Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4789 - 4824 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κοπή
Αγγλικός όρος:
Cutting

Μετάφραση: Cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Plasma-cutting

Μετάφραση: Plasma-cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με ψαλίδι
Αγγλικός όρος:
Shearing

Μετάφραση: Shearing
Ελληνικός όρος:
Κοπίδια
Αγγλικός όρος:
Carvers

Μετάφραση: Carvers
Ελληνικός όρος:
Κοπτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharps

Μετάφραση: Sharps
Ελληνικός όρος:
Κοπτικά αρμών
Αγγλικός όρος:
Joint cutters

Μετάφραση: Joint cutters
Ελληνικός όρος:
Κόπωση του οδηγού
Αγγλικός όρος:
Driver fatigue

Μετάφραση: Driver fatigue
Ελληνικός όρος:
Κορδόνια
Αγγλικός όρος:
Lanyards

Μετάφραση: Lanyards
Ελληνικός όρος:
Κορεσμός
Αγγλικός όρος:
Saturation

Μετάφραση: Saturation
Ελληνικός όρος:
Κορμός (π.χ. ανθρώπου)
Αγγλικός όρος:
Torso

Μετάφραση: Torso
Ελληνικός όρος:
Κορτιζόνη
Αγγλικός όρος:
Cortisone

Μετάφραση: Cortisone
Ελληνικός όρος:
Κορτικοτροπίνη
Αγγλικός όρος:
Corticotropin

Μετάφραση: Corticotropin
Ελληνικός όρος:
Κορυνομυκολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Corynomycolenic acid

Μετάφραση: Corynomycolenic acid
Ελληνικός όρος:
Κορυφαία ταχύτητα εκπνευστικής ροής
Αγγλικός όρος:
Peak Expiratory Flow Rate, PEFR

Μετάφραση: Peak Expiratory Flow Rate, PEFR
Ελληνικός όρος:
Κορυφή
Αγγλικός όρος:
Peak

Μετάφραση: Peak
Ελληνικός όρος:
Κορυφοτιμή
Αγγλικός όρος:
Peak value

Μετάφραση: Peak value
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνιση ή κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Sieving

Μετάφραση: Sieving
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Regrading

Μετάφραση: Regrading
Ελληνικός όρος:
Κόσκινο
Αγγλικός όρος:
Sieve

Μετάφραση: Sieve
Ελληνικός όρος:
Κοσμικές ακτίνες
Αγγλικός όρος:
Cosmic rays

Μετάφραση: Cosmic rays
Ελληνικός όρος:
Κόστη για την επανένταξη στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Rehabilitation costs

Μετάφραση: Rehabilitation costs
Ελληνικός όρος:
Κόστος
Αγγλικός όρος:
Cost

Μετάφραση: Cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour cost

Μετάφραση: Labour cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος σχετιζόμενο με την ποιότητα
Αγγλικός όρος:
Quality related cost

Μετάφραση: Quality related cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος των ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Costs of accidents

Μετάφραση: Costs of accidents
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλια
Αγγλικός όρος:
Cradles

Μετάφραση: Cradles
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλιο χειριστή
Αγγλικός όρος:
Operator's cab

Μετάφραση: Operator's cab
Ελληνικός όρος:
Κουλτούρα τμημάτων
Αγγλικός όρος:
Departmental culture

Μετάφραση: Departmental culture
Ελληνικός όρος:
Κουμόλιο ή 2-φαινυλοπροπάνιο ή ισοπροπυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene

Μετάφραση: Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene
Ελληνικός όρος:
Κουπαστή, κιγκλίδωμα
Αγγλικός όρος:
Balustrade

Μετάφραση: Balustrade
Ελληνικός όρος:
Κούπριο
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu

Μετάφραση: Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Κούραση
Αγγλικός όρος:
Fatigue

Μετάφραση: Fatigue
Ελληνικός όρος:
Κοφτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharp tools

Μετάφραση: Sharp tools
Ελληνικός όρος:
Κραδασμός μεταδιδόμενος στο σύστημα χεριού-βραχίονα
Αγγλικός όρος:
Hand arm vibration

Μετάφραση: Hand arm vibration
Ελληνικός όρος:
Κράμα
Αγγλικός όρος:
Alloy

Μετάφραση: Alloy
Ελληνικός όρος:
Κράμπα
Αγγλικός όρος:
Cramp

Μετάφραση: Cramp

Ακολουθήστε μας