Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 901 - 950, σε σύνολο 1246
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Connection
Μετάφραση: Σύνδεση

Όρος: Connector
Μετάφραση: Σύνδεσμος

Όρος: Consensus
Μετάφραση: Συναίνεση

Όρος: Consequence analysis
Μετάφραση: Ανάλυση επικινδυνότητας

Όρος: Consequences of accidents
Μετάφραση: Συνέπειες των ατυχημάτων

Όρος: Consignee
Μετάφραση: Παραλήπτης

Όρος: Consignment
Μετάφραση: Αποστολή

Όρος: Consignor
Μετάφραση: Αποστολέας

Όρος: Consolidation
Μετάφραση: Ομαδοποίηση (αγαθών και εμπορευμάτων)

Όρος: Consolidation
Μετάφραση: Συμπύκνωση / παγίωση

Συντομογραφία: CC
Όρος: Constant current
Μετάφραση: Σταθερή ένταση ρεύματος

Συντομογραφία: CL LC
Όρος: Constant Load
Μετάφραση: Σταθερό φορτίο

Συντομογραφία: CV
Όρος: Constant voltage
Μετάφραση: Σταθερή ηλεκτρική τάση

Όρος: Constipation
Μετάφραση: Δυσκοιλιότητα

Όρος: Constituent
Μετάφραση: Συστατικό

Όρος: Construction
Μετάφραση: Κατασκευή

Όρος: Construction accidents
Μετάφραση: Ατυχήματα στον τομέα των κατασκευών

Όρος: Construction industry
Μετάφραση: Οικοδομική βιομηχανία, κατασκευαστική βιομηχανία

Όρος: Construction machinery
Μετάφραση: Δομικές μηχανές

Όρος: Construction materials
Μετάφραση: Υλικά δομικών κατασκευών

Όρος: Construction of footways
Μετάφραση: Κατασκευή πεζοδρόμων

Όρος: Construction safety
Μετάφραση: Ασφάλεια στον κλάδο των κατασκευών

Όρος: Construction site
Μετάφραση: Εργοτάξιο

Όρος: Construction works
Μετάφραση: Δομικές εργασίες

Όρος: Consultation of workers
Μετάφραση: διαβούλευση με τους εργαζομένους, Διαβουλεύσεις των εργαζομένων

Όρος: Consumer
Μετάφραση: Καταναλωτής

Συντομογραφία: CPI
Όρος: Consumer price index
Μετάφραση: Δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ)

Όρος: Consumer surplus
Μετάφραση: Πλεόνασμα καταναλωτή

Όρος: Consumption
Μετάφραση: Κατανάλωση

Συντομογραφία: CA
Όρος: Contact agent
Μετάφραση: Συμβασιούχος υπάλληλος

Συντομογραφία: IC
Όρος: Contact current
Μετάφραση: Ρεύμα επαφής

Όρος: Contact dermatitis
Μετάφραση: Δερματίτιδα εξ επαφής

Όρος: Contact person
Μετάφραση: Υπεύθυνος επικοινωνίας

Όρος: Contact sensitiser
Μετάφραση: Ευαισθητοποιητική διά της επαφής ουσία

Όρος: Contact term
Μετάφραση: Όρος επαφής

Όρος: Contact urticaria
Μετάφραση: Κνίδωση εξ επαφής

Όρος: Contact with acids liberates toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια

Όρος: Contact with acids liberates toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια

Όρος: Contact with acids liberates very toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια

Όρος: Contact with acids liberates very toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια

Όρος: Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση: Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά

Όρος: Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση: Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά.

Όρος: Contact with water liberates extremely flammable gases
Μετάφραση: Σε επαφή με το νερό εκλύει εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια

Όρος: Contact with water liberates extremely flammable gases
Μετάφραση: Σε επαφή με το νερό εκλύει εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια

Όρος: Contact with water liberates toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια

Όρος: Contact with water liberates toxic gas
Μετάφραση: Σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια

Όρος: Contact with water liberates toxic, extremely flammable gas
Μετάφραση: Σε επαφή με νερό ελευθερώνονται τοξικά, εξόχως εύφλεκτα αέρια

Όρος: Contagious hypothesis
Μετάφραση: Μεταδοτική υπόθεση

Όρος: Container
Μετάφραση: Εμπορευματοκιβώτιο

Όρος: Container loading area
Μετάφραση: Χώρος φόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων

Ακολουθήστε μας