Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Primary tabs
Displaying 2557 - 2592 of 9246
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλογλυοξίμη
Αγγλικός όρος:
Dimethylglyoxime
Μετάφραση: Dimethylglyoxime
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοϊσοκινολίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylisoquinoline
Μετάφραση: Dimethylisoquinoline
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκαρβαμοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl carbamoyl chloride
Μετάφραση: Dimethyl carbamoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dimethyl octanoic acid
Μετάφραση: Dimethyl octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκυκλοεξαναμίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Μετάφραση: Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλονιτροζαμίνη
Αγγλικός όρος:
Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN
Μετάφραση: Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοπροπύλιο 2,2-
Αγγλικός όρος:
Neopentyl
Μετάφραση: Neopentyl
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοσουλφοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfoxide
Μετάφραση: Dimethyl sulfoxide
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοτριχλωροφαινυλοτριφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Μετάφραση: Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλουρία
Αγγλικός όρος:
Dimethylurea
Μετάφραση: Dimethylurea
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοφορμαμίδιο Ν,Ν-
Αγγλικός όρος:
N,N-dimethylformamide, DMF
Μετάφραση: N,N-dimethylformamide, DMF
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοχλωροαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether
Μετάφραση: Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylhydrazine
Μετάφραση: Dimethylhydrazine
Ελληνικός όρος:
Διμερές
Αγγλικός όρος:
Dimer
Μετάφραση: Dimer
Ελληνικός όρος:
Διμερισμός
Αγγλικός όρος:
Dimerization
Μετάφραση: Dimerization
Ελληνικός όρος:
Δι-μ-οξο-δι-n-βουτυλοκασσιτερο-υδροξυβοράνιο/διοξακασσιτερο-βορετανόλη-4
Αγγλικός όρος:
Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB
Μετάφραση: Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB
Ελληνικός όρος:
Δινικοναζόλη-Μ
Αγγλικός όρος:
Diniconazole-M
Μετάφραση: Diniconazole-M
Ελληνικός όρος:
Δινιτολμίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Μετάφραση: Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική αιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol dinitrate, EGDN
Μετάφραση: Ethylene glycol dinitrate, EGDN
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική προπυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene glycol dinitrate
Μετάφραση: Propylene glycol dinitrate
Ελληνικός όρος:
Δινιτροανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Dinitroaniline
Μετάφραση: Dinitroaniline
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoic acid
Μετάφραση: Dinitrobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzene
Μετάφραση: Dinitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoyl chloride
Μετάφραση: Dinitrobenzoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Δινιτροκρεζόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrocresol
Μετάφραση: Dinitrocresol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Dinitronaphthalene
Μετάφραση: Dinitronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-κρεσόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC
Μετάφραση: Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-τολουαμίδιο 3,5-
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Μετάφραση: Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτροτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrotoluene
Μετάφραση: Dinitrotoluene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrophenol
Μετάφραση: Dinitrophenol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφθοροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrofluorobenzene, DNFB
Μετάφραση: Dinitrofluorobenzene, DNFB
Ελληνικός όρος:
Δινιτροχλωροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrochlorobenzene
Μετάφραση: Dinitrochlorobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinucleotide
Μετάφραση: Dinucleotide
Ελληνικός όρος:
Διογκούμενος αφρός
Αγγλικός όρος:
Expanding foam
Μετάφραση: Expanding foam
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη άργιλος
Αγγλικός όρος:
Expanded clay
Μετάφραση: Expanded clay
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη πολυστερίνη
Αγγλικός όρος:
Expanded polysterene
Μετάφραση: Expanded polysterene