Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από εξόρυξη ορυκτών
Αγγλικός όρος: Wastes from mineral excavation
Μετάφραση: Wastes from mineral excavation
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από εξόρυξη ορυκτών που περιέχουν μέταλλα
Αγγλικός όρος: Wastes from mineral metalliferous excavation
Μετάφραση: Wastes from mineral metalliferous excavation
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από ηλεκτρολυτική διύλιση
Αγγλικός όρος: Waste from electrolytic refining
Μετάφραση: Waste from electrolytic refining
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από σκόνες επικαλύψεων
Αγγλικός όρος: Waste coating powders
Μετάφραση: Waste coating powders
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από τη χημική επεξεργασία
Αγγλικός όρος: Waste from chemical treatment
Μετάφραση: Waste from chemical treatment
Ελληνικός όρος: Απόβλητα από υλικά συντήρησης
Αγγλικός όρος: Wastes from preserving agents
Μετάφραση: Wastes from preserving agents
Ελληνικός όρος: Απόβλητα απολίπανσης
Αγγλικός όρος: Degreasing wastes
Μετάφραση: Degreasing wastes
Ελληνικός όρος: Απόβλητα ασβέστωσης
Αγγλικός όρος: Liming waste
Ελληνικός όρος: Απόβλητα γεωτρήσεων
Αγγλικός όρος: Drilling wastes
Μετάφραση: Drilling wastes
Ελληνικός όρος: Απόβλητα εκρηκτικών
Αγγλικός όρος: Waste explosives
Μετάφραση: Waste explosives
Ελληνικός όρος: Απόβλητα μελανών
Ελληνικός όρος: Απόβλητα μη προδιαγραφόμενα άλλως
Αγγλικός όρος: Wastes not otherwise specified
Μετάφραση: Wastes not otherwise specified
Ελληνικός όρος: Απόβλητα που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος: Wastes containing dangerous substances
Μετάφραση: Wastes containing dangerous substances
Ελληνικός όρος: Απόβλητα που περιέχουν θείο
Αγγλικός όρος: Wastes containing sulphur
Μετάφραση: Wastes containing sulphur
Ελληνικός όρος: Απόβλητα που περιέχουν υδράργυρο
Αγγλικός όρος: Wastes containing mercury
Μετάφραση: Wastes containing mercury
Ελληνικός όρος: Απόβλητα πούδρας
Αγγλικός όρος: Powdery wastes
Μετάφραση: Powdery wastes
Ελληνικός όρος: Απόβλητα σκόνης
Αγγλικός όρος: Dusty wastes
Ελληνικός όρος: Απόβλητα υγρών καυσίμων
Αγγλικός όρος: Wastes of liquid fuels
Μετάφραση: Wastes of liquid fuels
Ελληνικός όρος: Απόβλητα υδραυλικών ελαίων
Αγγλικός όρος: Waste hydraulic oils
Μετάφραση: Waste hydraulic oils
Ελληνικός όρος: Απόβλητα χημικών ενώσεων
Αγγλικός όρος: Compound wastes
Μετάφραση: Compound wastes
Ελληνικός όρος: Απογαλακτωματοποιητής
Αγγλικός όρος: De-emulsifier
Ελληνικός όρος: Αποδεικτική ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος: Evidence-based Occupational Medicine
Μετάφραση: Evidence-based Occupational Medicine
Ελληνικός όρος: Αποδέκτες
Αγγλικός όρος: Addressees
Ελληνικός όρος: Αποδέκτης ενός προϊόντος
Αγγλικός όρος: Recipient of an article
Μετάφραση: Recipient of an article
Ελληνικός όρος: Αποδέκτης ουσίας
Αγγλικός όρος: Recipient of a substance
Μετάφραση: Recipient of a substance
Ελληνικός όρος: Αποδέκτης παρασκευάσματος
Αγγλικός όρος: Recipient of a preparation
Μετάφραση: Recipient of a preparation
Ελληνικός όρος: Απόδοση (π.χ. αναλυτικού προσδιορισμού)
Ελληνικός όρος: Απόδοση (π.χ. εργασίας)
Αγγλικός όρος: Performance
Ελληνικός όρος: Απόδοση (π.χ. χημικής αντίδρασης)
Ελληνικός όρος: Απόδοση στήλης
Αγγλικός όρος: Column efficiency
Μετάφραση: Column efficiency
Ελληνικός όρος: Αποδοχή παρέκκλισης (π.χ. σε προδιαγραφές)
Αγγλικός όρος: Concession
Ελληνικός όρος: Αποδυτήριο
Αγγλικός όρος: Change room
Ελληνικός όρος: Αποένζυμο
Ελληνικός όρος: Αποζημίωση
Αγγλικός όρος: Compensation
Ελληνικός όρος: Αποζημίωση εργαζομένων
Αγγλικός όρος: Workers’ compensation
Μετάφραση: Workers’ compensation