Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 829 - 864 of 1068
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Έργα πολιτικού μηχανικού
Αγγλικός όρος:
Civil engineering
Μετάφραση:
Civil engineering
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενη μητέρα
Αγγλικός όρος:
Working mother
Μετάφραση:
Working mother
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες
Αγγλικός όρος:
Disabled workers
Μετάφραση:
Disabled workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part-time workers
Μετάφραση:
Part-time workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε άτυπες θέσεις απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Atypical workers
Μετάφραση:
Atypical workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε βάρδιες
Αγγλικός όρος:
Shift workers
Μετάφραση:
Shift workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε διαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
On-call workers
Μετάφραση:
On-call workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι στον τομέα παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Sex workers
Μετάφραση:
Sex workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Employee, worker
Μετάφραση:
Employee, worker
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία ισχύος
Αγγλικός όρος:
Power tools
Μετάφραση:
Power tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία πεπιεσμένου αέρα
Αγγλικός όρος:
Pneumatic tools
Μετάφραση:
Pneumatic tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία που ενεργοποιούνται με πυρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Powder-actuated tools
Μετάφραση:
Powder-actuated tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία που λειτουργούν με αέριο
Αγγλικός όρος:
Gas-powered tools
Μετάφραση:
Gas-powered tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία χεριού
Αγγλικός όρος:
Hand tools
Μετάφραση:
Hand tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλείο
Αγγλικός όρος:
Tool
Μετάφραση:
Tool
Ελληνικός όρος:
Εργαλείο αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη χημική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Chemical safety assessment and reporting tool, CHESAR
Μετάφραση:
Chemical safety assessment and reporting tool, CHESAR
Ελληνικός όρος:
Εργαλειομηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine-tool
Μετάφραση:
Machine-tool
Ελληνικός όρος:
Εργασία
Αγγλικός όρος:
Job, labour, work, task
Μετάφραση:
Job, labour, work, task
Ελληνικός όρος:
Εργασία ανηλίκων
Αγγλικός όρος:
Employment of minors
Μετάφραση:
Employment of minors
Ελληνικός όρος:
Εργασία γραφείου
Αγγλικός όρος:
Office work
Μετάφραση:
Office work
Ελληνικός όρος:
Εργασία γυναικών
Αγγλικός όρος:
Female employment
Μετάφραση:
Female employment
Ελληνικός όρος:
Εργασία με καθορισμένο ρυθμό
Αγγλικός όρος:
Paced work
Μετάφραση:
Paced work
Ελληνικός όρος:
Εργασία μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part-time work
Μετάφραση:
Part-time work
Ελληνικός όρος:
Εργασία περίπτωσης
Αγγλικός όρος:
Case work
Μετάφραση:
Case work
Ελληνικός όρος:
Εργασία πλήρους απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Full-time work
Μετάφραση:
Full-time work
Ελληνικός όρος:
Εργασία σε βάρδια
Αγγλικός όρος:
Shiftwork
Μετάφραση:
Shiftwork
Ελληνικός όρος:
Εργασία σε εξωτερικό χώρο
Αγγλικός όρος:
Outdoor work
Μετάφραση:
Outdoor work
Ελληνικός όρος:
Εργασία σε στέγες
Αγγλικός όρος:
Roof work
Μετάφραση:
Roof work
Ελληνικός όρος:
Εργασιακές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Work demands
Μετάφραση:
Work demands
Ελληνικός όρος:
Εργασιακή ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Occupational safety
Μετάφραση:
Occupational safety
Ελληνικός όρος:
Εργασιακή υγεία
Αγγλικός όρος:
Occupational health
Μετάφραση:
Occupational health
Ελληνικός όρος:
Εργασιακό περιβάλλον ή περιβάλλον εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational environment, work environment
Μετάφραση:
Occupational environment, work environment
Ελληνικός όρος:
Εργασιακό στρες
Αγγλικός όρος:
Work-related stress
Μετάφραση:
Work-related stress
Ελληνικός όρος:
Εργασιακοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Hazards at work
Μετάφραση:
Hazards at work
Ελληνικός όρος:
Εργασίες βαφής και καθαρισμού
Αγγλικός όρος:
Painting and cleaning work
Μετάφραση:
Painting and cleaning work
Ελληνικός όρος:
Εργασίες εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Laboratory work
Μετάφραση:
Laboratory work
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
20
Page
21
Page
22
Page
23
Current page
24
Page
25
Page
26
Page
27
Page
28
…
Next page
››
Last page
τελευταία »