Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Προκαλεί σοβαρά εγκαύματα
Αγγλικός όρος:
Causes severe burns

Μετάφραση: Causes severe burns
Ελληνικός όρος:
Ερεθίζει τα μάτια
Αγγλικός όρος:
Irritating to eyes

Μετάφραση: Irritating to eyes
Ελληνικός όρος:
Ερεθίζει το αναπνευστικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Irritating to respiratory system

Μετάφραση: Irritating to respiratory system
Ελληνικός όρος:
Ερεθίζει το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Irritating to skin

Μετάφραση: Irritating to skin
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μονίμων επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects

Μετάφραση: Danger of very serious irreversible effects
Ελληνικός όρος:
Ύποπτο καρκινογένεσης
Αγγλικός όρος:
Limited evidence of a carcinogenic effect

Μετάφραση: Limited evidence of a carcinogenic effect
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρών οφθαλμικών βλαβών
Αγγλικός όρος:
Risk of serious damage to eyes

Μετάφραση: Risk of serious damage to eyes
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by inhalation

Μετάφραση: May cause sensitization by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by skin contact

Μετάφραση: May cause sensitization by skin contact
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί υπό περιορισμό
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion if heated under confinement

Μετάφραση: Risk of explosion if heated under confinement
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο
Αγγλικός όρος:
May cause cancer

Μετάφραση: May cause cancer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος:
May cause heritable genetic damage

Μετάφραση: May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure

Μετάφραση: Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause cancer by inhalation

Μετάφραση: May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
Very toxic to aquatic organisms

Μετάφραση: Very toxic to aquatic organisms
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic organisms

Μετάφραση: Toxic to aquatic organisms
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές για τους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
Harmful to aquatic organisms

Μετάφραση: Harmful to aquatic organisms
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment

Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τη χλωρίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to flora

Μετάφραση: Toxic to flora
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για την πανίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to fauna

Μετάφραση: Toxic to fauna
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους οργανισμούς του εδάφους
Αγγλικός όρος:
Toxic to soil organisms

Μετάφραση: Toxic to soil organisms
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τις μέλισσες
Αγγλικός όρος:
Toxic to bees

Μετάφραση: Toxic to bees
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the environment

Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για τη στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Dangerous for the ozone layer

Μετάφραση: Dangerous for the ozone layer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα
Αγγλικός όρος:
May impair fertility

Μετάφραση: May impair fertility
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος:
May cause harm to the unborn child

Μετάφραση: May cause harm to the unborn child
Ελληνικός όρος:
Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας
Αγγλικός όρος:
Possible risk of impaired fertility

Μετάφραση: Possible risk of impaired fertility
Ελληνικός όρος:
Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος:
Possible risk of harm to the unborn child

Μετάφραση: Possible risk of harm to the unborn child
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα
Αγγλικός όρος:
May cause harm to breastfed babies

Μετάφραση: May cause harm to breastfed babies
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές: μπορεί να προκαλέσει βλάβη στους πνεύμονες σε περίπτωση
Αγγλικός όρος:
Harmful: may cause lung damage if swallowed

Μετάφραση: Harmful: may cause lung damage if swallowed
Ελληνικός όρος:
Παρατεταμένη έκθεση μπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρματος ή σκάσιμο
Αγγλικός όρος:
Repeated exposure may cause skin dryness or cracking

Μετάφραση: Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness

Μετάφραση: Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Τρωτότητα
Αγγλικός όρος:
Vulnerability

Μετάφραση: Vulnerability
Ελληνικός όρος:
Ευπάθεια
Αγγλικός όρος:
Susceptibility

Μετάφραση: Susceptibility
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Resilience

Μετάφραση: Resilience
Ελληνικός όρος:
Έγκαιρη προειδοποίηση
Αγγλικός όρος:
Early warning

Μετάφραση: Early warning

Ακολουθήστε μας