερης των 60 µέτρων, πρέπει να προστίθεται ένα επί πλέον σηµείο εισόδου για κάθε 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας Ι ή για κάθε 697 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφρού, που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης επιτρεπτής αφροκάλυψης.
Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Γενικά απαιτούνται µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
Β. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Με τον όρο δεξαµενές πλωτής οροφής, εννοούµε όλες τις δεξαµενές ανοικτού τύπου µε κινητή επιπλέουσα οροφή. Η οροφή είναι είτε κατασκευής κοίλου δίσκου µε περιφερειακούς στεγανούς επισκέψιµους χώρους, είτε κατασκευής διπλού καταστρώµατος. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διαθέτουν στο κέντρο σύστηµα περισυλλογής και αποµάκρυνσης του νερού της βροχής, των υπερχειλίσεων και του νερού πυρόσβεσης.
Οι οροφές αυτές είναι εφοδιασµένες µε σύστηµα εσωτερικών ποδαρικών, ώστε να τερµατίζουν κατά την εκκένωση της δεξαµενής σε κατάλληλο ύψος από τον πυθµένα της δεξαµενής (θέσεις λειτουργίας και επιθεώρησης).
Κάτω από το ύψος αυτό, δεν συνιστάται να κατέρχεται η στάθµη του προϊόντος κατά την κανονική λειτουργία της δεξαµενής. Το σύστηµα προστασίας των δεξαµενών πλωτής οροφής περιλαµβάνει.
- Καλή στεγανότητα (φραγή) του διάκενου, πλάτους περίπου 30 εκατοστών, µεταξύ πλωτής οροφής και περιφερειακού κελύφους, που επιτυγχάνεται:
Με µηχανικό σύστηµα µεµβράνης και αντίβαρων, τύπου παντογράφου.
Με περιφερειακούς δακτύλιους µεµβράνης και ελαστικούς σωλήνες, που έχουν διογκωθεί µε κηροζίνη ή άλλο καύσιµο ή πολυουραιθάνη, ώστε να επιτυγχάνεται στεγανότητα.
Και τα δύο συστήµατα πρέπει να έχουν και δευτερεύουσα προστασία στεγανότητας µε ελαστική επικαλύπτουσα περιφερειακή µεµβράνη (µόνο για τις δεξαµενές). Όλα τα ανωτέρω ελαστικά ή συνθετικά υλικά πρέπει να είναι άκαυστα.
- Σύστηµα καιρικής προστασίας της φραγής µε υπερκείµενη κάλυψη από επιµήκη αλληλοεπικαλυπτόµενα µεταλλικά ελάσµατα, που στηρίζονται περιφερειακά στο άκρο της πλωτής οροφής και ολισθαίνουν επί της εσωτερικής επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής.
- Ελάσµατα απαγωγής στατικού ηλεκτρισµού.
- Περιφερειακά επί της πλωτής οροφής πρέπει να υπάρχει µεταλλικός δακτύλιος συγκράτησης του αφρού (DAM). Αυτός πρέπει να είναι καλά κολληµένος ή στεγανά συγκρατηµένος επί της οροφής και να έχει στο κάτω µέρος οπές εκροής του νερού.
Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Οι προδιαγραφές του δακτύλιου συγκράτησης αφρού είναι:
- Ελάχιστο ύψος:
30 εκατοστά για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 15 µέτρα
60 εκατοστά για δεξαµενές µεγαλύτερης διαµέτρου
Το ύψος του δακτυλίου πρέπει να είναι τουλάχιστον 5 εκατοστά πάνω από το άνω µέρος των µεταλλικών ελασµάτων καιρικής προστασίας.
- Ελάχιστο πάχος: 3,5 χιλιοστά.
- Απόσταση από περιφερειακό κέλυφος δεξαµενής 60 έως 90 εκατοστά
- Οι οπές εκροής έχουν ύψος 1-2 εκατοστά και πλάτος 6-8 εκατοστά και βρίσκονται συνήθως στο µέσον µεταξύ δύο διαδοχικών αφρογεννητριών (διευκολύνεται έτσι το άπλωµα του αφρού).
Για τον καθορισµό του αριθµού και του µεγέθους των οπών εκροής, λαµβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται 3 τετρ. εκατοστά επιφάνειας εκροής για κάθε 1 τετρ. µέτρο επιφάνειας του εσωτερικού δακτύλιου.
Το σύστηµα αφρού µπορεί να στέλνει αφρό χαµηλής διόγκωσης είτε επί του συστήµατος στεγανοποίησης και του συστήµατος καιρικής προστασίας µέσα στον δακτύλιο (πλέον συνήθης τρόπος) είτε κατ’ ευθείαν κάτω από το σύστηµα καιρικής προστασίας και δευτερεύουσας στεγανότητας, επί του πρωτεύοντος δακτυλίου φραγής.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 12,2 LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού δακτυλίου συγκράτησης αφρού.
Ο χρόνος εφαρµογής του αφρού είναι 20 ΜΙΝ.
Οι αφρογεννήτριες περιλαµβάνουν την κυρίως αφρογεννήτρια, συνήθως κατακόρυφης τοποθέτησης, τον αγωγό εξόδου αφρού µε ελάχιστο µήκος 70 εκατοστά και το ράµφος εκροής, αντίστοιχης παροχής µε την αφρογεννήτρια.
Όλες οι αφρογεννήτριες πρέπει να βρίσκονται σε περιφερειακή διάταξη µε τροφοδοσία από κατακόρυφο αγωγό και περιφερειακό δακτύλιο διανοµής του αφρού, να τοποθετούνται δε σε κορυφές κανονικού εγγεγραµµένου σχήµατος, ώστε η κατανοµή του αφρού να είναι οµοιόµορφη µεταξύ τους.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η µέγιστη απόσταση µεταξύ διαδοχικών αφρογεννητριών, πρέπει να είναι:
12,2 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 30 εκατοστά
24,4 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 60 εκατοστά
Κάθε έξοδος αφρογεννήτριας εκβάλλει τον αφρό σε µεταλλικό έλασµα εκτροπής (ανακλαστήρα). Αυτά τοποθετούνται εφαπτοµενικά στην προέκταση του περιβλήµατος στο άνω µέρος της δεξαµενής και έχουν σχήµα τραπεζίου. Ο αγωγός εξόδου της αφρογεννήτριας, διαπερνά το άνω µέρος ή διέρχεται πάνω από τον ανακλαστήρα, σχηµατίζοντας κατάλληλη καµπύλη. Το πάχος του ανακλαστήρα πρέπει να είναι 5-8 χιλιοστά.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Τα παραπάνω ισχύουν για δεξαµενές που έχουν δακτύλιο συγκράτησης αφρού. Για δεξαµενές που δεν έχουν, µπορεί ο αφρός να εκβάλει µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής µε παροχή 20,4LIT/MIN/M2 και για 10 ΜΙΝ τουλάχιστον. Σαν επιφάνεια λαµβάνεται ο χώρος του δακτυλιοειδούς διακένου µεταξύ κελύφους και πλωτής οροφής. Τέτοια συστήµατα πρέπει να κατασκευάζονται βάσει επίσηµων προδιαγραφών και να διαθέτουν κατάλληλο πέλµα επαφής στο κέλυφος. Ειδικότερα, για τα συστήµατα αυτά προβλέπονται τα ακόλουθα:
- Συστήµατα φραγής µε πέλµα επαφής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 39 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µεγαλύτερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µικρότερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: Απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
Λόγω της µεγαλύτερης ασφάλειας που εξασφαλίζουν οι δεξαµενές αυτές σε περίπτωση πυρκαγιάς, δεν προβλέπονται περιορισµοί στην απόσταση των βαννών χειρισµού ή προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου. Η ανάβαση στην δεξαµενή για πιθανή πυρόσβεση είναι επιτρεπτή.
§4.4.2.2.Α: Ι. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον η κάθε µία έχει χωρητικότητα µεγαλύτερη των 30 κυβ. µέτρων ή η συνολική χωρητικότητα της εγκατάστασης είναι µεγαλύτερη των 200 κυβ. µέτρων.
ΙΙ. ∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ δεν απαιτούν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, εφόσον ικανοποιούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Οι αποστάσεις ασφάλειας είναι οι προβλεπόµενες ή ισχύουν τα αναφερόµενα στην παράγραφο 4.4.5.
- ∆ιαθέτουν λεκάνη ασφάλειας ή σύστηµα περισυλλογής επαρκούς χωρητικότητας.
- ∆εν πρόκειται εναλλακτικά να δεχθούν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν βρίσκονται στην ίδια λεκάνη ασφάλειας µε δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
- ∆εν έχουν διάµετρο µεγαλύτερη των 48 µέτρων.
- Υπάρχει πρόβλεψη για χρήση άλλων αφροποιητικών µέσων σε επάρκεια.
Με τον όρο άλλα αφροποιητικά µέσα εννοούµε:
Κανόνια αφρού
Πύργου αφρού
Αφρογεννήτριες χειρός
Τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 18 µέτρα, εκτός αν πρόκειται για δεξαµενές µαζούτ οπότε τα κανόνια θεωρούνται επαρκή για δεξαµενές µε διάµετρο µέχρι 48 µέτρα.
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεταξύ 18 και 48 µέτρων, απαιτούνται πύργοι αφρού ή µόνιµα συστήµατα.
Οι αφρογεννήτριες χειρός θεωρούνται επαρκείς για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 9 µέτρα και ύψους µέχρι 6 µέτρα.
§4.4.2.3.Α: Γενικά απαιτούνται µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
§4.4.2.2.Β: Ο ενδεδειγµένος τρόπος προστασίας των δεξαµενών σταθερής οροφής είναι η αφροκάλυψη της φλεγόµενης επιφάνειας. Εάν η σωστή διαδικασία αφροκάλυψης αρχίσει έγκαιρα, πριν υπερθερµανθούν οι µεταλλικές επιφάνειες και το περιεχόµενο προϊόν, η καταστολή της φωτιάς µπορεί να θεωρείται βέβαιη. Καθυστέρηση της επέµβασης ή µη ενδεδειγµένος τρόπος καταστολής, δηµιουργούν συνήθως εκτίναξη της οροφής (έκρηξη) κατάρρευση των µεταλλικών τοιχωµάτων και αχρήστευση του αφροποιητικού συστήµατος.
Η παράλληλη ψύξη της καιόµενης δεξαµενής (εφόσον βέβαια δεν είναι µονωµένη), θεωρείται προϋπόθεση για τη σωστή και ασφαλή αντιµετώπιση της κατάστασης. Η ψύξη επιµηκύνει το χρόνο αντοχής των τοιχωµάτων, άρα του αφροποιητικού συστήµατος.
Οι υποχρεωτικοί τρόποι προστασίας των δεξαµενών αυτών µε σύστηµα αφρού, εφόσον απαιτείται από την παρούσα Απόφαση, είναι:
- Επιφανειακή εφαρµογή
Έκχυση του αφρού πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια του περιεχοµένου προϊόντος, µε σύστηµα αφρογεννητριών χαµηλής πίεσης και αφροκεφαλών, που είναι τοποθετηµένες στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής (50 εκατοστά από τον πυθµένα), µε σύστηµα αφρογεννητριών υψηλής πίεσης που βρίσκονται συνήθως εκτός λεκάνης ασφαλείας.
Ο αφρός, εισερχόµενος εντός της µάζας του περιεχόµενου προϊόντος, ανεβαίνει στην επιφάνειά του και απλώνεται καλύπτοντάς την.
§4.4.2.3.Β: Με τον όρο δεξαµενές πλωτής οροφής, εννοούµε όλες τις δεξαµενές ανοικτού τύπου µε κινητή επιπλέουσα οροφή. Η οροφή είναι είτε κατασκευής κοίλου δίσκου µε περιφερειακούς στεγανούς επισκέψιµους χώρους, είτε κατασκευής διπλού καταστρώµατος. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διαθέτουν στο κέντρο σύστηµα περισυλλογής και αποµάκρυνσης του νερού της βροχής, των υπερχειλίσεων και του νερού πυρόσβεσης.
Οι οροφές αυτές είναι εφοδιασµένες µε σύστηµα εσωτερικών ποδαρικών, ώστε να τερµατίζουν κατά την εκκένωση της δεξαµενής σε κατάλληλο ύψος από τον πυθµένα της δεξαµενής (θέσεις λειτουργίας και επιθεώρησης).
Κάτω από το ύψος αυτό, δεν συνιστάται να κατέρχεται η στάθµη του προϊόντος κατά την κανονική λειτουργία της δεξαµενής. Το σύστηµα προστασίας των δεξαµενών πλωτής οροφής περιλαµβάνει.
- Καλή στεγανότητα (φραγή) του διάκενου, πλάτους περίπου 30 εκατοστών, µεταξύ πλωτής οροφής και περιφερειακού κελύφους, που επιτυγχάνεται:
Με µηχανικό σύστηµα µεµβράνης και αντίβαρων, τύπου παντογράφου.
Με περιφερειακούς δακτύλιους µεµβράνης και ελαστικούς σωλήνες, που έχουν διογκωθεί µε κηροζίνη ή άλλο καύσιµο ή πολυουραιθάνη, ώστε να επιτυγχάνεται στεγανότητα.
Και τα δύο συστήµατα πρέπει να έχουν και δευτερεύουσα προστασία στεγανότητας µε ελαστική επικαλύπτουσα περιφερειακή µεµβράνη (µόνο για τις δεξαµενές). Όλα τα ανωτέρω ελαστικά ή συνθετικά υλικά πρέπει να είναι άκαυστα.
- Σύστηµα καιρικής προστασίας της φραγής µε υπερκείµενη κάλυψη από επιµήκη αλληλοεπικαλυπτόµενα µεταλλικά ελάσµατα, που στηρίζονται περιφερειακά στο άκρο της πλωτής οροφής και ολισθαίνουν επί της εσωτερικής επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής.
- Ελάσµατα απαγωγής στατικού ηλεκτρισµού.
- Περιφερειακά επί της πλωτής οροφής πρέπει να υπάρχει µεταλλικός δακτύλιος συγκράτησης του αφρού (DAM). Αυτός πρέπει να είναι καλά κολληµένος ή στεγανά συγκρατηµένος επί της οροφής και να έχει στο κάτω µέρος οπές εκροής του νερού.
§4.4.2.2.Γ: Η ελάχιστη απόσταση των βαννών χειρισµού και του σηµείου προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού από τη δεξαµενή, πρέπει να είναι το µεγαλύτερο µεταξύ των 15 µέτρων και µιας διαµέτρου της υπό προστασία δεξαµενής, οπωσδήποτε όµως εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
Εάν οι βάννες είναι τηλεχειριζόµενες ή µεταξύ αυτών και της υπό προστασία δεξαµενής υπάρχει αντιπυρικός τοίχος ύψους τουλάχιστον 2 µέτρων, τότε η ελάχιστη απόσταση ασφάλειας µπορεί να µειωθεί στα 5 µέτρα το πολύ.
Ο υπολογισµός των αγωγών πρέπει να γίνεται µε πιστή εφαρµογή των νόµων και των κανόνων της υδραυλικής, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούµενη πίεση λειτουργίας.
Οι υδρολήψεις, στον απαιτούµενο αριθµό, πρέπει να είναι σε αποστάσεις 15 έως 40 µέτρων από το σηµείο σύνδεσης του πυροσβεστικού αυτοκινήτου αφρού.
Ι. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Οι πίνακες που ακολουθούν δίνουν την απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος ανά µονάδα ελεύθερης επιφάνειας περιεχόµενου προϊόντος της δεξαµενής και τον απαιτούµενο χρόνο εφαρµογής, περιλαµβάνουν δε εκτός της επιφανειακής εφαρµογής και την εισαγωγή από τον πυθµένα.
ΠΑΡΟΧΗ
Προϊόν Παροχή αφροδιαλύµατος
Υδρογονάνθρακες 4,1 LIT/MIN/M2
Υδρογονάνθρακες και Αλκοόλη
10% (GASOHOLS) 6,5 «
Αλκοόλες (Μεθυλική ή αιθυλική) 6,5 «
Ακρυλονιτρίλιο 6,5 «
Αιθυλική αλδεϋδη 6,5 «
Κετόνες (Αιθυλικές ή µεθυλικές) 6,5 «
Ακετόνες 9,8 «
Βουτυλική αλκοόλη 9,8 «
Ισοπροπυλικός αιθέρας κ.τ.λ. 9,8 «
Σηµείωση:
Για όλα τα προϊόντα του παραπάνω πίνακα, εκτός των υδρογονανθράκων, χρησιµοποιείται αφρός αλκοολικού τύπου. ∆ηλαδή, ακόµη και υδρογονάνθρακες µε αλκοόλη 10% αντιµετωπίζονται µε αφρό αλκοολικού τύπου, όπως οι διάφορες πολικές ενώσεις που ακολουθούν στη στήλη «προϊόν» του πίνακα.
Η εισαγωγή αφρού γίνεται µε έκχυση πάνω από την επιφάνεια του καυσίµου και χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες χαµηλής πίεσης.
Οι αφρογεννήτριες αυτές πρέπει να εισάγουν τον αφρό στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους και σε απόσταση περίπου 40 εκατοστών κάτω από την οροφή της δεξαµενής.
Απαγορεύεται η εισαγωγή του αφρού από την οροφή (ενδεχόµενη έκρηξη θα καταστρέψει το αφροποιητικό σύστηµα, µε την εκτίναξη της οροφής).
Κάθε τέτοια αφρογεννήτρια πρέπει να συνδυάζεται µε:
- Την αντίστοιχη σε παροχή αφροκεφαλή, που περιέχει τη µεµβράνη ή το γυαλί αποµόνωσης.
- Το αντίστοιχο σε παροχή εσωτερικό ράµφος.
- Το κατάλληλο δίκτυο διανοµής αφροδιαλύµατος στην απαιτούµενη παροχή.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης και δυσµενούς αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η διανοµή του αφρού γίνεται µε κατακόρυφους αγωγούς και ενδεχοµένως µε οριζόντιους ηµιδακτύλιους κατανοµής, µετά από την απαραίτητη υδραυλική µελέτη του συστήµατος.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Ο ελάχιστος απαιτούµενος αριθµός αφρογεννητριών καθορίζεται µε βάση το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής. Εξυπακούεται ότι το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφροδιαλύµατος που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης αφροκάλυψης. Έτσι έχουµε:
Για δεξαµενές µε διάµετρο µεγαλύτερη των 60 µέτρων πρέπει να τίθεται µια επιπλέον αφρογεννήτρια ανά 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας.
Σε όλες τις αφρογεννήτριες πρέπει να διασφαλίζεται ισόποση παροχή αφροδιαλύµατος.
Η εγκατάσταση συστηµάτων κατάσβεσης µε µέσα διάφορα του αφρού, είναι δυνατή εφόσον εγκρίνεται από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΠΥΘΜΕΝΑ
Το σύστηµα αυτό εφαρµόζεται µόνο σε δεξαµενές σταθερής οροφής.
Κατ’ εξαίρεση δεν εφαρµόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Σε δεξαµενές που έχουν εσωτερικό πλωτό διάφραγµα µη ενδεδειγµένου τύπου.
- Σε δεξαµενές που περιέχουν βαρέα κλάσµατα υδρογονανθράκων, δηλαδή αταξινόµητα προϊόντα µε σηµείο ανάφλεξης πάνω από 100°C.
Η εφαρµογή του συστήµατος αυτού σε δεξαµενές που περιέχουν πολύ ελαφρείς υδρογονάνθρακες κατηγορίας Ι, γίνεται αποδεκτή εφόσον:
- Η παροχή του αφρού είναι αυξηµένη µέχρι 8,1 LIT/MIN/M2
- Υπάρχει έγκριση των αρµόδιων αρχών.
Η εισαγωγή αφρού στον πυθµένα βρίσκει άριστη εφαρµογή σε δεξαµενές που περιέχουν κλάσµατα πετρελαίου όπως: βαρείς νάφθες, κηροζίνη, ντήζελ, µέχρι V.G.OIL και ελαφρό µαζούτ.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος και ο απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, προκύπτουν από τους πίνακες της προηγούµενης παρ.Ι.
Ο χρόνος εφαρµογής είναι µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της επιφανειακής εφαρµογής, επειδή η διόγκωση του αφροδιαλύµατος είναι στο σύστηµα αυτό µικρότερη.
Η εισαγωγή του αφρού γίνεται µε µεγάλη πίεση κάτω από την επιφάνεια του περιεχόµενου καυσίµου της δεξαµενής. Χρησιµοποιούνται αφρογεννήτριες υψηλής πίεσης, που έχουν ελάχιστη πίεση λειτουργίας στην είσοδο τους προδιαγραφόµενη από τον κατασκευαστή τους.
Κάθε αφρογεννήτρια ή συστοιχία αφρογεννητριών µέσω κεντρικού αγωγού κατάλληλης διαµέτρου, εισάγει τον αφρό στο κάτω µέρος του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, ύψος περίπου 50 εκατοστών πάνω από τον πυθµένα και σε ένα ή περισσότερα σηµεία.
Το σύστηµα αυτό λειτουργεί µε αφρογόνα κατάλληλα για τέτοια εισαγωγή. Το αφρογόνο πρωτεΐνη δεν είναι κατάλληλο, γιατί συµπαρασύρει σταγονίδια καυσίµου προς τη φλεγόµενη επιφάνεια.
Ο δηµιουργούµενος στις αφρογεννήτριες αφρός, λόγω της µεγαλύτερης πίεσης του συστήµατος, εµφανίζει διόγκωση 1:4.
Στις εξόδους των αφρογεννητριών τοποθετούνται εσωτερικά πτυσσόµενοι ανοξείδωτοι δίσκοι, που ανοίγουν µε την πίεση του εισερχόµενου αφρού. Το σύστηµα αυτό, που καλύπτεται από απρόσβλητη και άκαυστη µεµβράνη (συνήθως µίκα), διατηρεί κενούς τους αγωγούς διανοµής αφρού. Τελευταία, τα συστήµατα αυτά έχουν µια µόνο κεντρική βαλβίδα αντεπιστροφής. Στο σηµείο αυτό τοποθετείται ένας κεντρικός πτυσσόµενος δίσκος αντεπιστροφής (METALLIC RURTURE DISC).
Η µέγιστη επιτρεπτή ταχύτης εισόδου του αφρού στη δεξαµενή είναι 3 µέτρα/SEC για προϊόντα κατηγορίας 1 και 6 µέτρα SEC για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Η είσοδος του αφρού δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να γίνεται σε ύψος χαµηλότερο από την πιθανή στάθµη νερού στη δεξαµενή.
Σε δεξαµενές που λειτουργούν, υπάρχει η δυνατότητα εισαγωγής του αφρού από την είσοδο του προϊόντος, εφόσον καλύπτονται οι απαιτούµενες προδιαγραφές.
Ανάλογα µε το µέγεθος της διαµέτρου της δεξαµενής, καθορίζεται ο ελάχιστος επιτρεπτός αριθµός εισόδων αφρού στη δεξαµενή, σύµφωνα µε τον ακόλουθο πίνακα:
Για δεξαµενή διαµέτρου µεγαλύτερης των 60 µέτρων, πρέπει να προστίθεται ένα επί πλέον σηµείο εισόδου για κάθε 465 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας Ι ή για κάθε 697 τετρ. µέτρα πρόσθετης επιφάνειας, για προϊόντα κατηγορίας ΙΙ ή ΙΙΙ.
Το σύνολο των αφρογεννητριών πρέπει να παρέχει την απαραίτητη ποσότητα αφρού, που καθορίζεται από τη συνολική απαίτηση της ελάχιστης επιτρεπτής αφροκάλυψης.
§4.4.2.3.Γ: Οι προδιαγραφές του δακτύλιου συγκράτησης αφρού είναι:
- Ελάχιστο ύψος:
30 εκατοστά για δεξαµενές διαµέτρου µέχρι 15 µέτρα
60 εκατοστά για δεξαµενές µεγαλύτερης διαµέτρου
Το ύψος του δακτυλίου πρέπει να είναι τουλάχιστον 5 εκατοστά πάνω από το άνω µέρος των µεταλλικών ελασµάτων καιρικής προστασίας.
- Ελάχιστο πάχος: 3,5 χιλιοστά.
- Απόσταση από περιφερειακό κέλυφος δεξαµενής 60 έως 90 εκατοστά
- Οι οπές εκροής έχουν ύψος 1-2 εκατοστά και πλάτος 6-8 εκατοστά και βρίσκονται συνήθως στο µέσον µεταξύ δύο διαδοχικών αφρογεννητριών (διευκολύνεται έτσι το άπλωµα του αφρού).
Για τον καθορισµό του αριθµού και του µεγέθους των οπών εκροής, λαµβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται 3 τετρ. εκατοστά επιφάνειας εκροής για κάθε 1 τετρ. µέτρο επιφάνειας του εσωτερικού δακτύλιου.
Το σύστηµα αφρού µπορεί να στέλνει αφρό χαµηλής διόγκωσης είτε επί του συστήµατος στεγανοποίησης και του συστήµατος καιρικής προστασίας µέσα στον δακτύλιο (πλέον συνήθης τρόπος) είτε κατ’ ευθείαν κάτω από το σύστηµα καιρικής προστασίας και δευτερεύουσας στεγανότητας, επί του πρωτεύοντος δακτυλίου φραγής.
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 12,2 LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού δακτυλίου συγκράτησης αφρού.
Ο χρόνος εφαρµογής του αφρού είναι 20 ΜΙΝ.
Οι αφρογεννήτριες περιλαµβάνουν την κυρίως αφρογεννήτρια, συνήθως κατακόρυφης τοποθέτησης, τον αγωγό εξόδου αφρού µε ελάχιστο µήκος 70 εκατοστά και το ράµφος εκροής, αντίστοιχης παροχής µε την αφρογεννήτρια.
Όλες οι αφρογεννήτριες πρέπει να βρίσκονται σε περιφερειακή διάταξη µε τροφοδοσία από κατακόρυφο αγωγό και περιφερειακό δακτύλιο διανοµής του αφρού, να τοποθετούνται δε σε κορυφές κανονικού εγγεγραµµένου σχήµατος, ώστε η κατανοµή του αφρού να είναι οµοιόµορφη µεταξύ τους.
Η ελάχιστη πίεση λειτουργίας (δυναµική) της πλέον αποµεµακρυσµένης αφρογεννήτριας πρέπει να είναι 3,5 BAR.
Η µέγιστη απόσταση µεταξύ διαδοχικών αφρογεννητριών, πρέπει να είναι:
12,2 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 30 εκατοστά
24,4 µέτρα για ύψος δακτυλίου αφρού 60 εκατοστά
Κάθε έξοδος αφρογεννήτριας εκβάλλει τον αφρό σε µεταλλικό έλασµα εκτροπής (ανακλαστήρα). Αυτά τοποθετούνται εφαπτοµενικά στην προέκταση του περιβλήµατος στο άνω µέρος της δεξαµενής και έχουν σχήµα τραπεζίου. Ο αγωγός εξόδου της αφρογεννήτριας, διαπερνά το άνω µέρος ή διέρχεται πάνω από τον ανακλαστήρα, σχηµατίζοντας κατάλληλη καµπύλη. Το πάχος του ανακλαστήρα πρέπει να είναι 5-8 χιλιοστά.
Πρέπει να υπάρχει σύστηµα αποστράγγισης και έκπλυσης των αγωγών διανοµής.
Τα παραπάνω ισχύουν για δεξαµενές που έχουν δακτύλιο συγκράτησης αφρού. Για δεξαµενές που δεν έχουν, µπορεί ο αφρός να εκβάλει µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής µε παροχή 20,4LIT/MIN/M2 και για 10 ΜΙΝ τουλάχιστον. Σαν επιφάνεια λαµβάνεται ο χώρος του δακτυλιοειδούς διακένου µεταξύ κελύφους και πλωτής οροφής. Τέτοια συστήµατα πρέπει να κατασκευάζονται βάσει επίσηµων προδιαγραφών και να διαθέτουν κατάλληλο πέλµα επαφής στο κέλυφος. Ειδικότερα, για τα συστήµατα αυτά προβλέπονται τα ακόλουθα:
- Συστήµατα φραγής µε πέλµα επαφής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 39 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µεγαλύτερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: ∆εν απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
- Συστήµατα φραγής µε απόσταση µικρότερη των 15 εκατοστών µεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος συστήµατος φραγής: Απαιτείται δακτύλιος αφρού. Μέγιστη απόσταση αφρογεννητριών 18 µέτρα.
Λόγω της µεγαλύτερης ασφάλειας που εξασφαλίζουν οι δεξαµενές αυτές σε περίπτωση πυρκαγιάς, δεν προβλέπονται περιορισµοί στην απόσταση των βαννών χειρισµού ή προβλεπόµενης σύνδεσης πυροσβεστικού αυτοκινήτου. Η ανάβαση στην δεξαµενή για πιθανή πυρόσβεση είναι επιτρεπτή.
1. ΓΕΝΙΚΑ
Η ψύξη των δεξαµενών ατµοσφαιρικής πίεσης κατά τη διάρκεια της πυρόσβεσης είναι επιβεβληµένη προκειµένου να αυξηθεί η ικανότητα αντοχής των µετάλλων, να δοθεί χρόνος για την επέµβαση και να κρατηθούν τα πυροσβεστικά συστήµατα σε καλή κατάσταση.
