Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 648
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Στίλβωση
Αγγλικός όρος:
Polishing

Μετάφραση: Polishing
Ελληνικός όρος:
Στιλβωτής
Αγγλικός όρος:
Polisher

Μετάφραση: Polisher
Ελληνικός όρος:
Στιλβωτικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Polishing machines

Μετάφραση: Polishing machines
Ελληνικός όρος:
Στιλπνότητα
Αγγλικός όρος:
Gloss

Μετάφραση: Gloss
Ελληνικός όρος:
Στοίβαγμα
Αγγλικός όρος:
Piling

Μετάφραση: Piling
Ελληνικός όρος:
Στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Element

Μετάφραση: Element
Ελληνικός όρος:
Στοιχείο επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Label element

Μετάφραση: Label element
Ελληνικός όρος:
Στοιχείο κατασκευής ή οικοδομικό στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Building element

Μετάφραση: Building element
Ελληνικός όρος:
Στόμα
Αγγλικός όρος:
Mouth

Μετάφραση: Mouth
Ελληνικός όρος:
Στοματική κοιλότητα
Αγγλικός όρος:
Oral cavity

Μετάφραση: Oral cavity
Ελληνικός όρος:
Στομάχι
Αγγλικός όρος:
Stomach

Μετάφραση: Stomach
Ελληνικός όρος:
Στόμιο εξαγωγής ή έξοδος
Αγγλικός όρος:
Outlet

Μετάφραση: Outlet
Ελληνικός όρος:
Στοχαστική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Stochastic dependence

Μετάφραση: Stochastic dependence
Ελληνικός όρος:
Στόχος
Αγγλικός όρος:
Target

Μετάφραση: Target
Ελληνικός όρος:
Στόχος ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality objective

Μετάφραση: Quality objective
Ελληνικός όρος:
Στραγγίδια (διασταλάζον υγρό) χώρου υγειονομικής ταφής
Αγγλικός όρος:
Landfill leachate

Μετάφραση: Landfill leachate
Ελληνικός όρος:
Στράγγισμα
Αγγλικός όρος:
Leachate

Μετάφραση: Leachate
Ελληνικός όρος:
Στράντζες
Αγγλικός όρος:
Press brakes

Μετάφραση: Press brakes
Ελληνικός όρος:
Στρατηγική ελέγχου του θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise control strategy

Μετάφραση: Noise control strategy
Ελληνικός όρος:
Στρατηγική ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality strategy

Μετάφραση: Quality strategy
Ελληνικός όρος:
Στρατηγική προσέγγισης για τη διεθνή διαχείριση χημικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Strategic Approach to International Chemical Management (SAICM)

Μετάφραση: Strategic Approach to International Chemical Management (SAICM)
Ελληνικός όρος:
Στρεβλότητα
Αγγλικός όρος:
Bias

Μετάφραση: Bias
Ελληνικός όρος:
Στρες
Αγγλικός όρος:
Stress

Μετάφραση: Stress
Ελληνικός όρος:
Στρεσογόνοι παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Stressors

Μετάφραση: Stressors
Ελληνικός όρος:
Στρεφόμενο πεδίο
Αγγλικός όρος:
Rotating field

Μετάφραση: Rotating field
Ελληνικός όρος:
Στρόβιλοι
Αγγλικός όρος:
Turbines

Μετάφραση: Turbines
Ελληνικός όρος:
Στρογγυλοποίηση
Αγγλικός όρος:
Rounding

Μετάφραση: Rounding
Ελληνικός όρος:
Στρόντιο
Αγγλικός όρος:
Strontium (Sr)

Μετάφραση: Strontium (Sr)
Ελληνικός όρος:
Στρόφιγγα
Αγγλικός όρος:
Stopcock

Μετάφραση: Stopcock
Ελληνικός όρος:
Στρόφιγγα απομόνωσης
Αγγλικός όρος:
Shut-off valve

Μετάφραση: Shut-off valve
Ελληνικός όρος:
Στρυχνίνη
Αγγλικός όρος:
Strychnine

Μετάφραση: Strychnine
Ελληνικός όρος:
Στρώματα (π.χ. υλικών)
Αγγλικός όρος:
Strata

Μετάφραση: Strata
Ελληνικός όρος:
Στυρόλιο ή στυρένιο ή βινυλοβενζόλιο ή φαινυλοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Styrene or vinylbenzene or phenylethylene

Μετάφραση: Styrene or vinylbenzene or phenylethylene
Ελληνικός όρος:
Στυφνικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead styphnate

Μετάφραση: Lead styphnate
Ελληνικός όρος:
ΣΥΑΕ
Αγγλικός όρος:
HSW Council, Hygiene and Safety at Work Council

Μετάφραση: HSW Council, Hygiene and Safety at Work Council
Ελληνικός όρος:
Συγκαθίζηση
Αγγλικός όρος:
Co-precipitation

Μετάφραση: Co-precipitation

Ακολουθήστε μας