Εξοπλισμός που προσαρτάται στη φιάλη ή δεξαμενή καυσίμου
Ορισμός 1: Τα ακόλουθα εξαρτήματα (αλλά όχι μόνον αυτά), που μπορεί να είναι είτε ξεχωριστά είτε συνδυασμένα, όταν προσαρτώνται στον περιέκτη ή τη δεξαμενή καυσίμου:
1. Χειροκίνητη βαλβίδα: κάθε βαλβίδα μη αυτόματης λειτουργίας
2. Αισθητήρας/δείκτης πίεσης: διάταξη ευρισκόμενη υπό πίεση, που δείχνει την πίεση του αερίου ή του υγρού.
3. Βαλβίδα υπερχείλισης: βαλβίδα που διακόπτει ή περιορίζει αυτόματα τη ροή αερίου όταν η ροή αυτή υπερβαίνει την προκαθορισμένη τιμή.
4. Αεριοστεγές περίβλημα: διάταξη η οποία διοχετεύει διαρροές αερίου εκτός του οχήματος και στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο ελαστικός σωλήνας εξαερισμού.
Εξοπλισμός προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους ή εξοπλισμός
Ορισμός 1: Κάθε μηχανή η οποία είτε είναι αυτοκινούμενη είτε είναι δυνατόν να κινηθεί και η οποία, ανεξαρτήτως της(των) κινητήριας(-ων) διάταξης(-εων) της, προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο της, να χρησιμοποιείται στο ύπαιθρο και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Η χρήση εξοπλισμού σε χώρο που δεν επηρεάζει ή επηρεάζει αμελητέα τη μετάδοση του ήχου (για παράδειγμα κάτω από τέντες, κάτω από υπόστεγα προστασίας από βροχή ή εντός οικοδομών) θεωρείται ως χρήση στο ύπαιθρο. Στον ανώτερο εξοπλισμό συμπεριλαμβάνεται και ο εξοπλισμός χωρίς κινητήρα, για βιομηχανική ή περιβαλλοντική εφαρμογή, ο οποίος προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο του, να χρησιμοποιείται σε εξωτερικούς χώρους και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Όλοι οι ανωτέρω τύποι εξοπλισμού καλούνται στο εξής «εξοπλισμός».
Ορισμός 1: Εξοπλισμός σχεδιασμένος για την ψυχαγωγία των επιβαινόντων κατά τη διάρκεια κίνησης συμπεριλαμβανομένης και της συνέπειας της έμβιο μηχανικής επίδρασης. Σημείωση: Για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης χρησιμοποιείται ο όρος «διάταξη ψυχαγωγίας», ο οποίος αφορά και στον εξοπλισμό ψυχαγωγίας.
Ορισμός 1: Όλες οι βιομηχανίες οι οποίες,
α. εξορύσσουν ορυκτές ύλες δια γεωτρήσεων ή/και
β. προβαίνουν στην αναζήτηση κοιτασμάτων με σκοπό την εξόρυξη με τη μέθοδο αυτή ή/και
γ. προετοιμάζουν τις εξορυχθείσες ύλες για την πώληση με εξαίρεση τις δραστηριότητες μεταποίησης των πρώτων υλών.
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Ορισμός 2: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όχι απαραίτητα ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εγκατεστημένο στην Κοινότητα, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να διεκπεραιώνει, εξ ονόματος του, όλες ή ορισμένες από τις υποχρεώσεις και διατυπώσεις που συνδέονται με τις Κοινοτικές Οδηγίες.
Ορισμός 3: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ε.Ε., που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματος του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή υπό την οικεία ενοριακή νομοθεσία.
Ορισμός 4: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Ορισμός 1: Ο Οργανισμός που είναι εξουσιοδοτημένος από την Ελληνική Κυβέρνηση να παρέχει τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, υπηρεσίες σε υπό ελληνική σημαία πλοία και στις διαχειρίστριες εταιρείες αυτών.
