Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνικός όρος: Προκαλεί σοβαρά εγκαύματα
Αγγλικός όρος: Causes severe burns
Μετάφραση: Causes severe burns
Ελληνικός όρος: Ερεθίζει τα μάτια
Αγγλικός όρος: Irritating to eyes
Μετάφραση: Irritating to eyes
Ελληνικός όρος: Ερεθίζει το αναπνευστικό σύστημα
Αγγλικός όρος: Irritating to respiratory system
Μετάφραση: Irritating to respiratory system
Ελληνικός όρος: Ερεθίζει το δέρμα
Αγγλικός όρος: Irritating to skin
Μετάφραση: Irritating to skin
Ελληνικός όρος: Κίνδυνος πολύ σοβαρών μονίμων επιδράσεων
Αγγλικός όρος: Danger of very serious irreversible effects
Μετάφραση: Danger of very serious irreversible effects
Ελληνικός όρος: Ύποπτο καρκινογένεσης
Αγγλικός όρος: Limited evidence of a carcinogenic effect
Μετάφραση: Limited evidence of a carcinogenic effect
Ελληνικός όρος: Κίνδυνος σοβαρών οφθαλμικών βλαβών
Αγγλικός όρος: Risk of serious damage to eyes
Μετάφραση: Risk of serious damage to eyes
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος: May cause sensitization by inhalation
Μετάφραση: May cause sensitization by inhalation
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος: May cause sensitization by skin contact
Μετάφραση: May cause sensitization by skin contact
Ελληνικός όρος: Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί υπό περιορισμό
Αγγλικός όρος: Risk of explosion if heated under confinement
Μετάφραση: Risk of explosion if heated under confinement
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο
Αγγλικός όρος: May cause cancer
Μετάφραση: May cause cancer
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος: May cause heritable genetic damage
Μετάφραση: May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος: Κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος: Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Μετάφραση: Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος: May cause cancer by inhalation
Μετάφραση: May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος: Πολύ τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος: Very toxic to aquatic organisms
Μετάφραση: Very toxic to aquatic organisms
Ελληνικός όρος: Τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος: Toxic to aquatic organisms
Μετάφραση: Toxic to aquatic organisms
Ελληνικός όρος: Επιβλαβές για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος: Harmful to aquatic organisms
Μετάφραση: Harmful to aquatic organisms
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος: May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος: Τοξικό για τη χλωρίδα
Αγγλικός όρος: Toxic to flora
Μετάφραση: Toxic to flora
Ελληνικός όρος: Τοξικό για την πανίδα
Αγγλικός όρος: Toxic to fauna
Μετάφραση: Toxic to fauna
Ελληνικός όρος: Τοξικό για τους οργανισμούς του εδάφους
Αγγλικός όρος: Toxic to soil organisms
Μετάφραση: Toxic to soil organisms
Ελληνικός όρος: Τοξικό για τις μέλισσες
Αγγλικός όρος: Toxic to bees
Ελληνικός όρος: Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος: May cause long-term adverse effects in the environment
Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος: Επικίνδυνο για τη στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος: Dangerous for the ozone layer
Μετάφραση: Dangerous for the ozone layer
Ελληνικός όρος: Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα
Αγγλικός όρος: May impair fertility
Μετάφραση: May impair fertility
Ελληνικός όρος: Μπορεί να βλάψει το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος: May cause harm to the unborn child
Μετάφραση: May cause harm to the unborn child
Ελληνικός όρος: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας
Αγγλικός όρος: Possible risk of impaired fertility
Μετάφραση: Possible risk of impaired fertility
Ελληνικός όρος: Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος: Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση: Possible risk of harm to the unborn child
Ελληνικός όρος: Μπορεί να βλάψει τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα
Αγγλικός όρος: May cause harm to breastfed babies
Μετάφραση: May cause harm to breastfed babies
Ελληνικός όρος: Επιβλαβές: μπορεί να προκαλέσει βλάβη στους πνεύμονες σε περίπτωση
Αγγλικός όρος: Harmful: may cause lung damage if swallowed
Μετάφραση: Harmful: may cause lung damage if swallowed
Ελληνικός όρος: Παρατεταμένη έκθεση μπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρματος ή σκάσιμο
Αγγλικός όρος: Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Μετάφραση: Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Ελληνικός όρος: Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος: Vapours may cause drowsiness and dizziness
Μετάφραση: Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος: Τρωτότητα
Αγγλικός όρος: Vulnerability
Αγγλικός όρος: Susceptibility
Μετάφραση: Susceptibility
Ελληνικός όρος: Ανθεκτικότητα
Αγγλικός όρος: Resilience
Ελληνικός όρος: Έγκαιρη προειδοποίηση
Αγγλικός όρος: Early warning