Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 757 - 792 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ανάδοχος του έργου
Αγγλικός όρος:
Project contractor
Μετάφραση:
Project contractor
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική εκτίμηση έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Retrospective exposure assessment
Μετάφραση:
Retrospective exposure assessment
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Retrospective study
Μετάφραση:
Retrospective study
Ελληνικός όρος:
Αναερόβιες συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Anaerobic conditions
Μετάφραση:
Anaerobic conditions
Ελληνικός όρος:
Αναεροβική βιοαποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Anaerobic biodegradation
Μετάφραση:
Anaerobic biodegradation
Ελληνικός όρος:
Αναζήτηση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Job search
Μετάφραση:
Job search
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση
Αγγλικός όρος:
Delegation
Μετάφραση:
Delegation
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση καθηκόντων
Αγγλικός όρος:
Allocation of functions
Μετάφραση:
Allocation of functions
Ελληνικός όρος:
Αναθεώρηση
Αγγλικός όρος:
Revision
Μετάφραση:
Revision
Ελληνικός όρος:
Αναθεωρώ
Αγγλικός όρος:
Review
Μετάφραση:
Review
Ελληνικός όρος:
Αναθυμιάσεις από την κατεργασία καουτσούκ
Αγγλικός όρος:
Rubber fumes
Μετάφραση:
Rubber fumes
Ελληνικός όρος:
Αναιμία
Αγγλικός όρος:
Anaemia
Μετάφραση:
Anaemia
Ελληνικός όρος:
Αναισθησία
Αγγλικός όρος:
Anesthesia
Μετάφραση:
Anesthesia
Ελληνικός όρος:
Αναισθητικό
Αγγλικός όρος:
Anaesthetic
Μετάφραση:
Anaesthetic
Ελληνικός όρος:
Ανακαίνηση
Αγγλικός όρος:
Renovation
Μετάφραση:
Renovation
Ελληνικός όρος:
Ανακατασκευασμένη μεγάλη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Remanufactured large packaging
Μετάφραση:
Remanufactured large packaging
Ελληνικός όρος:
Ανακατασκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Remanufactured IBC
Μετάφραση:
Remanufactured IBC
Ελληνικός όρος:
Ανάκλαση (ήχου)
Αγγλικός όρος:
Reflection
Μετάφραση:
Reflection
Ελληνικός όρος:
Ανακλαστικό
Αγγλικός όρος:
Reflex
Μετάφραση:
Reflex
Ελληνικός όρος:
Ανάκληση
Αγγλικός όρος:
Recall
Μετάφραση:
Recall
Ελληνικός όρος:
Ανακούρκουδα
Αγγλικός όρος:
Squatting position
Μετάφραση:
Squatting position
Ελληνικός όρος:
Ανάκτηση
Αγγλικός όρος:
Recovery
Μετάφραση:
Recovery
Ελληνικός όρος:
Ανάκτηση οργανικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Reclamation of organic substances
Μετάφραση:
Reclamation of organic substances
Ελληνικός όρος:
Ανάκτηση πετρελαιοειδών
Αγγλικός όρος:
Recovery of the oil spilt
Μετάφραση:
Recovery of the oil spilt
Ελληνικός όρος:
Ανακύκλωση
Αγγλικός όρος:
Recycling
Μετάφραση:
Recycling
Ελληνικός όρος:
Ανακυκλωμένο πλαστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Recycled plastics material
Μετάφραση:
Recycled plastics material
Ελληνικός όρος:
Αναλγησία
Αγγλικός όρος:
Analgesia
Μετάφραση:
Analgesia
Ελληνικός όρος:
Αναλγητικό
Αγγλικός όρος:
Analgesic
Μετάφραση:
Analgesic
Ελληνικός όρος:
Αναλογικό πηλίκο θνησιμότητας
Αγγλικός όρος:
Proportionate mortality ratios, PMRs
Μετάφραση:
Proportionate mortality ratios, PMRs
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση Pareto
Αγγλικός όρος:
Pareto analysis
Μετάφραση:
Pareto analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση αερίων αίματος
Αγγλικός όρος:
Blood gas analysis
Μετάφραση:
Blood gas analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση δεξιοτήτων
Αγγλικός όρος:
Skill analysis
Μετάφραση:
Skill analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση επιβίωσης
Αγγλικός όρος:
Survival analysis
Μετάφραση:
Survival analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Risk analysis
Μετάφραση:
Risk analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound analysis
Μετάφραση:
Sound analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση και διαχείριση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk analysis and management
Μετάφραση:
Risk analysis and management
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
18
Page
19
Page
20
Page
21
Current page
22
Page
23
Page
24
Page
25
Page
26
…
Next page
››
Last page
τελευταία »