Ορισμός 1: Η ελάχιστη απόσταση που απαιτείται μεταξύ των τυχόν κτηρίων εκτός του Σταθμού και των επικίνδυνων στοιχείων του Σταθμού για την αποφυγή ατυχημάτων.
Εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει την τοπική, εθνική ή περιφερειακή στρατηγική για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων, με αξιοποίηση τόσο όλων των διαθέσιμων στο διαχειριστή πόρων, όπως περιγράφεται στο σχετικό εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όσο και οποιωνδήποτε διαθέσιμων συμπληρωματικών πόρων.
Ορισμός 1: Διάδρομος του οποίου η μία τουλάχιστον κατακόρυφη επιμήκης επιφάνεια είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο. (Η επιφάνεια αυτή θεωρείται ανοικτή ακόμα και αν περιέχει στηθαίο).
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα, προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του σκυροδέματος, που παραλαμβάνεται στο έργο με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται:
α) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου (ταυτοποίησης) του Κεφ. Γ1.2 εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα με πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής,
β) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.3, εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα χωρίς πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής και
γ) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.4, εφόσον πρόκειται για εργοταξιακό σκυρόδεμα, με δοκίμια που λαμβάνονται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα σύμφωνα με το Κεφ. Γ1.1.
Ορισμός 1: Συστήματα που δεν διέπονται από την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (EEL 6 της 10.1.1979), και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.
Ορισμός 1: Η νόσος που σχετίζεται με το είδος των κινδύνων στους οποίους εκτέθηκε ο πάσχων λόγω της εργασίας του. Είναι κάθε νόσος που αποδεδειγμένα, στη βάση ιατρικών κριτηρίων, μπορεί να αποδοθεί στο είδος της εργασίας και τους κινδύνους στους οποίους λόγω της εργασίας έχει εκτεθεί ο εργαζόμενος. (Ορισμό που δίνει η επιστήμη).
Ορισμός 2: Η νόσος που αναγνωρίζεται ως τέτοια από το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, με τους όρους και τους περιορισμούς που κάθε φορά αυτό θέτει. (Ορισμός που βασίζεται στην ασφαλιστική πραγματικότητα).
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας ή επιχείρησης, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι ιδιωτική ή δημόσια, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα.
Ορισμός 1: Μια περίοδος επαγγελματικής πρακτικής άσκησης υπό επίβλεψη, υπό τον όρο ότι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα, και η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ή μετά την ολοκλήρωση εκπαίδευσης που οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος.
Ορισμός 1: Η τεχνοοικονομική μονάδα του προηγούμενου εδαφίου, η οποία πληροί όλες τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Διαθέτει μηχανολογικές εγκαταστάσεις, των οποίων η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα 22 kW ή η θερμική τα 50 kW. Στα όρια αυτά δεν περιλαμβάνεται η ισχύς η οποία δεν σχετίζεται άμεσα με την παραγωγική διαδικασία, καθώς και η ισχύς μηχανολογικής εγκατάστασης προορισμένης αποκλειστικά να προστατεύει το περιβάλλον από την ασκούμενη δραστηριότητα.
β) Κατατάσσεται στις δραστηριότητες χαμηλής όχλησης σύμφωνα με τις διατάξεις της 13737/724/2003 (Β΄ 1087) απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
γ) Δεν αφορά επεξεργασία ουσιών ή μειγμάτων εύφλεκτων, εκρηκτικών, διαβρωτικών, οξειδωτικών, τοξικών ή επικίνδυνων για το περιβάλλον σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1272/2008/EC (L 353/ 31.12.2008) και της 265/2002 (Β΄ 1214) απόφασης του Υπουργού και Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και αερίων υπό πίεση, ανεξαρτήτως της επεξεργαζόμενης ποσότητας.