Ειδικότερα, η ψύξη της δεξαµενής κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς µας παρέχει τις πιο κάτω περιπτώσεις προστασίας:
∆εξαµενές σταθερής οροφής
Αυξάνεται ο χρόνος αντοχής των µετάλλων, ειδικά στην περιοχή πάνω από τη φλεγόµενη επιφάνεια και αποφεύγεται η σύντοµη κατάρρευση των τοιχωµάτων που θα συµπαρασύρουν και θα καταστρέψουν το αφροποιητικό σύστηµα της δεξαµενής.
∆εξαµενές πλωτής οροφής.
Περιορίζονται οι διογκώσεις και παραµορφώσεις του κελύφους από τη θερµική διαστολή λόγω πιθανής εσωτερικής ανάφλεξης. Αυτό έχει αποτέλεσµα την περιορισµένη εκροή αναφλέξιµου προϊόντος ή αερίου και τη διατήρηση της πυρκαγιάς υπό έλεγχο, µέχρι την τελική κατάσβεση.
∆εξαµενές σταθερής ή πλωτής οροφής (παρακείµενες).
Προστατεύεται η δεξαµενή από ανάφλεξη που έχει εκδηλωθεί σε παρακείµενη δεξαµενή. Σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς σε µια δεξαµενή είναι υποχρεωτικό να ψυχθεί η ίδια η δεξαµενή και αναγκαίο να ψυχθούν οι παρακείµενες. Η επιλογή ψύξης των γειτονικών δεξαµενών γίνεται µε κριτήρια την απόσταση, την φορά του ανέµου και την ικανότητα της συνολικής παροχής νερού του δικτύου.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΟΝΙΜΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ
∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, καθώς και δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, που δεν έχουν θερµική µόνωση και βρίσκονται σε απόσταση µικρότερη των 20 µέτρων από δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, απαιτούν µόνιµα συστήµατα νερού ψύξης, σύµφωνα µε τα περιγραφόµενα στη συνέχεια.
3. ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Το σύστηµα υποχρεωτικά περιλαµβάνει περιφερειακή ψύξη του κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από:
- Κεντρικό αγωγό νερού, που έχει λήψη από το κεντρικό υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο µέσω βάννας, που βρίσκεται εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
- Κυκλικό διανοµέα παροχής νερού, µε µορφή 2 ηµιδακτυλίων ή 1 δακτυλίου, που περικλείει τη δεξαµενή στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της, σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστά κάτω από την οροφή της.
- Ακροφύσια (sprinklers) διατεταγµένα επί του διανοµέα και τοποθετηµένα υπό σταθερή γωνία εκροής ως προς το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, ώστε να διαβρέχεται όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής οµοιόµορφα. Συνιστώνται ακροφύσια τύπου ριπιδίου.
- Στην περίπτωση διανοµέα µε δύο ηµιδακτύλιους, σύστηµα έκπλυσης και αποστράγγισης των αγωγών.
Το σύστηµα κατάκλυσης της οροφής της δεξαµενής µε νερό είναι προαιρετικό.
Η ψύξη της οροφής δεν είναι ζωτικής σηµασίας, γιατί γενικά δεν δέχεται η οροφή σηµαντικό ποσοστό θερµότητας από ακτινοβολία. Σε περίπτωση δε ανάφλεξης της ίδιας της δεξαµενής, συνήθως, η οροφή εκτινάσσεται και καταστρέφεται το σύστηµα ψύξης που βρίσκεται από πάνω της.
- Εάν υπάρχει εγκατεστηµένο τέτοιο σύστηµα, αυτό πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητο της περιφερειακής ψύξης του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, µε ανεξάρτητες βάννες ενεργοποίησης και αποµόνωσης.
4. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΝΕΡΟΥ ΨΥΞΗΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΛΩΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ
Το σύστηµα υποχρεωτικά εκτελεί περιφερειακή ψύξη του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από τα βασικά µέρη που περιγράφονται στην προηγούµενη παρ. 3.
Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται έτσι ώστε να διαβρέχεται οµοιόµορφα όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό ύψος πλήρωσης της δεξαµενής.
5. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕ∆ΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Τα πιο κάτω στοιχεία αφορούν στις δεξαµενές σταθερής αλλά και πλωτής οροφής.
- Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται σε απόσταση 40-50 εκατοστών από το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, παρακάµπτοντας τις αφρογεννήτριες και τους αγωγούς.
- Η τοποθέτηση του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού γίνεται:
Πάνω στα αντερίσµατα των δεξαµενών πλωτής οροφής και σε απόσταση 50-70 εκατοστών από το κάτω µέρος της πλατφόρµας.
Πάνω σε ειδικές µεταλλικές βάσεις, στηριγµένες ή κολληµένες στη δεξαµενή σταθερής οροφής και σε απόσταση 50-60 εκατοστών από το άνω άκρο του περιφερειακού κελύφους.
- Τα ακροφύσια του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού είναι τυποποιηµένα µε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Υλικό: Ορείχαλκος επινικελωµένος ή ανοξείδωτο µέταλλο.
Ονοµαστική παροχή: 7LIT/MIN, 14LIT/MIN, 28LIT/MIN σε 5 BAR. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Σχήµα εκτόξευσης: Μορφή βεντάλιας µε άνοιγµα 160°
Βάση: Αρσενικό σπείρωµα ½ ή ¾. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Γωνία τοποθέτησης: Περίπου 70° πάνω από τον ορίζοντα.
Απαιτούµενη παροχή νερού: 2LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους.
Η συνολική απαίτηση σε νερό ψύξης κάθε δεξαµενής, είναι ο παράγων που θα καθορίσει την παροχή των ακροφυσίων, την απόσταση µεταξύ δύο διαδοχικών ακροφυσίων και το συνολικό τους αριθµό.
Ειδικά για το σύστηµα κατάκλυσης µε νερό της οροφής δεξαµενών σταθερής οροφής:
- Το ακροφύσιο τοποθετείται στο κέντρο της οροφής και έχει γωνία εκτόξευσης 150°.
- Η απαιτούµενη παροχή είναι 50 λίτρα ανά ώρα και τετρ. µέτρο επιφάνειας οροφής.
∆εξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, καθώς και δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, που δεν έχουν θερµική µόνωση και βρίσκονται σε απόσταση µικρότερη των 20 µέτρων από δεξαµενές µε προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ, απαιτούν µόνιµα συστήµατα νερού ψύξης, σύµφωνα µε τα περιγραφόµενα στη συνέχεια.
Το σύστηµα υποχρεωτικά περιλαµβάνει περιφερειακή ψύξη του κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από:
- Κεντρικό αγωγό νερού, που έχει λήψη από το κεντρικό υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο µέσω βάννας, που βρίσκεται εκτός της λεκάνης ασφάλειας της δεξαµενής.
- Κυκλικό διανοµέα παροχής νερού, µε µορφή 2 ηµιδακτυλίων ή 1 δακτυλίου, που περικλείει τη δεξαµενή στο πάνω µέρος του περιφερειακού κελύφους της, σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστά κάτω από την οροφή της.
- Ακροφύσια (sprinklers) διατεταγµένα επί του διανοµέα και τοποθετηµένα υπό σταθερή γωνία εκροής ως προς το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, ώστε να διαβρέχεται όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής οµοιόµορφα. Συνιστώνται ακροφύσια τύπου ριπιδίου.
- Στην περίπτωση διανοµέα µε δύο ηµιδακτύλιους, σύστηµα έκπλυσης και αποστράγγισης των αγωγών.
Το σύστηµα κατάκλυσης της οροφής της δεξαµενής µε νερό είναι προαιρετικό.
Η ψύξη της οροφής δεν είναι ζωτικής σηµασίας, γιατί γενικά δεν δέχεται η οροφή σηµαντικό ποσοστό θερµότητας από ακτινοβολία. Σε περίπτωση δε ανάφλεξης της ίδιας της δεξαµενής, συνήθως, η οροφή εκτινάσσεται και καταστρέφεται το σύστηµα ψύξης που βρίσκεται από πάνω της.
- Εάν υπάρχει εγκατεστηµένο τέτοιο σύστηµα, αυτό πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητο της περιφερειακής ψύξης του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής, µε ανεξάρτητες βάννες ενεργοποίησης και αποµόνωσης.
Το σύστηµα υποχρεωτικά εκτελεί περιφερειακή ψύξη του περιφερειακού κελύφους της δεξαµενής και αποτελείται από τα βασικά µέρη που περιγράφονται στην προηγούµενη παρ. 3.
Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται έτσι ώστε να διαβρέχεται οµοιόµορφα όλο το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό ύψος πλήρωσης της δεξαµενής.
Τα πιο κάτω στοιχεία αφορούν στις δεξαµενές σταθερής αλλά και πλωτής οροφής.
- Ο κυκλικός διανοµέας παροχής νερού τοποθετείται σε απόσταση 40-50 εκατοστών από το περιφερειακό κέλυφος της δεξαµενής, παρακάµπτοντας τις αφρογεννήτριες και τους αγωγούς.
- Η τοποθέτηση του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού γίνεται:
Πάνω στα αντερίσµατα των δεξαµενών πλωτής οροφής και σε απόσταση 50-70 εκατοστών από το κάτω µέρος της πλατφόρµας.
Πάνω σε ειδικές µεταλλικές βάσεις, στηριγµένες ή κολληµένες στη δεξαµενή σταθερής οροφής και σε απόσταση 50-60 εκατοστών από το άνω άκρο του περιφερειακού κελύφους.
- Τα ακροφύσια του κυκλικού διανοµέα παροχής νερού είναι τυποποιηµένα µε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Υλικό: Ορείχαλκος επινικελωµένος ή ανοξείδωτο µέταλλο.
Ονοµαστική παροχή: 7LIT/MIN, 14LIT/MIN, 28LIT/MIN σε 5 BAR. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Σχήµα εκτόξευσης: Μορφή βεντάλιας µε άνοιγµα 160°
Βάση: Αρσενικό σπείρωµα ½ ή ¾. Υπάρχουν και άλλα µεγέθη.
Γωνία τοποθέτησης: Περίπου 70° πάνω από τον ορίζοντα.
Απαιτούµενη παροχή νερού: 2LIT/MIN/M2 επιφάνειας του περιφερειακού κελύφους.
Η συνολική απαίτηση σε νερό ψύξης κάθε δεξαµενής, είναι ο παράγων που θα καθορίσει την παροχή των ακροφυσίων, την απόσταση µεταξύ δύο διαδοχικών ακροφυσίων και το συνολικό τους αριθµό.
Ειδικά για το σύστηµα κατάκλυσης µε νερό της οροφής δεξαµενών σταθερής οροφής:
- Το ακροφύσιο τοποθετείται στο κέντρο της οροφής και έχει γωνία εκτόξευσης 150°.
- Η απαιτούµενη παροχή είναι 50 λίτρα ανά ώρα και τετρ. µέτρο επιφάνειας οροφής.
Απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις όπου η λεκάνη περιέχει έστω και µια δεξαµενή µε προϊόν Ι ή ΙΙ.
Η προστασία γίνεται µε αφρογεννήτριες χειρός, παροχής 200-250 LIT/MIN που λειτουργούν µε ένα από τους εξής δυό τρόπους:
- Η παροχή του αφροδιαλύµατος λαµβάνεται από το εγκατεστηµένο για την προστασία των δεξαµενών µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα, µε ελαστικούς σωλήνες συνδεόµενους σε κατάλληλες λήψεις.
- Η παροχή νερού λαµβάνεται από το υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο µε ελαστικούς σωλήνες συνδεόµενους σε κατάλληλες θέσεις και υπάρχει σε ετοιµότητα η απαιτούµενη ποσότητα αφρογόνου σε δοχεία φορητά, αλλά και το κατάλληλο προσωπικό χειρισµού όλων αυτών.
Ο αριθµός των αφρογεννητριών και ο ελάχιστος απαιτούµενος χρόνος εφαρµογής, φαίνονται στους παρακάτω πίνακες:
Οι παροχές αυτές είναι επιπλέον των παροχών αφρού που απαιτούν οι δεξαµενές για την πυρόσβεσή τους.
Σε περίπτωση που δεν έχουν προβλεφθεί οι παραπάνω αφρογεννήτριες χειρός, µπορούν εναλλακτικά να εγκατασταθούν µόνιµα συστήµατα αφρογεννητριών.
Οι αφρογεννήτριες αυτές τοποθετούνται περιφερειακά της λεκάνης, 1 ή 2 σε κάθε πλευρά και λαµβάνουν αφροδιάλυµα από αυτόνοµο αφροποιητικό σύστηµα (συνήθως το σύστηµα που προστατεύει τις δεξαµενές).
Η απαιτούµενη παροχή αφροδιαλύµατος είναι 4,1 LIT/MIN/M2 ελεύθερης επιφάνειας της λεκάνης.
Ο ελάχιστος χρόνος εφαρµογής είναι 30 ΜΙΝ.
Με τον όρο πρόσθετα µέτρα, εννοούµε σειρά προστατευτικών µέτρων, που αυξάνουν το βαθµό ασφάλειας της περιοχής.
Τα µέτρα αυτά είναι:
- Αφροποιητικό σύστηµα των δεξαµενών ανεξάρτητα των προϋποθέσεων των παρ. 4.4.2.2.Α και 4.4.2.3.Α.
- Μόνιµο σύστηµα ψύξης των δεξαµενών ανεξάρτητο των προϋποθέσεων της παρ. 4.4.3.2.
- Εγκατάσταση αντιπυρικού τοιχείου (FIRE WALL).
Η επιβολή πρόσθετων µέτρων προστασίας καθώς και οι περιπτώσεις που αυτά απαιτούνται, αποφασίζονται από τον Υπουργό ΒΕΤ.
Ο Υπουργός ΒΕΤ, επίσης µπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επιβάλει πρόσθετα µέτρα προστασίας πέραν των παραπάνω αναφεροµένων.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις εγκαταστάσεων που υφίστανται και λειτουργούν νόµιµα από χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του Ν. 1571/85, εφόσον οι αποστάσεις ορισµένων δεξαµενών τους δεν πληρούν τις απαιτήσεις της Υπ. Απόφασης 34628/85, τους επιβάλλονται τα παρακάτω πρόσθετα µέτρα και για να συνεχισθεί η λειτουργία τους απαιτείται η πλήρης συµµόρφωσή τους σ’ αυτά µέσα στα χρονικά όρια της παρ. 2 της παρούσας.
1. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆εξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, απέχουσες µεταξύ τους αποστάσεις µικρότερες των καθοριζοµένων στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και εφόσον το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 8.000 κυβ. µέτρα, θεωρούνται σαν µια δεξαµενή κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6.
Εάν το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα και η απόσταση της οποιασδήποτε ακραίας δεξαµενής της οµάδας από την πλησιέστερη γειτονική εκτός οµάδας, είναι µεγαλύτερη ή ίση των 8 µέτρων, καθώς και αν το σύνολο της χωρητικότητάς τους υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα (µέχρι 8.000 κυβ. µέτρα) και η παραπάνω απόσταση είναι µεγαλύτερη ή ίση των 13 µέτρων, δεν απαιτείται για την οµάδα των δεξαµενών άλλο πρόσθετο µέτρο πυρασφάλειας.
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 8 ή των 13 µέτρων αντίστοιχα και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται η ακραία δεξαµενή της οµάδας από την πλησιέστερη εκτός οµάδας, µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε η πλησιέστερη γειτονική δεξαµενή θα λαµβάνεται προσθετικά υπόψη κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6. Σ’ αυτή την περίπτωση και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
∆εξαµενές διαµέτρου µεγαλύτερης των 10 µέτρων καθώς και δεξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, που δεν µπορούν όµως να συµπεριληφθούν σε κάποια οµάδα δεξαµενών, θεωρούνται µεµονωµένες.
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει προϊόν κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από γειτονικές της δεξαµενές αποστάσεις µικρότερες από τις καθοριζόµενες στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται από αυτές µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους καθώς και σε περίπτωση που οι αποστάσεις αυτές είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε οι δεξαµενές αντιµετωπίζονται αντίστοιχα όπως στην παραπάνω παρ. Α.
2. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕ∆ΟΥ
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή της οµάδας περιέχει πετρελαιοειδές κατηγορίας Ι ή ΙΙ και η οποιαδήποτε ακραία δεξαµενή της οµάδας απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει η ακραία δεξαµενή να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.) καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
3. ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΩΝ
Εάν σε οποιοδήποτε αντλιοστάσιο ή γεµιστήριο δεν τηρούνται οι αποστάσεις που καθορίζονται στην Υπ. Απόφαση 34628/85 πρέπει να υπάρχουν, επιπλέον των καθοριζοµένων µε την παρούσα απόφαση µέτρων πυροπροστασίας και τα ακόλουθα:
Γεµιστήρια
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50 KGS για κάθε 4 νησίδες (διπλές θέσεις φόρτωσης).
Αντλιοστάσια.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50KGS ανά 200 τετρ. µέτρα επιφάνειας, για αντλιοστάσια που περιλαµβάνουν αντλίες προϊόντων Ι ή ΙΙ.
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆εξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, απέχουσες µεταξύ τους αποστάσεις µικρότερες των καθοριζοµένων στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και εφόσον το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 8.000 κυβ. µέτρα, θεωρούνται σαν µια δεξαµενή κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6.
Εάν το σύνολο της χωρητικότητάς τους δεν υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα και η απόσταση της οποιασδήποτε ακραίας δεξαµενής της οµάδας από την πλησιέστερη γειτονική εκτός οµάδας, είναι µεγαλύτερη ή ίση των 8 µέτρων, καθώς και αν το σύνολο της χωρητικότητάς τους υπερβαίνει τα 3.000 κυβ. µέτρα (µέχρι 8.000 κυβ. µέτρα) και η παραπάνω απόσταση είναι µεγαλύτερη ή ίση των 13 µέτρων, δεν απαιτείται για την οµάδα των δεξαµενών άλλο πρόσθετο µέτρο πυρασφάλειας.
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 8 ή των 13 µέτρων αντίστοιχα και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται η ακραία δεξαµενή της οµάδας από την πλησιέστερη εκτός οµάδας, µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε η πλησιέστερη γειτονική δεξαµενή θα λαµβάνεται προσθετικά υπόψη κατά τον υπολογισµό της µέγιστης απαιτούµενης παροχής στη δυσµενέστερη περίπτωση φωτιάς, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παρ. 4.4.9.6. Σ’ αυτή την περίπτωση και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
∆εξαµενές διαµέτρου µεγαλύτερης των 10 µέτρων καθώς και δεξαµενές διαµέτρου µικρότερης ή ίσης των 10 µέτρων, που δεν µπορούν όµως να συµπεριληφθούν σε κάποια οµάδα δεξαµενών, θεωρούνται µεµονωµένες.
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει προϊόν κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από γειτονικές της δεξαµενές αποστάσεις µικρότερες από τις καθοριζόµενες στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και µέχρι 5 µέτρα, πρέπει να διαχωρίζεται από αυτές µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της υψηλότερης των δύο δεξαµενών.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους καθώς και σε περίπτωση που οι αποστάσεις αυτές είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε οι δεξαµενές αντιµετωπίζονται αντίστοιχα όπως στην παραπάνω παρ. Α.
Α. ΟΜΑ∆ΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
Εάν η οποιαδήποτε δεξαµενή της οµάδας περιέχει πετρελαιοειδές κατηγορίας Ι ή ΙΙ και η οποιαδήποτε ακραία δεξαµενή της οµάδας απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει η ακραία δεξαµενή να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.), καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Β. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ∆ΕΞΑΜΕΝΕΣ
Εάν οποιαδήποτε τέτοια δεξαµενή περιέχει καύσιµο κατηγορίας Ι ή ΙΙ και απέχει από τα όρια του οικοπέδου απόσταση µικρότερη από την καθοριζόµενη στην Υπ. Απόφαση 34628/85 και η γειτονική περιοχή είναι κατοικηµένη ή δασική, πρέπει να διαχωρίζεται από το αντίστοιχο όριο του οικοπέδου µε πυράντοχο τοίχο ύψους ίσου προς τα 4/5 του υπεράνω του φυσικού εδάφους ύψους της.
Σε περίπτωση που ο πυράντοχος τοίχος δεν µπορεί να κατασκευασθεί για τεχνικούς λόγους (π.χ. ακαταλληλότητα εδάφους κ.τ.λ.) καθώς και στις περιπτώσεις που οι παραπάνω αποστάσεις είναι µικρότερες των 5 µέτρων, τότε και οι δεξαµενές που περιέχουν προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ, πρέπει να διαθέτουν µόνιµο ή ηµιµόνιµο αφροποιητικό σύστηµα.
Εάν σε οποιοδήποτε αντλιοστάσιο ή γεµιστήριο δεν τηρούνται οι αποστάσεις που καθορίζονται στην Υπ. Απόφαση 34628/85 πρέπει να υπάρχουν, επιπλέον των καθοριζοµένων µε την παρούσα απόφαση µέτρων πυροπροστασίας και τα ακόλουθα:
Γεµιστήρια
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50 KGS για κάθε 4 νησίδες (διπλές θέσεις φόρτωσης).
Αντλιοστάσια.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας σκόνης των 50KGS ανά 200 τετρ. µέτρα επιφάνειας, για αντλιοστάσια που περιλαµβάνουν αντλίες προϊόντων Ι ή ΙΙ.
1. ΓΕΝΙΚΑ
Το κεφάλαιο αυτό αφορά στους σταθµούς φόρτωσης (γεµιστήρια) βυτιοφόρων αυτοκινήτων και φορτοεκφόρτωσης σιδηροδροµικών βαγονιών.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΦΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Τα αφροποιητικά µέσα απαιτούνται σε κάθε περίπτωση που µεταξύ των διακινουµένων από το σταθµό προϊόντων περιλαµβάνονται και προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
Το είδος των απαιτουµένων αφροποιητικών µέσων εξαρτάται από το µέγεθος του σταθµού.
Η απαιτούµενη ελάχιστη ποσότητα αφρού πρέπει να επαρκεί για λειτουργία των αφροποιητικών µέσων για 30 λεπτά τουλάχιστον.
3. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Το τυπικό γεµιστήριο βυτιοφόρων αυτοκινήτων αποτελείται από αριθµό παραλλήλων επιµήκων νησίδων, που κάθε µια έχει από δύο θέσεις βυτίων προς φόρτωση, µια από κάθε πλευρά της νησίδας.
Μεγάλα γεµιστήρια, µε πάνω από 6 νησίδες, πρέπει να έχουν µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού, που προστατεύει όλη την έκταση των γεµιστηρίων ή µόνιµα εγκατεστηµένα κανόνια αφρού.
Ελάχιστη παροχή αφροκάλυψης: 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας θέσεων φόρτωσης.
Προκειµένου περί µονίµων συστηµάτων:
Το σύστηµα αφροκάλυψης είναι χωρισµένο σε ζώνες που κάθε µια προστατεύει σε επάρκεια µια νησίδα και τις δυο γειτονικές θέσεις φόρτωσης.
Ο αφρός διανέµεται επιλεκτικά στις διάφορες ζώνες, ανάλογα µε τη θέση που χρειάζεται προστασία.
Απαιτείται ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση.
Για τα µικρότερα γεµιστήρια, απαιτείται η προστασία µε κανόνι αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής 1.200 LIT/MIN και εµβέλειας 35-40 µέτρων περίπου. Αυτό µπορεί να είναι µόνιµα εγκατεστηµένο ή κινητό, ανάλογα µε τις συγκεκριµένες συνθήκες λειτουργίας. Στην περίπτωση που είναι κινητό, σταθµεύει υποχρεωτικά στην περιοχή του γεµιστηρίου.
4. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ο τυπικός σταθµός φορτοεκφόρτωσης σιδηροδροµικών βυτίων είναι εγκατεστηµένος δίπλα σε παρακαµπτήρια σιδηροδροµική γραµµή, που αποµονώνεται από τις άλλες γραµµές. Το µέγεθος του σταθµού χαρακτηρίζεται από τον αριθµό των βυτίων βαγονιών που εξυπηρετούνται ταυτόχρονα.
Για τους µεγάλους σταθµούς, αυτούς δηλαδή πού έχουν τη δυνατότητα ταυτόχρονης πλήρωσης 3 διαδοχικών βαγονιών και άνω, απαιτείται µόνιµο σύστηµα που προστατεύει το σταθµό σε µήκος 3 διαδοχικών βυτίων, δηλαδή µια έκταση µήκους 40-45 µέτρων και πλάτους 6-7 µέτρων.
Το σύστηµα είναι κατάκλισης αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής αφροκάλυψης 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας. Πρόσθετη αφροπροστασία, κάτω από το βαγόνι, µε 4-6 ακροφύσια αφρού των 100 LIT/MIN, µε ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση, είναι απαραίτητη.
Για τους µικρούς σταθµούς, απαιτούνται αφροποιητικά µέσα, π.χ. κανόνια, µε την ίδια ικανότητα αφροκάλυψης.
Τα αφροποιητικά µέσα απαιτούνται σε κάθε περίπτωση που µεταξύ των διακινουµένων από το σταθµό προϊόντων περιλαµβάνονται και προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
Το είδος των απαιτουµένων αφροποιητικών µέσων εξαρτάται από το µέγεθος του σταθµού.
Η απαιτούµενη ελάχιστη ποσότητα αφρού πρέπει να επαρκεί για λειτουργία των αφροποιητικών µέσων για 30 λεπτά τουλάχιστον.
Το τυπικό γεµιστήριο βυτιοφόρων αυτοκινήτων αποτελείται από αριθµό παραλλήλων επιµήκων νησίδων, που κάθε µια έχει από δύο θέσεις βυτίων προς φόρτωση, µια από κάθε πλευρά της νησίδας.
Μεγάλα γεµιστήρια, µε πάνω από 6 νησίδες, πρέπει να έχουν µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού, που προστατεύει όλη την έκταση των γεµιστηρίων ή µόνιµα εγκατεστηµένα κανόνια αφρού.
Ελάχιστη παροχή αφροκάλυψης: 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας θέσεων φόρτωσης.
Προκειµένου περί µονίµων συστηµάτων:
Το σύστηµα αφροκάλυψης είναι χωρισµένο σε ζώνες που κάθε µια προστατεύει σε επάρκεια µια νησίδα και τις δυο γειτονικές θέσεις φόρτωσης.
Ο αφρός διανέµεται επιλεκτικά στις διάφορες ζώνες, ανάλογα µε τη θέση που χρειάζεται προστασία.
Απαιτείται ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση.
Για τα µικρότερα γεµιστήρια, απαιτείται η προστασία µε κανόνι αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής 1.200 LIT/MIN και εµβέλειας 35-40 µέτρων περίπου. Αυτό µπορεί να είναι µόνιµα εγκατεστηµένο ή κινητό, ανάλογα µε τις συγκεκριµένες συνθήκες λειτουργίας. Στην περίπτωση που είναι κινητό, σταθµεύει υποχρεωτικά στην περιοχή του γεµιστηρίου.
Ο τυπικός σταθµός φορτοεκφόρτωσης σιδηροδροµικών βυτίων είναι εγκατεστηµένος δίπλα σε παρακαµπτήρια σιδηροδροµική γραµµή, που αποµονώνεται από τις άλλες γραµµές. Το µέγεθος του σταθµού χαρακτηρίζεται από τον αριθµό των βυτίων βαγονιών που εξυπηρετούνται ταυτόχρονα.
Για τους µεγάλους σταθµούς, αυτούς δηλαδή πού έχουν τη δυνατότητα ταυτόχρονης πλήρωσης 3 διαδοχικών βαγονιών και άνω, απαιτείται µόνιµο σύστηµα που προστατεύει το σταθµό σε µήκος 3 διαδοχικών βυτίων, δηλαδή µια έκταση µήκους 40-45 µέτρων και πλάτους 6-7 µέτρων.
Το σύστηµα είναι κατάκλισης αφρού/ νερού, ελάχιστης παροχής αφροκάλυψης 6,5 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας. Πρόσθετη αφροπροστασία, κάτω από το βαγόνι, µε 4-6 ακροφύσια αφρού των 100 LIT/MIN, µε ηµιαυτόµατη ενεργοποίηση, είναι απαραίτητη.
Για τους µικρούς σταθµούς, απαιτούνται αφροποιητικά µέσα, π.χ. κανόνια, µε την ίδια ικανότητα αφροκάλυψης.
Απαιτείται προστασία µε αφρό, παράλληλα µε την ύπαρξη φορητών πυροσβεστήρων κατάλληλου τύπου, σε όλες τις περιπτώσεις όπου σε ενιαίο συγκρότηµα αντλιοστασίου/βανοστασίου, περιλαµβάνονται αντλίες προϊόντων Ι ή ΙΙ.
Ελάχιστη παροχή αφροκάλυψης: 4,1 LIT/MIN/M2 οριζόντιας επιφάνειας.
Η προστασία γίνεται µε ακροφύσια αφρού παροχής 200-250 LIT/MIN ή αφρογεννήτριες χειρός, όπως κατά τα λοιπά περιγράφονται στην παρ. 4.4.4.
Παρόµοια προστασία µπορεί να επιβληθεί, κατά την εύλογη κρίση της αρµόδιας Πυροσβεστικής Αρχής και σε άλλες περιοχές, όπως λεβητοστάσια θέρµανσης µαζούτ κ.λπ.
Για την προστασία των παραπάνω χώρων, εκτός από αφρό, η Πυροσβεστική Αρχή δύναται κατά την κρίση της να κάνει δεκτά και άλλα κατασβεστικά υλικά.
Στις προβλήτες διενεργούνται εκφορτώσεις δεξαµενοπλοίων, για την πλήρωση των δεξαµενών των εγκαταστάσεων, αλλά και, σε ορισµένες περιπτώσεις, φορτώσεις µικρών δεξαµενοπλοίων που διενεργούν ανεφοδιασµούς.
