Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 397 - 432 of 1068
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο
Αγγλικός όρος:
Intermediate
Μετάφραση:
Intermediate
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο για διαρρηκτική εκρηκτική ύλη
Αγγλικός όρος:
Intermediate for blasting explosives
Μετάφραση:
Intermediate for blasting explosives
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Intermediate
Μετάφραση:
Intermediate
Ελληνικός όρος:
Ενδιαφερόμενο κοινό
Αγγλικός όρος:
The public concerned
Μετάφραση:
The public concerned
Ελληνικός όρος:
Ενδιαφερόμενο μέρος
Αγγλικός όρος:
Interested party
Μετάφραση:
Interested party
Ελληνικός όρος:
Ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Within-laboratory reproducidility
Μετάφραση:
Within-laboratory reproducidility
Ελληνικός όρος:
Ενδόθερμη αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Endothermic reaction
Μετάφραση:
Endothermic reaction
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινής διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Endocrine disruption
Μετάφραση:
Endocrine disruption
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Endocrine toxicology
Μετάφραση:
Endocrine toxicology
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινικοί διαταράκτες
Αγγλικός όρος:
Endocrine disrupters or endocrine disruptors
Μετάφραση:
Endocrine disrupters or endocrine disruptors
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινολογικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Endocrinological disorders
Μετάφραση:
Endocrinological disorders
Ελληνικός όρος:
Ενδοπλασματικό δίκτυο
Αγγλικός όρος:
Endoplasmic reticulum
Μετάφραση:
Endoplasmic reticulum
Ελληνικός όρος:
Ενδοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Endoscopy
Μετάφραση:
Endoscopy
Ελληνικός όρος:
Ενδοσουλφάν
Αγγλικός όρος:
Endosuflan
Μετάφραση:
Endosuflan
Ελληνικός όρος:
Ενδοτοξίνες
Αγγλικός όρος:
Endotoxins
Μετάφραση:
Endotoxins
Ελληνικός όρος:
Ενδρίνη
Αγγλικός όρος:
Endrin
Μετάφραση:
Endrin
Ελληνικός όρος:
Ενδυμασία υψηλής ευκρίνειας
Αγγλικός όρος:
Visibility clothing
Μετάφραση:
Visibility clothing
Ελληνικός όρος:
Ενεδιόλη
Αγγλικός όρος:
Enediol
Μετάφραση:
Enediol
Ελληνικός όρος:
Ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Energy
Μετάφραση:
Energy
Ελληνικός όρος:
Ενεργειακό περιεχόμενο
Αγγλικός όρος:
Energy content
Μετάφραση:
Energy content
Ελληνικός όρος:
Ενέργειες προώθησης της υγείας στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Health promotion activities at the workplace
Μετάφραση:
Health promotion activities at the workplace
Ελληνικός όρος:
Ενεργές πηγές ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Effective source of ignition
Μετάφραση:
Effective source of ignition
Ελληνικός όρος:
Ενεργές χρωστικές τριαζίνης
Αγγλικός όρος:
Reactive triazine dyes
Μετάφραση:
Reactive triazine dyes
Ελληνικός όρος:
Ενεργοποιημένος
Αγγλικός όρος:
Activated
Μετάφραση:
Activated
Ελληνικός όρος:
Ενεργοποιώ
Αγγλικός όρος:
Activate
Μετάφραση:
Activate
Ελληνικός όρος:
Ενεργός άνθρακας
Αγγλικός όρος:
Activated carbon
Μετάφραση:
Activated carbon
Ελληνικός όρος:
Ενεργός Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET
Μετάφραση:
Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Ενεργότητα
Αγγλικός όρος:
Activity
Μετάφραση:
Activity
Ελληνικός όρος:
Ένεση
Αγγλικός όρος:
Injection
Μετάφραση:
Injection
Ελληνικός όρος:
Ένζυμο
Αγγλικός όρος:
Enzyme
Μετάφραση:
Enzyme
Ελληνικός όρος:
Ενήλικος
Αγγλικός όρος:
Adult
Μετάφραση:
Adult
Ελληνικός όρος:
Ενημερωτική πύλη για την εφαρμογή του κανονισμού REACH
Αγγλικός όρος:
REACH Information Portal for Enforcement, RIPE
Μετάφραση:
REACH Information Portal for Enforcement, RIPE
Ελληνικός όρος:
Ενιαίο Σύστημα Πληροφοριών για το Περιβάλλον (ΕΣΠΠ)
Αγγλικός όρος:
Shared Environmental Information System (SEIS)
Μετάφραση:
Shared Environmental Information System (SEIS)
Ελληνικός όρος:
Ενιαίοι κανόνες για τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Uniform rules concerning the contract for international carriage of goods by rail (CIM)
Μετάφραση:
Uniform rules concerning the contract for international carriage of goods by rail (CIM)
Ελληνικός όρος:
Ενισχυμένο
Αγγλικός όρος:
Doped
Μετάφραση:
Doped
Ελληνικός όρος:
Ενισχυμένο πλαστικό
Αγγλικός όρος:
Reinforced plastic
Μετάφραση:
Reinforced plastic
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Current page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Next page
››
Last page
τελευταία »