Ορισμός 1: Η διαδικασία που κινείται, κατόπιν αιτήματος του ιδιοκτήτη ή φορέα εκμετάλλευσης, για την επακόλουθη αξιολόγηση της συμμόρφωσης του μεταφερόμενου εξοπλισμού υπό πίεση που έχει κατασκευαστεί και διατεθεί στην αγορά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της κοινής υπουργικής απόφασης 14132/618/2001 (Β΄1626)
Ορισμός 1: Κάθε εργασία με την οποία προϊόντα ή συστατικά στοιχεία που δεν είναι απόβλητα χρησιμοποιούνται εκ νέου για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκαν.
Ορισμός 1: Η συσκευασία που έχει μελετηθεί, σχεδιαστεί και τοποθετηθεί στην αγορά, προκειμένου να εκπληρώσει κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής της πολλαπλές διαδρομές ή επαναλαμβανόμενες χρήσεις, με την επαναπλήρωση ή την επαναχρησιμοποίησή της για τον σκοπό για τον οποίο μελετήθηκε.
Επανειλημμένη επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις
Ορισμός 1: Η επιβολή στην ίδιο ελεγχόμενο τόπο εργασίας (όπως έδρα, παράρτημα, υποκατάστημα κτλ) τριών (3) τουλάχιστον διοικητικών κυρώσεων που αφορούν διαφορετικούς χρονικά ελέγχους για ίδιες παραβάσεις κατά την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου. Τυχόν αλλαγή του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης δεν επηρεάζει τον παραπάνω υπολογισμό.
Ορισμός 1: Η πραγματική κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν τακτικές περιόδους ανάπαυσης, των οποίων η διάρκεια εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα προκαλούν σωματικές βλάβες στους ίδιους, σε συναδέλφους τους ή σε τρίτους και ότι δεν θα βλάπτουν την υγεία τους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή άτακτων ρυθμών εργασίας.
Ορισμός 1: Μετά την αρχική εγκατάσταση:
αα) κάθε προσθήκη Κτιριακών Εγκαταστάσεων ή
ββ) η συμπλήρωση των ασκούμενων στο κέντρo δραστηριοτήτων Εφοδιαστικής στο ίδιο ή σε όμορο γήπεδο
ή γγ) κάθε επαύξηση της ισχύος τυχόν εγκατεστημένου μηχανολογικού εξοπλισμού.
Ορισμός 1: Οι φυσικές, θερμικές, χημικές ή βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, που μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων προκειμένου να περιοριστούν ο όγκος ή οι επικίνδυνες ιδιότητές τους, να διευκολυνθεί η διακίνησή τους ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρήσιμων υλών.
Ορισμός 2: Οιαδήποτε δραστηριότητα μετά την παράδοση των ΑΗΗΕ (απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) σε μονάδα απορρύπανσης, αποσυναρμολόγησης, τεμαχισμού, αξιοποίησης ή προετοιμασίας για διάθεση, καθώς και οιαδήποτε άλλη ενέργεια εκτελείται για την αξιοποίηση και/ή τη διάθεση των ΗΗΕ.
Ορισμός 1: Οιαδήποτε τεχνική επεξεργασία, δια της οποίας επιτυγχάνεται η τροποποίησις των χαρακτηριστικών αυτών, προς τον σκοπόν της εξαλείψεως ή της µειώσεως των εκ της διαθέσεών των δυσµενών συνεπειών.
Ορισμός 1: Η ιλύς που έχει υποστεί βιολογική, χημική ή θερμική επεξεργασία με μακροχρόνια αποθήκευση ή με οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη διαδικασία ώστε να μειωθεί σημαντικά η ικανότητα της προς ζύμωση και ο κίνδυνος για την υγεία που προκαλεί η χρησιμοποίησή της.
Ορισμός 1: Ουσίες διαφορετικές από το πετρέλαιο οι οποίες, εάν εισαχθούν στο θαλάσσιο περιβάλλον μπορεί να προκαλέσουν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία, να βλάψουν έμβιους πόρους και τη θαλάσσια ζωή, να καταστρέψουν υποδομές αναψυχής ή να επηρεάσουν άλλες νόμιμες χρήσεις της θάλασσας.