Αφροποιητικά µέσα απαιτούνται σε κάθε περίπτωση που µεταξύ των διακινουµένων προϊόντων περιλαµβάνονται προϊόντα κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
Τα µέσα αυτά απαιτούνται ανεξάρτητα από την τυχόν προβλεπόµενη παρουσία πλοιαρίου (π.χ. ρυµουλκού επιφυλακής), που µπορεί να είναι εφοδιασµένο µε αντίστοιχα ισοδύναµα µέσα.
Ο απαιτούµενος πυροσβεστικός εξοπλισµός εξαρτάται από:
- Το µέγιστο µέγεθος των πλευριζόντων δεξαµενοπλοίων.
- Το µέγεθος του προβλήτα
- Τον τύπο κατασκευής και το υλικό κατασκευής του προβλήτα.
- Άλλους παράγοντες π.χ. ειδικές συνθήκες γειτνίασης κ.τ.λ.
Ο εξοπλισµός προορίζεται για την προστασία και του ίδιου του προβλήτα, µαζί µε τις πάνω σ’ αυτόν ευρισκόµενες εγκαταστάσεις, αλλά και των δεξαµενοπλοίων που πλευρίζουν σ’ αυτόν.
Η προστασία του ίδιου του προβλήτα είναι απαραίτητη όταν είναι µεταλλικής κατασκευής.
Σαν βάση του υπολογισµού θεωρούµε την περίπτωση που αντιµετωπίζεται πυρκαγιά στο µεγαλύτερου µεγέθους πλευρίζον δεξαµενόπλοιο, που εξυπηρετεί ο προβλήτας, αγνοώντας την ενδεχόµενη ταυτόχρονη παρουσία άλλων πλοίων. Αν απαιτείται ιδιοπροστασία του προβλήτα, αυτή επιπροστίθεται.
1. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕ ΑΦΡΟ
Ελάχιστη παροχή αφροδιαλύµατος.
Για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης, πρέπει να είναι 100 κυβ. µέτρα ανά ώρα και ανά 30 µέτρα µήκους του µεγαλύτερου πλευρίζοντας δεξαµενόπλοίου που µπορεί να δεχθεί ο προβλήτας, µε µέγιστο 500 κυβ. µέτρα ανά ώρα.
Η πίεση στα υδροστόµια πρέπει να είναι 5 BAR τουλάχιστον στη δυσµενέστερη περίπτωση.
Ελάχιστος χρόνος εφαρµογής: 30 λεπτά.
Η συνολική απαιτούµενη προσοχή επιτυγχάνεται µε σταθερά κανόνια 1 ή 2, τοποθετηµένα σε κατάλληλους πύργους.
Απαιτείται η χρήση κατάλληλου αφρογόνου, π.χ. AFIF ή παρόµοιου.
2. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕ ΝΕΡΟ
Απαιτείται αριθµός σηµείων υδροληψίας από το υδροδοτικό σύστηµα, που προκύπτει ανάλογα µε το µέγεθος και τη διάταξη του προβλήτα.
Το υδροδοτικό σύστηµα πυρόσβεσης αποτελείται από κεντρικό αγωγό νερού µε κατάλληλο εξοπλισµό, που απολήγει σε διπλά υδροστόµια 2,5’’ τουλάχιστον ανά 30 µέτρα µήκους του µεγαλύτερου πλευρίζοντος δεξαµενοπλοίου που µπορεί να δεχθεί ο προβλήτας.
Η τροφοδότηση του δικτύου του προβλήτα µε νερό πυρόσβεσης, ανεξάρτητα από τη θέση του προβλήτα σε σχέση µε την υπόλοιπη εγκατάσταση, να γίνεται µε αντλητικό συγκρότηµα που µπορεί να είναι κοινό και για τις ανάγκες του δικτύου πυρόσβεσης της όλης εγκατάστασης.
Σε προβλήτες µεταλλικούς, που απαιτούν ιδιοπροστασία, υπολογίζεται µια επιπρόσθετη παροχή νερού µε παροχή 8 LIT/MIN/M2 επιφάνειας πλατφόρµας, για τη λειτουργία µόνιµου συστήµατος ψεκασµού στα υποστυλώµατα και τα άλλα ενδεδειγµένα σηµεία της µεταλλικής κατασκευής.
Σηµεία υδροληψίας προβλητών.
Σε κατάλληλες θέσεις του προβλήτα απαιτείται να υπάρχουν σηµεία λήψης, στα οποία να µπορούν να προσαρµοσθούν «σύνδεσµοι», που να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές διεθνούς συνδέσµου «ξηράς/πλοίου» (International ship/shore connection), για τη δυνατότητα υδροδότησης του οποιουδήποτε πλευρίζοντος πλοίου, µέσω ελαστικών σωλήνων, σε περίπτωση ανάγκης.
Ο διεθνής αυτός σύνδεσµος περιγράφεται στο I.O.T.T.S.G. (International Oil Tanker and Terminal Safety Guide).
Ο απαιτούµενος αριθµός και οι απαιτούµενες θέσεις των παραπάνω διεθνών συνδέσµων, επιβάλλονται κατά την κρίση των αρµοδίων Αρχών.
1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το υδροδοτικό πυροσβεστικό σύστηµα πρέπει να περιλαµβάνει:
- Την πηγή τροφοδοσίας νερού
- Το σύστηµα αντλιών
- Το δίκτυο διανοµής
- Τις υδρολήψεις και τις παροχές
2. ΠΗΓΗ ΤΡΟΦΟ∆ΟΣΙΑΣ ΝΕΡΟΥ
Η πηγή τροφοδοσίας πρέπει να είναι επαρκής για συνεχή πυρόσβεση τουλάχιστον επί τρεις ώρες µε τη «µέγιστη απαιτούµενη παροχή». Μπορεί να χρησιµοποιείται είτε γλυκό είτε θαλασσινό νερό. Σαν πηγή τροφοδοσίας χρησιµοποιούνται:
(α) Ανεξάντλητη πηγή, όπως θάλασσα, λίµνη ή ποτάµι, φυσικά ή τεχνητά, απ’ όπου γίνεται απευθείας άντληση.
(β) ∆εξαµενές µεταλλικές ή από οπλισµένο σκυρόδεµα υπόγειες ή υπέργειες.
Αν το νερό που αντιστοιχεί στη συνολική χωρητικότητα των δεξαµενών της περίπτωσης (β) δεν επαρκεί για 3 ώρες, επιτρέπεται η ταυτόχρονη µετάγγιση νερού προς τις δεξαµενές αυτές µε απευθείας άντληση από ανεξάντλητη πηγή ώστε να επιτυγχάνεται τελικά η απαιτούµενη συνεχής 3ωρη λειτουργία. Προϋπόθεση είναι τότε η ύπαρξη ενός άλλου ανεξάρτητου (από τις κύριες αντλίες πυρόσβεσης) και αξιόπιστου αντλιοστασίου µετάγγισης που θα συνεκτιµηθεί µαζί µε τις υπόλοιπες συνθήκες για τη σχετική έγκριση από τις αρµόδιες αρχές.
3. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΤΛΙΩΝ
Οι πυροσβεστικές αντλίες, 2 ή 3 σε αριθµό, πρέπει να είναι συγκεντρωµένες στον ίδιο χώρο και να έχουν κατάθλιψη σε κοινό διανοµέα.
Ειδικότερα:
- Εάν αυτές είναι 2, τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή σε νερό.
Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας τουλάχιστον παροχής και πίεσης και θεωρείται εφεδρική. Αυτή πρέπει να είναι εφοδιασµένη µε την απαραίτητη δεξαµενή καυσίµου για 8 ώρες, ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 100% εφεδρεία.
- Εάν αυτές είναι 3 τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει το 50% της µέγιστης απαιτούµενης παροχής σε νερό. Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας παροχής και πίεσης µε την πρώτη.
Οι παραπάνω 2 αντλίες εξασφαλίζουν, σε σύγχρονη παράλληλη λειτουργία, τη συνολική µέγιστη απαίτηση σε νερό. Η τρίτη πυροσβεστική αντλία, αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης επίσης, χαρακτηρίζεται σαν εφεδρική και έχει τις ίδιες τουλάχιστον προδιαγραφές σε παροχή και πίεση και µε τις δύο προηγούµενες.
∆εξαµενές καυσίµου για 8 ώρες και για τις 2 ντηζελοκίνητες αντλίες εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 50% εφεδρεία.
Οι πιο κατάλληλες πυροσβεστικές αντλίες είναι φυγοκεντρικού τύπου µε πεπλατυσµένη χαρακτηριστική καµπύλη λειτουργίας. Οι πυροσβεστικές αντλίες πρέπει να έχουν δυνατότητα λειτουργίας µε κλειστή κατάθλιψη για αρκετό χρόνο χωρίς εκδήλωση ζηµιάς. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην επιλογή του συγκεκριµένου τύπου αντλίας και τρόπου εγκατάστασης µε βάση τα στοιχεία γενικής διάταξης και υπολογισµού.
Για το λόγο αυτό πρέπει να δηλώνεται ο τύπος της πυροσβεστικής αντλίας που θα χρησιµοποιηθεί και να εγκρίνεται από την αρµόδια αρχή.
Παροχή και πίεση σχεδιασµού των αντλιών:
Η παροχή σχεδιασµού προκύπτει από τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή πυρόσβεσης της εγκατάστασης (βλέπε κατωτέρω) και είναι ίση προς το 100% ή 50% ανάλογα, αν επιλέγεται αντίστοιχα σύστηµα 2 ή 3 αντλιών.
Η πίεση σχεδιασµού καθορίζεται κατόπιν υδραυλικών υπολογισµών έτσι ώστε, όταν το σύστηµα των αντλιών αποδίδει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή, οι πιέσεις σε όλα τα σηµεία του δικτύου διανοµής ακόµη και στα πιο αποµακρυσµένα να διατηρούνται στα απαραίτητα επίπεδα λειτουργίας.
Παίρνοντας υπόψη την απαιτούµενη πίεση λειτουργίας των διαφόρων εγκατεστηµένων συστηµάτων ή του φορητού εξοπλισµού πυρόσβεσης, προκύπτει σαν γενικός κανόνας, που ισχύει ακόµα και για τις πολύ µικρής έκτασης επίπεδες εγκαταστάσεις µε επαρκούς διαµέτρου δίκτυο διανοµής, ότι απαιτούνται αντλίες µε πίεση κατάθλιψης τουλάχιστον 8 BAR.
Σύστηµα ενεργοποίησης:
Οι αντλίες πυρόσβεσης µπορούν να ενεργοποιούνται µε διάφορους τρόπους, την απλούστερη περίπτωση της θέσης σε λειτουργία µέσα από το αντλιοστάσιο, τον τηλεχειρισµό µε τη βοήθεια ηλεκτρικής σύνδεσης από διάφορα επιλεγµένα αποµακρυσµένα σηµεία ελέγχου ως τέλος την πιο εξελειγµένη περίπτωση πλήρους αυτοµατοποίησης, οπότε η θέση σε λειτουργία γίνεται αυτόµατα µε το άνοιγµα των βανών ή κρουνών του δικτύου ή τέλος µε πιο περίπλοκα συστήµατα πυρανίχνευσης – πυρόσβεσης.
Καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή της µεθόδου ενεργοποίησης και τον καθορισµό των σχετικών λεπτοµερειών αποτελεί η δυνατότητα επίτευξης ενός ικανοποιητικού χρόνου αντίδρασης µεταξύ της χρονικής στιγµής που διαπιστώνεται κάποιο περιστατικό και της χρονικής στιγµής που το σύστηµα είναι σε θέση να αρχίσει να αποδίδει αξιόπιστα τις απαιτούµενες πιέσεις και παροχές.
Με την προϋπόθεση ότι η εγκατάσταση του αντλιοστασίου είναι σωστή, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ικανοποιητικές συνθήκες λειτουργίας των αντλιών, για τα συνηθισµένα µεγέθη εγκαταστάσεων (κατηγορίας Α και Β) θεωρείται επαρκής η εγκατάσταση ενός συστήµατος τηλεχειρισµού που συνδέει το αντλιοστάσιο µε όλα τα αποµακρυσµένα στρατηγικά σηµεία της εγκατάστασης.
Τα σηµεία αυτά µπορεί να είναι οι προσπελάσεις προσωπικού προς τα γεµιστήρια βυτιοφόρων, προς αντλιοστάσιο προϊόντων, προς δεξαµενές, προς προβλήτα, τα τυχόν φυλάκια κ.α.
Με την έγκριση των αρµοδίων αρχών για πολύ µικρές και συγκεντρωµένες εγκαταστάσεις, κατηγορίας Β, µπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση σε λειτουργία των αντλιών από το αντλιοστάσιο µόνο.
Για µεγάλες εγκαταστάσεις αποθηκευτικής ικανότητας πάνω από 70.000 µ3 είναι δυνατόν, εφόσον δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή για άλλους συγκεκριµένους λόγους για τους οποίους κατά την κρίση των αρµοδίων αρχών το σύστηµα τηλεχειρισµού δεν θεωρείται επαρκές, να απαιτείται η εγκατάσταση αυτοµατοποιηµένου συστήµατος ενεργοποίησης µέσω «αντλιών διατήρησης πίεσης» (Jockey Rumps) δηλαδή αντλιών µικρής παροχής που λειτουργώντας αυτόµατα διατηρούν το δίκτυο υπό πίεση (π.χ. 6-9 BARS) συνεχώς.
Οποιαδήποτε πτώση πιέσεως σηµειωθεί στο δίκτυο σε βαθµό που δεν µπορεί να αντισταθµιστεί από τη λειτουργία των αντλιών διατήρησης πίεσης (λ.χ. άνοιγµα βανών ή κρουνών) προκαλεί την αυτόµατη ενεργοποίηση των «κυρίων αντλιών». Ο όρος «κύριες αντλίες» χρησιµοποιείται εδώ για να γίνεται διάκριση µεταξύ αυτών και των αντλιών διατήρησης πίεσης.
Οι αντλίες προϊόντων ή άλλων χρήσεων σε καµία περίπτωση δε θα χρησιµοποιούνται σαν αντλίες πυρόσβεσης.
4. ∆ΙΚΤΥΟ ∆ΙΑΝΟΜΗΣ
Το δίκτυο διανοµής είναι σύστηµα αγωγών που έχει υπολογισθεί υδραυλικά ώστε να µεταφέρει τις απαιτούµενες παροχές νερού στις διάφορες περιοχές.
Οι κεντρικοί αγωγοί, υπέργειοι ή υπόγειοι, πρέπει να είναι διαµέτρου επαρκούς για να αποδώσουν το απαιτούµενο νερό.
Εξωτερικά οι αγωγοί πρέπει να είναι προστατευµένοι είτε µε κατάλληλα χρώµατα για τα υπέργεια µέρη, είτε µε µονωτική ταινία για τα υπόγεια µέρη και κατάλληλη αντιδιαβρωτική προστασία.
Γενικά υπόγειο δίκτυο πρέπει να προβλεφθεί σε χώρους που υπάρχουν έντονες λειτουργικές δραστηριότητες (π.χ. Μονάδες κ.τ.λ.) και διελεύσεις δρόµων. Η υπόγεια ανάπτυξη εξασφαλίζει για τις περιοχές άνετη προσπέλαση και δυνατότητα πυροσβεστικής επέµβασης. Αντίθετα σε περιοχές δεξαµενών και άλλων εγκαταστάσεων οι υπέργειοι κλάδοι παρουσιάζουν το πλεονέκτηµα του συνεχούς οπτικού ελέγχου. Σοβαρός παράγοντας για την επιλογή είναι οι κλιµατολογικές συνθήκες.
Για ψυχρά κλίµατα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα συστήµατα αντιµετώπισης παγετού, θα πρέπει όλο το σύστηµα να είναι υπόγειο, σε βάθος 1-2 µέτρα, προκειµένου το χειµώνα να αποφευχθούν ρήξεις των αγωγών από το πάγωµα του νερού.
Το πυροσβεστικό δίκτυο πρέπει να είναι ορθογωνικής διάταξης (σχηµατισµός βρόγχων ή κυψελωτό) ή κατανοµής δένδρου µε κλάδους προς διάφορες περιοχές.
Η πρώτη διάταξη εξασφαλίζει παροχή εκ δύο αντιθέτων διευθύνσεων για κάθε σηµείο απόληψης και συνίσταται για τις µεγάλες εγκαταστάσεις, όπου τούτο είναι τεχνικά εφικτό.
Ανεξάρτητα από τον τύπο του δικτύου αυτό πρέπει να έχει βάνες αποµόνωσης, υπέργειες ή υπόγειες (σε φρεάτια) για την τοπική αποµόνωση των κλάδων και αγωγών βρόγχων σε έκτακτες περιπτώσεις ή για συντήρηση. Οι βάνες αυτές τύπου γλώσσας ή άλλου κατάλληλου τύπου χωρίς ανεπιθύµητες υδραυλικές αντιστάσεις πρέπει να µην απέχουν µεταξύ των υπερβολικά ώστε να αποφεύγονται αποµονώσεις µεγάλων τµηµάτων και παντελής έλλειψη νερού στην περιοχή. Επίσης η διάταξη των βανών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να µην αποκλείεται τελείως η υδροδότηση της περιοχής από το δίκτυο.
Για περιοχές µεγάλου κινδύνου ισχύει η γενική αρχή ότι η διάταξη του δικτύου πρέπει να είναι ορθογωνική.
Οι αγωγοί του πυροσβεστικού δικτύου απαγορεύεται να διέρχονται κάτω από τα κτίρια, αποθήκες, υποσταθµούς κ.λπ.
Ειδικά τα µέρη του δικτύου που διατρέχουν αποστάσεις και φέρουν τις υδρολήψεις πρέπει να είναι στο εσωτερικό µέρος των γραµµών των άλλων προϊόντων δηλ. προς την πλευρά του εσωτερικού δρόµου. Για πολύ ψυχρά κλίµατα πρέπει να προβλεφθούν συστήµατα εκκένωσης και αποστράγγισης των υπέργειων αγωγών.
Σηµεία εκτόνωσης υπό πίεση νερού για τον καθαρισµό των αγωγών πρέπει να προβλεφθούν.
5. Υ∆ΡΟΛΗΨΕΙΣ –ΠΑΡΟΧΕΣ
Το υδροδοτικό σύστηµα πρέπει να είναι κατάλληλο ώστε να ικανοποιεί αποτελεσµατικά τις απαιτούµενες ανάγκες νερού στις διάφορες περιοχές. Αυτό γίνεται µε τις υδρολήψεις και τις διάφορες άλλες παροχές.
Αναλυτικά έχουµε:
- Παροχές προς εγκατεστηµένα µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
- Παροχές προς συστήµατα νερού ψύξης δεξαµενών.
- Παροχές προς σταθερά κανόνια αφρού /νερού.
- Παροχές προς µόνιµα συστήµατα καταιωνισµού ή ψεκασµού.
- Υδρολήψεις για την τροφοδότηση ηµιµόνιµων συστηµάτων αφρού, κινητών κανονιών αφρού/νερού, αφρογεννητριών χειρός, ακροφυσίων εκτόξευσης νερού πυροσβεστικών αυτοκινήτων.
Οι χειροκίνητες βάνες τροφοδότησης των διαφόρων παροχών πρέπει να είναι υπέργειες σε απόσταση 15 µέτρων από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας.
Οι υδρολήψεις πρέπει να είναι ανεπτυγµένες περιφερειακά των υπό προστασία εγκαταστάσεων και να απέχουν περίπου 10-15 µέτρα από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας. Αυτές πρέπει να τοποθετούνται πάντα στο άνω µέρος των αγωγών του πυροσβεστικού δικτύου για να αποφεύγονται οι αποφράξεις, σε εσωτερικό (προς την πλευρά των δρόµων) και προσιτό µέρος σε σχέση µε άλλους αγωγούς και σωληνώσεις, το ύψος από το έδαφος πρέπει να είναι περίπου 1 µέτρο.
Οι υδρολήψεις έχουν κρουνούς τυποποιηµένου µεγέθους 2 1/2'’.
Οι κρουνοί και βάνες των υδροληψιών πρέπει να φέρουν Ευρωπαϊκούς συνδέσµους τύπου STORZ αντιστοίχων διαστάσεων.
Κάθε εγκατάσταση πρέπει τελικά να διαθέτει ανά περιοχή τόσο αριθµό κύριων υδροληψιών ώστε να καλύπτεται η απαίτηση σε νερό από το 1/2 των υδρολήψεων που περικλείουν την περιοχή (γιατί η προσβολή θα γίνει µόνο από τη µια πλευρά του εξοπλισµού).
Για την εκτίµηση της απαίτησης σε νερό από βοηθητικές υδρολήψεις σε περιοχές που δεν συµπεριλαµβάνονται στο παραπάνω και ειδικά σε υπαίθριους χώρους όπου υπάρχουν αναφλέξιµα υλικά χρησιµοποιούνται µικρές υδρολήψεις παροχής τουλάχιστον 380 1/min.
(Ακτίνα κάλυψης 30 µ. και ελάχιστη πίεση 4,4 BAR).
Γενικά ικανοποιητικές αποστάσεις των κυρίων υδρολήψεων µεταξύ τους είναι περίπου 50 µέτρα µε µέγιστο 70 µέτρα.
6. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ
Το υδροδοτικό σύστηµα µιας βιοµηχανίας ή περιοχής µε λειτουργίες που απαιτούν πυροσβεστική προστασία θεωρείται ο κύριος παράγοντας ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Σαν βάση υπολογισµού του υδροδοτικού συστήµατος θα ληφθεί υπόψη η επάρκεια του νερού για την ταυτόχρονη λειτουργία όλων των συστηµάτων πυροπροστασίας (αφροποιητικό, ψύξης, πυρόσβεσης) για την αντιµετώπιση της πλέον επικίνδυνης και δυσµενέστερης κατάστασης που είναι ενδεχόµενο να εκδηλωθεί στις εγκαταστάσεις, µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτή θα είναι µοναδική, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και δεύτερης κατάστασης στην ίδια ή διαφορετική περιοχή της εγκατάστασης.
Το υδροδοτικό πυροσβεστικό σύστηµα πρέπει να περιλαµβάνει:
- Την πηγή τροφοδοσίας νερού
- Το σύστηµα αντλιών
- Το δίκτυο διανοµής
- Τις υδρολήψεις και τις παροχές
Η πηγή τροφοδοσίας πρέπει να είναι επαρκής για συνεχή πυρόσβεση τουλάχιστον επί τρεις ώρες µε τη «µέγιστη απαιτούµενη παροχή». Μπορεί να χρησιµοποιείται είτε γλυκό είτε θαλασσινό νερό. Σαν πηγή τροφοδοσίας χρησιµοποιούνται:
(α) Ανεξάντλητη πηγή, όπως θάλασσα, λίµνη ή ποτάµι, φυσικά ή τεχνητά, απ’ όπου γίνεται απευθείας άντληση.
(β) ∆εξαµενές µεταλλικές ή από οπλισµένο σκυρόδεµα υπόγειες ή υπέργειες.
Αν το νερό που αντιστοιχεί στη συνολική χωρητικότητα των δεξαµενών της περίπτωσης (β) δεν επαρκεί για 3 ώρες, επιτρέπεται η ταυτόχρονη µετάγγιση νερού προς τις δεξαµενές αυτές µε απευθείας άντληση από ανεξάντλητη πηγή ώστε να επιτυγχάνεται τελικά η απαιτούµενη συνεχής 3ωρη λειτουργία. Προϋπόθεση είναι τότε η ύπαρξη ενός άλλου ανεξάρτητου (από τις κύριες αντλίες πυρόσβεσης) και αξιόπιστου αντλιοστασίου µετάγγισης που θα συνεκτιµηθεί µαζί µε τις υπόλοιπες συνθήκες για τη σχετική έγκριση από τις αρµόδιες αρχές.
Οι πυροσβεστικές αντλίες, 2 ή 3 σε αριθµό, πρέπει να είναι συγκεντρωµένες στον ίδιο χώρο και να έχουν κατάθλιψη σε κοινό διανοµέα.
Ειδικότερα:
- Εάν αυτές είναι 2, τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή σε νερό.
Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας τουλάχιστον παροχής και πίεσης και θεωρείται εφεδρική. Αυτή πρέπει να είναι εφοδιασµένη µε την απαραίτητη δεξαµενή καυσίµου για 8 ώρες, ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 100% εφεδρεία.
- Εάν αυτές είναι 3 τότε η αντλία της πρώτης ενεργοποίησης πρέπει να είναι ηλεκτροκίνητη ή αυτόνοµης κίνησης και να παρέχει το 50% της µέγιστης απαιτούµενης παροχής σε νερό. Η αντλία της δεύτερης ενεργοποίησης πρέπει να είναι αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης της ίδιας παροχής και πίεσης µε την πρώτη.
Οι παραπάνω 2 αντλίες εξασφαλίζουν, σε σύγχρονη παράλληλη λειτουργία, τη συνολική µέγιστη απαίτηση σε νερό. Η τρίτη πυροσβεστική αντλία, αυτόνοµης κίνησης µε µηχανή εσωτερικής καύσης επίσης, χαρακτηρίζεται σαν εφεδρική και έχει τις ίδιες τουλάχιστον προδιαγραφές σε παροχή και πίεση και µε τις δύο προηγούµενες.
∆εξαµενές καυσίµου για 8 ώρες και για τις 2 ντηζελοκίνητες αντλίες εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία του αντλιοστασίου από ενδεχόµενη ηλεκτρική διακοπή.
Το σύστηµα αυτό παρέχει 50% εφεδρεία.
Οι πιο κατάλληλες πυροσβεστικές αντλίες είναι φυγοκεντρικού τύπου µε πεπλατυσµένη χαρακτηριστική καµπύλη λειτουργίας. Οι πυροσβεστικές αντλίες πρέπει να έχουν δυνατότητα λειτουργίας µε κλειστή κατάθλιψη για αρκετό χρόνο χωρίς εκδήλωση ζηµιάς. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην επιλογή του συγκεκριµένου τύπου αντλίας και τρόπου εγκατάστασης µε βάση τα στοιχεία γενικής διάταξης και υπολογισµού.
Για το λόγο αυτό πρέπει να δηλώνεται ο τύπος της πυροσβεστικής αντλίας που θα χρησιµοποιηθεί και να εγκρίνεται από την αρµόδια αρχή.
Παροχή και πίεση σχεδιασµού των αντλιών:
Η παροχή σχεδιασµού προκύπτει από τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή πυρόσβεσης της εγκατάστασης (βλέπε κατωτέρω) και είναι ίση προς το 100% ή 50% ανάλογα, αν επιλέγεται αντίστοιχα σύστηµα 2 ή 3 αντλιών.
Η πίεση σχεδιασµού καθορίζεται κατόπιν υδραυλικών υπολογισµών έτσι ώστε, όταν το σύστηµα των αντλιών αποδίδει τη µέγιστη απαιτούµενη παροχή, οι πιέσεις σε όλα τα σηµεία του δικτύου διανοµής ακόµη και στα πιο αποµακρυσµένα να διατηρούνται στα απαραίτητα επίπεδα λειτουργίας.
Παίρνοντας υπόψη την απαιτούµενη πίεση λειτουργίας των διαφόρων εγκατεστηµένων συστηµάτων ή του φορητού εξοπλισµού πυρόσβεσης, προκύπτει σαν γενικός κανόνας, που ισχύει ακόµα και για τις πολύ µικρής έκτασης επίπεδες εγκαταστάσεις µε επαρκούς διαµέτρου δίκτυο διανοµής, ότι απαιτούνται αντλίες µε πίεση κατάθλιψης τουλάχιστον 8 BAR.
Σύστηµα ενεργοποίησης:
Οι αντλίες πυρόσβεσης µπορούν να ενεργοποιούνται µε διάφορους τρόπους, την απλούστερη περίπτωση της θέσης σε λειτουργία µέσα από το αντλιοστάσιο, τον τηλεχειρισµό µε τη βοήθεια ηλεκτρικής σύνδεσης από διάφορα επιλεγµένα αποµακρυσµένα σηµεία ελέγχου ως τέλος την πιο εξελειγµένη περίπτωση πλήρους αυτοµατοποίησης, οπότε η θέση σε λειτουργία γίνεται αυτόµατα µε το άνοιγµα των βανών ή κρουνών του δικτύου ή τέλος µε πιο περίπλοκα συστήµατα πυρανίχνευσης – πυρόσβεσης.
Καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή της µεθόδου ενεργοποίησης και τον καθορισµό των σχετικών λεπτοµερειών αποτελεί η δυνατότητα επίτευξης ενός ικανοποιητικού χρόνου αντίδρασης µεταξύ της χρονικής στιγµής που διαπιστώνεται κάποιο περιστατικό και της χρονικής στιγµής που το σύστηµα είναι σε θέση να αρχίσει να αποδίδει αξιόπιστα τις απαιτούµενες πιέσεις και παροχές.
Με την προϋπόθεση ότι η εγκατάσταση του αντλιοστασίου είναι σωστή, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ικανοποιητικές συνθήκες λειτουργίας των αντλιών, για τα συνηθισµένα µεγέθη εγκαταστάσεων (κατηγορίας Α και Β) θεωρείται επαρκής η εγκατάσταση ενός συστήµατος τηλεχειρισµού που συνδέει το αντλιοστάσιο µε όλα τα αποµακρυσµένα στρατηγικά σηµεία της εγκατάστασης.
