Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 361 - 396 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Άθροιση των ταξινομημένων συστατικών
Αγγλικός όρος:
Summation of classified components

Μετάφραση: Summation of classified components
Ελληνικός όρος:
Άθροισμα ρευμάτων
Αγγλικός όρος:
Summation of currents

Μετάφραση: Summation of currents
Ελληνικός όρος:
Αθροιστής
Αγγλικός όρος:
Summer

Μετάφραση: Summer
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικά αποτελέσματα
Αγγλικός όρος:
Additive effects

Μετάφραση: Additive effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικές επιδράσεις
Αγγλικός όρος:
Cumulative effects

Μετάφραση: Cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Cumulative exposure

Μετάφραση: Cumulative exposure
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Summation method

Μετάφραση: Summation method
Ελληνικός όρος:
Αιθάλη
Αγγλικός όρος:
Carbon black, shoot

Μετάφραση: Carbon black, shoot
Ελληνικός όρος:
Αιθανάλη
Αγγλικός όρος:
Ethanal, acetaldehyde

Μετάφραση: Ethanal, acetaldehyde
Ελληνικός όρος:
Αιθαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethanamide, acetamide

Μετάφραση: Ethanamide, acetamide
Ελληνικός όρος:
Αιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethane

Μετάφραση: Ethane
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid

Μετάφραση: Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanediol

Μετάφραση: Ethanediol
Ελληνικός όρος:
Αιθανοθειόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanethiol, ethyl mercaptan

Μετάφραση: Ethanethiol, ethyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Αιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanoic acid, acetic acid

Μετάφραση: Ethanoic acid, acetic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol

Μετάφραση: Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol

Μετάφραση: Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanenitrile

Μετάφραση: Ethanenitrile
Ελληνικός όρος:
Αιθανοΰλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanoyl

Μετάφραση: Ethanoyl
Ελληνικός όρος:
Αιθένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene

Μετάφραση: Ethene, ethylene
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες
Αγγλικός όρος:
Ethers

Μετάφραση: Ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες στέμματος
Αγγλικός όρος:
Crown ethers

Μετάφραση: Crown ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθίνιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene

Μετάφραση: Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Αιθινυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Ethynylithium

Μετάφραση: Ethynylithium
Ελληνικός όρος:
Αιθιόν
Αγγλικός όρος:
Ethion

Μετάφραση: Ethion
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Ethoxide

Μετάφραση: Ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium ethoxide

Μετάφραση: Sodium ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυλιωμένες εννεϋλοφαινόλες
Αγγλικός όρος:
Nonylphenol ethoxylates

Μετάφραση: Nonylphenol ethoxylates
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυμεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethoxymethanol

Μετάφραση: Ethoxymethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυπροπιονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ethoxypropionate

Μετάφραση: Ethyl ethoxypropionate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλo προπυλακρολεΐνη
Αγγλικός όρος:
Ethyl propylacrolein

Μετάφραση: Ethyl propylacrolein
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether

Μετάφραση: Ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether of ethylene glycol

Μετάφραση: Ethyl ether of ethylene glycol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylacetylene, butyne

Μετάφραση: Ethylacetylene, butyne
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylamine

Μετάφραση: Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene

Μετάφραση: Ethene, ethylene

Ακολουθήστε μας