Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 325 - 360 of 367
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τροπινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tropinic acid

Μετάφραση: Tropinic acid
Ελληνικός όρος:
Τροπινόνη
Αγγλικός όρος:
Tropinone

Μετάφραση: Tropinone
Ελληνικός όρος:
Τροπολόνη
Αγγλικός όρος:
Tropolone

Μετάφραση: Tropolone
Ελληνικός όρος:
Τροποποίηση
Αγγλικός όρος:
Amendment

Μετάφραση: Amendment
Ελληνικός όρος:
Τροποποιητής
Αγγλικός όρος:
Modifier

Μετάφραση: Modifier
Ελληνικός όρος:
Τρόπος λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Mode

Μετάφραση: Mode
Ελληνικός όρος:
Τρόφιμα
Αγγλικός όρος:
Food

Μετάφραση: Food
Ελληνικός όρος:
Τροφοδότες
Αγγλικός όρος:
Feeders

Μετάφραση: Feeders
Ελληνικός όρος:
Τροφοδότης κυψελών καυσίμου
Αγγλικός όρος:
Fuel cell engine

Μετάφραση: Fuel cell engine
Ελληνικός όρος:
Τροχαλιοστάσιο (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Pulley room

Μετάφραση: Pulley room
Ελληνικός όρος:
Τροχήλατος πυροσβεστήρας
Αγγλικός όρος:
Mobile fire extinguisher

Μετάφραση: Mobile fire extinguisher
Ελληνικός όρος:
Τροχιστής
Αγγλικός όρος:
Grinder

Μετάφραση: Grinder
Ελληνικός όρος:
Τρυγικό νάτριο ή ταρταρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium tartrate

Μετάφραση: Sodium tartrate
Ελληνικός όρος:
Τρυγικό οξύ ή 2,3-διυδροξυβουτενοδιικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tartaric acid or 2,3-dihydroxy butanedioic acid

Μετάφραση: Tartaric acid or 2,3-dihydroxy butanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Τρύπα
Αγγλικός όρος:
Hole

Μετάφραση: Hole
Ελληνικός όρος:
Τρυπανισμός
Αγγλικός όρος:
Punching, drilling

Μετάφραση: Punching, drilling
Ελληνικός όρος:
Τρωκτικοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Rodenticides

Μετάφραση: Rodenticides
Ελληνικός όρος:
Τσάπα
Αγγλικός όρος:
Hoe

Μετάφραση: Hoe
Ελληνικός όρος:
Τσιμέντο Πόρτλαντ
Αγγλικός όρος:
Portland cement

Μετάφραση: Portland cement
Ελληνικός όρος:
Τύλιγμα
Αγγλικός όρος:
Winding

Μετάφραση: Winding
Ελληνικός όρος:
Τυλικτήρας σωλήνων
Αγγλικός όρος:
Hose reel

Μετάφραση: Hose reel
Ελληνικός όρος:
Τύμπανο
Αγγλικός όρος:
Drum

Μετάφραση: Drum
Ελληνικός όρος:
Τυπική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation

Μετάφραση: Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Τυπικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Standard error

Μετάφραση: Standard error
Ελληνικός όρος:
Τύποι τραυματισμών
Αγγλικός όρος:
Type of injuries

Μετάφραση: Type of injuries
Ελληνικός όρος:
Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Standardization, formulation

Μετάφραση: Standardization, formulation
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητής
Αγγλικός όρος:
Formulator

Μετάφραση: Formulator
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητικός φορέας
Αγγλικός όρος:
Standardizing body

Μετάφραση: Standardizing body
Ελληνικός όρος:
Τύπος αποτελεσμάτων μελέτης
Αγγλικός όρος:
Study result type

Μετάφραση: Study result type
Ελληνικός όρος:
Τύπος προστασίας από ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition protection type

Μετάφραση: Ignition protection type
Ελληνικός όρος:
Τύπου πλέγματος
Αγγλικός όρος:
Mesh type

Μετάφραση: Mesh type
Ελληνικός όρος:
Τυροσίνη
Αγγλικός όρος:
Tyrosine, Tyr, Y

Μετάφραση: Tyrosine, Tyr, Y
Ελληνικός όρος:
Τύρφη
Αγγλικός όρος:
Peat

Μετάφραση: Peat
Ελληνικός όρος:
Τυφλό (π.χ. στη χημική ανάλυση)
Αγγλικός όρος:
Blank

Μετάφραση: Blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό αντιδραστηρίου
Αγγλικός όρος:
Reagent blank

Μετάφραση: Reagent blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Blind sample

Μετάφραση: Blind sample

Ακολουθήστε μας