Τα σηµεία αυτά µπορεί να είναι οι προσπελάσεις προσωπικού προς τα γεµιστήρια βυτιοφόρων, προς αντλιοστάσιο προϊόντων, προς δεξαµενές, προς προβλήτα, τα τυχόν φυλάκια κ.α.
Με την έγκριση των αρµοδίων αρχών για πολύ µικρές και συγκεντρωµένες εγκαταστάσεις, κατηγορίας Β, µπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση σε λειτουργία των αντλιών από το αντλιοστάσιο µόνο.
Για µεγάλες εγκαταστάσεις αποθηκευτικής ικανότητας πάνω από 70.000 µ3 είναι δυνατόν, εφόσον δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή για άλλους συγκεκριµένους λόγους για τους οποίους κατά την κρίση των αρµοδίων αρχών το σύστηµα τηλεχειρισµού δεν θεωρείται επαρκές, να απαιτείται η εγκατάσταση αυτοµατοποιηµένου συστήµατος ενεργοποίησης µέσω «αντλιών διατήρησης πίεσης» (Jockey Rumps) δηλαδή αντλιών µικρής παροχής που λειτουργώντας αυτόµατα διατηρούν το δίκτυο υπό πίεση (π.χ. 6-9 BARS) συνεχώς.
Οποιαδήποτε πτώση πιέσεως σηµειωθεί στο δίκτυο σε βαθµό που δεν µπορεί να αντισταθµιστεί από τη λειτουργία των αντλιών διατήρησης πίεσης (λ.χ. άνοιγµα βανών ή κρουνών) προκαλεί την αυτόµατη ενεργοποίηση των «κυρίων αντλιών». Ο όρος «κύριες αντλίες» χρησιµοποιείται εδώ για να γίνεται διάκριση µεταξύ αυτών και των αντλιών διατήρησης πίεσης.
Οι αντλίες προϊόντων ή άλλων χρήσεων σε καµία περίπτωση δε θα χρησιµοποιούνται σαν αντλίες πυρόσβεσης.
Το δίκτυο διανοµής είναι σύστηµα αγωγών που έχει υπολογισθεί υδραυλικά ώστε να µεταφέρει τις απαιτούµενες παροχές νερού στις διάφορες περιοχές.
Οι κεντρικοί αγωγοί, υπέργειοι ή υπόγειοι, πρέπει να είναι διαµέτρου επαρκούς για να αποδώσουν το απαιτούµενο νερό.
Εξωτερικά οι αγωγοί πρέπει να είναι προστατευµένοι είτε µε κατάλληλα χρώµατα για τα υπέργεια µέρη, είτε µε µονωτική ταινία για τα υπόγεια µέρη και κατάλληλη αντιδιαβρωτική προστασία.
Γενικά υπόγειο δίκτυο πρέπει να προβλεφθεί σε χώρους που υπάρχουν έντονες λειτουργικές δραστηριότητες (π.χ. Μονάδες κ.τ.λ.) και διελεύσεις δρόµων. Η υπόγεια ανάπτυξη εξασφαλίζει για τις περιοχές άνετη προσπέλαση και δυνατότητα πυροσβεστικής επέµβασης. Αντίθετα σε περιοχές δεξαµενών και άλλων εγκαταστάσεων οι υπέργειοι κλάδοι παρουσιάζουν το πλεονέκτηµα του συνεχούς οπτικού ελέγχου. Σοβαρός παράγοντας για την επιλογή είναι οι κλιµατολογικές συνθήκες.
Για ψυχρά κλίµατα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα συστήµατα αντιµετώπισης παγετού, θα πρέπει όλο το σύστηµα να είναι υπόγειο, σε βάθος 1-2 µέτρα, προκειµένου το χειµώνα να αποφευχθούν ρήξεις των αγωγών από το πάγωµα του νερού.
Το πυροσβεστικό δίκτυο πρέπει να είναι ορθογωνικής διάταξης (σχηµατισµός βρόγχων ή κυψελωτό) ή κατανοµής δένδρου µε κλάδους προς διάφορες περιοχές.
Η πρώτη διάταξη εξασφαλίζει παροχή εκ δύο αντιθέτων διευθύνσεων για κάθε σηµείο απόληψης και συνίσταται για τις µεγάλες εγκαταστάσεις, όπου τούτο είναι τεχνικά εφικτό.
Ανεξάρτητα από τον τύπο του δικτύου αυτό πρέπει να έχει βάνες αποµόνωσης, υπέργειες ή υπόγειες (σε φρεάτια) για την τοπική αποµόνωση των κλάδων και αγωγών βρόγχων σε έκτακτες περιπτώσεις ή για συντήρηση. Οι βάνες αυτές τύπου γλώσσας ή άλλου κατάλληλου τύπου χωρίς ανεπιθύµητες υδραυλικές αντιστάσεις πρέπει να µην απέχουν µεταξύ των υπερβολικά ώστε να αποφεύγονται αποµονώσεις µεγάλων τµηµάτων και παντελής έλλειψη νερού στην περιοχή. Επίσης η διάταξη των βανών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να µην αποκλείεται τελείως η υδροδότηση της περιοχής από το δίκτυο.
Για περιοχές µεγάλου κινδύνου ισχύει η γενική αρχή ότι η διάταξη του δικτύου πρέπει να είναι ορθογωνική.
Οι αγωγοί του πυροσβεστικού δικτύου απαγορεύεται να διέρχονται κάτω από τα κτίρια, αποθήκες, υποσταθµούς κ.λπ.
Ειδικά τα µέρη του δικτύου που διατρέχουν αποστάσεις και φέρουν τις υδρολήψεις πρέπει να είναι στο εσωτερικό µέρος των γραµµών των άλλων προϊόντων δηλ. προς την πλευρά του εσωτερικού δρόµου. Για πολύ ψυχρά κλίµατα πρέπει να προβλεφθούν συστήµατα εκκένωσης και αποστράγγισης των υπέργειων αγωγών.
Σηµεία εκτόνωσης υπό πίεση νερού για τον καθαρισµό των αγωγών πρέπει να προβλεφθούν.
Το υδροδοτικό σύστηµα πρέπει να είναι κατάλληλο ώστε να ικανοποιεί αποτελεσµατικά τις απαιτούµενες ανάγκες νερού στις διάφορες περιοχές. Αυτό γίνεται µε τις υδρολήψεις και τις διάφορες άλλες παροχές.
Αναλυτικά έχουµε:
- Παροχές προς εγκατεστηµένα µόνιµα ή ηµιµόνιµα αφροποιητικά συστήµατα.
- Παροχές προς συστήµατα νερού ψύξης δεξαµενών.
- Παροχές προς σταθερά κανόνια αφρού /νερού.
- Παροχές προς µόνιµα συστήµατα καταιωνισµού ή ψεκασµού.
- Υδρολήψεις για την τροφοδότηση ηµιµόνιµων συστηµάτων αφρού, κινητών κανονιών αφρού/νερού, αφρογεννητριών χειρός, ακροφυσίων εκτόξευσης νερού πυροσβεστικών αυτοκινήτων.
Οι χειροκίνητες βάνες τροφοδότησης των διαφόρων παροχών πρέπει να είναι υπέργειες σε απόσταση 15 µέτρων από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας.
Οι υδρολήψεις πρέπει να είναι ανεπτυγµένες περιφερειακά των υπό προστασία εγκαταστάσεων και να απέχουν περίπου 10-15 µέτρα από επικίνδυνη περιοχή ή τον προστατευόµενο εξοπλισµό και απαραίτητα εκτός της λεκάνης ασφαλείας. Αυτές πρέπει να τοποθετούνται πάντα στο άνω µέρος των αγωγών του πυροσβεστικού δικτύου για να αποφεύγονται οι αποφράξεις, σε εσωτερικό (προς την πλευρά των δρόµων) και προσιτό µέρος σε σχέση µε άλλους αγωγούς και σωληνώσεις, το ύψος από το έδαφος πρέπει να είναι περίπου 1 µέτρο.
Οι υδρολήψεις έχουν κρουνούς τυποποιηµένου µεγέθους 2 1/2'’.
Οι κρουνοί και βάνες των υδροληψιών πρέπει να φέρουν Ευρωπαϊκούς συνδέσµους τύπου STORZ αντιστοίχων διαστάσεων.
Κάθε εγκατάσταση πρέπει τελικά να διαθέτει ανά περιοχή τόσο αριθµό κύριων υδροληψιών ώστε να καλύπτεται η απαίτηση σε νερό από το 1/2 των υδρολήψεων που περικλείουν την περιοχή (γιατί η προσβολή θα γίνει µόνο από τη µια πλευρά του εξοπλισµού).
Για την εκτίµηση της απαίτησης σε νερό από βοηθητικές υδρολήψεις σε περιοχές που δεν συµπεριλαµβάνονται στο παραπάνω και ειδικά σε υπαίθριους χώρους όπου υπάρχουν αναφλέξιµα υλικά χρησιµοποιούνται µικρές υδρολήψεις παροχής τουλάχιστον 380 1/min.
(Ακτίνα κάλυψης 30 µ. και ελάχιστη πίεση 4,4 BAR).
Γενικά ικανοποιητικές αποστάσεις των κυρίων υδρολήψεων µεταξύ τους είναι περίπου 50 µέτρα µε µέγιστο 70 µέτρα.
Το υδροδοτικό σύστηµα µιας βιοµηχανίας ή περιοχής µε λειτουργίες που απαιτούν πυροσβεστική προστασία θεωρείται ο κύριος παράγοντας ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Σαν βάση υπολογισµού του υδροδοτικού συστήµατος θα ληφθεί υπόψη η επάρκεια του νερού για την ταυτόχρονη λειτουργία όλων των συστηµάτων πυροπροστασίας (αφροποιητικό, ψύξης, πυρόσβεσης) για την αντιµετώπιση της πλέον επικίνδυνης και δυσµενέστερης κατάστασης που είναι ενδεχόµενο να εκδηλωθεί στις εγκαταστάσεις, µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτή θα είναι µοναδική, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και δεύτερης κατάστασης στην ίδια ή διαφορετική περιοχή της εγκατάστασης.
Κάθε εγκατάσταση πρέπει να έχει:
- Τις ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες αφρογόνου για άµεση λειτουργία των αφροποιητικών µέσων της κάθε περιοχής, και
- Τα ελάχιστα απαιτούµενα αποθέµατα αφρογόνου
1. ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Για κάθε περιοχή της εγκατάστασης και κάθε αφροποιητικό µέσο που ανήκει στην περιοχή υπολογίζονται οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες αφρογόνου για άµεση και πλήρη αντιµετώπιση των πλέον επικινδύνων καταστάσεων που είναι ενδεχόµενα να εκδηλωθούν στην περιοχή µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι οι µοναδικές, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και άλλων παρόµοιων καταστάσεων στην ίδια περιοχή.
Σε κάθε εγκατάσταση αφού καθορισθούν για κάθε περιοχή και για κάθε είδος αφρογόνου που τυχόν χρησιµοποιείται (φλουροπρωτεΐνη, A.FFF, αλκοολικού τύπου) οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες για άµεση λειτουργία, αθροίζονται αυτές ανά τύπο αφρογόνου, πλην της περίπτωσης κεντρικού αφροποιητικού συστήµατος, οπότε λαµβάνεται υπ’ όψη η δυσµενέστερη περίπτωση.
Τα προκύπτοντα αυτά αθροίσµατα αποτελούν τις ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες άµεσης λειτουργίας της όλης εγκατάστασης σαν τύπο αφρογόνου.
2. ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΦΡΟΓΟΝΟΥ
Εκτός των ανωτέρω ποσοτήτων απαιτείται η ύπαρξη αποθεµάτων για κάθε χρησιµοποιούµενο τύπο αφρογόνου σε κατάλληλη συσκευασία (βαρέλια, δοχεία) φυλασσόµενα σε εύκολα προσιτούς αποθηκευτικούς χώρους (υπόστεγα ή αποθήκες).
Τα αποθέµατα αυτά ανέρχονται σε 100% των αντιστοίχων ελαχίστων ποσοτήτων άµεσης λειτουργίας.
Για κάθε περιοχή της εγκατάστασης και κάθε αφροποιητικό µέσο που ανήκει στην περιοχή υπολογίζονται οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες αφρογόνου για άµεση και πλήρη αντιµετώπιση των πλέον επικινδύνων καταστάσεων που είναι ενδεχόµενα να εκδηλωθούν στην περιοχή µε τη βασική προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι οι µοναδικές, δηλαδή δεν θα ληφθεί υπόψη η περίπτωση εµφάνισης ταυτόχρονα και άλλων παρόµοιων καταστάσεων στην ίδια περιοχή.
Σε κάθε εγκατάσταση αφού καθορισθούν για κάθε περιοχή και για κάθε είδος αφρογόνου που τυχόν χρησιµοποιείται (φλουροπρωτεΐνη, A.FFF, αλκοολικού τύπου) οι ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες για άµεση λειτουργία, αθροίζονται αυτές ανά τύπο αφρογόνου, πλην της περίπτωσης κεντρικού αφροποιητικού συστήµατος, οπότε λαµβάνεται υπ’ όψη η δυσµενέστερη περίπτωση.
Τα προκύπτοντα αυτά αθροίσµατα αποτελούν τις ελάχιστες απαιτούµενες ποσότητες άµεσης λειτουργίας της όλης εγκατάστασης σαν τύπο αφρογόνου.
Εκτός των ανωτέρω ποσοτήτων απαιτείται η ύπαρξη αποθεµάτων για κάθε χρησιµοποιούµενο τύπο αφρογόνου σε κατάλληλη συσκευασία (βαρέλια, δοχεία) φυλασσόµενα σε εύκολα προσιτούς αποθηκευτικούς χώρους (υπόστεγα ή αποθήκες).
Τα αποθέµατα αυτά ανέρχονται σε 100% των αντιστοίχων ελαχίστων ποσοτήτων άµεσης λειτουργίας.
1. ΓΕΝΙΚΑ
Οι πυροσβεστήρες πρέπει να καλύπτουν τις εθνικές ή διεθνείς προδιαγραφές κατασκευής και λειτουργίας και να είναι παραγωγής από αναγνωρισµένους οίκους του εσωτερικού ή του εξωτερικού.
Όλοι οι πυροσβεστήρες θα πρέπει να αναγράφουν σε κατάλληλη πινακίδα:
- Το είδος του πυροσβεστικού µέσου.
- Την ποσότητα του πυροσβεστικού µέσου.
- Το είδος των πυρκαγιών για τις οποίες είναι κατάλληλοι.
2. ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Η επιλογή των πυροσβεστήρων γίνεται από:
Πυροσβεστήρες νερού, σκόνης, αφρού, A.FFF, διοξείδιο του άνθρακα, HALON 1211 ή 1301 κ.τ.λ.
Χρησιµοποιούνται:
Για στερεά καύσιµα: Νερό, πυροσβεστήρες νερού.
Για υγρά καύσιµα σε δεξαµενές ή χυµένα σε επιφάνεια: Αφρός ή A.FFF.
Για µηχανολογικό εξοπλισµό: Σκόνη.
Για ηλεκτρικό εξοπλισµό: ∆ιοξείδιο του άνθρακα.
Για ηλεκτρονικό εξοπλισµό: HALON 1211 ή 1301.
∆εν αποκλείεται η χρήση και των άλλων τύπων πυροσβεστήρων για τα διάφορα καύσιµα, όµως πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι:
(α) Η σκόνη σβήνει τις φωτιές σε ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισµό αλλά ενδέχεται να καταστρέψει τις λεπτές επαφές και συνδέσεις.
(β) Το διοξείδιο του άνθρακα µε την εκτόνωση και ψύξη καταστρέφει τα τρανζίστορ, τις επαφές και συρµατώσεις στον ηλεκτρονικό εξοπλισµό δηµιουργώντας αποκοπές και αποκολλήσεις µε την απότοµη ψύξη.
(γ) Νερό και αφρός A.FFF απαγορεύονται σε ενεργά ηλεκτρικά φορτία.
3. ΜΕΓΕΘΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Οι διάφοροι φορητοί, τροχήλατοι ή ρυµουλκούµενοι πυροσβεστήρες πρέπει να είναι:
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΝΕΡΟΥ
Φορητοί των 6kgr και 12kgr.
Τροχήλατοι των 50kgr, 100kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΣΚΟΝΗΣ
Φορητοί των 3kgr, 6kgr, 12kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr.
Ρυµουλκούµενοι των 100kgr, 200kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ A.FFF
Φορητοί των 6kgr, και 12kgr
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ
Φορητοί των 3kgr, και 6kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr, 100kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ HALON
Φορητοί ή Τροχήλατοι των 3kgr, 6kgr, 50kgr, 100kgr.
Μπορούν να χρησιµοποιούνται και πυροσβεστήρες άλλων µεγεθών των παραπάνω τύπων, εφ’ όσον είναι αναγνωρισµένης προέλευσης.
Οι φορητοί πυροσβεστήρες πρέπει να είναι αναρτηµένοι σε εµφανή και προσιτά σηµεία και το ανώτατο µέρος του πυροσβεστήρα να είναι σε ύψος 1,5 µέτρο από το έδαφος.
Οι πυροσβεστήρες σε υπαίθριους χώρους θα πρέπει να έχουν προστατευτική θήκη οι φορητοί και προστατευτικά καλύµµατα των µηχανισµών λειτουργίας οι τροχήλατοι και οι ρυµουλκούµενοι.
Φορητός πυροσβεστήρας θεωρείται εκείνος του οποίου το συνολικό βάρος (γεµάτος πυροσβεστήρας) δεν υπερβαίνει τα 18,5KG.
4. ΙΣΟ∆ΥΝΑΜΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Όλοι οι πυροσβεστήρες ανάλογα µε τον τύπο, το µέγεθος και την καταλληλότητα για πυρόσβεση έχουν υπολογισθεί σε µονάδες ισοδυναµίας, όπως αυτές καθορίστηκαν από τα UL (UNTERWRITERS LABORATORIES, CANADA). Σαν βασική µονάδα είναι ο συντελεστής 1 από τον οποίο προκύπτουν τα πολλαπλάσια.
Συνήθως το κεφαλαίο γράµµα που ακολουθεί την ισοδυναµία κάθε πυροσβεστήρα ορίζει την κατηγορία του καυσίµου (πυρκαγιάς) που ισχύει η ισοδυναµία για πυρόσβεση (π.χ. πυροσβεστήρας µε ισοδυναµία 20.Β σηµαίνει 20 µονάδες ισοδυναµίας για υγρά καύσιµα).
Παρατηρήσεις:
- Για τις σκόνες ανάλογα µε την ποιότητα και την σύσταση αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των πυροσβεστήρων έχουµε µικρές αποκλίσεις ως προς τον βαθµό ισοδυναµίας των πυροσβεστήρων.
- Γενικά οι σκόνες δεν είναι κατάλληλες για στερεά καύσιµα Α΄ κατηγορίας και αέρια καύσιµα Γ΄ κατηγορίας. Σχετική καταλληλότητα για αέρια καύσιµα παρέχει µόνο ο τύπος σκόνης ΜΟΝΕΧ.
- Γενικά η χρησιµοποίηση πυροσβεστήρων µε µεγαλύτερη ισοδυναµία δεν µεταβάλλει τις προβλεπόµενες αποστάσεις, αυξάνει όµως την προστατευόµενη επιφάνεια, γιατί οι µεγαλύτεροι πυροσβεστήρες έχουν περισσότερη διάρκεια παροχής και µεγαλύτερο βέλος εκτόξευσης.
5. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
Οι βασικές αρχές ανάπτυξης είναι:
Οµοιόµορφη και συµµετρική κατανοµή.
Εύκολη προσέγγιση και ανεµπόδιστη προσπέλαση.
Ανάπτυξη πλησίον διαδρόµων, διόδων και κλιµάκων.
Ανάπτυξη κοντά σε πόρτες και διόδους διαφυγής.
Εύκολη ορατότητα.
Ανάπτυξη σε περιοχές προστατευόµενες από ενδεχόµενες ζηµιές.
Άµεση ετοιµότητα λειτουργίας.
Εξασφαλισµένη ετήσια συντήρηση και περιοδικός έλεγχος επιβεβαιούµενος µε αναρτηµένη κάρτα.
Για µικρούς χώρους εφ’ όσον αυτοί είναι µέσου ή µεγάλου κινδύνου χρειάζεται απαραίτητα η τοποθέτηση 1 πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου. Για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων σε πατώµατα ή υπερυψωµένες επιφάνειες θα χρειαστεί πρόσθετος αριθµός πυροσβεστήρων.
Α’ κατηγορίας:
Η απόσταση προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 23 µέτρα ή πυροσβεστήρας από πυροσβεστήρα 45 µέτρα.
Για εγκαταστάσεις µικρού κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 500 τετ. µετ.
Για εγκαταστάσεις µέσου κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 250 τετ. µετ.
Β. Για προστασία χώρων και περιοχών που υπάρχουν καύσιµα υγρά ή αέρια Β’ ή Γ’ κατηγορίας και ηλεκτρικός εξοπλισµός Ε’ κατηγορίας:
Πρέπει να εγκατασταθούν οι κατάλληλοι πυροσβεστήρες ανάλογα µε την κατηγορία του προϊόντος.
Σκόνης για µηχανολογικό εξοπλισµό.
Αφρός ή A.FFF για δεξαµενές και επιφάνειες.
∆ιοξειδίου του άνθρακα για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
HALON για ηλεκτρονικό εξοπλισµό.
Οι αποστάσεις προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 10 µέτρα ή 16 µέτρα για µεγαλύτερους.
Οι αντίστοιχες αποστάσεις µεταξύ τους να µην υπερβαίνουν τα 20 και 32 µέτρα.
Για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις απαιτούνται 2 πυροσβεστήρες CO2 των 6KG ανά 250 µέτρα.
Λεπτοµερώς η ανάπτυξη και η τοποθέτηση των πυροσβεστήρων γίνεται µε βάση τους ανωτέρω κανόνες, τους δύο πίνακες υπολογισµού των µονάδων ισοδυναµίας που ακολουθούν αµέσως πιο κάτω.
Ο πίνακας αυτός ισχύει γενικά για περιοχές που δεν υπάρχουν καύσιµα σε µεγάλες ανοιχτές δεξαµενές, αλλά σε λεπτό στρώµα, όπως είναι διαρροές εδάφους και λεπτές επιπλέουσες στιβάδες, επίσης σε ειδικές περιπτώσεις ισχύει και για τις πλωτής ή σταθερής οροφής δεξαµενές.
Σε εγκαταστάσεις µε µεγάλες ποσότητες καυσίµων σε δεξαµενές ανοιχτές σε αποστάσεις διατηρούνται οι ίδιες αλλά οι συντελεστές ισοδυναµίας αυξάνουν λαµβάνοντας υπόψη ότι ο συνολικός αριθµός ισοδυναµίας της περιοχής που θα προκύψει από τον παραπάνω πίνακα θα πρέπει να αυξηθεί κατά 20 µονάδες ισοδυναµίες (20Β) για κάθε 1 τετρ. Μέτρο ελεύθερης επιφάνειας καυσίµου που βρίσκεται στην µεγαλύτερη δεξαµενή.
Φανερό είναι ότι ο συνολικός βαθµός ισοδυναµίας για µια περιοχή µπορεί να καλυφθεί τόσο µε διάφορα µεγέθη πυροσβεστήρων όσο και µε διαφορετικούς τύπους πυροσβεστήρων, εφόσον αυτοί είναι κατάλληλοι για το είδος του καυσίµου της περιοχής.
Η διάταξη των πυροσβεστήρων ακολουθεί όλους τους παραπάνω κανόνες εφόσον αυτοί προβλέπονται για κύρια προστασία της περιοχής. Σε περιπτώσεις όπου το κύριο πυροσβεστικό µέσο είναι άλλου τύπου και έχει εγκατασταθεί στην περιοχή, τότε οι πυροσβεστήρες είναι απαραίτητοι σαν επικουρική προστασία. Αυτό συµβαίνει π.χ. σε δεξαµενές, σταθµούς φόρτωσης κλπ. Όπου υπάρχουν µόνιµα-πυροσβεστικά συστήµατα νερού ή αφρού. Αντίθετα σε αντλιοστάσια, µηχανολογικό εξοπλισµό κλπ. οι πυροσβεστήρες θεωρούνται το κύριο µέσο άµεσης προσβολής.
Οι αποστάσεις µεταξύ των πυροσβεστήρων που αναγράφονται στον πίνακα δεν αντιπροσωπεύουν ευθεία απόσταση αλλά πραγµατική και εξαρτώνται από τη διαρρύθµιση του χώρου και τα εµπόδια που υπάρχουν. Πρακτικά οι ευθείες αποστάσεις 2 Χ 10 = 20 µέτρα και 2
Χ 16 = 32 µέτρα µειώνονται στο 60% και είναι 12 µέτρα και 20 µέτρα αντίστοιχα.
Χώροι κλειστοί περιορισµένοι ανεξάρτητοι ή υπαίθριοι πολύ µικροί, της τάξης µέχρι 50 τετρ. µέτρα που δεν περιλαµβάνονται σε ευρύτερο προστατευόµενο χώρο πρέπει να έχουν απαραίτητα τουλάχιστον ένα πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου.
Για περιοχές διαφόρων κατηγοριών όπως χώροι µε µηχανολογικό εξοπλισµό, θερµές λειτουργίες, αποθήκες, επεξεργασίες, υγρά ή αέρια καύσιµα, ηλεκτρολογικό εξοπλισµό κλπ. αντιστοιχεί ένας ελάχιστος αριθµός πυροσβεστήρων που πρέπει να τοποθετηθεί ανεξάρτητα από την έκταση της εγκατάστασης.
Εποµένως η ανάπτυξη των πυροσβεστήρων γίνεται αφενός µε κάλυψη του ελάχιστου απαραίτητου αριθµού πυροσβεστήρων που πρέπει να υπάρχουν στην περιοχή έστω και αν αυτή είναι περιορισµένη και αφετέρου µε πρόσθετο αριθµό πυροσβεστήρων που αυξάνει ανάλογα µε τον βαθµό κινδύνου, το είδος της εγκατάστασης, τις αποστάσεις ανάπτυξης κλπ.
Ο άµεσος επόµενος ενδεικτικός πίνακας προσδιορίζει τη βάση ανάπτυξης των πυροσβεστήρων σε συγκεκριµένες περιπτώσεις.
∆ηλαδή ορίζεται ο ελάχιστος απαραίτητος αριθµός πυροσβεστήρων και αυξάνεται ανάλογα µε τις πρόσθετες µονάδες ισοδυναµίας.
6. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ ΣΕΙ ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Οι οδηγίες και πίνακες για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων που περιέχονται στο Κεφάλαιο 4.4.11.4. απευθύνονται σε περιοχές όπου οι πυροσβεστήρες αποτελούν το κύριο µέσο προστασίας. Όµως σε περιοχές όπως δεξαµενές µε τις λεκάνες ασφαλείας αυτών, σταθµοί
φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων οχηµάτων, προβλήτα κ.λπ. απαιτείται η ύπαρξη άλλων µόνιµων µέσων κύριας προστασίας και οι πυροσβεστήρες τοποθετούνται εκεί σαν επικουρική προστασία. Ειδικά για τις περιοχές αυτές ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
Α. ΠΕΡΙΟΧΗ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg σε κάθε δίοδο προσπέλασης του αναχώµατος ή τοιχείου της λεκάνης ασφαλείας.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg στο βανοστάσιο κάθε δεξαµενής σταθερής ή πλωτής οροφής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg στην πλατφόρµα εισόδου της οροφής κάθε δεξαµενής πλωτής οροφής.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας ξηράς σκόνης των 50kg για την προστασία των λεκανών των δεξαµενών εφ’ όσον δεν προβλέπονται συστήµατα πυροπροστασίας.
Β. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Ι. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης τροχήλατος των 50kg για κάθε 4 νησίδες (2-πλές θέσεις φόρτωσης).
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωση) σε γεµιστρήρια τα οποία δεν απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωσης) σε γεµιστήρια τα οποία απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού /νερού.
Στην περίπτωση ύπαρξης µιας µόνο νησίδας τοποθετούνται 2 πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg.
ΙΙ. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ισχύουν γενικά οι ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg που τοποθετούνται ένας σε κάθε πλευρά της σιδηροδροµικής γραµµής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία θέση εξυπηρετούµενων βαγονιών.
Οι αρµόδιες αρχές κατά την κρίση τους µπορούν να απαιτήσουν την επαύξηση του αριθµού των πυροσβεστήρων λαµβάνοντας υπόψη τους συγκεκριµένες κατά περίπτωση συνθήκες.
Γ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Ι. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Ι Ή ΙΙ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 200 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg για κάθε επιπλέον 200 τετρ. Μέτρα.
ΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΙΙΙ (ΜΕΣΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 400 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg είναι τρεις.
Για έκταση αντλιοστασίου πάνω από 400 τετρ. µέτρα προστίθεται ένας ακόµη πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε επιπλέον 400 τετρ. µέτρα.
ΙΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΚΤΑ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Μικτά είναι τα αντλιοστάσια που διακινούν προϊόντα κατηγοριών Ι ή ΙΙ µαζί µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ. Αυτά προστατεύονται µε πυροσβεστήρες όπως τα αντλιοστάσια κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
∆. ΠΡΟΒΛΗΤΕΣ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΕΩΝ
Ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων της περιοχής είναι:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης πλοίου.
Ο αριθµός των συνολικά αναπτυσσόµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12kg επαυξάνεται ανάλογα µε την επιφάνεια της προβλήτας σύµφωνα µε το σχετικό πίνακα του παραρτήµατος Κεφάλαιο 4.4.11.4. προσθέτοντας από ένα πυροσβεστήρα για κάθε 200 τετρ. Μέτρα.