Ορισμός 1: α) κάθε χημικός παράγοντας ο οποίος πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης σε οποιαδήποτε από τις τάξεις κινδύνου ως επικίνδυνος για το περιβάλλον ή την υγεία όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, «Για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1907/2006» (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1), είτε ο συγκεκριμένος χημικός παράγοντας έχει καταταγεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού είτε όχι,
Ορισμός 2: β) κάθε χημικός παράγοντας που δεν πληροί μεν τα κριτήρια κατάταξης ως επικίνδυνου σύμφωνα με την υποπερίπτωση (βα) του παρόντος άρθρου, ενδέχεται όμως να συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων λόγω των φυσικοχημικών, χημικών ή τοξικολογικών ιδιοτήτων του και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ή υπάρχει στο χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένου κάθε χημικού παράγοντα για τον οποίο έχει καθοριστεί οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης δυνάμει του άρθρου 3».
Ορισμός 1: Πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης.
Ορισμός 2: Είναι το νομικό ή φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με την κείμενη Νομοθεσία και τη Κατηγορία Εκτέλεσης Έργου (ΕΛΟΤ ΕΝ 13670 και ΕΛΟΤ ΕΝ 1990), που συνεπικουρούμενο από τον εργοδηγό, παραλαμβάνει το σκυρόδεμα και ελέγχει τα χαρακτηριστικά του (πυκνότητα ή φαινόμενο βάρος, κάθιση, % περιεκτικότητα αέρα), ελέγχει και υπογράφει το δελτίο αποστολής και το Έντυπο παραλαβής του σκυροδέματος, επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης, την αρτιότητα των ξυλοτύπων και την εκτέλεση της σκυροδέτησης (διάστρωση, συμπύκνωση και συντήρηση) και μεριμνά για την παρασκευή, σήμανση και συντήρηση των συμβατικών δοκιμίων ή των δοκιμίων έργου, μέχρις ότου αποσταλούν στο εργαστήριο.
Ορισμός 3: Τεχνικός υπάλληλος της διευθύνουσας υπηρεσίας ή πιστοποιημένος ιδιωτικός φορέας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων), ο οποίος απαιτείται να διαθέτει τις εξιδεικευμένες γνώσεις που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση και επίβλεψη του έργου.
Επιβλέπων ελεγκτής ή μηχανικός ή ελεγκτής μηχανικός
Ορισμός 1: Ο εγγεγραμμένος στο Μητρώο Επιβλεπόντων Ελεγκτών Μηχανικών, στον οποίο δύναται να ανατεθούν ο έλεγχος και η επίβλεψη των εκτελούμενων έργων προεκτιμώμενης αμοιβής από εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ έως το αντίστοιχο όριο της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4412/2016.
Ορισμός 1: Η εξέταση του εργαζομένου προκειμένου να καθοριστεί η κατάσταση της υγείας του σε συσχέτιση με την έκθεσή του σε συγκεκριμένους καρκινογόνους παράγοντες, μεταλλαξιογόνους παράγοντες ή σε τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες κατά την εργασία.
Ορισμός 2: Η εξέταση ενός εργαζομένου προκειμένου να καθοριστεί η κατάσταση της υγείας του σε συσχετισμό προς την έκθεσή του σε συγκεκριμένους χημικούς παράγοντες κατά την εργασία.
Ορισμός 1: Το επίδομα ανεργίας των άρθρων 3 έως 10 του ν. 1545/1985 και 14 έως 23 του ν.δ. 2961/1954 (Α΄ 197), το επίδομα ανεργίας ειδικών κατηγοριών επιδοτούμενων ανέργων της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185), το ειδικό εποχιακό βοήθημα του άρθρου 22 του ν. 1836/1989 (Α΄ 79), το επίδομα μακροχρονίως ανέργου της περ. ΙΙΙ της υποπαρ. 1. της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και η ενίσχυση της παρ. 2 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152).
