Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 9181 - 9216 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χώρος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace
Μετάφραση:
Workplace
Ελληνικός όρος:
Χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων
Αγγλικός όρος:
Landfill
Μετάφραση:
Landfill
Ελληνικός όρος:
Χώρος φόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων
Αγγλικός όρος:
Container loading area
Μετάφραση:
Container loading area
Ελληνικός όρος:
Ψαμμάργιλος
Αγγλικός όρος:
Stoneware
Μετάφραση:
Stoneware
Ελληνικός όρος:
Ψαμμίτης
Αγγλικός όρος:
Sandstone
Μετάφραση:
Sandstone
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμένος αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Sprayed asbestos
Μετάφραση:
Sprayed asbestos
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός ηλεκτροστατικός
Αγγλικός όρος:
Electrostatic spraying
Μετάφραση:
Electrostatic spraying
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός με πεπιεσμένο αέρα
Αγγλικός όρος:
Compressed-air spraying
Μετάφραση:
Compressed-air spraying
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete spraying work
Μετάφραση:
Concrete spraying work
Ελληνικός όρος:
Ψεκασμός-σάρωσης αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Spray-vacuuming
Μετάφραση:
Spray-vacuuming
Ελληνικός όρος:
Ψεκαστήρες
Αγγλικός όρος:
Sprayers
Μετάφραση:
Sprayers
Ελληνικός όρος:
Ψευδαργυρικό
Αγγλικός όρος:
Zincate
Μετάφραση:
Zincate
Ελληνικός όρος:
Ψευδάργυρος ή τσίγκιο
Αγγλικός όρος:
Zinc (Zn)
Μετάφραση:
Zinc (Zn)
Ελληνικός όρος:
Ψευδοκατασκευή
Αγγλικός όρος:
Falsework
Μετάφραση:
Falsework
Ελληνικός όρος:
Ψευδοκουμόλιο
Αγγλικός όρος:
Pseudocumene, 1,2,4-trimethylbenzene
Μετάφραση:
Pseudocumene, 1,2,4-trimethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ψευδομεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Dummy variable
Μετάφραση:
Dummy variable
Ελληνικός όρος:
Ψευδοτροπίνη
Αγγλικός όρος:
Pseudotropine
Μετάφραση:
Pseudotropine
Ελληνικός όρος:
Ψικόζη
Αγγλικός όρος:
Psicose
Μετάφραση:
Psicose
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικά μέσα
Αγγλικός όρος:
Refrigerants
Μετάφραση:
Refrigerants
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Refrigeration machinery
Μετάφραση:
Refrigeration machinery
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικές αποθήκες
Αγγλικός όρος:
Cold stores
Μετάφραση:
Cold stores
Ελληνικός όρος:
Ψυκτική μονάδα
Αγγλικός όρος:
Refrigeration equipment
Μετάφραση:
Refrigeration equipment
Ελληνικός όρος:
Ψυκτικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Refrigerant gase
Μετάφραση:
Refrigerant gase
Ελληνικός όρος:
Ψύξη
Αγγλικός όρος:
Cooling, refrigeration
Μετάφραση:
Cooling, refrigeration
Ελληνικός όρος:
Ψυχιατρικές διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Psychiatric disorders
Μετάφραση:
Psychiatric disorders
Ελληνικός όρος:
Ψυχοκοινωνικό εργασιακό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Psychosocial work environment
Μετάφραση:
Psychosocial work environment
Ελληνικός όρος:
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Psychosocial issues
Μετάφραση:
Psychosocial issues
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογία της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational psychology
Μετάφραση:
Occupational psychology
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικό κλίμα
Αγγλικός όρος:
Psychological climate
Μετάφραση:
Psychological climate
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικοί και οργανωτικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Psychological and organisational hazards
Μετάφραση:
Psychological and organisational hazards
Ελληνικός όρος:
Ψυχολογικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Psychological agents
Μετάφραση:
Psychological agents
Ελληνικός όρος:
Ψυχο-οργανικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Organic psycho syndrome
Μετάφραση:
Organic psycho syndrome
Ελληνικός όρος:
Ψυχρή εργασία
Αγγλικός όρος:
Cold work
Μετάφραση:
Cold work
Ελληνικός όρος:
Ψυχρή σύντηξη
Αγγλικός όρος:
Cold fusion
Μετάφραση:
Cold fusion
Ελληνικός όρος:
Ψυχρός ατμός
Αγγλικός όρος:
Cold vapour
Μετάφραση:
Cold vapour
Ελληνικός όρος:
Ψυχρόφιλα
Αγγλικός όρος:
Phychrophiles
Μετάφραση:
Phychrophiles
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
249
Page
250
Page
251
Page
252
Page
253
Page
254
Page
255
Current page
256
Page
257
Next page
››
Last page
τελευταία »