Η επιλογή των πυροσβεστήρων γίνεται από:
Πυροσβεστήρες νερού, σκόνης, αφρού, A.FFF, διοξείδιο του άνθρακα, HALON 1211 ή 1301 κ.τ.λ.
Χρησιµοποιούνται:
Για στερεά καύσιµα: Νερό, πυροσβεστήρες νερού.
Για υγρά καύσιµα σε δεξαµενές ή χυµένα σε επιφάνεια: Αφρός ή A.FFF.
Για µηχανολογικό εξοπλισµό: Σκόνη.
Για ηλεκτρικό εξοπλισµό: ∆ιοξείδιο του άνθρακα.
Για ηλεκτρονικό εξοπλισµό: HALON 1211 ή 1301.
∆εν αποκλείεται η χρήση και των άλλων τύπων πυροσβεστήρων για τα διάφορα καύσιµα, όµως πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι:
(α) Η σκόνη σβήνει τις φωτιές σε ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό εξοπλισµό αλλά ενδέχεται να καταστρέψει τις λεπτές επαφές και συνδέσεις.
(β) Το διοξείδιο του άνθρακα µε την εκτόνωση και ψύξη καταστρέφει τα τρανζίστορ, τις επαφές και συρµατώσεις στον ηλεκτρονικό εξοπλισµό δηµιουργώντας αποκοπές και αποκολλήσεις µε την απότοµη ψύξη.
(γ) Νερό και αφρός A.FFF απαγορεύονται σε ενεργά ηλεκτρικά φορτία.
Οι διάφοροι φορητοί, τροχήλατοι ή ρυµουλκούµενοι πυροσβεστήρες πρέπει να είναι:
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΝΕΡΟΥ
Φορητοί των 6kgr και 12kgr.
Τροχήλατοι των 50kgr, 100kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΣΚΟΝΗΣ
Φορητοί των 3kgr, 6kgr, 12kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr.
Ρυµουλκούµενοι των 100kgr, 200kgr, 250kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ A.FFF
Φορητοί των 6kgr, και 12kgr
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ
Φορητοί των 3kgr, και 6kgr.
Τροχήλατοι των 25kgr, 50kgr, 100kgr.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ HALON
Φορητοί ή Τροχήλατοι των 3kgr, 6kgr, 50kgr, 100kgr.
Μπορούν να χρησιµοποιούνται και πυροσβεστήρες άλλων µεγεθών των παραπάνω τύπων, εφ’ όσον είναι αναγνωρισµένης προέλευσης.
Οι φορητοί πυροσβεστήρες πρέπει να είναι αναρτηµένοι σε εµφανή και προσιτά σηµεία και το ανώτατο µέρος του πυροσβεστήρα να είναι σε ύψος 1,5 µέτρο από το έδαφος.
Οι πυροσβεστήρες σε υπαίθριους χώρους θα πρέπει να έχουν προστατευτική θήκη οι φορητοί και προστατευτικά καλύµµατα των µηχανισµών λειτουργίας οι τροχήλατοι και οι ρυµουλκούµενοι.
Φορητός πυροσβεστήρας θεωρείται εκείνος του οποίου το συνολικό βάρος (γεµάτος πυροσβεστήρας) δεν υπερβαίνει τα 18,5KG.
Όλοι οι πυροσβεστήρες ανάλογα µε τον τύπο, το µέγεθος και την καταλληλότητα για πυρόσβεση έχουν υπολογισθεί σε µονάδες ισοδυναµίας, όπως αυτές καθορίστηκαν από τα UL (UNTERWRITERS LABORATORIES, CANADA). Σαν βασική µονάδα είναι ο συντελεστής 1 από τον οποίο προκύπτουν τα πολλαπλάσια.
Συνήθως το κεφαλαίο γράµµα που ακολουθεί την ισοδυναµία κάθε πυροσβεστήρα ορίζει την κατηγορία του καυσίµου (πυρκαγιάς) που ισχύει η ισοδυναµία για πυρόσβεση (π.χ. πυροσβεστήρας µε ισοδυναµία 20.Β σηµαίνει 20 µονάδες ισοδυναµίας για υγρά καύσιµα).
Παρατηρήσεις:
- Για τις σκόνες ανάλογα µε την ποιότητα και την σύσταση αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των πυροσβεστήρων έχουµε µικρές αποκλίσεις ως προς τον βαθµό ισοδυναµίας των πυροσβεστήρων.
- Γενικά οι σκόνες δεν είναι κατάλληλες για στερεά καύσιµα Α΄ κατηγορίας και αέρια καύσιµα Γ΄ κατηγορίας. Σχετική καταλληλότητα για αέρια καύσιµα παρέχει µόνο ο τύπος σκόνης ΜΟΝΕΧ.
- Γενικά η χρησιµοποίηση πυροσβεστήρων µε µεγαλύτερη ισοδυναµία δεν µεταβάλλει τις προβλεπόµενες αποστάσεις, αυξάνει όµως την προστατευόµενη επιφάνεια, γιατί οι µεγαλύτεροι πυροσβεστήρες έχουν περισσότερη διάρκεια παροχής και µεγαλύτερο βέλος εκτόξευσης.
Οι βασικές αρχές ανάπτυξης είναι:
Οµοιόµορφη και συµµετρική κατανοµή.
Εύκολη προσέγγιση και ανεµπόδιστη προσπέλαση.
Ανάπτυξη πλησίον διαδρόµων, διόδων και κλιµάκων.
Ανάπτυξη κοντά σε πόρτες και διόδους διαφυγής.
Εύκολη ορατότητα.
Ανάπτυξη σε περιοχές προστατευόµενες από ενδεχόµενες ζηµιές.
Άµεση ετοιµότητα λειτουργίας.
Εξασφαλισµένη ετήσια συντήρηση και περιοδικός έλεγχος επιβεβαιούµενος µε αναρτηµένη κάρτα.
Για µικρούς χώρους εφ’ όσον αυτοί είναι µέσου ή µεγάλου κινδύνου χρειάζεται απαραίτητα η τοποθέτηση 1 πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου. Για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων σε πατώµατα ή υπερυψωµένες επιφάνειες θα χρειαστεί πρόσθετος αριθµός πυροσβεστήρων.
Α’ κατηγορίας:
Η απόσταση προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 23 µέτρα ή πυροσβεστήρας από πυροσβεστήρα 45 µέτρα.
Για εγκαταστάσεις µικρού κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 500 τετ. µετ.
Για εγκαταστάσεις µέσου κινδύνου: 1 πυροσβεστήρας για 250 τετ. µετ.
Β. Για προστασία χώρων και περιοχών που υπάρχουν καύσιµα υγρά ή αέρια Β’ ή Γ’ κατηγορίας και ηλεκτρικός εξοπλισµός Ε’ κατηγορίας:
Πρέπει να εγκατασταθούν οι κατάλληλοι πυροσβεστήρες ανάλογα µε την κατηγορία του προϊόντος.
Σκόνης για µηχανολογικό εξοπλισµό.
Αφρός ή A.FFF για δεξαµενές και επιφάνειες.
∆ιοξειδίου του άνθρακα για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
HALON για ηλεκτρονικό εξοπλισµό.
Οι αποστάσεις προσέγγισης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 10 µέτρα ή 16 µέτρα για µεγαλύτερους.
Οι αντίστοιχες αποστάσεις µεταξύ τους να µην υπερβαίνουν τα 20 και 32 µέτρα.
Για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις απαιτούνται 2 πυροσβεστήρες CO2 των 6KG ανά 250 µέτρα.
Λεπτοµερώς η ανάπτυξη και η τοποθέτηση των πυροσβεστήρων γίνεται µε βάση τους ανωτέρω κανόνες, τους δύο πίνακες υπολογισµού των µονάδων ισοδυναµίας που ακολουθούν αµέσως πιο κάτω.
Ο πίνακας αυτός ισχύει γενικά για περιοχές που δεν υπάρχουν καύσιµα σε µεγάλες ανοιχτές δεξαµενές, αλλά σε λεπτό στρώµα, όπως είναι διαρροές εδάφους και λεπτές επιπλέουσες στιβάδες, επίσης σε ειδικές περιπτώσεις ισχύει και για τις πλωτής ή σταθερής οροφής δεξαµενές.
Σε εγκαταστάσεις µε µεγάλες ποσότητες καυσίµων σε δεξαµενές ανοιχτές σε αποστάσεις διατηρούνται οι ίδιες αλλά οι συντελεστές ισοδυναµίας αυξάνουν λαµβάνοντας υπόψη ότι ο συνολικός αριθµός ισοδυναµίας της περιοχής που θα προκύψει από τον παραπάνω πίνακα θα πρέπει να αυξηθεί κατά 20 µονάδες ισοδυναµίες (20Β) για κάθε 1 τετρ. Μέτρο ελεύθερης επιφάνειας καυσίµου που βρίσκεται στην µεγαλύτερη δεξαµενή.
Φανερό είναι ότι ο συνολικός βαθµός ισοδυναµίας για µια περιοχή µπορεί να καλυφθεί τόσο µε διάφορα µεγέθη πυροσβεστήρων όσο και µε διαφορετικούς τύπους πυροσβεστήρων, εφόσον αυτοί είναι κατάλληλοι για το είδος του καυσίµου της περιοχής.
Η διάταξη των πυροσβεστήρων ακολουθεί όλους τους παραπάνω κανόνες εφόσον αυτοί προβλέπονται για κύρια προστασία της περιοχής. Σε περιπτώσεις όπου το κύριο πυροσβεστικό µέσο είναι άλλου τύπου και έχει εγκατασταθεί στην περιοχή, τότε οι πυροσβεστήρες είναι απαραίτητοι σαν επικουρική προστασία. Αυτό συµβαίνει π.χ. σε δεξαµενές, σταθµούς φόρτωσης κλπ. Όπου υπάρχουν µόνιµα-πυροσβεστικά συστήµατα νερού ή αφρού. Αντίθετα σε αντλιοστάσια, µηχανολογικό εξοπλισµό κλπ. οι πυροσβεστήρες θεωρούνται το κύριο µέσο άµεσης προσβολής.
Οι αποστάσεις µεταξύ των πυροσβεστήρων που αναγράφονται στον πίνακα δεν αντιπροσωπεύουν ευθεία απόσταση αλλά πραγµατική και εξαρτώνται από τη διαρρύθµιση του χώρου και τα εµπόδια που υπάρχουν. Πρακτικά οι ευθείες αποστάσεις 2 Χ 10 = 20 µέτρα και 2
Χ 16 = 32 µέτρα µειώνονται στο 60% και είναι 12 µέτρα και 20 µέτρα αντίστοιχα.
Χώροι κλειστοί περιορισµένοι ανεξάρτητοι ή υπαίθριοι πολύ µικροί, της τάξης µέχρι 50 τετρ. µέτρα που δεν περιλαµβάνονται σε ευρύτερο προστατευόµενο χώρο πρέπει να έχουν απαραίτητα τουλάχιστον ένα πυροσβεστήρα κατάλληλου τύπου.
Για περιοχές διαφόρων κατηγοριών όπως χώροι µε µηχανολογικό εξοπλισµό, θερµές λειτουργίες, αποθήκες, επεξεργασίες, υγρά ή αέρια καύσιµα, ηλεκτρολογικό εξοπλισµό κλπ. αντιστοιχεί ένας ελάχιστος αριθµός πυροσβεστήρων που πρέπει να τοποθετηθεί ανεξάρτητα από την έκταση της εγκατάστασης.
Εποµένως η ανάπτυξη των πυροσβεστήρων γίνεται αφενός µε κάλυψη του ελάχιστου απαραίτητου αριθµού πυροσβεστήρων που πρέπει να υπάρχουν στην περιοχή έστω και αν αυτή είναι περιορισµένη και αφετέρου µε πρόσθετο αριθµό πυροσβεστήρων που αυξάνει ανάλογα µε τον βαθµό κινδύνου, το είδος της εγκατάστασης, τις αποστάσεις ανάπτυξης κλπ.
Ο άµεσος επόµενος ενδεικτικός πίνακας προσδιορίζει τη βάση ανάπτυξης των πυροσβεστήρων σε συγκεκριµένες περιπτώσεις.
∆ηλαδή ορίζεται ο ελάχιστος απαραίτητος αριθµός πυροσβεστήρων και αυξάνεται ανάλογα µε τις πρόσθετες µονάδες ισοδυναµίας.
ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ ΣΕΙ ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Οι οδηγίες και πίνακες για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων που περιέχονται στο Κεφάλαιο 4.4.11.4. απευθύνονται σε περιοχές όπου οι πυροσβεστήρες αποτελούν το κύριο µέσο προστασίας. Όµως σε περιοχές όπως δεξαµενές µε τις λεκάνες ασφαλείας αυτών, σταθµοί
φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων οχηµάτων, προβλήτα κ.λπ. απαιτείται η ύπαρξη άλλων µόνιµων µέσων κύριας προστασίας και οι πυροσβεστήρες τοποθετούνται εκεί σαν επικουρική προστασία. Ειδικά για τις περιοχές αυτές ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
Α. ΠΕΡΙΟΧΗ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg σε κάθε δίοδο προσπέλασης του αναχώµατος ή τοιχείου της λεκάνης ασφαλείας.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg στο βανοστάσιο κάθε δεξαµενής σταθερής ή πλωτής οροφής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg στην πλατφόρµα εισόδου της οροφής κάθε δεξαµενής πλωτής οροφής.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας ξηράς σκόνης των 50kg για την προστασία των λεκανών των δεξαµενών εφ’ όσον δεν προβλέπονται συστήµατα πυροπροστασίας.
Β. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Ι. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης τροχήλατος των 50kg για κάθε 4 νησίδες (2-πλές θέσεις φόρτωσης).
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωση) σε γεµιστρήρια τα οποία δεν απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωσης) σε γεµιστήρια τα οποία απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού /νερού.
Στην περίπτωση ύπαρξης µιας µόνο νησίδας τοποθετούνται 2 πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg.
ΙΙ. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ισχύουν γενικά οι ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg που τοποθετούνται ένας σε κάθε πλευρά της σιδηροδροµικής γραµµής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία θέση εξυπηρετούµενων βαγονιών.
Οι αρµόδιες αρχές κατά την κρίση τους µπορούν να απαιτήσουν την επαύξηση του αριθµού των πυροσβεστήρων λαµβάνοντας υπόψη τους συγκεκριµένες κατά περίπτωση συνθήκες.
Γ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Ι. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Ι Ή ΙΙ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 200 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg για κάθε επιπλέον 200 τετρ. Μέτρα.
ΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΙΙΙ (ΜΕΣΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 400 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg είναι τρεις.
Για έκταση αντλιοστασίου πάνω από 400 τετρ. µέτρα προστίθεται ένας ακόµη πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε επιπλέον 400 τετρ. µέτρα.
ΙΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΚΤΑ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Μικτά είναι τα αντλιοστάσια που διακινούν προϊόντα κατηγοριών Ι ή ΙΙ µαζί µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ. Αυτά προστατεύονται µε πυροσβεστήρες όπως τα αντλιοστάσια κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
∆. ΠΡΟΒΛΗΤΕΣ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΕΩΝ
Ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων της περιοχής είναι:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης πλοίου.
Ο αριθµός των συνολικά αναπτυσσόµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12kg επαυξάνεται ανάλογα µε την επιφάνεια της προβλήτας σύµφωνα µε το σχετικό πίνακα του παραρτήµατος Κεφάλαιο 4.4.11.4. προσθέτοντας από ένα πυροσβεστήρα για κάθε 200 τετρ. Μέτρα.
Οι οδηγίες και πίνακες για την ανάπτυξη των πυροσβεστήρων που περιέχονται στο Κεφάλαιο 4.4.11.4. απευθύνονται σε περιοχές όπου οι πυροσβεστήρες αποτελούν το κύριο µέσο προστασίας. Όµως σε περιοχές όπως δεξαµενές µε τις λεκάνες ασφαλείας αυτών, σταθµοί
φορτοεκφόρτωσης βυτιοφόρων οχηµάτων, προβλήτα κ.λπ. απαιτείται η ύπαρξη άλλων µόνιµων µέσων κύριας προστασίας και οι πυροσβεστήρες τοποθετούνται εκεί σαν επικουρική προστασία. Ειδικά για τις περιοχές αυτές ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
Α. ΠΕΡΙΟΧΗ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg σε κάθε δίοδο προσπέλασης του αναχώµατος ή τοιχείου της λεκάνης ασφαλείας.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg στο βανοστάσιο κάθε δεξαµενής σταθερής ή πλωτής οροφής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg στην πλατφόρµα εισόδου της οροφής κάθε δεξαµενής πλωτής οροφής.
Ένας τροχήλατος πυροσβεστήρας ξηράς σκόνης των 50kg για την προστασία των λεκανών των δεξαµενών εφ’ όσον δεν προβλέπονται συστήµατα πυροπροστασίας.
Β. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΗΣ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Ι. ΓΕΜΙΣΤΗΡΙΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης τροχήλατος των 50kg για κάθε 4 νησίδες (2-πλές θέσεις φόρτωσης).
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωση) σε γεµιστρήρια τα οποία δεν απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού/νερού.
Ένας πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε µία νησίδα (2-πλή θέση φόρτωσης) σε γεµιστήρια τα οποία απαιτείται να προστατεύονται µε µόνιµο σύστηµα κατάκλισης αφρού /νερού.
Στην περίπτωση ύπαρξης µιας µόνο νησίδας τοποθετούνται 2 πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg.
ΙΙ. ΣΤΑΘΜΟΙ ΦΟΡΤΩΣΗΣ ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ ΒΥΤΙΩΝ
Ισχύουν γενικά οι ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg που τοποθετούνται ένας σε κάθε πλευρά της σιδηροδροµικής γραµµής.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε µία θέση εξυπηρετούµενων βαγονιών.
Οι αρµόδιες αρχές κατά την κρίση τους µπορούν να απαιτήσουν την επαύξηση του αριθµού των πυροσβεστήρων λαµβάνοντας υπόψη τους συγκεκριµένες κατά περίπτωση συνθήκες.
Γ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Ι. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Ι Ή ΙΙ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 200 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg για κάθε επιπλέον 200 τετρ. Μέτρα.
ΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΙΙΙ (ΜΕΣΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Για έκταση αντλιοστασίου µέχρι 400 τετρ. µέτρα ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12 kg είναι τρεις.
Για έκταση αντλιοστασίου πάνω από 400 τετρ. µέτρα προστίθεται ένας ακόµη πυροσβεστήρας σκόνης των 12kg για κάθε επιπλέον 400 τετρ. µέτρα.
ΙΙΙ. ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΚΤΑ (ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ)
Μικτά είναι τα αντλιοστάσια που διακινούν προϊόντα κατηγοριών Ι ή ΙΙ µαζί µε προϊόντα κατηγορίας ΙΙΙ. Αυτά προστατεύονται µε πυροσβεστήρες όπως τα αντλιοστάσια κατηγορίας Ι ή ΙΙ.
∆. ΠΡΟΒΛΗΤΕΣ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΣΕΩΝ
Ο ελάχιστος αριθµός απαιτούµενων πυροσβεστήρων της περιοχής είναι:
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης τροχήλατοι των 50kg.
∆ύο πυροσβεστήρες σκόνης των 12kg για κάθε θέση φορτοεκφόρτωσης πλοίου.
Ο αριθµός των συνολικά αναπτυσσόµενων πυροσβεστήρων σκόνης των 12kg επαυξάνεται ανάλογα µε την επιφάνεια της προβλήτας σύµφωνα µε το σχετικό πίνακα του παραρτήµατος Κεφάλαιο 4.4.11.4. προσθέτοντας από ένα πυροσβεστήρα για κάθε 200 τετρ. Μέτρα.
Τα κτίρια των εγκαταστάσεων αποθήκευσης και διακίνησης καυσίµων ανάλογα µε τη χρήση τους χαρακτηρίζονται ως γραφεία, αίθουσες προσωπικού, αποθήκες, κτίρια λειτουργιών και διάφορα βοηθητικά κτίρια όπως ηλεκτροστάσια, λεβητοστάσια κ.λπ.
Γενικά για την πυροσβεστική προστασία των κτιρίων αυτών µπορεί να χρησιµοποιηθούν:
- Υδροδοτικό πυροσβεστικό σύστηµα µε τον απαιτούµενο φορητό εξοπλισµό.
- Πυροσβεστήρες κατάλληλων τύπων και µεγεθών
- Εργαλεία και µέσα ατοµικής προστασίας
- Συστήµατα καταιονισµού ή κατάκλισης
Οι απαιτήσεις οι οποίες τίθενται σχετικά είναι:
1. Υ∆ΡΟ∆ΟΤΙΚΟ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κάθε κτίριο συνολικής επιφάνειας των ορόφων άνω των 400 τετρ. µέτρων πρέπει να προστατεύεται µε µόνιµο υδροδοτικό σύστηµα.
Εποµένως το υδροδοτικό δίκτυο διανοµής της εγκατάστασης πρέπει να επεκτείνεται στις αντίστοιχες περιοχές ώστε να προστατεύει και τα ανωτέρω κτίρια που υπάρχουν στην εγκατάσταση και να καλύπτει ταυτόχρονα και τυχόν υπαίθριους χώρους που χρησιµοποιούνται για αποθήκευση προϊόντων και υλικών που µπορούν να αναφλεγούν ή να τροφοδοτήσουν µια πυρκαγιά. ∆ιαφορετικά απαιτείται η εγκατάσταση ιδιαίτερου υδροδοτικού πυροσβεστικού συστήµατος για κάθε µη προστατευόµενο κτίριο το οποίο θα εκπληρώνει και τις εξής προδιαγραφές:
Οι φωλιές πρέπει να αναπτυχθούν 1 για κάθε 300 τετρ. µέτρα και να µην είναι λιγότερες από 2.
Κάθε όροφος θα έχει 1 φωλιά για κάθε 300 τετρ. µέτρα.
Σε ειδικές περιπτώσεις οι αρµόδιες αρχές µπορεί να απαιτήσουν την ύπαρξη και ορισµένων αφρογεννητριών χειρός.
Το σύστηµα µπορεί να τροφοδοτείται από µία µόνο αντλία πυρόσβεσης που πρέπει να είναι ντηζελοκίνητη.
Απαιτείται η πρόβλεψη κατάλληλου συνδέσµου π.χ. 2 λήψεις των 2 1/2'’ STORZ για τη σύνδεση πυροσβεστικού αυτοκινήτου.
2. ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ
Βλ. Παράγραφο 4.4.11.
3. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Ανά 1500 τετρ. µέτρα συνολικής επιφάνειας ορόφων των εγκαταστάσεων πρέπει να υπάρχει σε επίκαιρη θέση, ειδικό ερµάριο, µέσα στο οποίο θα βρίσκονται:
- Ένας (1) λοστός διάρρηξης
- Ένας (1) πέλεκυς µεγάλος
- Ένα (1) φτυάρι
- Μία (1) δύσφλεκτη κουβέρτα διάσωσης
- Μία (1) αναπνευστική συσκευή µε πεπιεσµένο αέρα
- ∆ύο (2) ατοµικές προσωπίδες µε σειρά φίλτρων
- ∆ύο (2) προστατευτικά κράνη
Το ερµάριο πρέπει να βρίσκεται οπωσδήποτε στον εξωτερικό ως προς τα κτίρια χώρο.
4. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ
Η επιβολή τους προβλέπεται για τις εξής περιπτώσεις και υπόκειται στη δικαιοδοσία της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας:
Περιπτώσεις αποθηκών λόγω του είδους και της ποσότητας των αποθηκευµένων υλικών σε συνδυασµό µε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν.
Περιπτώσεις κτιρίων ιδιαίτερων λειτουργιών που λόγω της φύσης και της επικινδυνότητας των λειτουργιών αυτών απαιτούν ειδική προστασία (π.χ. Ηλεκτρικοί υποσταθµοί, χηµεία, αποθήκες, κ.τ.λ.).
∆ιάφορες άλλες ειδικές περιπτώσεις.
Α. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΥ
Τα συστήµατα καταιονισµού χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών ή και ανοικτών χώρων από τη φωτιά. Συνήθως αυτά είναι αποτελεσµατικά:
- Για στερεά καύσιµα (Κατηγορία Α)
- Για βαριά υγρά καύσιµα Κλάσης ΙΙ και ΙΙΙ (Κατηγορία Β)
- Για προστασία µηχανολογικού εξοπλισµού (Κατηγορία Β)
- Για προστασία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων (µετασχηµατιστές κ.λπ.) (Κατηγορία Ε)
- Για αποθήκες και αποθηκευτικούς χώρους (Κατηγορίες Α ή Β)
- Για εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης υγραερίου (Κατηγορία Γ)
- Για προστασία εξοπλισµού από έκθεση στη φωτιά
Ανάλογα µε το βαθµό επικινδυνότητας (οµάδα κινδύνου) και την έκταση και διάταξη του χώρου γίνεται ο υδραυλικός υπολογισµός του συστήµατος κατά τον ακόλουθε τρόπο:
Ι. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ ΑΚΡΟΦΥΣΙΩΝ (ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ SRRINGLERS)
Αυτά είναι ακροφύσια µε ειδικό µηχανισµό ή αµπούλα θερµικής ενεργοποίησης.
Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που βρίσκεται υπό πίεση νερού και ενεργοποιούνται στη θερµοκρασία των 70°C περίπου µε τοπική υπερθέρµανση. Ο αριθµός των ακροφυσίων που ενεργοποιούνται είναι περιορισµένος και καλύπτει µόνο την περιοχή που εκδηλώθηκε η υπερθέρµανση. Η εκροή γίνεται µε µορφή οµπρέλας ή σταγονιδίων. Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό ενδείκνυται για υλικά Κατηγορίας Α σε µικρού κινδύνου χώρους και έχει πάντοτε τοπική περιορισµένη εφαρµογή.
Στα πλεονεκτήµατα του περιλαµβάνονται η αυτόµατη θερµική ενεργοποίηση. Εφαρµόζεται σε αποθήκες και άλλους χώρους όπου δεν υπάρχει συχνή παρουσία προσωπικού.
ΙΙ. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΜΕ ΝΕΡΟ (ΣΥΣΤΗΜΑ DELUGE)
Αποτελείται από ακροφύσια ανοικτού τύπου µε ελεύθερη εκροή. Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που είναι αποµονωµένο µε βάνα και δεν βρίσκεται υπό πίεση νερού.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει είτε χειροκίνητα επί της κεντρικής βάνας είτε αυτόµατα εάν το σύστηµα συνδυάζεται µε κύκλωµα πυρανιχνευτών. Με την ενεργοποίηση τίθενται σε λειτουργία όλα µαζί τα ακροφύσια και κατακλύζεται πλήρως η περιοχή. Η εκροή γίνεται σε µορφή οµπρέλλας ή σταγονιδίων.
Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό επιβάλλεται για τις κατηγορίες υλικών Β και Γ σε χώρους όλων των βαθµών επικινδυνότητας.
Το σύστηµα αυτό συνίσταται για προστασία επικίνδυνων χώρων και πρέπει να συνδυάζεται µε αυτόµατη ενεργοποίηση από πυρανιχνευτές εάν δεν υπάρχει συνεχής παρουσία προσωπικού.
ΙΙΙ. ΤΡΟΠΟΣ ∆ΡΑΣΗΣ – ΠΑΡΟΧΕΣ
Τα συστήµατα καταιονισµού µπορούν να χρησιµοποιηθούν:
- Για κατάσβεση φωτιάς
- Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς
- Για προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς
Γενικά η παροχή νερού εξασφαλίζεται από:
- Κεντρικό υδροδοτικό σύστηµα
- Από δεξαµενή και αντλίες
- Από δεξαµενή σε επαρκές υψόµετρο
Τα συστήµατα των αυτοµάτων ακροφυσίων µπορούν να λειτουργήσουν µε πιέσεις 1,5 BAR και πάνω. Πάντως η πίεση των 5 BAR θεωρείται η πλέον κατάλληλη.
Τα συστήµατα κατάκλισης επειδή συγχρόνως ενεργοποιείται το σύνολο των εκτοξευτών απαιτούν µεγαλύτερες πιέσεις λειτουργίας, από 3 έως 8 BAR.
Ο χρόνος λειτουργίας γενικά των συστηµάτων καταιονισµού σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερος από 30 λεπτά µε όλα τα ακροφύσια του συστήµατος σε λειτουργία.
Σύστηµα επαρκές για την αποχέτευση και αποµάκρυνση του νερού είναι απαραίτητο.
Ο παρακάτω πίνακας καθορίζει τις παροχές και άλλα στοιχεία που απαιτούνται στα συστήµατα καταιονισµού ανάλογα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Έτσι έχουµε:
α. Για κατάσβεση στερεών καυσίµων, υγρών καυσίµων, υγραερίων, από 8,1 LIT/MIN/M2 έως 20,4 LIT/MIN/M2.
Η επιλογή γίνεται ανάλογα µε το καύσιµο και το βαθµό κινδύνου της εγκατάστασης.
β. Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς.
Σε χώρους όπου η ενδέχεται να υπάρχουν διαρροές καυσίµων σε δάπεδα και πιθανή ανάφλεξη, απαιτείται προστασία διαβροχής της τάξης των 20,4 LIT/MIN/M2.
γ. Προστασία από έκθεση (ισχύει σε µη µονωµένα δοχεία και εξοπλισµό).
Γενικά για δοχεία πίεσης 10,2 LIT/MIN/M2 της εκτιθέµενης επιφάνειας.