Ορισμός 1: Το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνει η αδειοδοτούσα αρχή σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 19, καθώς και κάθε επακόλουθη ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επισκέψεων, ελέγχων των εσωτερικών μέτρων, συστημάτων, εκθέσεων και εγγράφων παρακολούθησης, με σκοπό τον έλεγχο και την προαγωγή της συμμόρφωσης των εγκαταστάσεων με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που εμφανίζουν μία ή περισσότερες από τις επικίνδυνες ιδιότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα III του Μέρους Β’ (Ιδιότητες των αποβλήτων που τα καθιστούν επικίνδυνα).
Ορισμός 1: Τα οποία εκδηλώνουν μόνο την επικίνδυνη ιδιότητα Η9 σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 60 του Νόμου 4042/2012.
Ο όρος «Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά (ΕΑΑΜ)» αντικαθιστά τον όρο «Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα αμιγώς μολυσματικού χαρακτήρα (ΕΙΑ – ΜΧ)», ο οποίος προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση 37591/2031/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1419).
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε υλικό, εκτός υγρού ή αερίου, που αποτελείται από ένα συνδυασμό σωματιδίων, κόκκων ή οποιωνδήποτε μεγαλύτερων τεμαχίων υλικού, γενικά ομοιόμορφης σύνθεσης, το οποίο καλύπτεται από τον Κώδικα IMDG και φορτώνεται απευθείας στους χώρους φορτίου ενός πλοίου χωρίς ενδιάμεση μορφή συγκράτησης και περιλαμβάνει τέτοια υλικά φορτωμένα σε φορτηγίδα ή σε πλοίο που μεταφέρει φορτηγίδες.
Ορισμός 1: Χημικές ενώσεις, μίγματα ή διαλύματα σε στερεά, υγρά ή αέρια κατάσταση, που μπορεί να είναι επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή (ενδεικτικά αναφέρονται τοξικά, ασφυξιογόνα, καυστικά, εύφλεκτα).
Ορισμός 1: Μια ατμόσφαιρα που περιέχει μια σημαντική ποσότητα εύφλεκτου αερίου σε μια περιεκτικότητα ικανή για ανάφλεξη, είναι συνώνυμο με το εκρηκτικό μίγμα αερίου και αέρα, το οποίο ορίζεται σαν μίγμα εύφλεκτων αερίων με αέρα υπό ατμοσφαιρικές συνθήκες και στο οποίο, μετά την ανάφλεξη η καύση απλώνεται διάχυτα στο επόμενο μίγμα. Σημείωση: Ο όρος αναφέρεται αποκλειστικά στον κίνδυνο που προέρχεται από την ανάφλεξη. Όταν ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από άλλες αιτίες όπως είναι η τοξικότητα, η ασφυξία ή η ραδιενέργεια, αυτό πρέπει να αναφέρεται ιδιαίτερα.
Ορισμός 1: Κάθε ζώνη εντός ή και πέριξ του εξοπλισμού εργασίας στην οποία εκτιθέμενος ο εργαζόμενος υπόκειται σε κίνδυνο, όσον αφορά την ασφάλεια ή την υγεία του.
Ορισμός 1: Ουσία ή μείγμα που καλύπτεται από το μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι, μεταξύ άλλων υπό μορφή πρώτης ύλης, προϊόντος, παραπροϊόντος, καταλοίπου (residue) ή ενδιάμεσου προϊόντος·
Ορισμός 1: Η συσκευασμένη επικίνδυνη ουσία. Οι επικίνδυνες ουσίες πρέπει να ευρίσκονται σε ένα κατάλληλο είδος συσκευασίας περιλαμβανομένων στον όρο αυτό των διαφόρων καλυμμάτων, περιβλημάτων και των μονάδων.