Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 385
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Label
Μετάφραση:
Ετικέτα ή επισήμανση
Όρος:
Label element
Μετάφραση:
Στοιχείο επισήμανσης
Όρος:
Label or mark
Μετάφραση:
Ετικέτα, σήμα, σημάδι επισήμανση
Όρος:
Labelled
Μετάφραση:
Επισημασμένος, ιχνηθετημένος
Όρος:
Labelling
Μετάφραση:
Επισήμανση (π.χ. χημικών ουσιών ή παρασκευασμάτων)
Όρος:
Labelling index
Μετάφραση:
Δείκτης σήμανσης
Όρος:
Labelling of hazardous waste
Μετάφραση:
Επισήμανση επικίνδυνων αποβλήτων
Όρος:
Labels
Μετάφραση:
Επιγραφές
Όρος:
Laboratory
Μετάφραση:
Εργαστήριο
Όρος:
Laboratory apparatus
Μετάφραση:
Εργαστηριακή συσκευή
Όρος:
Laboratory bias
Μετάφραση:
Συστηματικό εργαστηριακό σφάλμα
Όρος:
Laboratory biosafety
Μετάφραση:
Bιοασφάλεια
Όρος:
Laboratory biosecurity
Μετάφραση:
Ασφάλεια Εργαστηρίου
Όρος:
Laboratory confirmed infection
Μετάφραση:
εργαστηριακά επιβεβαιωμένη μόλυνση
Όρος:
Laboratory data
Μετάφραση:
εργαστηριακά δεδομένα
Όρος:
Laboratory equipment
Μετάφραση:
Εργαστηριακός εξοπλισμός ή εξοπλισμός εργαστηρίου
Όρος:
Laboratory frame
Μετάφραση:
Εργαστηριακό πλαίσιο
Όρος:
Laboratory method
Μετάφραση:
Εργαστηριακή μέθοδος
Όρος:
Laboratory personnel
Μετάφραση:
Εργαστηριακό προσωπικό ή προσωπικό εργαστηρίου
Όρος:
Laboratory safety
Μετάφραση:
Ασφάλεια στα εργαστήρια
Όρος:
Laboratory sample
Μετάφραση:
Εργαστηριακό δείγμα
Όρος:
Laboratory test
Μετάφραση:
Εργαστηριακή δοκιμή
Όρος:
Laboratory work
Μετάφραση:
Εργαστηριακή εργασία, εργασίες εργαστηρίου
Όρος:
Labour contracts
Μετάφραση:
Συμβάσεις εργασίας
Όρος:
Labour cost
Μετάφραση:
Κόστος εργασίας
Συντομογραφία:
LFS
Όρος:
Labour Force Survey
Μετάφραση:
Όρος:
Labour inspector
Μετάφραση:
Επιθεωρητής εργασίας
Όρος:
Labour Inspectorate
Μετάφραση:
Επιθεώρηση εργασίας
Όρος:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Μετάφραση:
Κλαδικό Ινστιτούτο Εργασίας Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας
Όρος:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Μετάφραση:
Κλαδικό Ινστιτούτο Εργασίας Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας
Όρος:
Labour law
Μετάφραση:
Εργατική νομοθεσία
Όρος:
Labour market
Μετάφραση:
Αγορά εργασίας
Όρος:
Labour or work
Μετάφραση:
Εργασία
Όρος:
Labour relations
Μετάφραση:
Σχέσεις εργασίας
Όρος:
Labour shortage
Μετάφραση:
Έλλειψη εργατικών χεριών
Όρος:
Lacerations
Μετάφραση:
Σχισίματα
Όρος:
Lack of control
Μετάφραση:
Έλλειψη ελέγχου
Όρος:
Lacking a centromere
Μετάφραση:
Χωρίς κεντρομερίδιο
Όρος:
Lacquer
Μετάφραση:
Λάκκα
Όρος:
Lacrimating agents
Μετάφραση:
Δακρυγόνοι παράγοντες
Όρος:
Lactam
Μετάφραση:
Λακτάμη
Όρος:
Lactic acid or α-hydroxypropionic acid or acetonic acid or milk acid
Μετάφραση:
Γαλακτικό οξύ ή α-υδροξυπροπιονικό οξύ ή ακετονικό οξύ
Όρος:
Lactide
Μετάφραση:
Λακτίδιο
Όρος:
Lactobionic acid
Μετάφραση:
Λακτοβιονικό οξύ
Όρος:
Lactoglobulin
Μετάφραση:
Λακτοσφαιρίνη
Όρος:
Lactone
Μετάφραση:
Λακτόνη
Όρος:
Lactonitrile
Μετάφραση:
Λακτονιτρίλιο
Όρος:
Lactosazone
Μετάφραση:
Λακτοζαζόνη
Όρος:
Lactose
Μετάφραση:
Λακτόζη
Όρος:
Ladder
Μετάφραση:
Σκάλα, (φορητή) κλίμακα
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Next page
››
Last page
τελευταία »