Για δοχεία πίεσης γενικά (κυλίνδρους και σφαίρες) εκτιθέµενη επιφάνεια θεωρείται το άνω ήµισυ του κυλίνδρου ή της σφαίρας.
Η απόσταση των ακροφυσίων από τον εξοπλισµό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3,7 µέτρα.
Για κατακόρυφες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια επίπεδης δέσµης σχήµατος ριπιδίου (Βεντάγιας).
Για οριζόντιες ή κεκλιµένες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια κωνικής δέσµης.
Σε µηχανολογικό εξοπλισµό όπου υπάρχουν επικίνδυνες ανθρωποθυρίδες, φλάντζες, βάνες κ.λπ. και υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη τοπική διάταξη ακροφυσίων (π.χ. σε εγκαταστάσεις διακίνησης υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων) ή επαρκής αριθµός φορητών µέσων.
Για δεξαµενές απαιτούνται για ψύξη της εκτιθέµενης επιφάνειας 4,1 LIT/MIN/M2 στη µισή παράπλευρη επιφάνεια ή 2 LIT/MIN/M2 σε όλη την παραπάνω επιφάνεια.
δ. Προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς.
Σε ορισµένες περιπτώσεις η ύπαρξη συστήµατος καταιονισµού θεωρείται απαραίτητη και προκειµένου να κρατηθούν χαµηλά οι θερµοκρασίες ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση τοπικής ανάφλεξης. Τα συστήµατα αυτά που πρέπει να είναι υπολογισµένα για την προστασία του χώρου απαιτούν ιδιαίτερο υπολογισµό ως προς τη χρονική λειτουργία.
Ο πίνακας αυτός και οι προτεινόµενες παροχές θα εφαρµόζεται εφ’ όσον επιλεγεί ως κατασβεστικό µέσο το νερό και όχι άλλα κατάλληλα συστήµατα καταιονισµού. Εξυπακούεται ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις εφαρµογής κατασβεστικού µέσου πρέπει να λαµβάνονται τα ενδεδειγµένα προληπτικά µέτρα προς αποφυγήν ατυχήµατος.
Β. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΧΩΡΩΝ
Τα συστήµατα κατάκλυσης προορίζονται για την προστασία κλειστών χώρων.
Μπορεί να είναι χειροκίνητης ενεργοποίησης της λειτουργίας τους ή αυτόµατης εφ’ όσον συνδυάζονται µε συστήµατα πυρανιχνευτών.
Θεωρούνται απαραίτητα για την προστασία χώρων που αποθηκεύουν ή διακινούν εύφλεκτα προϊόντα και χαρακτηρίζονται µεγάλου κινδύνου.
Η κατάκλιση µπορεί να γίνει:
- Με νερό
- Με αφρό
- Με διοξείδιο του άνθρακα
- Με HALON
- Με σκόνη
Ι. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΝΕΡΟ
Αυτή βασικά ακολουθεί τις αρχές λειτουργίας των συστηµάτων καταιονισµού. Αποβλέπει στην προστασία αποθηκών και κλειστών χώρων από ενδεχόµενες αναφλέξεις στερεών, υγρών και αερίων προϊόντων. Σύστηµα επαρκούς αποχέτευσης είναι απαραίτητο.
ΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΑΦΡΟ
Αυτή ακολουθεί τις βασικές αρχές λειτουργίας των αφροποιητικών συστηµάτων.
Η κατάκλυση του χώρου πρέπει να γίνει µε αφρό χαµηλής ή µέσης διόγκωσης εάν περιέχονται υγρά καύσιµα (Β Κατηγορίας) ή µε αφρό µεγάλης διόγκωσης εάν πρόκειται µε πιθανή ανάφλεξη υγραερίου ή φυσικού αερίου (Γ Κατηγορία).
Χρόνος λειτουργίας ελάχιστος: 30 λεπτά
Παροχή σε επίπεδη επιφάνεια: 4,1 λίτρα/λεπτό/µ2
Παροχή σε επιφάνεια µε εξοπλισµό (π.χ. γεµιστήρα κ.τ.λ.): 6,5 λίτρα/λεπτό/µ2
ΙΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (CO2)
Η προστασία χώρων µε διοξείδιο του άνθρακα απαιτείται σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, περιορισµένους χώρους υγρών καυσίµων (δεξαµενές, δεξαµενόπλοια, λεβητοστάσια κ.λπ.) και γενικά σε κλειστούς ή περιορισµένους ηµιυπαίθριους χώρους (ηλεκτρικοί υποσταθµοί, µετασχηµατιστές).
IV. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ HALON
Το HALON είναι κατάλληλο πυροσβεστικό µέσο προστασίας χώρων µε ηλεκτρονικό εξοπλισµό, αίθουσες ελέγχου, χηµεία, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
Για κατάκλυση ειδικά των περιορισµένων χώρων όπου παρευρίσκεται προσωπικό λειτουργίας χρησιµοποιείται υποχρεωτικά ο λιγότερο τοξικός τύπος HALON (HALON 1301).
V. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΣΚΟΝΗ
Τα µόνιµα συστήµατα πυρόσβεσης µε εκτόξευση σκόνης δεν υπάγονται κανονικά στα συστήµατα κατάκλυσης, συγκαταλέγονται όµως στο κεφάλαιο αυτό για να υπάρχει ολοκληρωµένη εικόνα για όλα τα µόνιµα συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών χώρων.
Αυτά πρέπει να υπολογίζονται σε εκτόξευση σκόνης από µόνιµα ακροφύσια µε τη βοήθεια συστοιχίας φιαλών αζώτου που αποτελεί το προωθητικό σύστηµα της σκόνης που περιέχεται σε κατάλληλο δοχείο.
Κάθε κτίριο συνολικής επιφάνειας των ορόφων άνω των 400 τετρ. µέτρων πρέπει να προστατεύεται µε µόνιµο υδροδοτικό σύστηµα.
Εποµένως το υδροδοτικό δίκτυο διανοµής της εγκατάστασης πρέπει να επεκτείνεται στις αντίστοιχες περιοχές ώστε να προστατεύει και τα ανωτέρω κτίρια που υπάρχουν στην εγκατάσταση και να καλύπτει ταυτόχρονα και τυχόν υπαίθριους χώρους που χρησιµοποιούνται για αποθήκευση προϊόντων και υλικών που µπορούν να αναφλεγούν ή να τροφοδοτήσουν µια πυρκαγιά. ∆ιαφορετικά απαιτείται η εγκατάσταση ιδιαίτερου υδροδοτικού πυροσβεστικού συστήµατος για κάθε µη προστατευόµενο κτίριο το οποίο θα εκπληρώνει και τις εξής προδιαγραφές:
Οι φωλιές πρέπει να αναπτυχθούν 1 για κάθε 300 τετρ. µέτρα και να µην είναι λιγότερες από 2.
Κάθε όροφος θα έχει 1 φωλιά για κάθε 300 τετρ. µέτρα.
Σε ειδικές περιπτώσεις οι αρµόδιες αρχές µπορεί να απαιτήσουν την ύπαρξη και ορισµένων αφρογεννητριών χειρός.
Το σύστηµα µπορεί να τροφοδοτείται από µία µόνο αντλία πυρόσβεσης που πρέπει να είναι ντηζελοκίνητη.
Απαιτείται η πρόβλεψη κατάλληλου συνδέσµου π.χ. 2 λήψεις των 2 1/2'’ STORZ για τη σύνδεση πυροσβεστικού αυτοκινήτου.
Βλ. Παράγραφο 4.4.11.
Ανά 1500 τετρ. µέτρα συνολικής επιφάνειας ορόφων των εγκαταστάσεων πρέπει να υπάρχει σε επίκαιρη θέση, ειδικό ερµάριο, µέσα στο οποίο θα βρίσκονται:
- Ένας (1) λοστός διάρρηξης
- Ένας (1) πέλεκυς µεγάλος
- Ένα (1) φτυάρι
- Μία (1) δύσφλεκτη κουβέρτα διάσωσης
- Μία (1) αναπνευστική συσκευή µε πεπιεσµένο αέρα
- ∆ύο (2) ατοµικές προσωπίδες µε σειρά φίλτρων
- ∆ύο (2) προστατευτικά κράνη
Το ερµάριο πρέπει να βρίσκεται οπωσδήποτε στον εξωτερικό ως προς τα κτίρια χώρο.
Η επιβολή τους προβλέπεται για τις εξής περιπτώσεις και υπόκειται στη δικαιοδοσία της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας:
Περιπτώσεις αποθηκών λόγω του είδους και της ποσότητας των αποθηκευµένων υλικών σε συνδυασµό µε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν.
Περιπτώσεις κτιρίων ιδιαίτερων λειτουργιών που λόγω της φύσης και της επικινδυνότητας των λειτουργιών αυτών απαιτούν ειδική προστασία (π.χ. Ηλεκτρικοί υποσταθµοί, χηµεία, αποθήκες, κ.τ.λ.).
∆ιάφορες άλλες ειδικές περιπτώσεις.
Α. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΥ
Τα συστήµατα καταιονισµού χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών ή και ανοικτών χώρων από τη φωτιά. Συνήθως αυτά είναι αποτελεσµατικά:
- Για στερεά καύσιµα (Κατηγορία Α)
- Για βαριά υγρά καύσιµα Κλάσης ΙΙ και ΙΙΙ (Κατηγορία Β)
- Για προστασία µηχανολογικού εξοπλισµού (Κατηγορία Β)
- Για προστασία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων (µετασχηµατιστές κ.λπ.) (Κατηγορία Ε)
- Για αποθήκες και αποθηκευτικούς χώρους (Κατηγορίες Α ή Β)
- Για εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης υγραερίου (Κατηγορία Γ)
- Για προστασία εξοπλισµού από έκθεση στη φωτιά
Ανάλογα µε το βαθµό επικινδυνότητας (οµάδα κινδύνου) και την έκταση και διάταξη του χώρου γίνεται ο υδραυλικός υπολογισµός του συστήµατος κατά τον ακόλουθε τρόπο:
Ι. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ ΑΚΡΟΦΥΣΙΩΝ (ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ SRRINGLERS)
Αυτά είναι ακροφύσια µε ειδικό µηχανισµό ή αµπούλα θερµικής ενεργοποίησης.
Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που βρίσκεται υπό πίεση νερού και ενεργοποιούνται στη θερµοκρασία των 70°C περίπου µε τοπική υπερθέρµανση. Ο αριθµός των ακροφυσίων που ενεργοποιούνται είναι περιορισµένος και καλύπτει µόνο την περιοχή που εκδηλώθηκε η υπερθέρµανση. Η εκροή γίνεται µε µορφή οµπρέλας ή σταγονιδίων. Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό ενδείκνυται για υλικά Κατηγορίας Α σε µικρού κινδύνου χώρους και έχει πάντοτε τοπική περιορισµένη εφαρµογή.
Στα πλεονεκτήµατα του περιλαµβάνονται η αυτόµατη θερµική ενεργοποίηση. Εφαρµόζεται σε αποθήκες και άλλους χώρους όπου δεν υπάρχει συχνή παρουσία προσωπικού.
ΙΙ. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΜΕ ΝΕΡΟ (ΣΥΣΤΗΜΑ DELUGE)
Αποτελείται από ακροφύσια ανοικτού τύπου µε ελεύθερη εκροή. Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που είναι αποµονωµένο µε βάνα και δεν βρίσκεται υπό πίεση νερού.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει είτε χειροκίνητα επί της κεντρικής βάνας είτε αυτόµατα εάν το σύστηµα συνδυάζεται µε κύκλωµα πυρανιχνευτών. Με την ενεργοποίηση τίθενται σε λειτουργία όλα µαζί τα ακροφύσια και κατακλύζεται πλήρως η περιοχή. Η εκροή γίνεται σε µορφή οµπρέλλας ή σταγονιδίων.
Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό επιβάλλεται για τις κατηγορίες υλικών Β και Γ σε χώρους όλων των βαθµών επικινδυνότητας.
Το σύστηµα αυτό συνίσταται για προστασία επικίνδυνων χώρων και πρέπει να συνδυάζεται µε αυτόµατη ενεργοποίηση από πυρανιχνευτές εάν δεν υπάρχει συνεχής παρουσία προσωπικού.
ΙΙΙ. ΤΡΟΠΟΣ ∆ΡΑΣΗΣ – ΠΑΡΟΧΕΣ
Τα συστήµατα καταιονισµού µπορούν να χρησιµοποιηθούν:
- Για κατάσβεση φωτιάς
- Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς
- Για προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς
Γενικά η παροχή νερού εξασφαλίζεται από:
- Κεντρικό υδροδοτικό σύστηµα
- Από δεξαµενή και αντλίες
- Από δεξαµενή σε επαρκές υψόµετρο
Τα συστήµατα των αυτοµάτων ακροφυσίων µπορούν να λειτουργήσουν µε πιέσεις 1,5 BAR και πάνω. Πάντως η πίεση των 5 BAR θεωρείται η πλέον κατάλληλη.
Τα συστήµατα κατάκλισης επειδή συγχρόνως ενεργοποιείται το σύνολο των εκτοξευτών απαιτούν µεγαλύτερες πιέσεις λειτουργίας, από 3 έως 8 BAR.
Ο χρόνος λειτουργίας γενικά των συστηµάτων καταιονισµού σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερος από 30 λεπτά µε όλα τα ακροφύσια του συστήµατος σε λειτουργία.
Σύστηµα επαρκές για την αποχέτευση και αποµάκρυνση του νερού είναι απαραίτητο.
Ο παρακάτω πίνακας καθορίζει τις παροχές και άλλα στοιχεία που απαιτούνται στα συστήµατα καταιονισµού ανάλογα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Έτσι έχουµε:
α. Για κατάσβεση στερεών καυσίµων, υγρών καυσίµων, υγραερίων, από 8,1 LIT/MIN/M2 έως 20,4 LIT/MIN/M2.
Η επιλογή γίνεται ανάλογα µε το καύσιµο και το βαθµό κινδύνου της εγκατάστασης.
β. Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς.
Σε χώρους όπου η ενδέχεται να υπάρχουν διαρροές καυσίµων σε δάπεδα και πιθανή ανάφλεξη, απαιτείται προστασία διαβροχής της τάξης των 20,4 LIT/MIN/M2.
γ. Προστασία από έκθεση (ισχύει σε µη µονωµένα δοχεία και εξοπλισµό).
Γενικά για δοχεία πίεσης 10,2 LIT/MIN/M2 της εκτιθέµενης επιφάνειας.
Για δοχεία πίεσης γενικά (κυλίνδρους και σφαίρες) εκτιθέµενη επιφάνεια θεωρείται το άνω ήµισυ του κυλίνδρου ή της σφαίρας.
Η απόσταση των ακροφυσίων από τον εξοπλισµό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3,7 µέτρα.
Για κατακόρυφες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια επίπεδης δέσµης σχήµατος ριπιδίου (Βεντάγιας).
Για οριζόντιες ή κεκλιµένες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια κωνικής δέσµης.
Σε µηχανολογικό εξοπλισµό όπου υπάρχουν επικίνδυνες ανθρωποθυρίδες, φλάντζες, βάνες κ.λπ. και υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη τοπική διάταξη ακροφυσίων (π.χ. σε εγκαταστάσεις διακίνησης υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων) ή επαρκής αριθµός φορητών µέσων.
Για δεξαµενές απαιτούνται για ψύξη της εκτιθέµενης επιφάνειας 4,1 LIT/MIN/M2 στη µισή παράπλευρη επιφάνεια ή 2 LIT/MIN/M2 σε όλη την παραπάνω επιφάνεια.
δ. Προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς.
Σε ορισµένες περιπτώσεις η ύπαρξη συστήµατος καταιονισµού θεωρείται απαραίτητη και προκειµένου να κρατηθούν χαµηλά οι θερµοκρασίες ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση τοπικής ανάφλεξης. Τα συστήµατα αυτά που πρέπει να είναι υπολογισµένα για την προστασία του χώρου απαιτούν ιδιαίτερο υπολογισµό ως προς τη χρονική λειτουργία.
Ο πίνακας αυτός και οι προτεινόµενες παροχές θα εφαρµόζεται εφ’ όσον επιλεγεί ως κατασβεστικό µέσο το νερό και όχι άλλα κατάλληλα συστήµατα καταιονισµού. Εξυπακούεται ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις εφαρµογής κατασβεστικού µέσου πρέπει να λαµβάνονται τα ενδεδειγµένα προληπτικά µέτρα προς αποφυγήν ατυχήµατος.
Β. ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΗΣ ΧΩΡΩΝ
Τα συστήµατα κατάκλυσης προορίζονται για την προστασία κλειστών χώρων.
Μπορεί να είναι χειροκίνητης ενεργοποίησης της λειτουργίας τους ή αυτόµατης εφ’ όσον συνδυάζονται µε συστήµατα πυρανιχνευτών.
Θεωρούνται απαραίτητα για την προστασία χώρων που αποθηκεύουν ή διακινούν εύφλεκτα προϊόντα και χαρακτηρίζονται µεγάλου κινδύνου.
Η κατάκλιση µπορεί να γίνει:
- Με νερό
- Με αφρό
- Με διοξείδιο του άνθρακα
- Με HALON
- Με σκόνη
Ι. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΝΕΡΟ
Αυτή βασικά ακολουθεί τις αρχές λειτουργίας των συστηµάτων καταιονισµού. Αποβλέπει στην προστασία αποθηκών και κλειστών χώρων από ενδεχόµενες αναφλέξεις στερεών, υγρών και αερίων προϊόντων. Σύστηµα επαρκούς αποχέτευσης είναι απαραίτητο.
ΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΑΦΡΟ
Αυτή ακολουθεί τις βασικές αρχές λειτουργίας των αφροποιητικών συστηµάτων.
Η κατάκλυση του χώρου πρέπει να γίνει µε αφρό χαµηλής ή µέσης διόγκωσης εάν περιέχονται υγρά καύσιµα (Β Κατηγορίας) ή µε αφρό µεγάλης διόγκωσης εάν πρόκειται µε πιθανή ανάφλεξη υγραερίου ή φυσικού αερίου (Γ Κατηγορία).
Χρόνος λειτουργίας ελάχιστος: 30 λεπτά
Παροχή σε επίπεδη επιφάνεια: 4,1 λίτρα/λεπτό/µ2
Παροχή σε επιφάνεια µε εξοπλισµό (π.χ. γεµιστήρα κ.τ.λ.): 6,5 λίτρα/λεπτό/µ2
ΙΙΙ. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (CO2)
Η προστασία χώρων µε διοξείδιο του άνθρακα απαιτείται σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, περιορισµένους χώρους υγρών καυσίµων (δεξαµενές, δεξαµενόπλοια, λεβητοστάσια κ.λπ.) και γενικά σε κλειστούς ή περιορισµένους ηµιυπαίθριους χώρους (ηλεκτρικοί υποσταθµοί, µετασχηµατιστές).
IV. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ HALON
Το HALON είναι κατάλληλο πυροσβεστικό µέσο προστασίας χώρων µε ηλεκτρονικό εξοπλισµό, αίθουσες ελέγχου, χηµεία, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
Για κατάκλυση ειδικά των περιορισµένων χώρων όπου παρευρίσκεται προσωπικό λειτουργίας χρησιµοποιείται υποχρεωτικά ο λιγότερο τοξικός τύπος HALON (HALON 1301).
V. ΚΑΤΑΚΛΥΣΗ ΜΕ ΣΚΟΝΗ
Τα µόνιµα συστήµατα πυρόσβεσης µε εκτόξευση σκόνης δεν υπάγονται κανονικά στα συστήµατα κατάκλυσης, συγκαταλέγονται όµως στο κεφάλαιο αυτό για να υπάρχει ολοκληρωµένη εικόνα για όλα τα µόνιµα συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών χώρων.
Αυτά πρέπει να υπολογίζονται σε εκτόξευση σκόνης από µόνιµα ακροφύσια µε τη βοήθεια συστοιχίας φιαλών αζώτου που αποτελεί το προωθητικό σύστηµα της σκόνης που περιέχεται σε κατάλληλο δοχείο.
Αυτά είναι ακροφύσια µε ειδικό µηχανισµό ή αµπούλα θερµικής ενεργοποίησης.
Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που βρίσκεται υπό πίεση νερού και ενεργοποιούνται στη θερµοκρασία των 70°C περίπου µε τοπική υπερθέρµανση. Ο αριθµός των ακροφυσίων που ενεργοποιούνται είναι περιορισµένος και καλύπτει µόνο την περιοχή που εκδηλώθηκε η υπερθέρµανση. Η εκροή γίνεται µε µορφή οµπρέλας ή σταγονιδίων. Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό ενδείκνυται για υλικά Κατηγορίας Α σε µικρού κινδύνου χώρους και έχει πάντοτε τοπική περιορισµένη εφαρµογή.
Στα πλεονεκτήµατα του περιλαµβάνονται η αυτόµατη θερµική ενεργοποίηση. Εφαρµόζεται σε αποθήκες και άλλους χώρους όπου δεν υπάρχει συχνή παρουσία προσωπικού.
Αποτελείται από ακροφύσια ανοικτού τύπου µε ελεύθερη εκροή. Τα ακροφύσια είναι προσαρµοσµένα σε δίκτυο που είναι αποµονωµένο µε βάνα και δεν βρίσκεται υπό πίεση νερού.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει είτε χειροκίνητα επί της κεντρικής βάνας είτε αυτόµατα εάν το σύστηµα συνδυάζεται µε κύκλωµα πυρανιχνευτών. Με την ενεργοποίηση τίθενται σε λειτουργία όλα µαζί τα ακροφύσια και κατακλύζεται πλήρως η περιοχή. Η εκροή γίνεται σε µορφή οµπρέλλας ή σταγονιδίων.
Ο τρόπος προστασίας µε το σύστηµα αυτό επιβάλλεται για τις κατηγορίες υλικών Β και Γ σε χώρους όλων των βαθµών επικινδυνότητας.
Το σύστηµα αυτό συνίσταται για προστασία επικίνδυνων χώρων και πρέπει να συνδυάζεται µε αυτόµατη ενεργοποίηση από πυρανιχνευτές εάν δεν υπάρχει συνεχής παρουσία προσωπικού.
Τα συστήµατα καταιονισµού µπορούν να χρησιµοποιηθούν:
- Για κατάσβεση φωτιάς
- Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς
- Για προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς
Γενικά η παροχή νερού εξασφαλίζεται από:
- Κεντρικό υδροδοτικό σύστηµα
- Από δεξαµενή και αντλίες
- Από δεξαµενή σε επαρκές υψόµετρο
Τα συστήµατα των αυτοµάτων ακροφυσίων µπορούν να λειτουργήσουν µε πιέσεις 1,5 BAR και πάνω. Πάντως η πίεση των 5 BAR θεωρείται η πλέον κατάλληλη.
Τα συστήµατα κατάκλισης επειδή συγχρόνως ενεργοποιείται το σύνολο των εκτοξευτών απαιτούν µεγαλύτερες πιέσεις λειτουργίας, από 3 έως 8 BAR.
Ο χρόνος λειτουργίας γενικά των συστηµάτων καταιονισµού σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερος από 30 λεπτά µε όλα τα ακροφύσια του συστήµατος σε λειτουργία.
Σύστηµα επαρκές για την αποχέτευση και αποµάκρυνση του νερού είναι απαραίτητο.
Ο παρακάτω πίνακας καθορίζει τις παροχές και άλλα στοιχεία που απαιτούνται στα συστήµατα καταιονισµού ανάλογα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Έτσι έχουµε:
α. Για κατάσβεση στερεών καυσίµων, υγρών καυσίµων, υγραερίων, από 8,1 LIT/MIN/M2 έως 20,4 LIT/MIN/M2.
Η επιλογή γίνεται ανάλογα µε το καύσιµο και το βαθµό κινδύνου της εγκατάστασης.
β. Για περιορισµό και έλεγχο της φωτιάς.
Σε χώρους όπου η ενδέχεται να υπάρχουν διαρροές καυσίµων σε δάπεδα και πιθανή ανάφλεξη, απαιτείται προστασία διαβροχής της τάξης των 20,4 LIT/MIN/M2.
γ. Προστασία από έκθεση (ισχύει σε µη µονωµένα δοχεία και εξοπλισµό).
Γενικά για δοχεία πίεσης 10,2 LIT/MIN/M2 της εκτιθέµενης επιφάνειας.
Για δοχεία πίεσης γενικά (κυλίνδρους και σφαίρες) εκτιθέµενη επιφάνεια θεωρείται το άνω ήµισυ του κυλίνδρου ή της σφαίρας.
Η απόσταση των ακροφυσίων από τον εξοπλισµό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3,7 µέτρα.
Για κατακόρυφες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια επίπεδης δέσµης σχήµατος ριπιδίου (Βεντάγιας).
Για οριζόντιες ή κεκλιµένες επιφάνειες απαιτούνται ακροφύσια κωνικής δέσµης.
Σε µηχανολογικό εξοπλισµό όπου υπάρχουν επικίνδυνες ανθρωποθυρίδες, φλάντζες, βάνες κ.λπ. και υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη τοπική διάταξη ακροφυσίων (π.χ. σε εγκαταστάσεις διακίνησης υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων) ή επαρκής αριθµός φορητών µέσων.
Για δεξαµενές απαιτούνται για ψύξη της εκτιθέµενης επιφάνειας 4,1 LIT/MIN/M2 στη µισή παράπλευρη επιφάνεια ή 2 LIT/MIN/M2 σε όλη την παραπάνω επιφάνεια.
δ. Προληπτική προστασία έναντι της φωτιάς.
Σε ορισµένες περιπτώσεις η ύπαρξη συστήµατος καταιονισµού θεωρείται απαραίτητη και προκειµένου να κρατηθούν χαµηλά οι θερµοκρασίες ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση τοπικής ανάφλεξης. Τα συστήµατα αυτά που πρέπει να είναι υπολογισµένα για την προστασία του χώρου απαιτούν ιδιαίτερο υπολογισµό ως προς τη χρονική λειτουργία.
Ο πίνακας αυτός και οι προτεινόµενες παροχές θα εφαρµόζεται εφ’ όσον επιλεγεί ως κατασβεστικό µέσο το νερό και όχι άλλα κατάλληλα συστήµατα καταιονισµού. Εξυπακούεται ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις εφαρµογής κατασβεστικού µέσου πρέπει να λαµβάνονται τα ενδεδειγµένα προληπτικά µέτρα προς αποφυγήν ατυχήµατος.
Αυτή βασικά ακολουθεί τις αρχές λειτουργίας των συστηµάτων καταιονισµού. Αποβλέπει στην προστασία αποθηκών και κλειστών χώρων από ενδεχόµενες αναφλέξεις στερεών, υγρών και αερίων προϊόντων. Σύστηµα επαρκούς αποχέτευσης είναι απαραίτητο.
Αυτή ακολουθεί τις βασικές αρχές λειτουργίας των αφροποιητικών συστηµάτων.
Η κατάκλυση του χώρου πρέπει να γίνει µε αφρό χαµηλής ή µέσης διόγκωσης εάν περιέχονται υγρά καύσιµα (Β Κατηγορίας) ή µε αφρό µεγάλης διόγκωσης εάν πρόκειται µε πιθανή ανάφλεξη υγραερίου ή φυσικού αερίου (Γ Κατηγορία).
Χρόνος λειτουργίας ελάχιστος: 30 λεπτά
Παροχή σε επίπεδη επιφάνεια: 4,1 λίτρα/λεπτό/µ2
Παροχή σε επιφάνεια µε εξοπλισµό (π.χ. γεµιστήρα κ.τ.λ.): 6,5 λίτρα/λεπτό/µ2
Η προστασία χώρων µε διοξείδιο του άνθρακα απαιτείται σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, περιορισµένους χώρους υγρών καυσίµων (δεξαµενές, δεξαµενόπλοια, λεβητοστάσια κ.λπ.) και γενικά σε κλειστούς ή περιορισµένους ηµιυπαίθριους χώρους (ηλεκτρικοί υποσταθµοί, µετασχηµατιστές).
Το HALON είναι κατάλληλο πυροσβεστικό µέσο προστασίας χώρων µε ηλεκτρονικό εξοπλισµό, αίθουσες ελέγχου, χηµεία, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
Για κατάκλυση ειδικά των περιορισµένων χώρων όπου παρευρίσκεται προσωπικό λειτουργίας χρησιµοποιείται υποχρεωτικά ο λιγότερο τοξικός τύπος HALON (HALON 1301).
Τα µόνιµα συστήµατα πυρόσβεσης µε εκτόξευση σκόνης δεν υπάγονται κανονικά στα συστήµατα κατάκλυσης, συγκαταλέγονται όµως στο κεφάλαιο αυτό για να υπάρχει ολοκληρωµένη εικόνα για όλα τα µόνιµα συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την προστασία κλειστών χώρων.
Αυτά πρέπει να υπολογίζονται σε εκτόξευση σκόνης από µόνιµα ακροφύσια µε τη βοήθεια συστοιχίας φιαλών αζώτου που αποτελεί το προωθητικό σύστηµα της σκόνης που περιέχεται σε κατάλληλο δοχείο.
Προϋπόθεση αποδοχής ενός τέτοιου συστήµατος:
1. Η περιορισµένη ποσότητα νερού.
2. Η ανάγκη τοποθέτησης συστήµατος πυροπροστασίας σε λειτουργούσα πλωτή δεξαµενή.
3. Απαραίτητα απαιτείται για την εγκατάσταση τέτοιου συστήµατος η έγκριση των αρµοδίων αρχών.
