Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 701 - 750, σε σύνολο 1246
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Color or colour
Μετάφραση: Χρώμα

Όρος: Colorant
Μετάφραση: Χρωστική

Όρος: Colorimetric method
Μετάφραση: Χρωματομετρική μέθοδος

Όρος: Colour Index number
Μετάφραση: Αριθμός χρωματικού δείκτη

Όρος: Colourless
Μετάφραση: Άχρωμο

Συντομογραφία: CC
Όρος: Column Chromatography
Μετάφραση: Χρωματογραφία στήλης

Όρος: Column efficiency
Μετάφραση: Απόδοση στήλης

Όρος: combating the risks at source
Μετάφραση: καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους

Όρος: Combination
Μετάφραση: Συνδυασμός

Όρος: combination chemotherapy regimen
Μετάφραση: χημειοθεραπευτικό σχήμα

Όρος: Combination of R-phrases
Μετάφραση: Συνδυασμός των R-φράσεων

Όρος: Combination of S-phrases
Μετάφραση: Συνδυασμός των S - φράσεων

Όρος: Combination packaging
Μετάφραση: Μεικτή συσκευασία, συνδυασμένη συσκευασία

Όρος: Combined exposure, Cumulative
Μετάφραση:

Όρος: Combined filters
Μετάφραση: Φίλτρα συνδυασμού, σύνθετα φίλτρα

Συντομογραφία: CN code
Όρος: Combined Nomenclature codes
Μετάφραση: Κωδικοί συνδυασμένης ονοματολογίας ή Κωδικός ΣΟ

Όρος: Combustible
Μετάφραση: Καύσιμο

Όρος: Combustible liquids
Μετάφραση: Καύσιμα υγρά

Όρος: Combustible material
Μετάφραση: Καύσιμο υλικό

Όρος: Combustible substance
Μετάφραση: Αναφλέξιμη ουσία

Όρος: Combustion
Μετάφραση: Καύση

Όρος: Combustion heater
Μετάφραση: Θερμαντήρες καύσης

Όρος: Combustion installation
Μετάφραση: Εγκατάσταση καύσης

Όρος: Combustion system
Μετάφραση: Σύστημα καύσης

Όρος: Combustion tubes
Μετάφραση: Σωλήνες σύντηξης

Όρος: Comitology procedure
Μετάφραση: Διαδικασία επιτροπολογίας

Όρος: Commerce
Μετάφραση: Εμπόριο

Όρος: Commercial grade reagent see technical grade reagent
Μετάφραση:

Όρος: Commission
Μετάφραση: Επιτροπή

Συντομογραφία: KAN
Όρος: Commission for Occupational Health and Safety and Standardization
Μετάφραση: Επιτροπή για την Προστασία της Εργασίας και την Τυποποίηση

Συντομογραφία: CSD
Όρος: Commission on Sustainable Development
Μετάφραση: Επιτροπή για τη βιώσιμη ανάπτυξη

Συντομογραφία: CWG
Όρος: Commission Working Group
Μετάφραση: Ομάδα εργασίας της επιτροπής

Όρος: Commitment
Μετάφραση: Δέσμευση

Όρος: Committed effective dose
Μετάφραση: Δεσμευθείσα ενεργός δόση

Όρος: Committee
Μετάφραση: Επιτροπή

Συντομογραφία: CHMP
Όρος: Committee for Medicinal Products for Human Use
Μετάφραση: Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση

Συντομογραφία: CVMP
Όρος: Committee for Medicinal Products for Veterinary Use
Μετάφραση: Επιτροπή Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων

Όρος: Committee of the Regions
Μετάφραση: Επιτροπή των Περιφερειών

Συντομογραφία: CFM
Όρος: Committee on fibre measurement
Μετάφραση: Επιτροπή καταμέτρησης ινών

Συντομογραφία: AGS
Όρος: Committee on Hazardous Substances (Germany)
Μετάφραση: Επιτροπή για τις Επικίνδυνες Ουσίες (Γερμανία)

Συντομογραφία: HMPC
Όρος: Committee on Herbal Medicinal Products
Μετάφραση: Επιτροπή Βοτανοθεραπευτικών Φαρμάκων

Συντομογραφία: COMP
Όρος: Committee on Orphan Medicinal Products
Μετάφραση: Επιτροπή για τα Ορφανά Φάρμακα

Συντομογραφία: COSS
Όρος: Committee on Safe Seas and the Prevention of Pollution from Ships
Μετάφραση: Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία

Όρος: Common cause
Μετάφραση: Κοινή αιτία

Όρος: Common cause failure
Μετάφραση: Αστοχία λόγω κοινής αιτίας

Όρος: Common law
Μετάφραση: Εθιμικό δίκαιο

Όρος: Common mode failure
Μετάφραση: Αστοχία λόγω κοινής κατάστασης

Όρος: Common name
Μετάφραση: Κοινή ονομασία

Συντομογραφία: CPV
Όρος: common procurement vocabulary
Μετάφραση: κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις

Όρος: Common requirement
Μετάφραση: Κοινή απαίτηση

Ακολουθήστε μας