Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 2845 - 2880 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης (της παράκτιας ή υπεράκτιας εγκατάστασης διακίνησης πετρελαιοειδών ή εξόρυξης πετρελαίου)
Αγγλικός όρος:
Facility contingency plan, FCP

Μετάφραση: Facility contingency plan, FCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης του φορέα διοίκησης ή εκμετάλλευσης του λιμένα
Αγγλικός όρος:
Port contingency plan, PCP

Μετάφραση: Port contingency plan, PCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης της Λιμενικής Αρχής
Αγγλικός όρος:
Local contingency plan , LCP

Μετάφραση: Local contingency plan , LCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένος
Αγγλικός όρος:
Approved

Μετάφραση: Approved
Ελληνικός όρος:
Εγκεφαλικά νεύρα
Αγγλικός όρος:
Cranial nerves

Μετάφραση: Cranial nerves
Ελληνικός όρος:
Εγκεφαλική κάκωση
Αγγλικός όρος:
Brain injury

Μετάφραση: Brain injury
Ελληνικός όρος:
Εγκέφαλος
Αγγλικός όρος:
Brain

Μετάφραση: Brain
Ελληνικός όρος:
Εγκιβωτισμός
Αγγλικός όρος:
Encapsulation

Μετάφραση: Encapsulation
Ελληνικός όρος:
Εγκλεισμός
Αγγλικός όρος:
Enclosure

Μετάφραση: Enclosure
Ελληνικός όρος:
Έγκλειστα
Αγγλικός όρος:
Inclusion bodies

Μετάφραση: Inclusion bodies
Ελληνικός όρος:
Εγκλιματισμός (π.χ. αέρα)
Αγγλικός όρος:
Conditioning

Μετάφραση: Conditioning
Ελληνικός όρος:
Εγκλωβισμός στην ακτογραμμή
Αγγλικός όρος:
Containment on land

Μετάφραση: Containment on land
Ελληνικός όρος:
Έγκριση
Αγγλικός όρος:
Approval

Μετάφραση: Approval
Ελληνικός όρος:
Έγκυες εργαζόμενες
Αγγλικός όρος:
Pregnant workers

Μετάφραση: Pregnant workers
Ελληνικός όρος:
Εγκύκλιος
Αγγλικός όρος:
Circular

Μετάφραση: Circular
Ελληνικός όρος:
Εγκυμοσύνη
Αγγλικός όρος:
Pregnancy

Μετάφραση: Pregnancy
Ελληνικός όρος:
Έγκυος
Αγγλικός όρος:
Pregnant woman

Μετάφραση: Pregnant woman
Ελληνικός όρος:
Εγκυρότητα
Αγγλικός όρος:
Validity

Μετάφραση: Validity
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο Αναλυτικών Μεθόδων
Αγγλικός όρος:
Manual of Analytical Methods

Μετάφραση: Manual of Analytical Methods
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο διαδικασιών
Αγγλικός όρος:
Procedural Manual

Μετάφραση: Procedural Manual
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο δοκιμών και κριτηρίων
Αγγλικός όρος:
Manual of tests and criteria

Μετάφραση: Manual of tests and criteria
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο Έρευνας και Διάσωσης Εμπορικών Πλοίων
Αγγλικός όρος:
Merchant Ship Search and Rescue Manual, MERSAR

Μετάφραση: Merchant Ship Search and Rescue Manual, MERSAR
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality manual

Μετάφραση: Quality manual
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο ρύπανσης από πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Manual on oil pollution

Μετάφραση: Manual on oil pollution
Ελληνικός όρος:
Έγχυση εντός διατρήσεων
Αγγλικός όρος:
Injection into drilled holes

Μετάφραση: Injection into drilled holes
Ελληνικός όρος:
Εθιμικό δίκαιο
Αγγλικός όρος:
Common law

Μετάφραση: Common law
Ελληνικός όρος:
Εθισμός
Αγγλικός όρος:
Addiction

Μετάφραση: Addiction
Ελληνικός όρος:
Εθνικές αρχές
Αγγλικός όρος:
National authorities

Μετάφραση: National authorities
Ελληνικός όρος:
Εθνική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
National deviation

Μετάφραση: National deviation
Ελληνικός όρος:
Εθνική Επιτροπή για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (Αυστραλία)
Αγγλικός όρος:
National Occupational Health and Safety Commission (Australia)

Μετάφραση: National Occupational Health and Safety Commission (Australia)
Ελληνικός όρος:
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Αγγλικός όρος:
National General Collective Agreement, EGSSE

Μετάφραση: National General Collective Agreement, EGSSE
Ελληνικός όρος:
Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Advisory Committee on Occupational Safety and Health (USA)

Μετάφραση: National Advisory Committee on Occupational Safety and Health (USA)
Ελληνικός όρος:
Εθνική τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
National standardization

Μετάφραση: National standardization
Ελληνικός όρος:
Εθνική Υπηρεσία Τεχνικής Πληροφόρησης (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Technical Information Service (NTIS)

Μετάφραση: National Technical Information Service (NTIS)
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας
Αγγλικός όρος:
Greek Research and Technology Network, GRNET

Μετάφραση: Greek Research and Technology Network, GRNET
Ελληνικός όρος:
Εθνικό δίκτυο πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
National information network

Μετάφραση: National information network

Ακολουθήστε μας