Ο συνδυασµός εγκατάστασης HALON µε αυτόµατη ενεργοποίηση παρέχει άµεση ανταπόκριση και τοπική κατάκλυση συντοµεύοντας δραστικά το χρόνο επέµβασης.
Για τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήµατος απαιτούνται:
1. ∆οχεία HALON επί της οροφής διατηρούµενα σε σταθερή πίεση µε Ν2
2. Σύστηµα σωληνώσεων και αγωγών
3. Ακροφύσια εκροής σωστά αναπτυγµένα κατά µήκος των αγωγών.
Η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει, είτε µέσω πυρανιχνευτών είτε µέσω ακροφυσίων που φέρουν αµπούλες θερµικής ρήξης.
Και στις δύο περιπτώσεις σήµα ένδειξης της ενεργοποίησης είναι απαραίτητο.
Τα πλεονεκτήµατα αυτού του συστήµατος είναι:
- Απλή και εύκολη κατασκευή
- Αυτόµατη ενεργοποίηση
- Τοπική εφαρµογή χωρίς ολοκληρωµένη ενεργοποίηση του συστήµατος.
- Εύκολη τοποθέτηση ακόµη και σε λειτουργούσες δεξαµενές.
Κάθε αυτόνοµη συσκευή µπορεί να καλύψει ανάπτυγµα στεφάνης µήκους µέχρι 40 µέτρα.
Ο µηχανολογικός εξοπλισµός και ο τρόπος εγκατάστασης πρέπει να είναι σύµφωνος µε τις οδηγίες του κατασκευαστή, προκειµένου να επιτευχθεί η αρτιότητα της εγκατάστασης και να τύχει της έγκρισης της αρµόδιας αρχής.
Για κάθε αυτόνοµη συσκευή µεταφέρονται οι παρακάτω ενδείξεις στο κέντρο ελέγχου:
- Στάθµη δοχείου, συσκευής
- Πίεση δοχείου
- Ενδεικτικό ενεργοποίησης.
Η µέγιστη επιτρεπτή απόσταση ακροφυσίου από ακροφύσιο πρέπει να είναι µέχρι 2 µέτρα.
Η επιθυµητή θερµοκρασία ενεργοποίησης ρυθµίζεται µε τον κατάλληλο τύπο αµπούλας στα ακροφύσια. Έτσι έχουµε:
Κόκκινη αµπούλα 68°C
Κίτρινη αµπούλα 79°C
Πράσινη αµπούλα 93°C
Σε θερµές περιοχές πρέπει να χρησιµοποιείται η κίτρινη ή πράσινη αµπούλα.
Εφ’όσον τέτοια συστήµατα γίνουν αποδεκτά από τις αρµόδιες αρχές, πρέπει να επιβάλλεται περιοδικός έλεγχος για τυχόν ανάγκη πλήρωσης των δοχείων.
Η παροχή ενός εκάστου ακροφυσίου, η συνολική παροχή και η ποσότητα κάθε συσκευής και οι άλλες λεπτοµέρειες καθορίζονται από τον κατασκευαστή της συσκευής.
Γενικά η εφαρµογή του HALON γίνεται επί του ελαστικού δακτυλίου φραγής ακριβώς κάτω από τα µεταλλικά ελάσµατα καιρικής προστασίας. Λεπτοµέρειες για την εγκατάσταση στα σχετικά σχήµατα
Τεχνικά στοιχεία:
∆οχεία µονάδας περίπου 20-60 λίτρα
Πίεση λειτουργίας δοχείου 19 BAR.
Απόσταση διαδοχικών ακροφυσίων 2 µέτρα
∆ιάµετρος ακροφυσίου 5 χιλιοστά
∆ιάµετρος βάσης ακροφυσίου 3/4'’
Αγωγοί διανοµής 16 χιλιοστών, 20 χιλιοστών, 25 χιλιοστών διαµέτρου (Τύπος HALON 1211)
Η εγκατάσταση τέτοιου συστήµατος επιβάλλεται µόνον εφ’όσον δεν εξασφαλίζεται επάρκεια νερού.
α. Ο εξοπλισµός µε βοηθητικά εργαλεία και µέσα πρέπει να είναι όπως καθορίζεται στην παρ. 4.4.12.3. παραπάνω.
β. Είναι επίσης απαραίτητη η ύπαρξη:
- Μιας (1) τουλάχιστον αντιπυρικής στολής, σε εγκαταστάσεις µε χωρητικότητα µέχρι 7.000 µ3 και στους προβλήτες.
- ∆ύο (2) τουλάχιστον αντιπυρικών στολών σε µεγαλύτερες εγκαταστάσεις.
1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Όλες οι εγκαταστάσεις πρέπει να διαθέτουν άριστο εσωτερικό και εξωτερικό σύστηµα επικοινωνίας. Τα συστήµατα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν ασφαλή λειτουργία και άµεση επικοινωνία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, καθοριστικές παράµετροι για το είδος της εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας είναι το µέγεθος και ο βαθµός κινδύνου της εγκατάστασης.
Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η εγκατάσταση όσο µικρή και αν είναι υποχρεούται να έχει τουλάχιστον 2 ανεξάρτητες εξωτερικές γραµµές για άµεση επικοινωνία µέσω του Εθνικού τηλεφωνικού δικτύου.
Πίνακες ή καταστάσεις σε εµφανή µέρη δίπλα στα τηλέφωνα, πρέπει να αναγράφουν όλους τους απαραίτητους αριθµούς σε περιπτώσεις ανάγκης. Αυτοί είναι:
- Πυροσβεστική Υπηρεσία περιοχής
- Αστυνοµικές αρχές
- Σταθµός Α Βοηθειών της περιοχής
- Γειτονικές επιχειρήσεις
- Κατάλογος προσωπικού κινητοποίησης της επιχείρησης
Ορισµένες µεγάλες εγκαταστάσεις ενδέχεται να διαθέτουν και πρόσθετη εξωτερική επικοινωνία µέσω ασυρµάτου συστήµατος.
Β. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Για τις πολύ µικρές εγκαταστάσεις η εσωτερική επικοινωνία δεν είναι υποχρεωτική.
Για όλες τις εγκαταστάσεις κατηγορίας Α µε αριθµό δεξαµενών πάνω από δέκα (10) απαιτείται να υπάρχει κεντρικό εσωτερικό σύστηµα τηλεφωνικής επικοινωνίας κατάλληλα συνδεδεµένο µε το εξωτερικό εθνικό δίκτυο. Τοπικοί εσωτερικοί αριθµοί πρέπει να εξασφαλίζουν κλίση σε ορισµένους χώρους, περιοχές, κτίρια, κ.λπ. Στις προβλήτες που είναι αποµακρυσµένες από την υπόλοιπη εγκατάσταση, πρέπει να υπάρχει ενσύρµατη ή ασύρµατη επικοινωνία.
Οι παραπάνω απαιτήσεις θεωρούνται υποχρεωτικές για την ασφάλεια της επιχείρησης.
Προαιρετικά οι επιχειρήσεις ή τα Συγκροτήµατα µπορεί να διαθέτουν επί πλέον:
- Ασύρµατο εσωτερική επικοινωνία µε φορητούς ποµπούς/ δέκτες
- Εσωτερική επικοινωνία µε µαγνητικά τηλέφωνα
- Μεγαφωνικό εσωτερικό σύστηµα αναγγελιών
- Κωδικό σύστηµα για ειδικές κλήσεις
- Κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς ή έκτακτης κατάστασης τα συστήµατα εσωτερικής και εξωτερικής κλήσης πρέπει να έχουν απόλυτη προτεραιότητα κλήσεις που έχουν σχέση µε το περιστατικό.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ
Ανάγκη ύπαρξης κεντρικού συστήµατος συναγερµού, όπως στη συνέχεια περιγράφεται, σε µια εγκατάσταση εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που την χαρακτηρίζουν όπως:
-Έκταση και µέγεθος της εγκατάστασης
-Απόσταση των πλέον αποµακρυσµένων σηµείων της ίδιας εγκατάστασης
-Αριθµός προσωπικού και κατανοµή σε βάρδιες και σε περιοχές
-Βαθµός εξοπλισµού µε πρόσθετα (πέραν των ελάχιστων απαιτούµενων) µέσα εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας
-Ειδικές συνθήκες και αποστάσεις γειτνίασης
Ένα πλήρες σύστηµα κεντρικού συναγερµού βασικά πρέπει να περιλαµβάνει:
-Μια ή ενδεχόµενα περισσότερες συνεργαζόµενες κεντρικές σειρήνες παράλληλων χαρακτηριστικών και σε κατάλληλη διάταξη ώστε να κάθεται πλήρως η εγκατάσταση και η ευρύτερη περιοχή που ενδιαφέρει.
-Αριθµό κοµβίων συναγερµού σε κατάλληλη διάταξη µε µέγιστη απόσταση προσέγγισης 60 µέτρα ή µεταξύ τους απόσταση 120 µέτρα.
-Ανεξάρτητη γραµµή ηλεκτρικής τροφοδότησης από το γενικό πίνακα ηλεκτρικής διανοµής της εγκατάστασης. Για τη λειτουργία και σε περίπτωση διακοπής προβλέπεται η αυτόµατη εφεδρική τροφοδότηση µε συσσωρευτές.
Οι αρµόδιες αρχές καθορίζουν λαµβανοµένων υπόψη των διαφόρων παραγόντων και συνθηκών την υποχρέωση ή όχι της εγκατάστασης ενός τέτοιου κεντρικού συστήµατος συναγερµού και την εµβέλειά του (ελάχιστη απαιτούµενη ένταση σε DECIBEL σε καθορισµένη ελάχιστη απόσταση 60 DB σε 3 χιλιόµετρα µε αντίθετο άνεµο) κ.λπ. προδιαγραφές για διάφορες εγκαταστάσεις.
Σε περίπτωση που η εγκατάσταση κεντρικού συστήµατος µεγάλης εµβέλειας όπως το ανωτέρω δεν κρίνεται αναγκαία από τις αρµόδιες αρχές, παραµένει η υποχρέωση του εφοδιασµού της εγκατάστασης µε σύστηµα τοπικού συναγερµού που µε ηχητικά µέσα µικρότερης εµβέλειας δηλαδή µικρές σειρήνες και βοµβητές καλύπτει επαρκώς την έκταση της εγκατάστασης. Η εφεδρική ηλεκτρική τροφοδότηση είναι και τότε υποχρεωτική.
Βασική προϋπόθεση είναι η κανονική συντήρηση και δοκιµή λειτουργίας του οποιουδήποτε συστήµατος τελικά επιλέγεται µαζί µε όλα τα υπόλοιπα πυροσβεστικά µέσα.
Τα κοµβία συναγερµού τοποθετούνται ως εξής:
Ορισµένα επιλεγµένα στρατηγικά σηµεία των υπαίθριων περιοχών της εγκατάστασης όπως προσπελάσεις προσωπικού προς γεµιστήρια, αντλιοστάσια, δεξαµενές, προβλήτα, τυχόν φυλάκια αλλά και εισόδους, διαδρόµους κ.λπ. κλιµακοστάσια των κτιρίων της εγκατάστασης.
Πρέπει η τοποθέτηση να γίνεται στην ίδια θέση των κοµβίων τηλεχειρισµού των πυροσβεστικών αντλιών µε τα αντίστοιχα του συναγερµού στο βαθµό που προσεγγίζουν µεταξύ τους σε εγκαταστάσεις µε σύστηµα τηλεχειρισµού του συστήµατος των αντλιών.
Ύψος τοποθέτησης από το δάπεδο 1,10 έως 1,40 µέτρα και σε τρόπο ώστε να είναι ευδιάκριτα.
Οι προαναφερόµενες αποστάσεις προσέγγισης και µεταξύ τους (κοµβίο από κοµβίο) των 60 και 120 µέτρων, αντίστοιχα, ισχύουν για υπαίθριους χώρους και χώρους εκτός των κτιρίων.
Κάθε κτίριο συνολικής επιφάνειας όλων των ορόφων µεγαλύτερης των 900 τετρ. µέτρων πρέπει να έχει ανεξάρτητα κοµβία συναγερµού, ένα τουλάχιστον για κάθε όροφο.
Κάθε κτίριο καλυπτόµενης επιφάνειας από 400 έως 900 τετρ. µέτρα πρέπει να έχει ανεξάρτητα κοµβία συναγερµού, ένα στο ισόγειο και στη συνέχεια ένα ανά δύο ορόφους.
Τα διάφορα τεχνικά χαρακτηριστικά στοιχεία σειρήνας περιέχονται ενδεικτικά για κάποιο συγκεκριµένο τύπο σειρήνας στο επόµενο ∆ιάγραµµα / Πίνακα.
Πέρα από τη βασική µορφή που περιγράφηκε πιο πάνω, το κεντρικό σύστηµα συναγερµού µπορεί να επεκταθεί µε πρόσθετα στοιχεία εξοπλισµού και αντίστοιχες δυνατότητες όπως:
- Πίνακες ένδειξης της θέσης ενεργοποίησης.
- Συστήµατα πυρανίχνευσης για αυτόµατη ενεργοποίηση του συναγερµού.
4.4.16 Πυρανίχνευση - Εφαρμογή
Κατάλληλα ανιχνευτικά συστήµατα, όπως περιγράφονται στο παράρτηµα ΙΙΙ, επιβάλλεται να τοποθετούνται στους παρακάτω χώρους:
- Χηµεία, εργαστήρια, αποθήκες ευφλέκτων, γραφεία κ.λπ. εφ’ όσον αυτά βρίσκονται σε εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου και σε αποστάσεις µικρότερες από 7,5 µέτρα από δεξαµενές, αντλιοστάσια, γεµιστήρια και άλλους χώρους διακίνησης πετρελαιοειδών.
- Ηλεκτρικοί υποσταθµοί, θερµικοί σταθµοί, λεβητοστάσια, εφ’ όσον βρίσκονται σε εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου ή χρησιµοποιούν υψηλή τάση και ο χώρος δεν επιτηρείται συνεχώς, αλλά ενδεχόµενα και σε εγκαταστάσεις µέσου κινδύνου.
- Σε αίθουσες ελέγχου, αίθουσες ηλεκτρονικού εξοπλισµού, χώρους καλωδιώσεων και ηλεκτρικού εξοπλισµού, εφ’ όσον αυτοί βρίσκονται σε ζώνες υψηλού κινδύνου ή γειτνιάζουν µε περιοχές που χρησιµοποιούν υψηλή τάση.
- Σε µετασχηµατιστές υψηλής τάσης, κλειστών ή υπαίθριων χώρων (τάση 6300 V και άνω)
- Σε δεξαµενές πλωτής οροφής για την έγκαιρη ειδοποίηση
- Σε στεγασµένα αντλιοστάσια διακίνησης καυσίµων κατηγορίας Ι ή ΙΙ, κλειστού τύπου ή υποβαθµισµένου δαπέδου.
- Στις κλειστές αποθήκες που περιέχουν εκρηκτικά, εύφλεκτα ή εξόχως εύφλεκτα υλικά.
Εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων χωρητικότητας άνω των 150.000 µ3 υποχρεούνται να διαθέτουν κατάλληλο πυροσβεστικό όχηµα εκτόξευσης νερού – αφρού ή σκόνης ή αφρού υψηλής διαστολής.
Εγκαταστάσεις άνω των 250.000 µ3 υποχρεούνται να διαθέτουν δύο (2) οχήµατα του παραπάνω τύπου.
1.1. ΠΗΓΕΣ ΑΝΑΦΛΕΞΗΣ
Οι κύριες πηγές ανάφλεξης, που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη σ’ένα αποτελεσµατικό πρόγραµµα πυροπροστασίας καθώς και στον προσδιορισµό των προληπτικών µέτρων πυροπροστασίας, είναι:
1. Ηλεκτροσυγκολλήσεις
2. Σφυρηλάτηση, αµµοβολή, σκάψιµο κόψιµο και τα παρόµοια
3. Θερµές γραµµές και επιφάνειες
4. Εξώθερµη αντίδραση θερµίτη σε µέταλλα µε αλουµινόχρωµα
5. Πυροφορικές ενώσεις θειούχου σιδήρου
6. Θερµότητα και από τριβή
7. Στατικός ηλεκτρισµός
8. Σπινθήρες από ηλεκτρολογικό εξοπλισµό
9. Κεραυνοί
10. Αυταναφλέξεις
11. Καταλυτική επίδραση των αναγεννηµένων ή φρέσκων µεταλλικών επιφανειών
12. Μείγµατα υδρογονανθράκων κάτω από αναλογίες εκρηκτικότητας
13. Κάπνισµα και χρήση σπίρτων ή άλλων εξαρτηµάτων παραγωγής φλόγας σε επικίνδυνες περιοχές.
1.2. ΟΜΑ∆ΕΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ
ΟΜΑ∆Α ΜΙΚΡΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ (α)
Χώροι όπου υπάρχουν µικρές ποσότητες στερεών υγρών καυσίµων, π.χ. γραφεία, σχολεία, εκκλησίες, αίθουσες συγκέντρωσης, τηλεφωνικά κέντρα κ.τ.λ. Χαρακτηριστικά στοιχεία: α
ΟΜΑ∆Α ΜΕΣΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ (β)
Χώροι όπου υπάρχουν σε κάποια σηµαντική ποσότητα καύσιµα στερεά ή υγρά, π.χ. µεγάλες εµπορικές αποθήκες και εκθέσεις, συνεργεία αυτοκινήτων, γκαράζ, βιοτεχνίες, συνεργεία κ.τ.λ., µε την προϋπόθεση ότι τα παραπάνω δεν χαρακτηρίζονται σαν µεγάλου κινδύνου.
Χαρακτηριστικό στοιχείο: β.
ΟΜΑ∆Α ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ (γ)
Χώροι και περιοχές όπου τα καύσιµα και τα εύφλεκτα προϊόντα υπάρχουν σε τέτοια ποσότητα, ώστε να είναι αυξηµένος ο κίνδυνος ανάφλεξης και να προβλέπεται περίπτωση µεγάλης πυρκαγιάς, π.χ. αεροδρόµια, αποθήκες καυσίµων, εργοστάσια ξυλείας, εργοστάσια εκρηκτικών, εµφιαλωτήρια, διυλιστήρια, χρωµατουργεία, χηµικές βιοµηχανικές, βιοµηχανίες πλαστικών κ.τ.λ. Χαρακτηριστικό στοιχείο: γ
1.3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ – ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Οι κατηγορίες των πυρκαγιών είναι οι ακόλουθες πέντε:
Κατηγορία Α: Στερεά συνηθισµένα καύσιµα, π.χ. ξύλα, χαρτιά, λάστιχα, υφάσµατα, πλαστικά κ.τ.λ.
Κατηγορία Β: Υγρά καύσιµα, π.χ. βενζίνες, πετρέλαια, λάδια, γράσσα, αλκοόλες κ.τ.λ.
Κατηγορία Γ ή C: Αέρια καύσιµα, π.χ. υγραέριο, φυσικό αέριο, µεθάνιο, προπάνιο, βουτάνιο, υδρογόνο κ.τ.λ.
Κατηγορία ∆ ή D: Μέταλλα και χηµικές ενώσεις που καίγονται, π.χ. µαγνήσιο, τιτάνιο, κάλιο, θειούχος σίδηρος, θειάφι κ.τ.λ.
Κατηγορία Ε: Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισµός π.χ. κινητήρες, µετασχηµατιστές, πίνακες οργάνων κ.τ.λ.
Οι εγκαταστάσεις διακρίνονται στις ίδιες παραπάνω κατηγορίες, ανάλογα µε το αν επεξεργάζονται, παράγουν ή διακινούν αντίστοιχα πρώτες ύλες και προϊόντα στερεά, υγρά, αέρια, µέταλλα ή χηµικά.
ΙΙ.1.ΝΕΡΟ
Το νερό είναι το κύριο πυροσβεστικό µέσο για την καταστολή πυρκαγιών σε στερεά καύσιµα.
Βασικά το νερό σβήνει τέτοιες πυρκαγιές µε την αφαίρεση της θερµότητας.
Το νερό αξιοποιείται σαν µέσο πυρόσβεσης και προστασίας µε τους παρακάτω τρόπους:
- Κύριο κατασβεστικό µέσο σε πυρκαγιές κατηγορίας Α.
- Κύριο συστατικό για την παραγωγή αφρών
- Ψυκτικό µέσο
- Κατασβεστικό µέσο πυρκαγιών κατηγορίας Β, σε µορφή ψεκασµού
- Υπό µορφή ατµού, εφόσον διατίθεται, για κατάκλιση και πυρόσβεση θαλάµων κλιβάνων, αντλιοστασίων και µηχανολογικών διαρροών.
Γενικά η επάρκεια νερού σε µια εγκατάσταση είναι κυρίως ο απαιτούµενος παράγοντας ασφάλειας του συγκροτήµατος, κατά τα ειδικώτερα αναφερόµενα στο κεφάλαιο για το υδροδοτικό σύστηµα του παρόντος Κανονισµού.
ΙΙ.2. ΣΚΟΝΕΣ
Οι σκόνες είναι άριστο πυροσβεστικό µέσο για φωτιές και πυρκαγιές σε µηχανολογικό εξοπλισµό, χωρίς να υστερούν σε κατασβεστική ικανότητα και στις υπόλοιπες περιπτώσεις ανάφλεξης και εκδήλωσης φωτιάς.
Η κατασβεστική ικανότητα των διαφόρων σκονών οφείλεται στην κατάπνιξη της φωτιάς µε τη θερµική διάσπαση και την αποβολή διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Γενικά, στις σκόνες προσθέτουν διάφορα πρόσθετα, µεταξύ των οποίων αντιυγροσκοπικές ουσίες και στέαρ 2% για να µην κολλάνε στις γραµµές και τους εκτοξευτήρες.
Οι χρησιµοποιούµενες σκόνες είναι:
- Σκόνη όξεινου ανθρακικού νατρίου (NaHCO3)
Περιορισµένης κατασβεστικής ικανότητας. Πολύ φθηνή. ∆εν είναι συµβατή µε τους διάφορους αφρούς.
- Σκόνη όξεινου ανθρακικού καλίου (ΚHCO3) ή µίγµατος KHCO3 + K2SO4
Ισχυρής κατασβεστικής ικανότητας. Με επεξεργασία µε σιλικόνη είναι απόλυτα συµβατή µε τους αφρούς.
- Σκόνη ιωδιούχου καλίου (KJ)
Πολύ ισχυρής κατασβεστικής ικανότητας. Αρκετά διαβρωτική. Είναι συµβατή µε τους διάφορους αφρούς.
- Σκόνη φωσφορώδους αµµωνίου ((NH4)H2RO3 ή (NH4)2HRO3)
Αυτή η σκόνη είναι γενικής χρήσης και χρησιµοποιείται για όλους τους τύπους πυρκαγιών µε καλό αποτέλεσµα. Είναι συµβατή µε αφρούς.
- Σκόνη χλωριούχου νατρίου (NaCL)
Είναι σκόνη για πυρκαγιές κατηγορίας ∆. Σβήνει φωτιές χηµικών ενώσεων και µετάλλων µε τον σχηµατισµό επικάλυψης µε τήγµα.
- Σκόνη ΜΟΝΕΧ µε βάση την ουρία
Είναι η άριστη σκόνη. Απόλυτα συµβατή µε τους αφρούς και αρκετά ακριβή. Είναι απόλυτα κατάλληλη και για φωτιές υγραερίων.
Η αλλαγή τύπου σκόνης στον πυροσβεστήρα και η τοποθέτηση ισχυρότερης, σε καµµιά περίπτωση δεν πρέπει να συνοδεύεται από µείωση του αριθµού των πυροσβεστήρων.
ΙΙ.3 ∆ΙΟΞΕΙ∆ΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ
Το διοξείδιο του άνθρακα ορίζεται σαν κατασβεστικό µέσο πυρκαγιών κατηγορίας Ε, δηλαδή για ηλεκτρικό εξοπλισµό, ηλεκτρονικό εξοπλισµό, χηµεία, σταθµούς ηλεκτροπαραγωγής, πλοία, ηλεκτρικούς υποσταθµούς και γενικά κλειστούς ή περιορισµένους χώρους.
Το CO2 εφαρµόζεται για κατάσβεση µε:
- Ολική κατάκλιση της περιοχής από κεντρικό σύστηµα.
- Τοπική εφαρµογή µε χρήση πυροσβεστήρων
- Βραδεία κατάκλιση της περιοχής από ειδική συσκευή.
Όταν στους προστατευόµενους χώρους µε συστήµατα κατάκλισης παρευρίσκεται ή ενδέχεται να παρευρεθεί προσωπικό, τότε απαιτούνται:
- Σήµα ηχητικής ειδοποίησης (τοπικός συναγερµός) για την ενεργοποίηση.
- Σήµα οπτικής ειδοποίησης µε φωτεινό περιστρεφόµενο φάρο ή ενδεικτική λυχνία, για την ενεργοποίηση.
- Ενεργοποίηση πινακίδων που επισηµαίνουν την κατάκλιση, αλλά και τις εξόδους διαφυγής.
- Προγραµµατισµένη καθυστέρηση τουλάχιστον 30 δευτερολέπτων µέχρι την ενεργοποίηση, για την αποµάκρυνση του προσωπικού.
- Εάν η αίθουσα είναι αεριζόµενη, αυτόµατο σύστηµα διακοπής του αερισµού και περιορισµού (κλείσιµου) των ανοιγµάτων.
- Οι φιάλες του CO2 πρέπει να εγκαθίστανται σε εξωτερικό χώρο προστατευµένο από τις καιρικές συνθήκες.
Γενικά, ο παραγόµενος όγκος του αερίου είναι 350 φορές µεγαλύτερος του όγκου του εξατµιζόµενου υγρού. Αυτό, φέρεται σε φιάλες (οβίδες), πάντα σε υγρή φάση, µε πίεση 55-60 BAR, ή σε πίεση 20BAR, αλλά σε ηµικατεψυγµένη κατάσταση (-20°C σε διπλότοιχα δοχεία).
Παράγοντες που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη είναι:
- Η ασφυκτική ιδιότητα που έχει σαν αδρανές αέριο.
- Η ισχυρή καταψυκτική ιδιότητα που έχει κατά την εκτόνωση και την διέλευση από αγωγούς.
Στοιχεία για τον υπολογισµό του συστήµατος κατάσβεσης δίνει ο παρακάτω πίνακας, σε συνδυασµό µε την ποσότητα του αερίου που θα αποδώσουν οι συστοιχίες των φιαλών CO2.
ΙΙ.4 HALON
Το HALON χρησιµοποιείται σαν πυροσβεστικό µέσο για τις λεπτές εγκαταστάσεις, τα λεπτά µηχανολογικά συστήµατα (αυτοκίνητα κ.τ.λ.) αλλά ιδιαίτερα για τον ηλεκτρονικό εξοπλισµό.
Οι πυροσβεστήρες HALON 1211 χρησιµοποιούνται άνετα σε υπαίθριους χώρους και µε προσοχή σε κλειστούς.
Στα συστήµατα κατάκλισης κλειστών χώρων χρησιµοποιείται HALON 1301.
Κωδικοποίηση των τύπων
Οι διάφοροι τύποι του HALON προέρχονται από την χηµική ένωση των απλών κεκορεσµένων υδρογονανθράκων:
µε τα πρώτα χηµικά στοιχεία των αλογόνων δηλαδή:
F = φθόριο, CI = χλώριο, Br = βρώµιο.
Η κωδικοποίηση γίνεται ανάλογα µε τα άτοµα των στοιχείων που απαρτίζουν το µόριο και µε τη παρακάτω σειρά:
1ος αριθµός = Αριθµός ατόµων του άνθρακα (C)
2ος αριθµός = Αριθµός ατόµων του φθορίου (F)
3ος αριθµός = Αριθµός ατόµων του χλωρίου (CI)
4ος αριθµός = Αριθµός ατόµων του βρωµίου (Br)
Τρόπος εφαρµογής
Το HALON χρησιµοποιείται για:
- Κατάκλυση κλειστών χώρων
- Προσβολή µε τοπική εκτόνωση
Τα µόνιµα συστήµατα για την προστασία χώρων όπου υπάρχει µόνιµη ή περιοδική παρουσία προσωπικού, πρέπει να περιλαµβάνουν:
- Σήµα ηχητικής και οπτικής προειδοποίησης µε την ενεργοποίηση.
- Ενεργοποίηση πινακίδων, που επισηµαίνουν την κατάκλιση αλλά και τις εξόδους διαφυγής.
- Προγραµµατισµένη καθυστέρηση τουλάχιστον 30 δευτερολέπτων µέχρι την ενεργοποίηση, για την αποµάκρυνση του προσωπικού.
Αυτόµατο σύστηµα διακοπής του αερισµού και αποµόνωσης εάν η αίθουσα είναι αεριζόµενη.
- Οι φιάλες του HALON πρέπει να εγκαθίστανται έξω από τον υπό προστασία χώρο και να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες.
Για τον υπολογισµό της εγκατάστασης πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα παρακάτω:
- Το HALON 1301 είναι 1,1 φορές δραστικότερο του HALON 1211.
- Το HALON 1211 και 1301 είναι περίπου 2,5 φορές δραστικότερα του CO2.
Επειδή συνήθως οι φιάλες του HALON και οι πυροσβεστήρες περιέχουν και ποσότητα αζώτου υπό πίεση, για τον υπολογισµό του αναγκαίου ποσού κατάκλισης πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι προδιαγραφές του κατασκευαστή.
ΙΙ.5 ΑΦΡΟΣ
Το άριστο µέσο για την κατάσβεση πυρκαγιών σε υγρά καύσιµα είναι ο αφρός, που χρησιµοποιείται όταν το φλεγόµενο προϊόν βρίσκεται εντός δοχείου, δεξαµενής ή έχει εξαπλωθεί σε επίπεδη επιφάνεια.
Το αφρογόνο χρησιµοποιείται σε δύο κυρίως αναλογίες πρόσµιξης µε νερό, 3% το πυκνό και 6% το αραιότερο ή πολύ πυκνό 1%.
Απαγορεύεται η χρήση νερού επί στρώµατος αφρού, ακόµη και σε µορφή εκνέφωσης.
Τρόπος παραγωγής αφρού
Η παραγωγή αφρού πρέπει πάντοτε να γίνεται στις παρακάτω δυό φάσεις:
- Στην πρώτη φάση σχηµατίζεται το αφροδιάλυµα, δηλαδή το µίγµα νερού και αφρογόνου (µε αναλογία πρόσµιξης αφρογόνου 3% ή 6%).
Για το σκοπό αυτό, χρησιµοποιούνται οι αφροαναµίκτες, που έχουν προκαθορισµένη ονοµαστική παροχή αφροδιαλύµατος.
Οι αφροαναµίκτες αυτοί λειτουργούν µε ορισµένες κατευθύνσεις ροής του νερού και του αφρογόνου, διαθέτουν δε ρυθµιστή ροής για τον καθορισµό της απαιτούµενης αφροανάµιξης (1% έως 6%).
Οι δυνατότητες αφροπαραγωγής των αφροαναµικτών αυτών είναι περιορισµένες και γι’αυτό χρησιµοποιούνται για λήψη αφρογόνου από δοχεία ή βαρέλια.
Η αρχή λειτουργίας τους στηρίζεται στην αναρρόφηση του αφρογόνου µέσω σωλήνος µε τη δηµιουργία κενού µε δυναµική ροή (τζιφάρι).
Για µεγάλες παροχές αφροδιαλύµατος, χρησιµοποιούνται τροχήλατα κανόνια που παίρνουν το αφρογόνο από βαρέλια ή ειδικά δοχεία, πάντα µε την ίδια αρχή λειτουργίας (τζιφάρι).
Για πολύ µεγάλες παροχές αφροδιαλύµατος, µέχρι 14.000 λίτρα/λεπτό, απαραίτητα είναι τα αυτοκίνητα αφρού. Αυτά είναι οχήµατα που µεταφέρουν αποκλειστικά πολύ µεγάλη ποσότητα αφρογόνου. Ακόµη, διαθέτουν ειδικό αυτόµατο δοσοµετρικό σύστηµα ανάµιξης νερού/αφρογόνου, ανεξάρτητα από τη ποσότητα αφροπαραγωγής που απαιτεί η κάθε περίπτωση.
Εξυπακούεται ότι η αφροανάµιξη εδώ µπορεί να προκαθοριστεί από 1% έως 10%. Επίσης, για πολύ µεγάλες παροχές αφροδιαλύµατος, αναφέρονται οι αυτόνοµες µονάδες (ιδέ στα µόνιµα αφροποιητικά συστήµατα).
Για τη λειτουργία τέτοιων αυτοκινήτων αλλά και των άλλων αφροποιητικών µονάδων, απαιτείται αντίστοιχα και η απαραίτητη ποσότητα νερού, που συνήθως λαµβάνεται από µόνιµο πυροσβεστικό δίκτυο ή κάποια εξασφαλισµένη παροχή.
- Σε δεύτερη φάση, το αφροδιάλυµα πρέπει να αναµιχθεί µε αέρα και να υποστεί διόγκωση. Για το λόγο αυτό, χρησιµοποιούνται οι αφρογεννήτριες. ∆ιακρίνουµε τρία είδη αφρογεννητριών:
Αφρογεννήτριες χειρός.
Αφρογεννήτριες µόνιµης ή ηµιµόνιµης εγκατάστασης.
Αφρογεννήτριες µεγάλης παροχής σε κανόνια. Αυτές χρησιµοποιούνται συνήθως σε µόνιµα ή τροχήλατα κανόνια, αλλά και σε αυτοκίνητα.
Η αρχή λειτουργίας όλων των αφρογεννητριών στηρίζεται στη δηµιουργία κενού µε τη δυναµική ροή του αφροδιαλύµατος µέσω περιορισµένου ανοίγµατος. Αυτό συντελεί στην εισροή αέρα, την ανάµιξή του µε το αφροδιάλυµα και κατά συνέπεια τη διόγκωση του αφροδιαλύµατος, τη παραγωγή δηλαδή αφρού.
Οι αφρογεννήτριες χειρός είναι δύο τύπων:
Μεγάλης εκτόξευσης και µικρής ή µέσης εκτόξευσης, ανάλογα µε το είδος της προσβολής που απαιτείται.
Τρόποι εφαρµογής του αφρού για πυρόσβεση υγρών καυσίµων.
- Εκτόξευση µε αφρογεννήτριες.
- Κατάκλυση δεξαµενών ή άλλων αποθηκευτικών χώρων µε µόνιµες αφρογεννήτριες και ακροφύσια εγκατεστηµένα σε προκαθορισµένα σηµεία.
Εισαγωγή αφρού σε δεξαµενές σταθερής οροφής από τον πυθµένα, δια µέσου της µάζας του καιόµενου προϊόντος.
Είδη αφρών προς την διόγκωση.
Οι τύποι των αφρών που χρησιµοποιούνται, χωρίζονται σε 3 µεγάλες κατηγορίες, ανάλογα µε το βαθµό διόγκωσης.
Αφρός χαµηλής διόγκωσης
Αυτός εµφανίζει διόγκωση 5-10 φορές ως προς τον όγκο του χρησιµοποιούµενου αφροδιαλύµατος.
Ο τύπος αυτός απαιτείται για πυρόσβεση και προστασία. ∆ιυλιστηρίων, χώρων διακίνησης πετρελαιοειδών και γενικά για τη χηµική βιοµηχανία.
Αφρός µέσης διόγκωσης
Αυτός εµφανίζει διόγκωση 50-100 φορές ως προς τον όγκο του χρησιµοποιούµενου αφροδιαλύµατος.
Ο τύπος αυτός απαιτείται για την εξασφάλιση περιοχών µετά από την πυρόσβεση και για πυρόσβεση σε προϊόντα µε περιορισµένη έκλυση εύγλεκτων αερίων, διότι λόγω της µικρής του συνεκτικότητας επιτυγχάνεται ευρεία αφροκάλυψη σε σύντοµο χρόνο.
Αφρός µεγάλης διόγκωσης
Αυτός πρέπει να εξασφαλίζει 500-1000 φορές ως προς τον όγκο του χρησιµοποιηµένου αφροδιαλύµατος.
Ο αραιός αυτός τύπος αφρού απαιτείται για προληπτικές καλύψεις εκτεταµένων επιφανειών, ώστε να περιορίζονται οι πιθανότητες ανάφλεξης.
Οι δύο τελευταίοι τύποι αφρού, µέσης και µεγάλης διόγκωσης, απαιτούν ειδικό τύπο αφρογεννητριών ή µηχανισµών, αλλά και ειδικό αφρόγονο συνθετικής παραγωγής.
Τύποι αφρογόνων ως προς τη σύνθεση
Σύµφωνα µε τα αµέσως παραπάνω, οι κλασικοί τύποι αφρογόνου, που πρέπει να χρησιµοποιούνται, είναι:
Πρωτεϊνη
Αυτό είναι προϊόν που παράγεται από την υδρόλυση πρωτεϊνούχων, φυσικών ουσιών.
Φλουοροπρωτεϊνη
Προϊόν µε την παραπάνω σύσταση και τρόπο παραγωγής, που περιέχει σειρά φθοριούχων αλάτων και ενώσεων. Οι ενώσεις αυτές, συντελούν στην αύξηση της συνοχής του αφρού και στην καταλληλότητα του τόσο για επικαλύψεις ελαφρών υδρογονανθράκων όσο και για εισαγωγή από τον πυθµένα.
AFFF ή ελαφρό νερό
Αυτό είναι προϊόν σχετικά νέο, συνθετικής παραγωγής, αποτελούµενο από φθοριούχα άλατα και άλλες φθοριοµένες ενώσεις.
Άριστο για αφροκάλυψη, αλλά και για εισαγωγή από τον πυθµένα.
Σβήνει τη φωτιά όχι µόνο υπό µορφή αφρού, αλλά και µε ραντισµό του επί της φλεγόµενης επιφάνειας. Η µεγάλη επιγανειακή τάση του συντελεί στο σχηµατισµό λεπτότατου στρώµατος µε άµεση κατασβεστική ικανότητα.
Αφρόγονα µέσης ή µεγάλης διόγκωσης.
Όλα αυτά είναι συνθετικά και απαιτούν ειδικές συσκευές για τη διόγκωση. Είναι ακατάλληλα για παραγωγή εφρού χαµηλής διόγκωσης.
Αφρόγονα αλκοολικού τύπου.
Τα αφρογόνα αυτά χρησιµοποιούνται για καύσιµα υδατοδιαλυτά ή πολικές ενώσεις (π.χ. αλκοόλες, κετόνες κ.τ.λ). Χρησιµοποιούνται σε αναλογία 10% για την παραγωγή του αφροδιαλύµατος και έχουν την ιδιότητα να µην αποβάλουν το νερό σχηµατισµού των στα υδατοδιαλυτά φλεγόµενα καύσιµα.
Αφρόγονα γενικής χρήσης.
Συνθετικός αφρός ειδικής σύνθεσης, που µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε όλες τις περιπτώσεις κατάσβεσης πυρκαγιάς και σε κάθε τύπο συσκευής.
Ο παρακάτω πίνακας περιλαµβάνει τα χηµικά µέσα που πρέπει να χρησιµοποιούνται. Επίσης γίνεται στον πίνακα αυτό σύγκριση της τιµής και της απόδοσης καθενός σε σχέση µε την πρωτεϊνη.
Αφροποιητικά µέσα
Τα αφροποιητικά µέσα διακρίνονται σε:
- Μόνιµα συστήµατα (π.χ. µε αντλία αφρογόνου και τζιφάρι)
- Ηµιµόνιµα συστήµατα
- Κανόνια (σταθερά – κινητά)
- Φορητά (αφρογεννήτριες χειρός)
ΙΙΙ.1. ΤΥΠΟΙ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ
Α. ΘΕΡΜΙΚΟΙ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ
Αυτοί χρησιµοποιούνται σε χώρους που υπάρχουν θερµές λειτουργίες (π.χ. λεβητοστάσια, καυστήρες κλπ) και γενικότερα σε χώρους όπου η ταχύτητα ανίχνευσης δεν είναι ο βασικός παράγοντας. Ο τύπος αυτός πυρανιχνευτών δεν είναι πολύ ευαίσθητος αλλά εµφανίζει µεγάλο ποσοστό αξιοπιστίας, δηλαδή τα λιγότερα σφάλµατα.
Η αρχή λειτουργίας των στηρίζεται:
α. Στην ενεργοποίηση σε προκαθορισµένη θερµοκρασία µε τη βοήθεια εύτηκτου µεταλλικού ελάσµατος. Ελάχιστη θερµοκρασία ενεργοποίησης 60C.
β. Στην ενεργοποίηση όταν ο ρυθµός ανόδου της θερµοκρασίας (θερµική µεταβολή) υπερβεί το όριο των 8-9 C/δευτερόλεπτο. Αυτά συνήθως στηρίζονται στην αρχή του διµεταλλικού στοιχείου.
Και οι δύο τύποι συνήθως τοποθετούνται είτε µεµονωµένα, είτε σε σειρά και µε την ενεργοποίηση κλείνουν το ανοικτό κύκλωµα.
Βασική προϋπόθεση επιλογής της θερµικής ενεργοποίησης είναι η µέγιστη θερµοκρασία του περιβάλλοντος που πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστο 12C χαµηλότερη από την θερµοκρασία ενεργοποίησης.
Β. ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ ΚΑΠΝΟΥ
Ο τύπος αυτός είναι πολύ ευαίσθητος και ταχύτερα ενεργοποιούµενος. Σύµφωνα µε τις αρχές λειτουργίας αυτοί χωρίζονται:
Ι. ΙΟΝΙΣΜΟΥ
Είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι στις γυµνές φλόγες. Στο αισθητήριο διαθέτουν ραδιενεργό υλικό, συνήθως ραδιενεργό Αµερίκιο της τάξης 0,1 έως 0,01 µικροκιουρί, που ιονίζεται µεταβάλλοντας την αντίσταση που κλείνει το κύκλωµα.
ΙΙ. ΦΩΤΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ
Είναι και αυτοί πολύ ευαίσθητοι.
Η αρχή λειτουργίας των στηρίζεται στον εντοπισµό του καπνού.
Γενικά η ενεργοποίηση γίνεται:
α. Είτε µε διασκορπισµό είτε µε εκτροπή της φωτεινής ακτίνας.
β. Είτε µε συσκότιση της φωτεινής ακτίνας.
Γ. ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ ΦΩΤΙΑΣ
Στον τύπο αυτό η ενεργοποίηση γίνεται µε τη βοήθεια των καυσαερίων, σύµφωνα µε τις παρακάτω αρχές:
α. Ενεργοποίηση λόγω µειωµένης αγωγιµότητας που προέρχεται από τη µεταβολή της σύστασης του αέρα.
β. Με τη βοήθεια καταλυτικού στοιχείου και επιτάχυνσης της οξείδωσης των καυσαερίων.
∆. ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ ΦΛΟΓΑΣ
Αυτοί λειτουργούν µε την ενέργεια ακτινοβολίας στην περιοχή που αυτή είναι ορατή στον άνθρωπο (περίπου 4000-7700 Angstroms) αλλά και µερικώς εκτός αυτής της περιοχής.
Θεωρούνται υπερευαίσθητοι και γι’ αυτό είναι κατάλληλοι και για µικροφωτιές ή υπολανθάνουσες αναφλέξεις (π.χ. πλαστικά καλώδια, κάρβουνα, ξύλα κ.λπ).
Χρησιµοποιούνται για περιοχές υψηλού κινδύνου και ειδικά σε λειτουργούσες µονάδες, γεµιστήρια υγρών καυσίµων, σε περιοχές µε κίνδυνο έκρηξης ή µεγάλης πυρκαγιάς κλπ.
Για την ενεργοποίηση απαιτείται οπτική επαφή, για το λόγο αυτό πρέπει να τοποθετούνται σε ελεύθερες και ανοικτές περιοχές.
Βασικές αρχές λειτουργίας:
Ι. ΥΠΕΡΙΩ∆ΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Ενεργοποιούνται µε την υπεριώδη ενέργεια της φλόγας που ενεργεί άµεσα στον πυρήνα του αισθητηρίου που είναι ανθρακοπυρίτιο ή νιτρώδες αργίλιο.
Είναι υπερευαίσθητοι και επηρεάζονται από τον τεχνητό και φυσικό φωτισµό.
ΙΙ. ΥΠΕΡΥΘΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Η ενεργοποίηση του ανιχνευτή γίνεται µε την άµεση επίδραση της υπέρυθρης ακτινοβολίας της φλόγας στον πυρήνα του ανιχνευτή. Η ευαισθησία, είναι τέτοια, ώστε η ενεργοποίηση µπορεί να γίνει και µέσω αντανάκλασης των υπερύθρων ακτίνων. Μειονέκτηµα είναι η µείωση της αξιοπιστίας λόγω επίδρασης της ηλιακής ενέργειας.
Ε. ΑΛΛΟΙ ΤΥΠΟΙ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ
Τύποι πυρανιχνευτών υπάρχουν και άλλοι µε διάφορες αρχές λειτουργίας και τρόπους ενεργοποίησης. Αυτοί γίνονται αποδεκτοί εφ’ όσον έχουν αναγνωρισθεί διεθνώς και έχουν τύχει της έγκρισης της αρµόδιας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
ΙΙΙ.2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ
Οι συνθήκες του περιβάλλοντος χώρου πρέπει να λαµβάνονται υπ’ όψη όχι µόνο για την επιλογή αλλά και για την τοποθέτηση. Επίσης πρέπει να λαµβάνεται υπ’ όψη η ικανότητα και η ευαισθησία των πυρανιχνευτών. Κακή επιλογή και τοποθέτηση δηµιουργούν προβλήµατα αξιοπιστίας και εσφαλµένων ενεργοποιήσεων.
Πυρανιχνευτές φλόγας δεν πρέπει να τοποθετούνται σε συνεργεία, χηµεία, χώρους µε θερµές λειτουργίας ή γυµνές φλόγες, χώρους µε σπινθήρες κλπ.
Πυρανιχνευτές καπνού δεν πρέπει να τοποθετούνται σε χώρους µε θερµές δραστηριότητες, καπνούς, ατµούς, εξατµίσεις, µε καυστήρες. Ακόµη δεν πρέπει να τοποθετούνται σε ανοικτούς ή κλειστούς χώρους µε σκόνες, αιωρήµατα κλπ.
Σε χώρους µε τεχνητό αερισµό πρέπει να τοποθετούνται οι πυρανιχνευτές στην πλευρά των εξερχοµένων αερίων και όχι στον εισερχόµενο καθαρό αέρα.
Εάν υπάρχουν στους χώρους κλίβανοι, τζάκια, καλοριφέρ και άλλες θερµές εγκαταστάσεις αυτοί πρέπει να τοποθετούνται µακρυά.
Για χώρους µε ατµολέβητες, εξαερώσεις, διαφυγές αερίων, ατµούς, δεν πρέπει να τοποθετούνται ακατάλληλοι πυρανιχνευτές. Επίσης προσοχή απαιτείται στην επιλογή και τοποθέτηση σε χώρους που σηµειώνονται εκτινάξεις και επικαθήσεις βαρέων ή ρητινούχων προϊόντων.
Σε χώρους που υπάρχουν αέριοι υδρογονάνθρακες, αναθυµιάσεις καυσίµων ή χηµικών ενώσεων, αεροζόλ κ.λπ πρέπει να γίνει η κατάλληλη επιλογή.
Πυρανιχνευτές διαφόρων τύπων ενδέχεται να τοποθετηθούν σε κοινό δίκτυο εφ’ όσον αυτοί είναι της αυτής λειτουργίας δηλαδή ανοικτού κυκλώµατος ή κλειστού κυκλώµατος.
Παράγοντες για την επιλογή είναι:
Το είδος του ενδεχόµενου καυσίµου.
Η πιθανή πηγή ανάφλεξης
Οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες
Το µέγεθος και η αξία των εγκαταστάσεων
Οι ιδιότητες των τύπων πυρανιχνευτών που επιδρούν στην επιλογή τους είναι:
Α. ΘΕΡΜΙΚΟΙ
Όχι πολύ ευαίσθητοι, λίγες εσφαλµένες ενεργοποιήσεις. Συνήθως ενεργοποιούνται σε 15°C πάνω από τη µέγιστη θερµοκρασία του περιβάλλοντος.
Β. ΚΑΠΝΟΥ (ΙΟΝΙΣΜΟΥ)
Αρκετά ευαίσθητοι µε πολλές εσφαλµένες ενεργοποιήσεις. Συνηθίζεται να τοποθετούνται και σε ανοικτούς χώρους.
Γ. ΚΑΠΝΟΥ (ΦΩΤΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ)
Ευαίσθητοι µε αρκετές εσφαλµένες ενεργοποιήσεις. Κατάλληλοι για χώρους µε µικροφωτιές και υποθάλπτουσες εστίες.
∆. ΦΛΟΓΑΣ
Ευαίσθητοι µε πολλές εσφαλµένες ενεργοποιήσεις. Κατάλληλοι για τοποθετήσεις σε αποµονωµένους και σκοτεινούς χώρους. Αυτοί ενεργοποιούνται µε κάθε είδος ακτινοβολίας.
Σε κλειστούς ή ανοικτούς χώρους αυτοί πρέπει να τοποθετούνται:
Στις οροφές αιθουσών.
Στα ψευδοπατώµατα. Ειδικά όταν υπάρχουν καλωδιώσεις και ηλεκτρικός εξοπλισµός.
Στις ψευδοροφές. Ειδικά όταν υπάρχουν καλωδιώσεις και ηλεκτρικός εξοπλισµός.
Σε τοίχους, ικριώµατα ή υπόστεγα.
ΙΙΙ.3. ΣΥΝΗΘΗΣ ∆ΙΑΤΑΞΗ
Οι πυρανιχνευτές τοποθετούνται είτε µεµονωµένοι για µικρούς χώρους είτε σε κύκλωµα.
Βασικές αρχές τοποθέτησης:
- Αποστάσεις µεταξύ ανιχνευτών 5-10 µέτρα ανάλογα µε την επιφάνεια της οροφής.
- Οροφές µε κοιλότητες και δοκούς πιθανόν να απαιτούν µεγαλύτερο αριθµό πυρανιχνευτών.
- Κάθε κύκλωµα ανιχνευτών στην σειρά δεν πρέπει να έχει µήκος µεγαλύτερο των 300 µέτρων.
- Σειρά πυρανιχνευτών από τοίχο κατά µέγιστο 5 µέτρα.
- Απόσταση παράλληλων σειρών κατά µέγιστο 10 µέτρα.
- Κάθε χώρος πρέπει να καλύπτει κατ’ ελάχιστο το 5% του µήκους του συνολικού κυκλώµατος ή 7,5 µέτρα όποιο είναι µεγαλύτερο.
- Σαν βάση υπολογισµού για ανοικτό χώρο χωρίς εµπόδια τίθεται ότι κάθε ανιχνευτής µπορεί να καλύψει µέγιστη επιφάνεια 83 τετρ. µέτρα.
ΙΙΙ.4. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Το σύστηµα πυρανιχνευτών αποσκοπεί σε δύο λειτουργίες:
- Την έγκαιρη ανίχνευση µιας ενδεχόµενης ανάφλεξης και την ειδοποίηση του προσωπικού
µέσω κάποιου κέντρου αποδοχής.
- Την έγκαιρη ανίχνευση µιας ενδεχόµενης ανάφλεξης και την άµεση ενεργοποίηση κεντρικού αυτόµατου συστήµατος πυρόσβεσης µε παράλληλη ειδοποίηση του προσωπικού.
Η ενεργοποίηση των πυρανιχνευτών για κάποιο χώρο προϋποθέτει οπτική και ηχητική επισήµανση του χώρου µε το περιστατικό. Για το λόγο αυτό απαιτούνται:
- Εξωτερικό οπτικό σήµα περιστρεφόµενου φάρου.
- Εσωτερική ηχητική (ακουστική) ειδοποίηση µε τη βοήθεια βοµβητών ή κουδουνιών.
- Τοπικά οπτικά σήµατα που ενεργοποιούνται για να ειδοποιήσουν το προσωπικό.
Τα συστήµατα αυτά ενεργοποιούνται µέσω τοπικού πίνακα συναγερµού όπου καταλήγουν τα κυκλώµατα και τα δίκτυα όλων των ζωνών.
Κάθε προστατευόµενη περιοχή χωρίζεται σε ζώνες προστασίας.
Κάθε ζώνη, προστασίας περιλαµβάνει ανιχνευτές και πιθανόν κουµπιά χειροκίνητης ενεργοποίησης συναγερµού για τη ζώνη. Το κύκλωµα της ζώνης που συνήθως καλύπτει οµοειδείς ή γειτονικούς χώρους, καταλήγει στον πίνακα καλύπτοντας ειδικό στοιχείο αυτού.
Το στοιχείο φέρει οπτική ένδειξη ενεργοποίησης λόγω ενεργοποίησης πυρανιχνευτή ή κουµπιού συναγερµού, (κόκκινο λαµπάκι) και ένδειξη ενεργοποίησης λόγω σφάλµατος στη ζώνη (κίτρινο λαµπάκι).
Κάθε πίνακας µπορεί να έχει από 1 στοιχείο µέχρι 15 ή και 32 στοιχεία. Πίνακες µε περισσότερα στοιχεία δεν θεωρούνται τοπικοί πίνακες.
Για τις µεγάλες εγκαταστάσεις και βιοµηχανικά συγκροτήµατα συνήθως γίνεται πρόβλεψη και το τοπικό σήµα συναγερµού µεταδίδεται αυτόµατα σε κεντρικό σύστηµα συναγερµού του συγκροτήµατος.
Τα συστήµατα αυτά κατάλληλα συνδεδεµένα, µπορεί να ενεργοποιήσουν:
- Συστήµατα κατάκλυσης µε νερό ή αφρό
- Κατάκλυση χώρων µε διοξείδιο του άνθρακα
- Κατάκλυση χώρων µε HALON
Για την κατάκλυση χώρων όπου παρευρίσκεται προσωπικό, γίνεται πρόβλεψη για σχετική καθυστέρηση µε ρυθµιζόµενο χρόνο, ώστε η κατάκλυση να αρχίζει σε 15’’, 30’’ ή 45’’ µετά την ενεργοποίηση του συστήµατος. Ο χρόνος αυτός πρέπει να είναι αρκετός για την αποµάκρυνση του προσωπικού.
ΙΙΙ.5. ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ
Η αξιοπιστία των συστηµάτων αυτών είναι σχετική.
Αυξηµένη αξιοπιστία δίνουν τα συστήµατα πυρανιχνευτών µε διπλό κύκλωµα ανάπτυξης.
Με το σύστηµα αυτό η ενεργοποίηση γίνεται µόνο όταν ενεργοποιηθούν δύο γειτονικοί πυρανιχνευτές που ανήκουν σε διαφορετικά κυκλώµατα.
Η πρώτη ενεργοποίηση οποιουδήποτε πυρανιχνευτή παρέχει µόνο τοπικό προειδοποιητικό σήµα, αλλά µε τη δεύτερη ενεργοποίηση στο άλλο κύκλωµα, δίνεται πλέον κανονικός συναγερµός.
5. Τα στοιχεία που αναφέρονται σε θέµατα κατασκευής δεξαµενών, λεκανών ασφαλείας και αποστάσεων ασφαλείας σύµφωνα µε την Υπ. απόφαση 34628/1985, θα ελέγχονται από τις Υπηρεσίες του ΥΒΕΤ που είναι αρµόδιες για τη χορήγηση αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας των εγκαταστάσεων αποθήκευσης υγρών καυσίµων, τα δε µέτρα και µέσα πυροπροστασίας (µόνιµα, ηµιµόνιµα και φορητά), σύµφωνα µε την παρούσα, θα ελέγχονται από τις Υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώµατος.
Β.1. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης καταργούνται:
α) Το Π∆ 460/76 περιλήψεως µέτρων πυρασφάλειας υπό Βιοµηχανικών και Βιοτεχνικών Επιχειρήσεων και αποθηκών (ΦΕΚ 170 Α/76).
β) Η κατάταξη σε κατηγορίες από άποψη κινδύνου πυρκαγιάς της αποφάσεως 17483/281/1978 (ΦΕΚ 269/30.3.78/τ.Β’) καθόσον αφορά µόνον ως προς τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων των Εταιρειών Εµπορίας Πετρελαιοειδών.
γ) Η παράγραφος υπό στοιχείο Ι, του κεφαλαίου Β και υπό τον τίτλο «Εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων Βγ» της Απόφασης του Υπουργού Βιοµηχανίας και Ενέργειας υπ’ αριθ. 17484/282/1978 (ΦΕΚ/30.3.78/τ.Β’), «περί εφαρµοστέων µέτρων πυροπροστασίας βιοµηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων» ως και το κεφάλαιο Α υπό τον τίτλο «Προληπτικά µέτρα πυρασφάλειας» καθόσον αφορά µόνον τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρών καυσίµων Βγ, των εταιρειών εµπορίας πετρελαιοειδών που υπάγονται στις διατάξεις της Υπ. απόφασης 34628/1985.
δ) Καθ’ όλο το περιεχόµενό της η παράγραφος 3.5 «Πυρασφάλεια» της Υπ. απόφασης υπ’αριθ. 34628/17.12.1985 «καθορισµός τεχνικών προδιαγραφών ασφαλούς λειτουργίας, διαµόρφωσης, σχεδίασης και κατασκευής των εγκαταστάσεων εναποθήκευσης υγρών καυσίµων των εταιρειών εµπορίας πετρελαιοειδών» του Υπουργού Βιοµηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (ΦΕΚ 799/31.12.85/τ.Β’), και ε) Κάθε άλλη διάταξη, που περιέχει όµοια ή διαφορετική ρύθµιση των θεµάτων της παρούσας απόφασης.
Εξακολουθούν να ισχύουν οι καταργούµενες διατάξεις των παραπάνω εδαφίων α) και β) και γ) και θ’ το µέρος αναφέρονται στις εγκαταστάσεις: παραγωγής και αποθήκευσης υγρών καυσίµων που δεν ανήκουν σε Εταιρείες Εµπορίας Πετρελαιοειδών, παραγωγής, εµφιάλωσης και αποθήκευσης υγραερίων, σε αεροδρόµια, όσες γενικώς δεν υπάγονται στην απόφαση 34628/85 (ΦΕΚ 799/Β/31.12.1985) ως και σε εγκαταστάσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων και παραγωγής, συσκευασίας και αποθήκευσης λιπαντικών ελαίων και λιπών.
2. Σε περίπτωση µικτών Εταιρειών Εµπορίας Πετρελαιοειδών, όπου συνυπάρχουν υγρά καύσιµα µε άλλες βιοµηχανικές-βιοτεχνικές δραστηριότητες παραγωγής, συσκευασίας ή αποθήκευσης προϊόντων, θα ισχύει για τις δραστηριότητες αυτές η Κοινή Υπουργική απόφαση 7755/160/1988 (ΦΕΚ 241/22.4.88/τ.Β’).
Γ. Η παρούσα ισχύει από την δηµοσίευσή της στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης.
∆. Η απόφαση αυτή να δηµοσιευθεί στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης.